ΛΟΥ ΡΙΝΤ, ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗ “ΒΡΩΜΙΚΗ ΛΕΩΦΟΡΟ” ΤΟΥ ΡΟΚ
Το Magazine θυμάται τον “δραπέτη” που ταξίδεψε στην underground σκηνή και καταπιάστηκε με τα πιο ξεχαρβαλωμένα αινίγματα της ροκ μουσικής. Ένα πορτραίτο του Lou Reed, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του.
Ο Λου Ριντ υπήρξε πάντοτε αδιάλλακτος με τον εαυτό του. Εφάρμοσε με απόλυτη συνέπεια τη δολιοφθορά σε όλη τη μουσική του πορεία, εκπροσωπώντας τη ροκ μυθολογία της “αποτυχίας” και των ναρκωτικών. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την ισορροπία. Ταξίδεψε με την ίδια ευκολία στη νωχέλεια, την αυτοκαταστροφική παρορμητικότητα, αλλά και την μυστικιστική έμπνευση και την ανατρεπτική τέχνη. Αφέθηκε σε ατελείωτες πτώσεις, πραγματοποίησε μοναδικές κορυφώσεις, όμως ούτε μια στιγμή δεν συμβιβάστηκε. Δεν κρύφτηκε πίσω από τους στίχους του, μαστιγώνοντας ανελέητα πότε με λαγνεία και πότε με οργή τη μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης.
Γέννημα θρέμμα της αμερικανικής μητρόπολης, μεγαλώνει με τα ακούσματα των rock and roll και rhythm & blues επιτυχιών της εποχής του. Αυτοδίδακτος στην κιθάρα, ξεκινάει να παίζει από μικρός σε σχολικές μπάντες γράφοντας τα πρώτα του τραγούδια. Στο ξεκίνημα της εφηβείας του πραγματοποιεί τη δική του “βόλτα στην άγρια πλευρά”, όταν οι δικοί του τον υποχρεώνουν σε θεραπεία ηλεκτροσόκ για να αποβάλλει την ροπή του προς την αμφιφυλοφιλία. “Απαντάει” βρίσκοντας καταφύγιο στα ναρκωτικά και ανακαλύπτει τους beat ποιητές.
Επιλέγει το garage για να χτίσει τον βρώμικο ήχο του και το τέλος του 1964 (στα 22 του χρόνια) τον βρίσκει να χαραμίζει το ταλέντο του στην Pickwick Records, μια δισκογραφική που ειδικεύεται στην παραγωγή αμφιβόλου ποιότητας τραγουδιών της μόδας. Ο Ριντ γράφει τη μέρα αδιάφορα surf χιτάκια, ενώ τα βράδια γεμίζει χαρτιά και πεντάγραμμα με τις προσωπικές του ανησυχίες, με μοναδικό κοινό τον ίδιο. Είναι τότε που γνωρίζει τον Τζον Κέιλ, έναν Ουαλό φοιτητή αγγλικής λογοτεχνίας, βιρτουόζο βιολονίστα, ο οποίος δείχνει να μοιράζεται τον ίδιο ενθουσιασμό με τον Λου για τον πειραματισμό και την εξερεύνηση των ήχων.
Το ροκ του Ριντ και η κλασσική μουσική του Κέιλ συναντιούνται αμέσως και το κοκτέιλ προμηνύεται εκρηκτικό. “Ήταν ένα πραγματικό σοκ για μένα: οι στίχοι και η μουσική είχαν τόση λαγνεία και τόση δύναμη καταστροφής”, εξομολογείται ο Κέιλ, όταν ακούει τις νυχτερινές συνθέσεις του Ριντ. Οι δυο τους αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια μπάντα για να δώσουν διέξοδο στις “παράνομες” μουσικές τους σκέψεις. Λίγο αργότερα το δίδυμο παίρνει στο σχήμα τον κιθαρίστα Στέρλινγκ Μόρισον, παλιό συμμαθητή του Ριντ και τον ντράμερ Άνγκους ΜακΛάις, φίλο του Κέιλ.
