Ο ΜΠΟΜΠΙ ΣΑΝΤΣ ΠΕΘΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ
Με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τη γέννηση του Μπόμπι Σαντς (9/3/1954), το NEWS 24/7 θυμάται τον μάρτυρα του ιρλανδικού ζητήματος. Η Εξέγερση του Πάσχα, η δημιουργία του IRA, η διάσπασή του, οι “Ταραχές” στη Βόρεια Ιρλανδία, τα “Πέντε Αιτήματα”, η πρώτη απεργία πείνας το 1980, η μεγάλη απεργία πείνας του 1981, η Θάτσερ, οι δέκα νεκροί, η κατάληξη, οι αντιδράσεις.
Το ημερολόγιο έδειχνε 9 Μαρτίου του 1954, όταν ο Τζον και η Ρόζαλιν Σαντς απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τον Ρόμπερτ Τζέραρντ, που αμέσως απέκτησε το χαϊδευτικό Μπόμπι. Ο πρωτότοκος των Σαντς γεννήθηκε στο Ντάνμερι της Βόρειας Ιρλανδίας, στα περίχωρα του Μπέλφαστ και έμελλε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα για την ανεξαρτησία της πατρίδας του από τη βρετανική κυριαρχία. Η ζωή του υπήρξε σύντομη, αφού πέθανε σε ηλικία μόλις 27 ετών, ύστερα από 66 ημέρες απεργίας πείνας στη φυλακή Maze. Λατρεύτηκε ως ήρωας και μάρτυρας από τους Ρεπουμπλικάνους Ιρλανδούς, μισήθηκε ως τρομοκράτης και εγκληματίας από τους Ενωτικούς Ιρλανδούς και τους Βρετανούς.
Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά τη γέννησή του, το Magazine ακολουθεί σε αυτό το κείμενο την πορεία του, ξεκινώντας αρκετά πιο πριν, σε μια προσπάθεια να γίνει κατανοητό όλο το κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό πλαίσιο, που διαμορφώθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Από την αποτυχημένη Εξέγερση του Πάσχα (1916) και τη δημιουργία του IRA (1919), στις συγκρούσεις με τον βρετανικό στρατό και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, φτάνοντας στη μεγάλη απεργία πείνας του 1981, τότε που δέκα γενναίοι και αποφασισμένοι κρατούμενοι, αποφάσισαν να θυσιάσουν τις ζωές τους, πιστοί στο ιρλανδικό σύνθημα “Tiocfaidh ár lá” (θα έρθει η μέρα μας).
1916, Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
“Από τη στιγμή που θα πέσει ο πρώτος πυροβολισμός, δε θα υπάρχει πια ούτε Πολιτοφυλακή, ούτε Ιρλανδοί Εθελοντές, παρά μόνο ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός”, ξεκαθάριζε ο Τζέιμς Κόνολι, Ιρλανδός συνδικαλιστής ηγέτης, τις παραμονές της Εξέγερσης του Πάσχα, τον Απρίλιο του 1916 στο Δουβλίνο. Ο νόμος που είχε ψηφιστεί τον Ιούνιο του 1914, παραχωρώντας στην Ιρλανδία ένα καθεστώς εσωτερικής αυτονομίας, ανεστάλη δυο μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1914, όταν η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία.
Στα δυο χρόνια που μεσολάβησαν από το καλοκαίρι του ’14 μέχρι την άνοιξη του ’16, ένα μικρό τμήμα των πολιτοφυλάκων του εργατικού και εθνικιστικού κινήματος της Ιρλανδίας αρνήθηκε την Ένωση, αποφασισμένο να αναλάβει την πρωτοβουλία μιας εξέγερσης εναντίον του εμπόλεμου Ηνωμένου Βασιλείου, με το επιχείρημα “England’s difficulty is Ireland’s opportunity” (η δυσκολία της Αγγλίας είναι η ευκαιρία της Ιρλανδίας). Ο Κόνολι συγκέντρωσε ομάδες με διαφορετικούς προσανατολισμούς, σοσιαλιστές, επαναστάτες, υπέρμαχους της κελτικής γλώσσας, αναμορφωτές της Ιρλανδικής Ρεπουμπλικανικής Αδελφότητας, συγκροτώντας μια μυστική στρατιωτική επιτροπή, επιφορτισμένη να οργανώσει την όλη επιχείρηση.
Τη Δευτέρα του Πάσχα, 24 Απριλίου 1916, τέσσερα τάγματα των Ιρλανδών Εθελοντών του Δουβλίνου και μια μικρή Πολιτοφυλακή, κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της ιρλανδικής πρωτεύουσας. Η τρίχρωμη σημαία υψώθηκε στο κεντρικό ταχυδρομείο του Δουβλίνου και ο Παντράικ Πιρς, που ορίστηκε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης και αρχιστράτηγος των επαναστατικών δυνάμεων, κήρυξε τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας “ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος”. Παρά την αρχική έκπληξη, γρήγορα φάνηκε ότι η εξέγερση ήταν κακώς σχεδιασμένη, προετοιμασμένη και εκτελεσμένη. Οι αντάρτες, περίπου 1.200, με φτωχό οπλισμό, αντιστάθηκαν γενναία απέναντι σε 16.000 άνδρες του τακτικού στρατού, όμως πέντε μέρες μετά, ο Πιρς αναγκάστηκε να υπογράψει την παράδοση.
