ΟΤΑΝ Η ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΝΙΚΗΣΕ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΣΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
Ο Θανάσης Σκρουμπέλος, συγγραφέας του βιβλίου «1969: Το Μπαράζ – Καλλιθέα, αγάπη μου», μιλάει στο Magazine για το θρυλικό συνοικιακό ματς που γέμισε τον κόσμο περηφάνια εκείνες τις ημέρες της υποταγής και του γύψου.
«Το 1967 που επιβλήθηκε η χούντα και ξυπνήσαμε ξαφνικά ένα πρωί και είδαμε τα τανκς, γέμισε τρόμο ο κόσμος. Ακόμη θυμάμαι τις πιστολιές την ημέρα της κατάληψης της Αθήνας από τους πραξικοπηματίες. Ήταν σκληρά τα πράγματα. Αν σε συλλάμβαναν να γράφεις συνθήματα στον τοίχο, έτρωγες πολλά χρόνια φυλακή. Για προκηρύξεις κάτι ανάλογο. Φοβόταν ο κόσμος και αυτό ορισμένοι ίσως να το εκλαμβάναν ως συναίνεση προς τη χούντα. Δεν ήταν όμως συναίνεση. Φόβος ήταν. Ο φόβος κυριαρχούσε. Η αστυνομία πήγαινε συνέχεια στους θυρωρούς, στους περιπτεράδες, στους γαλατάδες, σε όσους τέλος πάντων είχαν τέτοιου τύπου καθημερινή επαφή με τον κόσμο και τους υποχρέωναν να δίνουν αναφορά.
Ήταν μια ασφυκτική κατάσταση χαφιεδοκρατίας και φόβου. Εννοείται ότι και όσοι ήμασταν νέοι τότε το αντιλαμβανόμασταν όλο αυτό. Επικράτησε μια παγωμάρα. Χάθηκε η χαρά και η πλάκα. Κόπηκαν όλα αυτά. Γίνονταν ήδη τότε κατά κόρον και οι λεγόμενες “Επιχειρήσεις Αρετή”, μαζεύανε συνέχεια κόσμο για εξακρίβωση. Ή μπορεί να έπιαναν νέους που άφηναν μακριά μαλλιά και να τους κούρευαν. Δεν το συζητώ, ήταν σίγουρα μια σκληρή καθημερινότητα».
Με αυτόν τον σταράτο τρόπο ο Θανάσης Σκρουμπέλος, πολυγραφότατος και εγνωσμένης αξίας συγγραφέας, αλλά και σκηνοθέτης και σεναριογράφος, περιγράφει τη ζωή στην Αθήνα μετά την επιβολή της χούντας. Σήμερα κοντεύει τα 80. Όταν έγινε το πραξικόπημα ήταν μόλις 23, ανήκε ήδη στην Αριστερά και αμέσως εντάχθηκε στο ΠΑΜ (Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο), άρα ήταν ακόμη πιο δύσκολη και επικίνδυνη η καθημερινότητά του από των μη δραστηριοποιημένων πολιτικά, και δη αριστερών, ανθρώπων της διπλανής πόρτας, «που ζούσαν “απλά” με ένα μεγάλο φόβο μην τυχόν ξεφύγουν από τη γραμμή που είχαν επιβάλλει οι χουνταίοι».
Αν και φοιτητής στην Καλών Τεχνών (χαρακτική και αγιογραφία), ούτε να σπουδάσει μπορούσε, ούτε να δουλέψει. «Υπήρχε τότε ο Νόμος 509 που προέβλεπε αυστηρότατες ποινές για αυτά που κάναμε» λέει, «οπότε κρυβόμασταν για να μη μας βουτήξουν. Νοικιάζαμε σπίτια εδώ κι εκεί και βάζαμε μέσα τον πολύγραφο για να τυπώνουμε κρυφά. Αλλάζαμε όμως σπίτι κάθε δυο μήνες γιατί δεν έπρεπε να μένουμε πολύ στο ίδιο σημείο. Όσο για τα πατρικά μας, πού και πού μέσω τρίτων έστελνες κάνα μήνυμα. Η αστυνομία όμως είχε τους γονείς από κοντά μπας και σκάσεις μύτη».
