2 ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕΣ ΟΤΙ ΕΧΟΥΝ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΕΙ
Οι δύο Πρόεδροι, των οποίων η εκτέλεση δεν είναι το ίδιο γνωστή με εκείνη του Κένεντι ή του Λίκολν -τουλάχιστον έξω απ’ τα σύνορα των ΗΠΑ.
Ξέρουμε για τον Τζον Κένεντι, ξέρουμε και για τον Αβραάμ Λίνκολν αλλά μάλλον στους περισσότερους από μας μάς διαφεύγουν δύο ακόμα Πρόεδροι που έχουν πέσει νεκροί κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Δυο Αμερικανοί Πρόεδροι που έφυγαν πρόωρα εξαιτίας ενός “μοναχικού λύκου”, που για τους δικούς του λογους, αποφάσισε να τερματίσει τη θητεία και τη ζωή τους.
Ο Τζέιμς Γκάρφιλντ και ο Γουίλιαμ ΜακΚίνλει, ο 20ος και 25ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, είναι τα δύο πρόσωπα που συμπληρώνουν την τετράδα των Προέδρων που δολοφονήθηκαν όσο βρίσκονταν στον Λευκό Οίκο. Οι απόπειρες που έχουν γίνει εναντίον Αμερικανών Προέδρων είναι βέβαια πολλές περισσότερες, αλλά πάμε να δούμε δύο απ’ αυτές που -δυστυχώς- αποδείχτηκαν επιτυχημένες.
ΤΖΕΙΜΣ ΓΚΑΡΦΙΛΝΤ
Ο Τζέιμς Γκάρφιλντ (19 Νοεμβρίου 1831 – 19 Σεπτεμβρίου 1881) ήταν ο 20ός Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, με θητεία από τον Μάρτιο του 1881 έως τη δολοφονία του τον επόμενο Σεπτέμβριο. Ήταν ιεροκήρυκας, δικηγόρος και στρατηγός του εμφυλίου πολέμου.
Μέχρι την ημέρα που εξελέγη Πρόεδρος, ο Γκάρφιλντ πίστευε ότι η εκπαίδευση και όχι η κάλπη θα ήταν αυτή που θα βελτίωνε τη ζωή των Αφροαμερικανών. Στην πρώτη του ομιλία ως Πρόεδρος, είπε χαρακτηριστικά:
“Η ανύψωση της φυλής των Νέγρων (sic) από τη δουλεία στα πλήρη δικαιώματα του πολίτη είναι η σημαντικότερη πολιτική αλλαγή που γνωρίσαμε από την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1787. Κανένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να μην εκτιμήσει την ευεργετική επίδρασή της στους θεσμούς και τους ανθρώπους μας. Απελευθέρωσε τον αφέντη καθώς και τον σκλάβο από μια σχέση που αδικούσε και εξουθένωνε και τους δύο”.
Ο Γκάρφιλντ προσπάθησε να συγκροτήσει ένα υπουργικό συμβούλιο που θα ικανοποιούσε όλες τις τάσεις του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αλλά, παρακινούμενος από τον υπουργό Εξωτερικών του, Μπλέιν, γύρισε την πλάτη του τελικά “στην πελατειακή μηχανή” του Ρόσκι Κόνκλινγκ, του γερουσιαστή της Νέας Υόρκης. Έτσι, αντί να διορίσει έναν από τους φίλους του Κόνκλινγκ ως εισπράκτορα του λιμανιού της Νέας Υόρκης, ο Γκάρφιλντ επέλεξε έναν προστατευόμενο του Μπλέιν, προκαλώντας την παραίτηση του εξοργισμένου Κόνκλινγκ και ενισχύοντας την ανεξαρτησία και τη δύναμη της προεδρίας.