Η βάρβαρη καταστολή, η επιβολή στρατιωτικού νόμου, η καταδίκη σε θάνατο και η εκτέλεση των 15 σημαντικότερων ηγετών της εξέγερσης, η φυλάκιση χιλιάδων εθνικιστών και η επέκταση της υποχρεωτικής στράτευσης στην Ιρλανδία, προκάλεσαν μια απρόσμενη αντιστροφή της κοινής γνώμης. Αντί για τρελοί και εγκληματίες, ο Κόνολι, ο Πιρς και οι υπόλοιποι εκτελεσθέντες, άρχισαν σύντομα να τιμούνται σαν ήρωες και μάρτυρες. Στις εκλογές του 1918, το Σιν Φέιν (σοσιαλδημοκρατικό και υπερκαθολικό κόμμα με σκοπό την εθνική αυτοδιάθεση) πήρε τις 75 από τις 105 ιρλανδικές έδρες στο Κοινοβούλιο.
1919, Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ IRA
Σε εκείνη την αποτυχημένη εξέγερση του Πάσχα του 1916 (Easter Rising), γεννήθηκε ουσιαστικά ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA, Irish Republican Army). Μπορεί να γνώρισε αμέσως την πρώτη μεγάλη ήττα, όμως τρία χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1919, πέρασε ξανά στην επίθεση. Οι μετακινούμενες μονάδες και οι διμοιρίες των πόλεων του Μάικλ Κόλινς, ενός γνήσιου στρατηγικού πνεύματος του επαναστατικού πολέμου, άρχισαν να παρενοχλούν με ανταρτοπόλεμο τη Βασιλική Αστυνομία του Όλστερ (Royal Irish Constabulary) και τον βρετανικό στρατό. Εξουδετερώνοντας τις μυστικές υπηρεσίες του Στέμματος, ο Κόλινς υποχρέωσε την κυβέρνηση του Λονδίνου να έρθει σε διαπραγμάτευση.
Η συνθήκη της 6ης Δεκεμβρίου 1921, που έβαλε τέλος στον Αγγλοϊρλανδικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, κατέληξε σε έναν ανελέητο εμφύλιο, που έφερε αντιμέτωπες ορισμένες μονάδες του IRA με το νεοσύστατο Ελεύθερο Κράτος της Ιρλανδίας και με τον στρατό του, που διοικούσε ο Κόλινς. Οι επαναστατικές δυνάμεις γνώρισαν τη συντριβή στο Δουβλίνο και περιορίστηκαν, η μια μετά την άλλη, στην επαρχία. Ο Κόλινς δολοφονήθηκε μεν σε ενέδρα (22/8/1922), όμως ο IRA υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα τον Απρίλιο του 1923.
Το Σιν Φέιν (που πλέον είχε μετατραπεί στην πολιτική οργάνωση του IRA) διασπάστηκε το 1926, όταν ο Ίμον ντε Βαλέρα ίδρυσε ένα νόμιμο δημοκρατικό κόμμα, το Φιάνα Φάιλ, απορρίπτοντας την αρχή της αποχής, την οποία υποστήριζαν οι παλιοί του σύντροφοι. Το 1932, όταν πήρε την εξουσία, έδωσε υποσχέσεις στους Δημοκρατικούς και χρησιμοποίησε το παράνομο κίνημα του IRA για να πολεμήσει τους φασίζοντες Κυανοχίτωνες (Blueshirts) του στρατηγού Ο’ Ντάφι. Όμως τελικά, ο Ντε Βαλέρα, μη ανεχόμενος το κλίμα βίας που είχε δημιουργηθεί, έθεσε εκτός νόμου τον IRA και φυλάκισε τους ηγέτες του.
Στις 12 Ιανουαρίου του 1939, ο IRA διέταξε τη βρετανική κυβέρνηση, δίνοντάς της περιθώριο τεσσάρων ημερών, να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Βόρεια Ιρλανδία. Με τη λήξη του τελεσιγράφου, τα μέλη του IRA εξαπέλυσαν μια σειρά τρομοκρατικών βομβιστικών ενεργειών στην Αγγλία, που προκάλεσαν τον θάνατο επτά πολιτών, τον τραυματισμό άλλων 37 και σοβαρές υλικές ζημιές. Το Δουβλίνο, το Μπέλφαστ και το Λονδίνο, ένωσαν τις δυνάμεις τους για να εξουδετερώσουν τις επιθέσεις του IRA, οι οποίες σύντομα ατόνησαν, κυρίως λόγω της συντονισμένης καταδίωξης από τις ιρλανδικές αρχές, αλλά και της εσωτερικής διαμάχης που υπήρχε ανάμεσα στις διαφορετικές φατρίες της οργάνωσης.
Τον Ιούλιο του 1946, η ίδρυση του Clann na Poblachta (Κίνημα του Λαού) από τον Σον Μακ Μπράιαντ, πρώην αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του IRA (που το 1974 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης), αποδυνάμωσε ακόμα περισσότερο την οργάνωση, που επέμενε να βρίσκεται εκτός της νόμιμης πολιτικής σκηνής, θέλοντας να δώσει τέλος στη “βρετανική κατοχή των έξι κομητειών” με τη χρήση βίας. Τον Δεκέμβριο του 1956, ο IRA ξεκίνησε μια ακόμα αναποτελεσματική σειρά τρομοκρατικών ενεργειών στη μεθόριο ανάμεσα στις δυο Ιρλανδίες. Χωρίς να έχουν τη λαϊκή υποστήριξη, αυτά τα χτυπήματα παρενόχλησης και σαμποτάζ, υπέσκαψαν το κύρος της οργάνωσης, με αποτέλεσμα την αναστολή των επιχειρήσεών της τον Φεβρουάριο του 1962.
Έχοντας πάρει ένα μάθημα από αυτή την αποτυχία, οι ηγέτες του IRA αποκήρυξαν τις τρομοκρατικές μεθόδους και στράφηκαν προς τον μαρξισμό και την κοινωνική αναταραχή. Η βίαιη καταστολή του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα προκάλεσε μια νέα διάσπαση στα τέλη του 1969. Από τη μια ο μαρξιστικός Επίσημος IRA (Official IRA, OIRA) και από την άλλη ο Προσωρινός IRA (Provisional IRA, PIRA, με τα μέλη του γνωστά ως “Provos”). Ο πρώτος αποκήρυξε οριστικά τη βία το 1972 και μέσα από διαδοχικές “μεταμορφώσεις” δημιούργησε μια δεκαετία αργότερα (1982) το Κόμμα των Εργατών (Worker’s Party).