Ως προς αυτό τουλάχιστον ο ίδιος δεν κινδύνευε. «Ο πατέρας μου είναι γιος μεταναστών στην Αμερική, γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ, οπότε δυό-τρεις μήνες αφότου έσκασε η χούντα, πήρε την οικογένειά του και πήγε στην Αμερική. Εγώ όμως έμεινα γιατί ήμουν ήδη ενταγμένος στο κίνημα. Οπότε δεν αντιμετώπιζα τουλάχιστον αυτό το πρόβλημα που είχαν άλλοι. Για παράδειγμα μου έλεγε κάποια στιγμή ο Βασίλης Μποτίνος -αυτός ο μεγάλος παιχταράς (σ.σ. του Ολυμπιακού), νομίζω το καλύτερο εξτρέμ που έχει περάσει ποτέ από την Ελλάδα- ότι επειδή είχε αριστερή καταγωγή πήγαιναν και πίεζαν συνέχεια τους δικούς του. Αυτός μάλιστα έχει προκαλέσει και μια πάρα πολύ ωραία ενέργεια. Εγώ τότε, αν και στην παρανομία, βρισκόμουν με κάνα γάβρο και κατεβαίναμε στο Καραϊσκάκη κρυφά.
Σε ένα παιχνίδι με την Παναχαϊκή, ένας επίτροπος ονόματι Αποστόλου που νόμιζε ότι μπορούσε να ελέγξει τους πάντες, επενέβη κατά τη διάρκεια του αγώνα κατά του Μποτίνου, ο οποίος του τα ‘χωσε. Εμείς ξεσηκωθήκαμε. Ώσπου μας φώναξαν: “Βουλώστε το γιατί θα φωνάξουμε την ΕΣΑ. Την κοπάνησα γιατί αν με πιάνανε, την είχα βαμμένη».
Ο νεαρός τότε, και διωκόμενος από τη χούντα, Θανάσης Σκρουμπέλος, δεν φοβόταν μόνο για τον εαυτό του. «Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα κρατήσει το στόμα του κλειστό στα βασανιστήρια. Και μιλάμε για άγρια βασανιστήρια, ξύλο, φάλαγγα, απομόνωση. Όταν είσαι στην παρανομία, προετοιμάζεσαι μεν γι’ αυτό το ενδεχόμενο, αλλά αν κάτσει στραβή, μπορεί να κάψεις και άλλους».
Στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, εκτός από χαρακτική και αγιογραφία θα σπούδαζε και κινηματογράφο, θα εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά, θα έγραφε σενάρια για την τηλεόραση (Τα παιδιά της Νιόβης του Κώστα Κουτσομύτη) και τον κινηματογράφο (Το πέρασμα, Η Αριάδνη μένει στη Λέρο, Καλή πατρίδα σύντροφε κ.ά), θα σκηνοθετούσε ταινίες μεγάλου μήκους (Αλιόσσα, Χαβάη, Ο Τζώνης Κελν, κυρία μου, την ομαδική Νέος Παρθενώνας, και τη σπονδυλωτή Η αυλή με τα σκουπίδια κ.ά.), θα έγραφε και θα μετέφραζε θεατρικά έργα (Χαβάη, Μυστικές φωνές, Γέρμα, Γέλιο στο σκοτάδι κ.ά.) και φυσικά θα έγραφε βιβλία. Παράλληλα με όλα αυτά θα συνέχιζε να αγαπά το ποδόσφαιρο.