Αρχικά ονομάζονται The Warlocks, The Primitives και The Falling Spikes. Τον Νοέμβριο του 1965 διαλέγουν το The Velvet Underground (Το Βελούδινο Υπόγειο), από τον τίτλο μιας κοινωνιολογικής/δημοσιογραφικής έρευνας, που είχε δημοσιευτεί το 1963 σε μια συλλογή βιβλίων τσέπης με θέματα γύρω από τα σκοτεινά φετίχ του σεξ. Έτσι γεννιούνται οι VU και ξεκινούν να παίζουν σε κλαμπ, σε πάρτι, σε χάπενινγκ, ακόμα και στο δρόμο. Σχεδόν αμέσως έχουν την πρώτη τους απώλεια. Ο ΜακΛάις εγκαταλείπει το σχήμα, αρνούμενος να δεσμευτεί με συμβόλαιο.
Στη θέση του έρχεται η Μορίν Τάκερ, η οποία δίνει το δικό της στίγμα στον ήχο των Velvet με αυτόν τον πρωτόγονο αλλά και τόσο χαρακτηριστικό τρόπο που παίζει τα τύμπανα, πότε όρθια και πότε χτυπώντας σκουπιδοτενεκέδες. Η μπάντα δεν χάνει χρόνο, χτίζει το στιλ της, μελαγχολικό, απόκοσμο, παρακμιακό, γεμάτο avant-garde λυρισμό και garage αντανακλάσεις που διασπούν τον ήχο παίζοντας με τα σύνορα, φλερτάροντας με την ανατροπή και προκαλώντας ασυγκράτητους, ιερόσυλους κραδασμούς στους κώδικες μιας διαφορετικής γενιάς, που βλέπει – και ακούει – στους Velvet Underground μια εναλλακτική πρόταση του ροκ.
Ο Κέιλ βάζει χορδές ηλεκτρικής κιθάρας στη βιόλα του και την συνδέει με παραμόρφωση, ενώ η φωνή του Ριντ αποδίδει με μια πρόζα συσσωρευμένου αισθησιασμού τους στίχους που απεικονίζουν νεφελώματα του εσωτερικού του κόσμου, πότε ανάλαφρα και πότε εξερευνητικά, αλλά πάντοτε φωτισμένα με το ημίφως της αντικουλτούρας και του περιθωρίου. Το 1966 θα τους ανακαλύψει ο Άντι Γουόρχολ και θα εντυπωσιαστεί από τους μαυροφορεμένους, λακωνικούς “ιππότες του ιλίγγου” που χειραγωγούν το κοινό τους, οδηγώντας το σε μια μυσταγωγική ανταλλαγή ιδιόμορφων ερεθισμάτων.
Ο Γουόρχολ γοητεύεται και τους προσκαλεί να παίξουν μπροστά σε οθόνες όπου προβάλλονται ταινίες του Factory. Οι Velvet δέχονται και ενώνουν την αυστηρή τους παρουσία με τον ονειρικό κόσμο του Uptight, του σόου που είναι πρόγονος του θρυλικού Exploding Plastic Inevitable. Γίνονται τακτικοί θαμώνες του Factory, του τεράστιου ατελιέ του Γουόρχολ και έρχονται σε επαφή με καλλιτέχνες, αστέρες, τάσεις, απόψεις, κουλτούρες, ναρκωτικά. Οι εκρήξεις είναι πολλαπλές, ξεκινώντας από πολύ νωρίς να μετρούν τις αντοχές της μπάντας και να “διαχειρίζονται” το πεπρωμένο της.