Ο Προσωρινός IRA, διάδοχος της παλαιάς μιλιταριστικής και εθνικιστικής παράδοσης, αναδιοργάνωσε τα δίκτυά του και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 άρχισε τις επιθέσεις στη Βασιλική Αστυνομία του Όλστερ και τον βρετανικό στρατό. Εγκαταλείποντας την αυταπάτη για μια “σύντομη εκστρατεία”, τα στελέχη του IRA υποχρεώθηκαν να ξεκινήσουν έναν “μακροχρόνιο” πόλεμο. Λίγο πριν μπει η δεκαετία του ’80, αποφάσισαν να συνδυάσουν την πολιτική και τη στρατιωτική δράση, τη λεγόμενη στρατηγική “του όπλου και της ψήφου”. Εκείνη την εποχή, η Ιρλανδία ήταν ήδη βυθισμένη στη δίνη μιας συνεχόμενης σύγκρουσης, γνωστής ως “The Troubles”.
“THE TROUBLES”, 1966-1998
Ως “the Troubles” (ταραχές) είναι γνωστή η εθνο-εθνικιστική σύγκρουση στη Βόρεια Ιρλανδία, μια περίοδος που ξεκίνησε το 1966 (κατά άλλους ιστορικούς, το 1968 ή το 1970) και ολοκληρώθηκε στις 10 Απριλίου του 1998 με την ιστορική συμφωνία της “Μεγάλης Παρασκευής” στο Μπέλφαστ (Good Friday Agreement). Η σύγκρουση ήταν κυρίως πολιτική, αλλά και με εθνοτική και θρησκευτική διάσταση. Το βασικό διακύβευμα ήταν το συνταγματικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας και κατ’ επέκταση η σχέση ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Από τη μια, οι Ενωτικοί (Unionists) και Νομιμόφρονες (Loyalists), στην πλειοψηφία τους οι προτεστάντες του Όλστερ, που ήθελαν τη Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Από την άλλη, οι Ιρλανδοί Εθνικιστές (Irish Nationalists) και Ρεπουμπλικάνοι (Republicans), στην πλειοψηφία τους καθολικοί, ήθελαν να εγκαταλείψουν το Ηνωμένο Βασίλειο και μαζί με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας να δημιουργήσουν την Ενωμένη Ιρλανδία. Οι πρώτοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βρετανούς, οι δεύτεροι δεν ήθελαν την παραμικρή σχέση με τη Μεγάλη Βρετανία και θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ιρλανδούς. Πρωταγωνιστές στις ταραχές ήταν από τη μεριά των Ενωτικών, παραστρατιωτικές οργανώσεις όπως η Εθελοντική Δύναμη του Όλστερ (Ulster Volunteer Force, UVF), η Αμυντική Ένωση του Όλστερ (Ulster Defence Asossiation, UDA), ο βρετανικός στρατός και η Βασιλική Αστυνομία του Όλστερ (Royal Ulster Constabulary, RUC).
Από τη μεριά των Εθνικιστών, πρωταγωνίστησε φυσικά ο Προσωρινός IRA, αλλά και ο Ιρλανδικός Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (Irish National Liberation Army, INLA), σοσιαλιστική παραστρατιωτική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1974. Φυσικά, και από τις δυο μεριές, είχαμε συμμετοχή πολιτικών ακτιβιστών, αλλά και απλών πολιτών. Οι Εθνικιστές εφάρμοσαν ανταρτοπόλεμο κατά των βρετανικών δυνάμεων, καθώς και μια ατελείωτη σειρά βομβιστικών ενεργειών εναντίον υποδομών, εμπορικών και πολιτικών στόχων. Οι Ενωτικοί πραγματοποίησαν επιθέσεις σε Εθνικιστές, αλλά και στην ευρύτερη καθολική κοινότητα, ως αντίποινα.
Στις τρεις δεκαετίες που διήρκεσαν τα “Troubles”, η Βόρεια Ιρλανδία υπέφερε από ανεξέλεγκτη στρατιωτική (και παραστρατιωτική) βία, εκτεταμένες ταραχές, μαζικές διαδηλώσεις, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και πράξεις πολιτικής ανυπακοής, που οδήγησαν στη δημιουργία απαγορευμένων περιοχών μέσα στην επικράτεια, είτε για τη μια πλευρά, είτε για την άλλη. Περισσότεροι από 3.500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια των “Troubles” (52% πολίτες, 32% μέλη των βρετανικών δυνάμεων κρατικής ασφάλειας και 16% μέλη των παραστρατιωτικών οργανώσεων). Οι παραστρατιωτικοί Εθνικιστές ήταν υπεύθυνοι για το 60% των θανάτων, οι Ενωτικοί παραστρατιωτικοί για το 30% και οι βρετανικές δυνάμεις κατοχής για το 10%.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΟΜΠΙ ΣΑΝΤΣ
Ο Ρόμπερτ Τζέραρντ “Μπόμπι” Σαντς γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1954 στο Ντάνμερι, προάστιο του Μπέλφαστ, από καθολικούς γονείς, που ζούσαν σε μια γειτονιά προτεσταντών, κάτι που τους υποχρέωσε να αποκρύπτουν τη θρησκεία τους. Ο Μπόμπι ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Όταν ήταν έξι ετών, το 1960, αποκαλύφθηκε το μυστικό των Σαντς και έτσι, μετά από μια σειρά παρενοχλήσεων και εκφοβισμών από τους γείτονές τους, αναγκάστηκαν να αλλάξουν σπίτι και να μετακομίσουν στο Ράθκοουλ, μια περιοχή με 30% καθολικούς. Το 1966, με το ξεκίνημα των “Troubles”, η βία των “Ενωτικών” απέναντι στη μειοψηφία των “Εθνικιστών” στο Μπέλφαστ, επιδεινώθηκε ξεπερνώντας κάθε όριο.