«Όσον αφορά τα θεσμικά επίπεδα, για να μπορέσουν οι χουνταίοι να αποκτήσουν μια κάποια “δημοφιλία” προς τον κόσμο, έπρεπε να βρουν ένα όχημα, και αυτό ήταν ο αθλητισμός» λέει. «Έριξαν πολλά λεφτά στον αθλητισμό. Και στον στίβο, κάνοντας εδώ πέρα τους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες το ’69, και κυρίως στο ποδόσφαιρο που ήταν το πιο λαοφιλές άθλημα. Ο αξιωματικός των Καταδρομών Κωνσταντίνος Ασλανίδης τον οποίο έβαλαν γενικό γραμματέα αθλητισμού τότε, έφτιαξε ένα νόμο υποτίθεται για να ενώνει μια γειτονιά, να μην υπάρχουν δηλαδή πολλές μικρές ομάδες. Ουσιαστικά όμως το έκανε για να εξαφανίσει τις ομάδες που δεν ήταν φίλα προσκείμενες προς το καθεστώς».
Ταυτόχρονα τονίζει ότι και στις μεγάλες ομάδες το καθεστώς τοποθετούσε δικούς του στρατιωτικούς επιτρόπους για να επιβλέπουν την κατάσταση, όπως για παράδειγμα «στον Ολυμπιακό που έβαλαν τον συνταγματάρχη Δημήτρη Παπαποστόλου, ο οποίος έπαιξε ρόλο και στην απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου. Δηλαδή είχαν περικυκλώσει το κάθε τι οι στρατιωτικοί, οι χουντικοί. Ήταν πολύ σκληρά τα πράγματα».
Ακόμη και σε ένα τέτοιο ασφυκτικό πλαίσιο όμως «η ανάσα του ποδοσφαίρου υπήρχε, ήταν η γιορτή της Κυριακής. Το έσφιγγαν μεν οι χουνταίοι αλλά το άφηναν κιόλας γιατί ήθελαν να εκτονώνεται κάπου ο κόσμος, να ξεσπάει».
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1969 το ματς ανάμεσα στην ποδοσφαιρική ομάδα της Καλλιθέας (ΓΣ Καλλιθέα) και μια από τις «αγαπημένες ομάδες» της χούντας, το Κορωπί (ΑΟ Κορωπίου), για την άνοδο στη Β’ Εθνική. Ένα ματς που σύμφωνα με τον Θανάση Σκρουμπέλο, αποτέλεσε μαζική πράξη αντίδρασης προς τη χούντα. «Πέρα από εμάς που ήμασταν στην παρανομία και τυπώναμε προκηρύξεις, γράφαμε συνθήματα και τέτοια, μαζική εκδήλωση αντίθεσης δεν είχε εμφανιστεί» λέει και επισημαίνει ως πρώτη τέτοια την κηδεία του Παπανδρέου «όπου πήγε τόσος κόσμος για να προσκυνήσει τον Γέρο της Δημοκρατίας. Μετά κάτι ανάλογο έγινε στην κηδεία του Σεφέρη. Αυτές ήταν οι δύο πρώτες μαζικές, ας πούμε δηλωμένες κινήσεις μαζικής αντίθεσης -όχι αντίστασης, αυτό το κάναμε εμείς καθημερινά με προκηρύξεις κλπ- προς τη χούντα. Η τρίτη ήταν αυτό το ματς. Σε βαθμό τέτοιο που το έκανε και το BBC θέμα με τίτλο “Η πρώτη ήττα της χούντας” – προφανώς σε ό,τι έχει να κάνει με το ποδόσφαιρο». Αυτόν ακριβώς τον μείζονος σημειολογικής σημασίας ποδοσφαιρικό αγώνα πραγματεύεται στο νέο του βιβλίο με τίτλο «1969: Το Μπαράζ – Καλλιθέα, αγάπη μου» (εκδ. Τόπος).