Η άλλη σημαντική εξέλιξη της σύντομης θητείας του Γκάρφιλντ, το σκάνδαλο Star Route, αφορούσε μια σειρά από συμβάσεις ταχυδρομικών δρομολογίων που “βρομούσαν” από χιλιόμετρα. “Προχωρήστε ανεξάρτητα από το πού ή ποιον χτυπάτε”, λέγεται ότι είχε πει στους ερευνητές. “Σας δίνω εντολή όχι μόνο να ερευνήσετε αυτό το έλκος μέχρι τον πάτο, αλλά και να το κόψετε”.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ
Στις 2 Ιουλίου 1881, και ενώ είχε μόλις τέσσερις μήνες στην εξουσία , ο Γκάρφιλντ πυροβολήθηκε δύο φορές στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ουάσινγκτον, καθώς περίμενε το τρένο για να φύγει για οικογενειακές διακοπές στη Νέα Αγγλία. Δράστης ήταν ο Τσαρλς Τζ. Γκουιτό, ένας υποστηρικτής του Προέδρου, που όμως δεν κατάφερε να “εξαργυρώσει” την υποστήριξή του με κάποιο ρουσφέτι. Του είχε ζητήσει μέχρι και να γίνει πρόξενος στη Γαλλία, με τους δικούς του ανθρώπους όμως να επιμένουν ότι έπασχε από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.
Η πρώτη σφαίρα απλώς έξυσε το χέρι του Γκάρφιλντ, αλλά η δεύτερη σφαίρα διαπέρασε την πλάτη του και σφηνώθηκε πίσω από το πάγκρεας.
Ο Γκουιντό παραδόθηκε ειρηνικά στην αστυνομία, ανακοινώνοντας ήρεμα: “Ο Τσέστερ Α. Άρθουρ είναι τώρα ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών”.
Σε μια εποχή που η ιατρική αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό τον ρόλο που έπαιζαν τα μικρόβια σε μια ασθένεια, μια παρέλαση γιατρών, τόσο στο σημείο του πυροβολισμού όσο και αργότερα στο νοσοκομείο, έπιανε, ξαναέπιανε, τρυπούσε και ξεψάχνιζε την πληγή του Γκάρφιλντ προς αναζήτηση της σφαίρας, αδιαφορώντας για την ανάγκη αποστείρωσης και τον κίνδυνο της σηψαιμίας. Η ιατρική πρακτική της εποχής υπαγόρευε ότι η ύψιστη προτεραιότητα ήταν η αφαίρεση της σφαίρας, και επιστρατεύτηκε ακόμα και μια νέα εφεύρεση του Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, ο ανιχνευτής μετάλλων, για να βοηθήσει σε αυτήν την αναζήτηση. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, κατά την απρόσεκτη αυτή διαδικασία, το σώμα του Γκάρφιλντ προσβλήθηκε από μια μόλυνση που τελικά θα του στερούσε τη ζωή.
Επί 80 ημέρες ο Πρόεδρος ήταν βαριά άρρωστος και προέβη σε μία μόνο επίσημη πράξη -την υπογραφή ενός εγγράφου έκδοσης. Συμφωνήθηκε γενικά ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Αντιπρόεδρος εξουσιοδοτείται από το Σύνταγμα να αναλάβει τις εξουσίες και τα καθήκοντα του προεδρικού αξιώματος. Το ερώτημα όμως ήταν ένα: θα έπρεπε να υπηρετήσει απλώς ως εκτελών χρέη Προέδρου μέχρι να αναρρώσει ο Γκάρφιλντ ή θα λάμβανε το ίδιο το αξίωμα και θα εκτόπιζε έτσι τον προκάτοχό του; Λόγω μιας ασάφειας στο Σύνταγμα, οι απόψεις διίσταντο και, επειδή το Κογκρέσο δεν συνεδρίαζε, το πρόβλημα δεν μπορούσε να συζητηθεί εκεί. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1881, το θέμα τέθηκε ενώπιον του υπουργικού συμβουλίου, όπου τελικά συμφωνήθηκε ότι καμία ενέργεια δεν θα γινόταν χωρίς να ζητηθεί πρώτα η γνώμη του Γκάρφιλντ.