Ο Σαντς και οι αδερφές του αντιμετώπιζαν σε καθημερινή βάση τους προτεστάντες συμμαθητές τους, που τους έριχναν πέτρες στο δρόμο προς το σχολείο, ενώ ο Μπόμπι εκδιώχθηκε από την μέχρι τότε πολυθρησκευτική ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς, που από “Star of the sea” μετονομάστηκε σε “The Kai”, δηλαδή “σκοτώστε όλους τους Ιρλανδούς” (Kill all Irish). Παρά το γεγονός ότι ο Σαντς είχε πάντα προτεστάντες φίλους, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι πλέον δεν του μιλούσε κανείς και σύντομα άρχισε να συναναστρέφεται μόνο καθολικούς. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 15 του και το 1970 γράφτηκε στο Τεχνικό Κολλέγιο του Νιούταουναμπι ως μαθητευόμενος κατασκευαστής λεωφορείων στην εταιρεία “Alexander’s Coach Works”.
Έμεινε εκεί για λιγότερο από ένα χρόνο, υπομένοντας συνεχείς παρενοχλήσεις από προτεστάντες συναδέλφους του, τις οποίες, σύμφωνα με μαρτυρίες, αγνοούσε παντελώς. Μια μέρα τον Ιανουάριο του 1971, μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του, βρέθηκε κυκλωμένος από μέλη της UYM (Ulster Young Militants), της νεολαίας της παραστρατιωτικής οργάνωσης Ulster Defence Asossiation. Αφού τον ακινητοποίησαν υπό την απειλή όπλου, του είπαν ότι το “Alexander’s” δε δεχόταν Ιρλανδικά δημοκρατικά αποβράσματα και πως αν ήθελε τη ζωή του, δεν θα έπρεπε να ξαναπατήσει το πόδι του εκεί. Ο Σαντς δήλωσε χρόνια αργότερα ότι εκείνο το συμβάν τον έπεισε πως η ένοπλη σύγκρουση ήταν η μοναδική λύση.
Πράγματι, στα τέλη του 1971, όταν εργαζόταν σε μια παμπ στο Γκλενγκόρμλι, πλησίασε έναν πελάτη για τον οποίο γνώριζε ότι σχετιζόταν με τον IRA και του ζήτησε να ενταχθεί στην οργάνωση. Λίγες εβδομάδες μετά, ενώ ο Σαντς έπαιζε ποδόσφαιρο με φίλους του σε ένα γήπεδο, ο πελάτης της παμπ τον φώναξε και του ανέθεσε την πρώτη, δοκιμαστική αποστολή, να μεταφέρει ένα όπλο σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο Σαντς έκανε την παράδοση και από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε η εμπλοκή του με τον IRA. Μάζεψε έξι-επτά φίλους του και σχημάτισαν μια ομάδα εθελοντών, στην οποία επικεφαλής ήταν ο ίδιος. Τον Ιούνιο του 1972, ένας όχλος φανατικών προτεσταντών επιτέθηκε στο πατρικό του σπίτι, αναγκάζοντας την οικογένειά του να μετακομίσει για μια ακόμη φορά, αυτή τη φορά στο Δυτικό Μπέλφαστ και την καθολική περιοχή Τουίνμπρουκ.
Εκείνες τις μέρες, ο Σαντς παρακολούθησε για πρώτη φορά σεμινάριο του IRA και έγινε αμέσως μέλος του, σε ηλικία 18 ετών. Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1972, συνελήφθη με την κατηγορία παράνομης κατοχής τεσσάρων περιστρόφων στο σπίτι όπου διέμενε. Τον Απρίλιο του 1973 καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, αλλά αφέθηκε ελεύθερος τον Απρίλιο του 1976. Μετά την αποφυλάκιση επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι και συνέχισε τον ενεργό του ρόλο στον Προσωρινό IRA. Μαζί με τον Τζο Μακντόνελ (έναν από τους δέκα νεκρούς της απεργίας πείνας του 1981) σχεδίασαν τη βομβιστική επίθεση στην εταιρεία επίπλων “Balmoral” στο Ντάνμερι, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1976.
Η έκθεση επίπλων καταστράφηκε εντελώς, όμως όταν η εξαμελής ομάδα του Σαντς αποχωρούσε από το σημείο της έκρηξης, έπεσε πάνω στη Βασιλική Αστυνομία του Όλστερ (RUC) και ξεκίνησε ανταλλαγή πυροβολισμών. Αφήνοντας πίσω δυο τραυματίες, οι υπόλοιποι τέσσερις προσπάθησαν να διαφύγουν με αυτοκίνητο, αλλά τελικά συνελήφθησαν, ενώ μέσα στο όχημα βρέθηκε ένα από τα περίστροφα που είχαν χρησιμοποιηθεί στην επίθεση. Τον Σεπτέμβριο του 1977, οι τέσσερις συλληφθέντες καταδικάστηκαν σε 14ετή φυλάκιση για την κατοχή του περιστρόφου, χωρίς όμως να κατηγορηθούν για τη βομβιστική επίθεση.