«Ο αστικός μύθος λέει ότι ο Ασλανίδης είχε συγγενείς στο Κορωπί. Η αλήθεια είναι ότι από το τίποτα το ανέβασε στην Α’ Αθηνών. Μετά υπήρχε η Γ’, η Β’ και η Α’ Εθνική. Καταργεί λοιπόν την Γ’ Εθνική και σπρώχνει το Κορωπί για να πάει στη Β’, με διαιτησίες και τα γνωστά – όχι ότι δεν είχε καλή ομάδα το Κορωπί, μια χαρά ήταν. Στην πορεία των αγώνων για το ποιος θα ανέβει στη Β’ Εθνική, τυχαίνει να ισοβαθμίσουν Κορωπί και Καλλιθέα. Μάλιστα πριν ισοβαθμίσουν, η Καλλιθέα έπαιζε με την ΑΕΚ Φαλήρου, όπου επενέβησαν οι διαιτητές και φάγανε δύο παίκτες της Καλλιθέας και τρεις του Φαλήρου, ώστε όποιος κέρδιζε να αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει χωρίς τα γερά του όπλα το Κορωπί. Έλα μου όμως που και στην Καλλιθέα είχαν πλάτες. Τα αδέρφια Ηλιόπουλοι, και οι δύο του στρατού, με τον ένα να έχει κάνει επίτροπος και στον Ολυμπιακό, ήταν εξίσου ισχυροί. Πήγαν και είπαν στον Ασλανίδη: “Μαζέψου, να παιχτεί στα ίσια το παιχνίδι”. Οπότε οι ομάδες πήραν πίσω τους παίχτες».
Φοβούμενο όμως το καθεστώς μην τυχόν και γίνουν επεισόδια, αποφάσισε το παιχνίδι να μη γίνει στην Αθήνα αλλά περίπου 80 χλμ μακριά, στη Χαλκίδα. Αρχικά, μάλιστα, επιλέχθηκε και ο «κατάλληλος» διαιτητής ώστε να εξασφαλιστεί το επιθυμητό, υπέρ του Κορωπίου, αποτέλεσμα. «Ο διαιτητής Ζλατάνος ήταν ένα από τα εργαλεία της εξουσίας τότε και μέχρι το πρωί της μέρας του αγώνα αυτός υποτίθεται ότι είχε επιλεχθεί. Είχαν όμως γνώση οι φύλακες. Ένα στέλεχος της Καλλιθέας, αν και πρώην ταγματάρχης της χωροφυλακής, πάτησε πόδι και τελικά μπήκε ένας ανεξάρτητος ονόματι Κατσώρας» λέει ο συγγραφέας.
Στις 22 Ιουνίου 1969 –«ημέρα του θερινού ηλιοστασίου, η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου»– η ατμόσφαιρα στο γήπεδο της Χαλκίδας ήταν προφανώς ηλεκτρισμένη. «Στις κερκίδες υπήρξαν τσαμπουκάδες και τέτοια. Υπήρχε θυμός και κόντρα αλλά κάπως συγκρατημένα γιατί υπήρχε και ο φόβος της χούντας. Έριχνες δηλαδή τα μπινελίκια σου, απλά δεν φώναζες “κάτω η Χούντα”. Πάντα με το πρόσχημα του ποδοσφαίρου βγαίνουν στην επιφάνεια καταπιεσμένα συναισθήματα. Πάντα θα συμβαίνει αυτό».