Αλλά κατά τη γνώμη των γιατρών αυτό ήταν αδύνατο, και καμία περαιτέρω ενέργεια δεν έγινε πριν από τον θάνατο του Προέδρου στις 19 Σεπτεμβρίου, ο οποίος αποδόθηκε σε θανατηφόρο καρδιακό επεισόδιο, μαζική αιμορραγία και αργή δηλητηρίαση του αίματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κοινό και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν πάθει εμμονή με αυτόν τον παρατεταμένο θάνατο του Προέδρου, γεγονός που οδήγησε τους ιστορικούς να δουν στη σύντομη διακυβέρνηση Γκάρφιλντ τους σπόρους μιας σημαντικής πτυχής του σύγχρονου θεσμού του Προέδρου: ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας ήταν πια μία διασημότητα, ένας celebrity και ταυτόχρονα το σύμβολο του έθνους.
Λέγεται ότι το δημόσιο πένθος για τον Γκάρφιλντ ήταν πιο έντονο ακόμα και απ’ αυτό που εκδηλώθηκε μετά τη δολοφονία του προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, γεγονός που προκαλεί έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς τους σχετικούς ρόλους που διαδραμάτισαν οι δύο άνδρες στην αμερικανική ιστορία.
Ο Γκάρφιλντ θάφτηκε κάτω από ένα μνημείο ύψους 50 μέτρων, αξίας 250.000 δολαρίων, στο νεκροταφείο Lake View στο Κλίβελαντ.
Είναι χαρακτηριστικό -αλλά κυρίως ειρωνικό- ότι σε επιστολή του με ημερομηνία “Νοέμβριος 1880”, ο Γκάρφιλντ είχε γράψει: “Από μια ενδεχόμενη δολοφονία δεν μπορούμε να προφυλαχτούμε περισσότερο από ό, τι με τον θάνατο από κεραυνό και είναι καλύτερα να μην ανησυχούμε ούτε για το ένα ούτε για το άλλο”.
ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΑΚΚΙΝΛΕΪ
Ο Γουίλιαμ ΜακΚίνλει (29 Ιανουαρίου 1843 – 14 Σεπτεμβρίου 1901) ήταν ο 25ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, από τον Μάρτιο του 1897 έως τη δολοφονία του το 1901, μόλις λίγους μήνες μετά την επανεκλογή του. Θεωρούταν ιδιαίτερα δημοφιλής καθώς όχι μόνο κατάφερε να κάνει τη χώρα να αρχίσει να ανακάμπτει οικονομικά (είχε χτυπηθεί από μία σοβαρή κρίση το 1896) αλλά και επειδή νίκησε τους Ισπανούς στον πόλεμο του 1898.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ
Το 1901, η πόλη Μπάφαλο διοργάνωσε την Παναμερικανική Έκθεση, την οποία αποφάσισε να παρακολουθήσει από κοντά. Έφτασε στις 5 Σεπτεμβρίου και το επόμενο απόγευμα, μια ουρά πολιτών περίμενε να του σφίξει το χέρι σε μια δημόσια δεξίωση στο Temple of Music.
Εκείνη τη μέρα, ο ΜακΚίνλεϊ στεκόταν υπομονετικά στην ουρά, όταν λίγο μετά τις 4 το απόγευμα τον πλησίασε ένας 28χρονος άνδρας μεσαίου ύψους και χωρίς κάτι ιδιαίτερο στην εμφάνισή του, ονόματι Λίον Ζόλγκος. Το μόνο παράξενο πάνω του -αν μπορεί κανείς να το πει έτσι- ήταν ότι είχε το δεξί του χέρι δεμένο.
Γόνος μιας οικογένειας δεκατεσσάρων παιδιών απ’ το Κλίβελαντ του Οχάιο, ο Ζόλγκος ήταν γνωστός αναρχικός και αυτός ο επίδεσμος στο δεξί του χέρι δεν έκρυβε τίποτα λιγότερο από ένα όπλο. Όταν ήρθε η σειρά του να χαιρετίσει και ο χαμογελαστός Πρόεδρος του πρόσφερε το δικό του χέρι, ο Ζόλγκοζ τράβηξε το όπλο και πυροβόλησε εναντίον του. Η σφαίρα εκτράπηκε από ένα κουμπί του γιλέκου του ΜακΚίνλεϊ, αλλά ο επίδοξος δολοφόνος πυροβόλησε και δεύτερη φορά, βρίσκοντας αυτήν τη φορά τον Πρόεδρο στο στομάχι. “Έκανα το καθήκον μου”, αναφώνησε καθώς έβλεπε τον Πρόεδρο σοκαρισμένο.