Αμέσως μετά την καταδίκη του, ο Σαντς ενεπλάκη σε έναν καυγά και πέρασε τις πρώτες 22 ημέρες στην απομόνωση της φυλακής Crumlin Road, σε ένα κελί με ένα κρεβάτι, ένα στρώμα, μια φορητή τουαλέτα και ένα δοχείο νερού. Βιβλία, ραδιόφωνο και άλλα προσωπικά αντικείμενα ήταν αυστηρά απαγορευμένα, εκτός από τη Βίβλο. Ο Σαντς αρνήθηκε να φορέσει τη στολή της φυλακής, έτσι παρέμεινε γυμνός επί 22 μέρες, ενώ δεν του επιτρεπόταν να κοιμηθεί κάθε μέρα από τις 7:30 το πρωί μέχρι τις 20:30 το βράδυ (αφαιρούσαν το κρεβάτι και το στρώμα από το κελί και παράλληλα, τον επιτηρούσαν συνεχώς για να τον ξυπνήσουν με βίαιο τρόπο, αν κατάφερνε να αποκοιμηθεί σε εκείνο το χρονικό διάστημα).
Προς το τέλος του 1980, ο Σαντς, που ήδη είχε μεταφερθεί στη φυλακή Prison Maze, ορίστηκε επικεφαλής των κρατούμενων του Προσωρινού IRA, διαδεχόμενος τον Μπρένταν Χιούζ, ο οποίος συμμετείχε στην πρώτη απεργία πείνας (Ιανουάριος 1981). Οι φυλακισμένοι του IRA είχαν ξεκινήσει μια σειρά από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, με σκοπό να επανακτήσουν την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου, η οποία τους απάλλασσε από συγκεκριμένους κανονισμούς της φυλακής. Στο σημείο αυτό θα ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση, για να δούμε πώς ξεκίνησαν αυτές οι διαμαρτυρίες το 1976 και πώς κλιμακώθηκαν μέχρι να φτάσουμε στη μεγάλη απεργία πείνας του 1981.
ΟΙ “ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ” ΚΑΙ ΟΙ “ΒΡΩΜΙΕΣ”
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1976, ο πρόσφατα καταδικασμένος κρατούμενος, Κίραν Νιούτζεντ (μέλος του Προσωρινού IRA), αρνήθηκε να φορέσει τα ρούχα της φυλακής, λέγοντας χαρακτηριστικά στους φύλακες “θα πρέπει να τα ράψετε πάνω στο πετσί μου”. Ο Νιούτζεντ κυκλοφορούσε είτε γυμνός, είτε τυλιγμένος με την κουβέρτα του. Το παράδειγμά του ακολούθησαν αμέσως όλοι οι κρατούμενοι τόσο του Προσωρινού IRA, όσο και του INLA, δηλαδή του Ιρλανδικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού και η κίνηση αυτή έμεινε γνωστή ως “blanket protest” (η διαμαρτυρία της κουβέρτας).
Τον Μάρτιο του 1978, ύστερα από μια σειρά επιθέσεων από τους φύλακες στους κρατούμενους του IRA και του INLA, κάθε φορά που έβγαιναν από τα κελιά τους για να αδειάσουν τα δοχεία από τις ακαθαρσίες τους, ακολούθησε μια δεύτερη διαμαρτυρία, γνωστή ως “dirty protest”. Σε αυτή, όλοι οι φυλακισμένοι των δυο αυτών ομάδων (IRA & INLA), αρνούνταν να βγουν από τα κελιά τους για να κάνουν μπάνιο ή για να αδειάσουν τα δοχεία τους, πασαλείβοντας τα περιττώματά τους στους τοίχους. Τόσο η διαμαρτυρία της “κουβέρτας”, όσο και εκείνη της “βρωμιάς”, είχαν σαν στόχο να αποκαταστήσουν την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου, διασφαλίζοντας αυτά που ήταν γνωστά ως τα “πέντε αιτήματα” (the Five Demands).
Ποια ήταν αυτά τα πέντε βασικά αιτήματα των κρατούμενων του IRA και του INLA; Ας τα δούμε αναλυτικά:
– το δικαίωμα να μη φοράνε τη στολή της φυλακής αλλά τα δικά τους ρούχα.
– το δικαίωμα να απέχουν από τις εργασίες της φυλακής.
– το δικαίωμα της ελεύθερης συναναστροφής με άλλους κρατούμενους και της οργάνωσης εκπαιδευτικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.
– το δικαίωμα για μια επίσκεψη, ένα γράμμα και ένα δέμα κάθε εβδομάδα.
– πλήρη αποκατάσταση των προνομίων που χάθηκαν λόγω των διαμαρτυριών.
Αρχικά, αυτές οι διαμαρτυρίες δεν προκάλεσαν ιδιαίτερη προσοχή, ακόμα και ο IRA τις θεωρούσε δευτερεύοντα ζητήματα σε σχέση με την ένοπλη πάλη. Βρέθηκαν όμως στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όταν ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος του Armagh επισκέφθηκε τη φυλακή Maze και καταδίκασε δημόσια τις συνθήκες διαβίωσης των κρατούμενων. Λίγο αργότερα δημιουργήθηκε η εθνική επιτροπή “National H-Block/Armagh Comittee”, μια πλατφόρμα υποστήριξης των πέντε αιτημάτων. Την περίοδο εκείνη, η βία στη Βόρεια Ιρλανδία κορυφώθηκε. Ο IRA δολοφόνησε αρκετούς υπαλλήλους της φυλακής Maze, ενώ παραστρατιωτικοί των “Ενωτικών” σκότωσαν πολλούς ακτιβιστές της επιτροπής H-Block/Armagh.