Στο συγκεκριμένο ματς όμως υπήρχε μια εμφατική ιδιαιτερότητα. Μέχρι τότε στα συνοικιακά παιχνίδια μαζεύονταν χίλιοι πάνω κάτω θεατές τις Κυριακές. Στη Χαλκίδα πήγαν δέκα χιλιάδες. «Η Καλλιθέα το πήρε αμανάτι να παίξουν κόντρα στην ομάδα του Ασλανίδη. Υπήρχε όμως κι άλλο ένα θέμα: Ο δήμαρχος της Καλλιθέας, ο οποίος είχε συμβάλλει στην ενότητα των πέντε ομάδων της κάθε ρούγας ώστε να γίνει η μεγάλη ομάδα, ήταν ο Γιάννης Γάλλος που ανήκε στην ΕΔΑ και τον είχε ήδη στην εξορία ο Ασλανίδης. Έπαιξε δηλαδή και αυτό ρόλο. Από τους δέκα χιλιάδες στις κερκίδες, οι οχτώ χιλιάδες ήταν Καλλιθεάτες. Οπότε οι Κορωπιώτες ήταν καθηλωμένοι. Το ματς ήταν καλό και σκληρό. Υπήρχαν και τραυματίες. Μάλιστα, ένας παίκτης της Καλλιθέας πήγε να πιει νερό και ένας από το Κορωπί του έχωσε μια μπουνιά και έσπασαν τα δόντια του, τον έστειλε στο νοσοκομείο, λίγο πριν το τέλος της κανονικής διάρκειας του αγώνα με ισοπαλία».
Η στιγμή που έκρινε το παιχνίδι ήρθε στο 4ο λεπτό της παράτασης, τότε που «έβαλε το γκολ ο Μαξούρης. Μετά το Κορωπί έκανε πολύ σκληρά μαρκαρίσματα αλλά δεν κατάφερε να ισοφαρίσει. Το Κορωπί έχασε 1-0 και αυτόματα ανέβηκε η Καλλιθέα στη Β’ Εθνική. Έλα μου όμως που οι χουνταίοι ήθελαν ντε και καλά να ανεβάσουν και το Κορωπί. Με εντολή του γ.γ. Αθλητισμού, η Β’ Εθνική από δύο ομίλους με 36 ομάδες διευρύνθηκε τότε σε τρεις με 54 ομάδες, οπότε ανέβηκε μαζί με την Καλλιθέα και το Κορωπί, καθώς και άλλες εννέα ομάδες για να συμπληρωθούν οι όμιλοι. Την επομένη του αγώνα πάντως κάποιοι έριχναν στη διαιτησία το αποτέλεσμα. Όμως ο διαιτητής το έπαιξε στα ίσια το παιχνίδι. Δεν ήταν δηλαδή μούφα, εργαλείο του καθεστώτος». Αυτός λοιπόν ο αγώνας εξελίχθηκε σε πανηγύρι αντίθεσης στο καθεστώς των πραξικοπηματιών με έμμεσο τρόπο και πρόσχημα το ποδόσφαιρο. «Γι’ αυτό όταν γύρισε η ομάδα από τη Χαλκίδα, έγινε χαμός» λέει ο συγγραφέας.
Στο βιβλίο του περιγράφει τα επινίκια ως εξής: «Κυριακή βράδυ στην πλατεία Δαβάκη, έξω από τα γραφεία της Καλλιθέας, κόσμος, φωνές, τραγούδια, συνθήματα. Πλήθος και πάθος. Ασφυκτικά γεμάτη όλη η πλατεία. Πάνω από 10.000 άνθρωποι πανηγύριζαν για να τιμήσουν την ομάδα, τους παίκτες, τους προπονητές, τους παράγοντες και τους εαυτούς τους ως συμμέτοχους στη μεγάλη νίκη της μεγάλης γειτονιάς. Επινίκια λαϊκή γιορτή. Από ραδιόφωνα, από τηλέφωνα, από στόμα σε στόμα έχει διαδοθεί ο θρίαμβος κι ο κόσμος αναμένει.