Ο Γουόρχολ, ως μάνατζερ πλέον, επιβάλλει την παρουσία της Νίκο, μιας Γερμανίδας καλλονής που θέλει να γίνει τραγουδίστρια. Ο Ριντ και ο Κέιλ τής δίνουν να πει κάποια τραγούδια στις συναυλίες και στο πρώτο τους LP, στο οποίο όμως φροντίζουν να ξεκαθαρίσουν ότι δεν αποτελεί μέλος του σχήματος. Στο “The Velvet Underground & Nico”, η Νίκο ερμηνεύει υπέροχα τις συνθέσεις του Ριντ και αυτό είναι η αρχή του τέλους των Velvet. Ο εγωισμός και η παράνοια του Λου αρχίζουν να υποσκάπτουν τα θεμέλια του συγκροτήματος. Το άλμπουμ, ένα κράμα σκληρής ψυχεδέλειας και art-ροκ, δεν κάνει σημαντικές πωλήσεις, όμως ο Μπράιαν Ίνο θα πει χαρακτηριστικά πως “όποιος το αγόρασε, έφτιαξε στη συνέχεια τη δική του μπάντα”.
Ο Ριντ και ο Κέιλ θα ξεφορτωθούν μέσα σε ένα χρόνο την Νίκο και θα αρχίσουν να θέτουν στο περιθώριο τον Γουόρχολ, θεωρώντας πως η “σκιά” του κάνει κακό στους Velvet. Το 1968 κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ με τίτλο “White Light/White Heat”, με σαφή προσανατολισμό στον ηχητικό πειραματισμό, το avant-garde και το πρώιμο πανκ. Η οριστική απεμπλοκή του Γουόρχολ και ο ερχομός ενός καινούργιου μάνατζερ, του Στιβ Σέσνικ, χειροτερεύει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις του Ριντ με τον Κέιλ, ο οποίος θα εγκαταλείψει την μπάντα τον Σεπτέμβρη του 1968.
Ο Ριντ θα ηχογραφήσει το 1969 ένα ακόμα άλμπουμ, το “The Velvet Underground”, σε μια σαφέστατη στροφή προς πιο στιλιζαρισμένες αρμονίες, αφήνοντας προς το παρόν τουλάχιστον, τις garage επιρροές του και επιλέγοντας να ασχοληθεί με πιο στρωτά μοτίβα του ροκ και της φολκ. Τελικά, το 1970 και ενώ έχει ηχογραφηθεί το τέταρτο άλμπουμ της μπάντας, ο Ριντ αποχωρεί μετά από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει η σχέση του με τον Σέσνικ και το μεγάλο κεφάλαιο των Velvet Underground κλείνει τρεις μήνες αργότερα με την κυκλοφορία του εκπληκτικού “Loaded”. Ο Ριντ δείχνει να βρίσκεται στην πλήρη ωριμότητά του τόσο στιχουργικά όσο και συνθετικά, υπηρετώντας αυτή τη φορά τις αυθεντικές “επιταγές” του ροκ.
Δε μένει όμως προσκολλημένος σε αυτό. Επανέρχεται διεκδικώντας τη θέση του στη μουσική σκηνή. Αφήνει τη Νέα Υόρκη για το Λονδίνο, γνωρίζεται με τον Ντέιβιντ Μπόουι και κυκλοφορεί το ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του στις αρχές του 1972. Το “Lou Reed” περιέχει ακυκλοφόρητα τραγούδια των Velvet συν δυο νέες συνθέσεις του Ριντ και είναι απλά ένας προπομπός του αριστουργηματικού “Transformer” το οποίο ακολουθεί λίγους μήνες μετά, σε παραγωγή των Μπόουι και Μικ Ρόνσον, κιθαρίστα των Spiders from Mars. Ένα LP σταθμός στην πορεία όχι μόνο του Λου Ριντ, αλλά και στο μουσικό κίνημα του glam ροκ.
Ο περιθωριακός, ηλεκτρισμένος “you hit me with a flower” garage ήχος του Vicious συναντάει τις κάτι παραπάνω από φανερές επιρροές του Μπόουι στο “Satellite of Love”. Ο Ριντ εξυμνεί την αντιστροφή και τη “διασεξουαλικότητα” με την ιστορία του νεαρού τραβεστί που έρχεται στη Νέα Υόρκη μέσα από το ατμοσφαιρικό “Walk on the wild side”, πιστός στην underground κουλτούρα του και μας χαρίζει ένα υπόδειγμα μουσικής κομψότητας, το αξεπέραστο “Perfect Day”, ένα τραγούδι που “αιμορραγεί” ρομαντισμό αλλά και εφιάλτες, μια ωδή στην εξάρτησή του από την ηρωίνη.