1980, Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΑΣ
Στις 27 Οκτωβρίου του 1980, ρεπουμπλικάνοι φυλακισμένοι ξεκίνησαν απεργία πείνας στη φυλακή Maze. 148 κρατούμενοι προσφέρθηκαν εθελοντικά να συμμετάσχουν στην απεργία, αλλά τελικά επιλέχθηκαν επτά, συμβολικός αριθμός που αντιστοιχούσε στους επτά άνδρες που είχαν υπογράψει το Πάσχα του 1916 τη Διακήρυξη της Ανεξάρτητης Ιρλανδίας. Οι έξι ήταν μέλη του IRA και ο έβδομος μέλος του INLA. Την 1η Δεκεμβρίου προστέθηκαν στην απεργία πείνας τρεις κρατούμενες από τις γυναικείες φυλακές του Armagh. Όλη η κατάσταση εξελίχθηκε σε έναν πόλεμο νεύρων ανάμεσα στον IRA και τη βρετανική κυβέρνηση.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι από τον Μάιο του 1979, είχε αναλάβει πρωθυπουργός η Μάργκαρετ Θάτσερ, σκληραίνοντας τη στάση της απέναντι στους φυλακισμένους του IRA, ειδικά μετά τη δολοφονία του Λόρδου Μαουντμπάτεν από την οργάνωση τον Αύγουστο του 1979. Το “μπρα ντε φερ” συνεχίστηκε με έναν εκ των απεργών, τον Σον Μακένα, να πέφτει σε κώμα τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου, να επανέρχεται και να βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, με την αγωνία να χτυπάει “κόκκινο”. Τελικά, η κυβέρνηση της Θάτσερ φάνηκε να παραδέχεται την ουσία των πέντε αιτημάτων με ένα έγγραφο τριάντα σελίδων, όπου υπήρχε λεπτομερής περιγραφή των προτεινόμενων διευθετήσεων. Με το έγγραφο να αποστέλλεται στο Μπέλφαστ, ο αρχηγός των απεργών, Μπρένταν Χιούζ, αποφάσισε να σώσει τη ζωή του Μακένα, τερματίζοντας στις 18 Δεκεμβρίου την απεργία, ύστερα από 53 μέρες.
1981, Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΑΣ
Τον Ιανουάριο του 1981 είχε γίνει προφανές στους κρατούμενους της φυλακής Maze, ότι τα αιτήματά τους δεν είχαν ικανοποιηθεί. Οι φύλακες τους προμήθευαν με πολιτικά ρούχα, αλλά οι κρατούμενοι ζητούσαν να φοράνε τα δικά τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 4 Φεβρουαρίου, οι φυλακισμένοι εξέδωσαν μια ανακοίνωση, στην οποία δήλωναν ότι η κυβέρνηση είχε αποτύχει να επιλύσει την κρίση και ξεκαθάριζαν πως ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν σε μια νέα απεργία πείνας. Αυτή η δεύτερη απεργία ξεκίνησε την 1η Μαρτίου του 1981, όταν ο Μπόμπι Σαντς (επικεφαλής, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, των Provos) αρνήθηκε την τροφή. Παράλληλα, οι κρατούμενοι δημοσίευσαν νέα ανακοίνωση, στην οποία ανέφεραν τα εξής:
“Υποστηρίξαμε ότι είμαστε πολιτικοί κρατούμενοι και όλα όσα αφορούν τη χώρα μας, τις συλλήψεις μας, τις ανακρίσεις, τις δίκες και τις συνθήκες κράτησής μας, δείχνουν ότι έχουμε πολιτικά κίνητρα και όχι ιδιοτελείς λόγους ή ιδιοτελείς σκοπούς. Ως περαιτέρω απόδειξη της ανιδιοτέλειάς μας και του δίκαιου σκοπού μας, ορισμένοι σύντροφοί μας, αρχίζοντας σήμερα με τον Μπόμπι Σαντς, θα ξεκινήσουν απεργία πείνας μέχρι θανάτου, εκτός εάν η βρετανική κυβέρνηση εγκαταλείψει την πολιτική της ποινικοποίησης και ικανοποιήσει το αίτημά μας να χαρακτηριστούμε πολιτικοί κρατούμενοι”.
Σε αντίθεση με την πρώτη απεργία πείνας, αυτή τη φορά οι κρατούμενοι ξεκινούσαν ένας-ένας, με χρονική απόσταση ο ένας από τον άλλο, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα προκαλούσαν μαζικότερο κύμα λαϊκής συμπαράστασης και παράλληλα, θα ασκούσαν τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση στην πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ. Αρχικά, το ρεπουμπλικανικό κίνημα (ο IRA και άλλες πολιτικές, κοινωνικές και παραστρατιωτικές οργανώσεις που συνεργάζονταν μαζί του) δεν μπόρεσε να ξεσηκώσει τον κόσμο, ενδεικτικό ήταν το γεγονός ότι στην πορεία στο Δυτικό Μπέλφαστ, την Κυριακή πριν ξεκινήσει την απεργία πείνας ο Σαντς, βρέθηκαν μόλις 3.500 άτομα, σε αντίθεση με τα 10.000 που είχαν συγκεντρωθεί πριν ξεκινήσει η πρώτη απεργία πείνας τον Οκτώβριο του 1980.
Πέντε μέρες μετά το ξεκίνημα της απεργίας πείνας, ο Φρανκ Μαγκουάιρ, ανεξάρτητος δημοκρατικός βουλευτής, πέθανε αιφνίδια από καρδιακή προσβολή. Το ξαφνικό κενό σε μια περιφέρεια όπου οι εθνικιστές αποτελούσαν την πλειοψηφία, έδωσε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία στους υποστηρικτές του Σαντς να ενώσουν την κοινότητα και να τη χρησιμοποιήσουν για τον σκοπό τους. Ασκήθηκε αφόρητη πίεση ώστε να μην διασπαστούν οι ψηφοφόροι, με αποτέλεσμα άλλα εθνικιστικά κόμματα να αποσυρθούν από τις εκλογές. Έτσι ο Σαντς έθεσε υποψηφιότητα με την παράταξη “Anti H-Block” (ονομάστηκε έτσι από το σχήμα “Η” που είχαν οι πτέρυγες της φυλακής Maze). Μετά από μια άκρως πολωτική καμπάνια, ο Σαντς κέρδισε στις 9 Απριλίου του 1981 οριακά την έδρα της περιφέρειας με 30.493 ψήφους έναντι 29.046 ψήφων του αντιπάλου του από το ενωτικό κόμμα, Χάρι Γουέστ.