Ο δήμαρχος Θεόδωρος Καφίρης έχει ήδη δώσει εντολή να φωταγωγηθεί όλη η πόλη, η μεγάλη Καλλιθέα. Ασφαλίτες και όργανα του ΙΑ’ αστυνομικού τμήματος, που επί δημαρχίας Γιάννη Γάλλου είχαν “κατεβάσει τα καντήλια” (κατά δήλωση δική τους), προσπαθούν να βάλουν κάποια τάξη, όμως τους καταπίνει το μεγάλο πλήθος. Ο νόμος τώρα είναι η γιορτή για τη νίκη, η νίκη διατάσσει χαρά, πανηγύρι, γλέντι. Μεσάνυχτα φτάνει το πούλμαν με την ομάδα. Ο κόσμος τους σηκώνει στα χέρια κι όλοι μαζί, πλήθος, παίκτες, προπονητές, παράγοντες, κάνουν τον γύρο του θριάμβου. Τρόπαιο και οι φανέλες των παικτών. Ο κόσμος τους αγκαλιάζει για να αγγίξει το ιερό, το μεγάλο που τον γέμισε περηφάνια αυτές τις ημέρες της υποταγής και του γύψου, που χάρισε τη μεγάλη νίκη σε αυτήν την εποχή της κοινωνικής ήττας».
«Αυτό λοιπόν ήταν το έπος, το μπαράζ» λέει σήμερα, «μια μεγάλη στιγμή για όλους. Η τρίτη μεγάλη μαζική εκδήλωση αντίδρασης προς τη χούντα». Μισό αιώνα μετά, τον περασμένο Δεκέμβριο, κάποιοι από τους παίκτες εκείνης της ομάδας, ήταν παρόντες στην παρουσίαση του βιβλίου στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας. «Ήρθαν με τα εγγόνια τους, έκλαιγαν και με ευχαριστούσαν γιατί με μία έννοια τους έβγαλα από την αφάνεια. Τότε το τοπικό ποδόσφαιρο ήταν η γιορτή της Κυριακής. Όλος ο κόσμος συμμετείχε γιατί οι παίκτες ήταν από τη γειτονιά, μόνο κάτι μικρομεταγραφές γίνονταν. Ήταν δηλαδή κάτι οικείο. Ήταν τα δικά μας παιδιά. Τον ήρωα της Κυριακής τον έβλεπες την άλλη μέρα στο καφενείο ή στον μπακάλη. Έτσι ταυτιζόταν ο κόσμος με αυτά τα παιδιά. Τα οποία μέσα στη μεγαλοσύνη τους δεν το κατανοούσαν όλο αυτό. Γι’ αυτό τους φάνηκε περίεργο που κάποιος έγραψε βιβλίο για το συγκεκριμένο ματς».
Κατά τη γνώμη του Θανάση Σκρουμπέλου το κλίμα στα γήπεδα άλλαξε μετά τη χούντα και μάλιστα τελείως. «Πριν τη χούντα τα συναισθήματα βγαίνανε περισσότερο στην πρόγκα και την πλάκα» λέει. «Μετά τη χούντα αγρίεψαν τα πράγματα, άρχισαν να πέφτουν κλωτσομπουνίδια. Ξέρω τι σου λέω, εκτός από θεατής έπαιζα κι εγώ λίγο στον Αττικό Κολωνού. Το κλίμα λοιπόν μετά τη χούντα άλλαξε γιατί ο κόσμος ήταν φορτωμένος από την πολιτική καταπίεση και ξέσπαγε. Είναι η ίδια καταπίεση που οδήγησε σε αυτή την έκρηξη πολιτικοποίησης μετά τα επτά χρόνια των χουνταίων που είχαν κρατήσει τα πράγματα κάτω, πολύ χαμηλά».