Μετά το “Transformer”, ο Ριντ θα περιπλανηθεί στη δισκογραφία περνώντας από όλα τα αγαπημένα του στιλ, εξερευνώντας πότε με περισσότερη και πότε με λιγότερη επιτυχία το ροκ σε όλες τις “αινιγματικές” του μορφές: experimental, glam, avant-garde, art rock, hard rock, noise, industrial, drone, τα πάντα. Το 1989, είκοσι σχεδόν χρόνια μετά τη διάλυση των Velvet Underground, ο πάντα έφηβος Λου Ριντ κυκλοφορεί το LP “New York”, ένα ακόμα άλμπουμ-σταθμό στη διαδρομή του. Με τη συμμετοχή της Μορίν Τάκερ στα τύμπανα, το ροκ εν ρολ του δρόμου αποκτάει καινούργια διάσταση.
Το βρώμικο, παρορμητικό “Dirty Blvd” περιγράφει τις ταξικές διαφορές στη Νέα Υόρκη με σκληρότητα και σαφήνεια, αποδεικνύοντας ότι ο Ριντ δεν σκοπεύει σε καμία περίπτωση να το “βουλώσει”. Το “New York” είναι ένα από τα σημαντικότερα concept LPs του ροκ μετά τη δεκαετία του ’70. Με αυτό ολοκληρώνεται το μεγάλο ταξίδι των αναζητήσεων του Ριντ, κλείνει ο κύκλος εκεί ακριβώς που γεννήθηκε η μουσική του ιδιοφυΐα, ενηλικιώνεται μέσα του το ροκ τιμώντας ενδιάμεσα τις ρίζες του: το μπλουζ, την τζαζ και το φολκ.
Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, ο Ριντ θα ξαναμπεί μετά από δυο δεκαετίες σε στούντιο μαζί με τον Τζον Κέιλ, για να ηχογραφήσουν έναν δίσκο-αφιέρωμα στον μέντορά τους, Άντι Γουόρχολ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1987. Το “Songs for Drella” (1990) είναι η συμφιλίωση μεταξύ δυο καλλιτεχνών που αρνήθηκαν να ανακαλύψουν παρέα την αντίπερα όχθη του πειραματισμού, χτίζοντας ξεχωριστές “γέφυρες” και ακολουθώντας ο καθένας τη δική του πορεία. Η Νέα Υόρκη απασχολεί ξανά τον Ριντ το 1996, σε ένα ακόμα υπέροχο άλμπουμ, το “Set the Twilight Reeling”, εκεί όπου συνεργάζεται για πρώτη φορά με την μοναδική μούσα (και τελευταία σύζυγο) της ζωής του, την Λόρι Άντερσον.
Το ηλεκτρικό βιολί και ο πειραματικός ήχος της Λόρι, διαδέχονται την ανάμνηση του Τζον Κέιλ στο ηχόχρωμα των επόμενων LPs του Ριντ, ο οποίος συνεχίζει να επαναδιατυπώνει τις ιδέες του εξερευνώντας ακόμα πιο σκοτεινές πλευρές. Το 2003 κυκλοφορεί το άλμπουμ “The Raven”, μια συλλογή από μικρές ιστορίες και ποιήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Με μια στρατιά από guest μουσικούς και ερμηνευτές όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι, η Λόρι Άντερσον, ο Γουίλεμ Νταφόε και ο Στιβ Μπουσέμι, ο Ριντ αναπαριστά συμβολισμούς και ξορκίζει τους δικούς του δαίμονες, μέσα από μια ακόμα “πάλη” με τα ετερόκλιτα ερεθίσματα που καθοδηγούν την πορεία του.