Ο Μπόμπι Σαντς ήταν πλέον βουλευτής, το νεότερο μέλος του Κοινοβουλίου εκείνη την εποχή. Ωστόσο, σε λιγότερο από ένα μήνα πέθανε, χωρίς να προλάβει να αναλάβει τα καθήκοντά του. Η εκλογή του απεργού πείνας τόνωσε τις ελπίδες για εξεύρεση λύσης, όμως η Θάτσερ ήταν αποφασισμένη να μην κάνει την παραμικρή παραχώρηση στους κρατούμενους, δηλώνοντας ότι “δεν είμαστε διατεθειμένοι να εξετάσουμε το καθεστώς ειδικής κατηγορίας για ορισμένες ομάδες ανθρώπων που εκτίουν ποινές για εγκλήματα. Το έγκλημα είναι έγκλημα, δεν είναι κάτι πολιτικό“. Παρά τις πρωτοβουλίες που υπήρξαν, όπως εκείνη του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Θάτσερ ήταν αμετακίνητη.
Το ίδιο αμετακίνητος όμως υπήρξε και ο Σαντς, σε καμία στιγμή δεν έκανε πίσω και τελικά πέθανε στις 5 Μαΐου του 1981 στο νοσοκομείο της φυλακής Maze, ύστερα από 66 ημέρες απεργίας πείνας. Το επίσημο ιατροδικαστικό ανακοινωθέν ανέφερε ότι ο θάνατος προήλθε από “αυτο-επιβαλλόμενη ασιτία”, όμως ύστερα από διαμαρτυρίες των συγγενών και των άλλων νεκρών, τροποποιήθηκε σε σκέτο “ασιτία”. Μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του Σαντς, εκτεταμένες και βίαιες ταραχές ξέσπασαν σε όλη τη Βόρεια Ιρλανδία. Στην κηδεία του (με στρατιωτικές τιμές από τον IRA), στις 7 Μαΐου, συγκεντρώθηκαν πάνω από 100.000 πολίτες. Ο τάφος του βρίσκεται στο Milltown Cemetery στο Δυτικό Μπέλφαστ.
Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΠΕΙΝΑΣ
Η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν έδειξε την παραμικρή συμπάθεια για τον θάνατο του Σαντς, δηλώνοντας στη Βουλή των Κοινοτήτων: “Ο κύριος Σαντς ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας. Επέλεξε να θέσει τέλος στη ζωή του. Ήταν μια επιλογή που η οργάνωσή του δεν επέτρεψε σε πολλά από τα θύματά της”. Στις επόμενες δυο εβδομάδες, τρεις ακόμα απεργοί πείνας πέθαναν στη φυλακή Maze, ο Φράνσις Χιούζ στις 12 Μαΐου και οι Ρέιμοντ Μακρίς και Πάτσι Ο’ Χάρα στις 21 Μαΐου. Οι ταραχές κλιμακώθηκαν, το ίδιο και οι φωνές που ζητούσαν από τη Θάτσερ να βάλει ένα τέλος στην τραγωδία που εκτυλισσόταν στα H-Blocks. Όμως εκείνη παρέμεινε απαθής.
Σε μια επίσκεψή της στο τέλος Μαΐου στο Μπέλφαστ, επανέλαβε την απόφασή της να μην αναλάβει καμία πρωτοβουλία για την επίλυση του ζητήματος των απεργών πείνας: “Αντιμετωπίζοντας την αποτυχία του απαξιωμένου σκοπού τους, οι άνδρες της βίας επέλεξαν τους τελευταίους μήνες να παίξουν αυτό που μπορεί να είναι το τελευταίο τους χαρτί”. Εδώ να πούμε, ότι μετά την εκλογή του Σαντς, η Θάτσερ, θορυβημένη από την επιτυχία του κρατούμενου και φοβούμενη ότι και άλλοι απεργοί πείνας θα μπορούσαν να υποβάλλουν υποψηφιότητα, εξέδωσε την “Representation of the people Act 1981”, μια νομοθετική πράξη σύμφωνα με την οποία, κανένας πολίτης που ήταν φυλακισμένος για πάνω από έναν χρόνο, είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο, είτε στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, δεν μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα στις βρετανικές εκλογές.
Μετά τους θανάτους του Τζο Μακντόναλντ (8 Ιουλίου) και του Μάρτιν Χέρσον (13 Ιουλίου), συγγενείς απεργών πείνας ενέτειναν τις προσπάθειές τους για να βρεθεί κάποιος τρόπος ώστε να λήξει η απεργία. Κάποιοι μεσολαβητές πρόσφεραν κάποια ανταλλάγματα στους φυλακισμένους, όμως εκείνοι αρνήθηκαν, θεωρώντας πως οτιδήποτε λιγότερο από την αποδοχή των πέντε βασικών αιτημάτων τους, θα ήταν προδοσία προς τους συντρόφους τους που ήδη είχαν πεθάνει. Η απεργία πείνας άρχισε να “σπάει”, όταν στις 31 Ιουλίου η μητέρα του Πάντι Κουίν απαίτησε ιατρική παρέμβαση ώστε να σωθεί η ζωή του.