Δύο χρόνια μετά από αυτό το θρυλικό, και με τον τρόπο του αντιχουντικό, μπαράζ, ο Θανάσης Σκρουμπέλος θα έφευγε από την Ελλάδα κυνηγημένος από το καθεστώς. «Έμεινα στην παρανομία μέχρι το ’71, μετά όμως από ένα χτύπημα που πιάσανε πολλούς ανθρώπους του Ρήγα και δικούς μας, έφυγα έξω με πλαστό διαβατήριο, πήγα στη Ρώμη όπου ήταν το κέντρο του ΚΚΕ Εσωτερικού που ανήκα» λέει. Θα πήγαινε και σε άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις μέχρι τελικά να καταλήξει στο Λονδίνο με υποτροφία της Διεθνούς Αμνηστίας («Ακόμη και τώρα όταν είσαι διωκόμενος και δεν μπορείς να γυρίσεις στην πατρίδα σου, η Διεθνής Αμνηστία είναι μια πόρτα, ένα αποκούμπι εν πάση περιπτώσει») για να σπουδάσει κινηματογράφο στο London Film School. Εκείνη την εποχή είχε πολλούς φίλους κινηματογραφιστές. Εκείνοι του πρότειναν να το κάνει. «Τα αγγλικά μου τότε ήταν πολύ κακά, “you Tarzan, me Jane” να πούμε. Για να μπεις στη σχολή έπρεπε να παρουσιάσεις μία ιστορία. Εγώ επειδή ήξερα αγιογραφία, έφτιαξα μια ιστορία σαν κόμικ, που λέει ο λόγος. Πέρα από αυτό όμως έπρεπε να δώσεις και συνέντευξη με τον διευθυντή. Μιάμιση ώρα κάθισα εκεί μέσα, είχαν τρελαθεί οι φίλοι μου που με περίμεναν απ’ έξω. Greece, μου λέει. Ναι, Κολωνός, του λέω. Ακούει αυτός Κολωνός κι αρχίζει να μου λέει για Οιδίποδα, Σοφοκλή κλπ. Dictatorship; μου λέει. Yes, του λέω. Τέλος πάντων μίλαγε αυτός κι εγώ έλεγα όλο yes και yes. Έτσι πέρασα».
Στην Ελλάδα επέστρεψε ένα μήνα πριν από την πτώση της Χούντας, εννοείται με πλαστό διαβατήριο. «Δεν σου κρύβω ότι ξαφνιάστηκα και όταν είδα τον κόσμο να φωνάζει “Καραμανλής! Καραμανλής!”» λέει «γιατί η Δεξιά ήταν από τους κύριους αίτιους της χούντας και της εκτροπής. Αλλά ο κόσμος ήθελε να αποτινάξει από πάνω του τη χούντα και έψαχνε σωτήρα, ηγέτη. Όπως μετά βρήκε νέο σωτήρα στο πρόσωπο του Ανδρέα. Αυτές οι δύο μορφές ξεχώρισαν. Αυτούς τους δύο εμπιστεύτηκε ο κόσμος ως σωτήρες. Εγώ, έχοντας φάει όλο αυτή την ιστορία της Αριστεράς και της παρανομίας, δεν μπορώ να πω ότι καταχάρηκα. Περίμενα άλλες, δομικές, συγκλονιστικές αλλαγές. Θα μου πεις και στην κατοχή πολέμησε ο κόσμος για να φύγουν οι Γερμανοί, περίμεναν μετά να γίνει δημοκρατία και φάγανε το βασιλικό καπέλο και τον εμφύλιο». Οι νέοι με τη δική του ιδεολογική αφετηρία αντιμετώπιζαν τον Καραμανλή σαν μέρος μιας παλιάς, βεβαρημένης κατάστασης. «Ήταν όμως αλλαγμένος, και με εντολές από την Ευρώπη να φέρει σε πέρας όλη αυτή την αλλαγή».
Για τον ίδιο αυτό πρακτικά σήμαινε ότι μπορούσε να στήσει, χωρίς περιορισμούς και κυνήγι από την αστυνομία, μια πολιτική οργάνωση στη γειτονιά του, «δηλαδή ΚΚΕ Εσωτερικού Κολωνού, μια οργάνωση ανοιχτή και ελεύθερη, γιατί ήμασταν εμείς αγριεμένοι αλλά και γιατί υπήρχαν άνωθεν εντολές προς τις αρχές να μας αφήσουν ήσυχους γιατί είχαν λερωμένη τη φωλιά τους. Άσε που ήμασταν και αναγνωρίσιμοι στη γειτονιά. Όταν επικρατεί μαζικός φόβος, ξέρεις, και κάποιος διαφοροποιείται, μετά “ηρωοποιείται”, είτε δικαιολογημένα είτε αδικαιολόγητα. Είχαμε λοιπόν μια μικρή αίγλη ως προς αυτό».