Επόμενος σταθμός του είναι το ξεχωριστό “Hudson River Wind Meditations”, ένα LP γεμάτο στοιχεία από την new age και την ambient. Στα 65 του χρόνια, ο Ριντ επιτρέπει στον εαυτό του τον διαλογισμό και την ενδοσκόπηση μέσα από μυστικιστικές αλληγορίες σύνθεσης σε μια διαφορετική μουσική αισθητική. Πρόκειται για το τελευταίο σόλο άλμπουμ της μεγάλης του καριέρας, η οποία θα ολοκληρωθεί με ακόρεστη τη διάθεσή του για πειραματισμούς με δυο ακόμη άλμπουμ. Το “The Creation of the Universe”, ένα άναρχο “παιχνίδι” αυτοσχεδιασμών που ξεγελούν διαρκώς την αρμονία και το “Lulu”, μια συνεργασία με τους Metallica, όπου ο Ριντ απαγγέλλει τους τελευταίους του στίχους πίσω από ένα κράμα διαφοροποιημένου και μάλλον σκοτεινού metal.
Ο Λου Ριντ ανήκει δικαιωματικά στη μυθολογία του ροκ. Πολύ πριν πεθάνει. Υπήρξε ποιητής και “οδοιπόρος” από τους πιο ξεχωριστούς, γιατί κατάφερε να μετατρέψει το “αρνητικό” του χάρισμα σε πηγή έμπνευσης για ένα πλήθος μουσικών και στιχουργών, παρανομώντας μέσα στο ίδιο το ροκ. Οι φόρμες που προσέγγισε και οι τρόποι που επινόησε για να τις μετατρέψει σε “ηλεκτρικά τόξα”, γέννησαν το πανκ και επηρέασαν καλλιτέχνες όπως ο Μπόουι, η Πάτι Σμιθ, οι Roxy Music, οι Talking Heads και πολλοί άλλοι. Η συνθετική του κομψότητα συμβάδισε με το περιθώριο, θυμίζοντας σε όλους πως η “διαστροφή” και η διαφορετικότητα δεν βρίσκονται σε άλλες σφαίρες. Αρκεί να ξεπεράσεις δισταγμούς και προκαταλήψεις. Αρκεί να κάνεις “μια βόλτα στην άγρια πλευρά” και να περπατήσεις τη “βρώμικη λεωφόρο”…
LOU REED / ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
Α. VELVET UNDERGROUND
“The Velvet Underground & Nico” (1967)
“White Light/White Heat” (1968)
“The Velvet Underground” (1969)
“Loaded” (1970)
* Εκτός από αυτά τα τέσσερα άλμπουμ, οι Velvet Underground κυκλοφόρησαν ακόμα ένα LP, το “Squeeze” (1973). Δεν συμπεριλαμβάνεται εδώ, αφού ο Λου Ριντ είχε ήδη εγκαταλείψει την μπάντα από το 1970.
B. LOU REED
* Ο Λου Ριντ κυκλοφόρησε στη διάρκεια της σόλο καριέρας του 34 συνολικά άλμπουμ, 22 στούντιο και 12 live. Εδώ παρουσιάζεται μια επιλογή από τα πιο σημαντικά από αυτά, πάντα κατά τη γνώμη του συντάκτη.
“Transformer” (1972)
“New York” (1989)
“Songs for Drella” Με τον John Cale (1990)
“Set the Twilight Reeling” (1996)
“Le Bataclan ’72” Live Με τον John Cale και την Nico (2004)
* Πηγές: loureed.com, rollingstone.com, allmusic.com, thevelvetunderground.co.uk, Larousse–Le ciecle rebelle, wiki
- Βίντεο: Ο Λου Ριντ, ο Τζον Κέιλ και η Νίκο σε ζωντανή ηχογράφηση του “I’m waiting for the man” στο Bataclan του Παρισιού (29/1/1972).
- Βίντεο: Ο Λου Ριντ στο “Dirty Blvd.” από το LP “New York” (1989)
- Βίντεο: Ο Λου Ριντ στο “Walk on the wild side” από το LP “Transformer” (1972)