Την επόμενη μέρα (1η Αυγούστου) πέθανε ο Κέβιν Λιντς και ακολούθησαν τρεις ακόμα θάνατοι μέσα στον Αύγουστο, ανεβάζοντας τον αριθμό των νεκρών στους δέκα. Στις 6 Σεπτεμβρίου, η οικογένεια του Λόρενς Μακίον έγινε η τέταρτη που ζήτησε ιατρική βοήθεια για να σωθεί η ζωή του, ενώ οι δημόσιες τοποθετήσεις από πολιτικούς παράγοντες κυρίως της Βόρειας Ιρλανδίας ώστε να λήξει η απεργία, συνεχώς πλήθαιναν. Στις 26 Σεπτεμβρίου, ο Λίαμ Μακλόσκι, όταν ενημερώθηκε από τη δική του οικογένεια ότι αν έπεφτε σε κώμα, θα ζητούσαν ιατρική παρέμβαση, αποφάσισε να σταματήσει από μόνος του. Στις 3:15 το μεσημέρι της 3ης Οκτωβρίου 1981, η απεργία πείνας έληξε επίσημα και οριστικά.
Τρεις μέρες αργότερα, ο Τζέιμς Πράιορ, υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας στη Βόρεια Ιρλανδία, ανακοίνωσε συγκεκριμένες παραχωρήσεις στους κρατούμενους του IRA και του INLA στη φυλακή του Maze, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το δικαίωμα να φοράνε τα δικά τους ρούχα όλες τις ώρες. Το μοναδικό από τα πέντε αιτήματα των κρατούμενων που δεν είχε επιλυθεί, ήταν το δικαίωμα να απέχουν από τις εργασίες της φυλακής. Ύστερα από οργανωμένο σαμποτάζ των φυλακισμένων, αλλά και μετά τη μεγάλη απόδραση του 1983 (38 μέλη του Προσωρινού IRA κατάφεραν να αποδράσουν από τη Maze), τα εργαστήρια της φυλακής έκλεισαν, “ικανοποιώντας” έτσι και το τελευταίο αίτημά τους, χωρίς όμως ποτέ να τους αναγνωριστεί επίσημα από το κράτος το στάτους του πολιτικού κρατούμενου.
Ο βρετανικός Τύπος χαρακτήρισε την απεργία πείνας ως έναν προσωπικό θρίαμβο της Μάργκαρετ Θάτσερ. Το μοναδικό που “χάλασε” το βρετανικό σενάριο, ήταν η εκλογή του Σαντς στη Βουλή των Κοινοτήτων, που χρησιμοποιήθηκε ως προπαγανδιστικό εργαλείο από τον IRA και το Σιν Φέιν, μετατρέποντας τη νίκη της βρετανικής κυβέρνησης σε πύρρειο. Ο Σαντς – όπως και οι υπόλοιποι εννέα νεκροί – λατρεύτηκε ως μάρτυρας από τους Ρεπουμπλικάνους, ενώ η Θάτσερ μετατράπηκε σε μισητή φιγούρα “κρομγουελιανών” διαστάσεων, με τον Ντάνι Μόρισον (πρώην εθελοντή του IRA, συγγραφέα και ακτιβιστή) να την περιγράφει ως “το μεγαλύτερο μπάσταρδο που γνωρίσαμε ποτέ“.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΠΕΙΝΑΣ ΤΟΥ 1981
Όπως ήδη γράψαμε, οι νεκροί της απεργίας πείνας του 1981 ήταν δέκα. Επτά εξ αυτών ήταν μέλη του IRA και τρεις του INLA. Ας θυμηθούμε τα ονόματά τους.
– Bobby Sands (IRA), 27 ετών, 66 ημέρες (5/5/1981).
– Francis Hughes (IRA), 25 ετών, 59 ημέρες (12/5/1981)
– Raymond McCreesh (IRA), 24 ετών, 64 ημέρες (21/5/1981)
– Patsy O’Hara (INLA), 23 ετών, 61 ημέρες (21/5/1981)
– Joe McDonnell (IRA), 29 ετών, 61 ημέρες (8/7/1981)
– Martin Hurson (IRA), 24 ετών, 46 ημέρες (13/7/1981)
– Kevin Lynch (INLA), 25 ετών, 71 ημέρες (1/8/1981)
– Kieran Doherty (IRA), 25 ετών, 73 ημέρες (2/8/1981)
– Thomas McElwee (IRA), 23 ετών, 62 ημέρες (8/8/1981)
– Michael Devine (INLA), 27 ετών, 60 ημέρες (20/8/1981)
Οι αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο, ειδικά μετά τον θάνατο του Μπόμπι Σαντς, αλλά στη συνέχεια και μετά τους επόμενους θανάτους, ήταν σύσσωμες και οργισμένες και εκφράστηκαν κυρίως μέσα από πολυάριθμες διαδηλώσεις και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και στις πέντε ηπείρους. Ο παγκόσμιος Τύπος αφιέρωσε πολλές σελίδες καλύπτοντας τις εξελίξεις στους επτά μήνες που διήρκεσε η απεργία πείνας, ενώ πολλές διάσημες προσωπικότητες αρθρογράφησαν, κυρίως θέλοντας να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, ώστε να σταματήσουν οι αλλεπάλληλοι θάνατοι. Από την 1η Μαρτίου μέχρι την 3η Οκτωβρίου, ο IRA εκτέλεσε 13 αστυνομικούς, 13 στρατιώτες και 5 πολίτες, ενώ στο ίδιο διάστημα, οι βρετανικές δυνάμεις ασφαλείας έριξαν 29.695 πλαστικές σφαίρες, προκαλώντας επτά θανάτους.
Βίντεο: Το “Roll of honour” της ιρλανδικής επαναστατικής μπάντας The Irish Brigade, γράφτηκε το 1983 και είναι το πιο χαρακτηριστικό ιρλανδικό τραγούδι που αναφέρεται στους δέκα νεκρούς της απεργίας πείνας του 1981.
* Πηγές: bbc.com, biography.com, bobbysandstrust.com, irishtimes.com, nytimes.com, Larousse, le siecle rebelle, wiki