Οι σωματοφύλακες του Προέδρου τον άρπαξαν, του πήραν το όπλο και τον χτύπησαν στο πρόσωπο. Τότε, ο ΜακΚίνλεϊ φέρεται να είπε σχεδόν ξεψυχισμένα: “Να είστε ήρεμοι μαζί του, παιδιά”.
Ακόμη και με τη σφαίρα να βρίσκεται μέσα του, ο ΜακΚίνλεϊ φαινόταν να συνέρχεται κατά τις πρώτες ημέρες μετά τους πυροβολισμούς. Οι γιατροί έδιναν ενθουσιώδεις ενημερώσεις για την κατάστασή του καθώς ανάρρωνε στο σπίτι του προέδρου της Παναμερικανικής Έκθεσης και οι εφημερίδες ανέφεραν ότι ήταν ξύπνιος, σε εγρήγορση και διάβαζε ακόμη και εφημερίδα.
Ο αντιπρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ ήταν τόσο ικανοποιημένος από την πρόοδο του ΜακΚίνλεϊ που έφυγε για κατασκήνωση στα βουνά Αντιρόντακ. “Μπορείτε να πείτε ότι είμαι απολύτως βέβαιος ότι ο πρόεδρος θα αναρρώσει”, δήλωσε στους δημοσιογράφους.
Μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου, ωστόσο, η κατάσταση του ΜακΚίνλεϊ είχε γίνει πια απελπιστική. Τελικά θα πέθαινε στο Μπάφαλο στις 14 του μηνός, και από τη σφαίρα αλλά και από την κακή χειρουργική επέμβαση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι χειρουργοί ισχυρίστηκαν ότι δεν μπόρεσαν τόσες μέρες να εντοπίσουν τη σφαίρα στην κοιλιά του προέδρου επειδή ήταν υπερβολικά παχύσαρκος.
Τον ΜακΚίνλεϊ τον διαδέχθηκε ο Αντιπρόεδρός του, Θίοντορ Ρούσβελτ.
Εννιά ημέρες αργότερα ο Ζόλγκος θα κρινόταν ένοχος για τη δολοφονία μετά από μία δίκη στην οποία αρνήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η ιδέα ότι αποτελούσε μέρος μιας αναρχικής συνωμοσίας διατυπώθηκε δυναμικά στον Τύπο, αλλά σύντομα κατέστη σαφές ότι ήταν ένας “μοναχικός λύκος”. Και πράγματι, άλλοι αναρχικοί τον απέφευγαν επειδή πίστευαν ότι ήταν είτε κατάσκοπος της αστυνομίας είτε τρελός.
Κατά την ανάκριση του από την αστυνομία δήλωσε ότι τράβηξε τη σκανδάλη από την επιθυμία του να συμβάλει στον αναρχικό αγώνα. “Δεν πιστεύω στη δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης και δεν πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε κυβερνήτες”, είπε στην ομολογία του. “Είναι σωστό να τους σκοτώνουμε”.
Ο Ζόλγκοζ πέθανε πάνω στην ηλεκτρική καρέκλα στη φυλακή του Ώμπερν, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, στις 29 Οκτωβρίου 1901, παραμένοντας ψύχραιμος μέχρι το τέλος και αφήνοντας πίσω του την εξής φράση:
“Σκότωσα τον Πρόεδρο επειδή ήταν εχθρός των καλών ανθρώπων -των καλών εργαζομένων. Δεν λυπάμαι για το έγκλημά μου”.
Η οικογένειά του ζήτησε τη σορό του για ταφή, αλλά το αίτημα απορρίφθηκε και το πτώμα θάφτηκε στη φυλακή μαζί με έξι βαρέλια με ασβέστη και ένα βαρέλι με θειικό οξύ.