Ήταν η εποχή της μεγάλης, μεταπολιτευτικής πολιτικοποίησης, η οποία συνεχίστηκε επί ΠΑΣΟΚ. «Ιδεολογικά διαφέραμε κατά πολύ» λέει, τονίζοντας όμως ότι «ο Ανδρέας και το ΠΑΣΟΚ εξέφρασαν ένα κίνημα ανολοκλήρωτο, το λεγόμενο “ΕΑΜικό”. Ένα κίνημα που δεν ήταν κομμουνιστικό. Δηλαδή ο πατέρας μου ήταν στο ΕΑΜ και δέχτηκε το ΠΑΣΟΚ σαν μια δημοκρατική δύναμη που θα άλλαζε τα πράγματα. Η Ελλάδα δεν είχε έλλειψη αριστερών ιδεών. Ουσιαστικά είχε έλλειψη δημοκρατίας. Δεν είχε γίνει ποτέ αστικό κράτος με θεσμικά όργανα δικαίου. Ακόμη και σήμερα μερικές φορές αυτά τα όργανα είναι σαν παιχνίδι. Η γενιά του ΕΑΜ το είχε καημό να δει μια χώρα με δημοκρατικά θεσμικά όργανα. Εμείς σαν νέοι πηγαίναμε πιο πέρα, αντιμετωπίζαμε το ΠΑΣΟΚ με επιφύλαξη και σκεπτικισμό».
Ο ίδιος σήμερα επισημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ έκανε κάποιες τομές και δομικές αλλαγές, οι οποίες ναι μεν θα έπρεπε να συμβούν, δεν θεωρεί όμως τυχαίο ότι υλοποιήθηκαν τότε. «Πάντα ούτως ή άλλως πρέπει να συμβούν κάποια πράγματα. Όμως πώς θα συμβούν αν δεν υπάρχει το κατάλληλο “όχημα”; Ο Ανδρέας είχε το απαραίτητο κύρος. Ήταν “τσαμπουκάς” σαν προσωπικότητα και μπόρεσε να επιβάλλει αυτές τις τομές. Όπως και ο Καραμανλής νωρίτερα. Κι εκείνος ήταν άνθρωπος με τσαμπουκά, ανεξάρτητα από το αν είχα τεράστιες διαφωνίες μαζί του ως αριστερός. Ωστόσο αυτές οι δύο προσωπικότητες μπόρεσαν να επιβάλλουν τότε τις αλλαγές που απαιτούνταν από την Ευρώπη. Γι’ αυτό μας φόρτωσαν μετά με χρήμα, με τα πακέτα Ντελόρ κλπ, μπας και αλλάξει ο τόπος, αλλά τελικά έγινε σε μεγάλο βαθμό γλέντι. Ίσως όμως κι αυτό να ήταν ανάγκη» λέει γελώντας και μου θυμίζει ότι πλησιάζει τα 80, οπότε μέχρι σήμερα έχουν δει πολλά τα μάτια του. «Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι ανά 20 χρόνια επαναλαμβάνεται μια λούπα. Ο Κολοκοτρώνης είχε πει κάποτε: “Τούτο το βιλαέτι, ούτε φτιάχνει, ούτε χαλάει”. Αυτό πάει να πει ότι μια κοινωνία ούτε φτιάχνει, ούτε χαλάει. Απλώς προχωράει, συνθέτοντας τα αντίθετα, τις αντίρροπες δυνάμεις».
Εύλογα τον ρωτάω πώς κρίνει ως αριστερός την προ οκταετίας «πρώτη φορά Αριστερά», ενώ διανύουμε πια προεκλογική περίοδο. «Το ζύγι επί ΣΥΡΙΖΑ θεωρώ ότι ήταν θετικό, αν και υπήρξε απειρία ως προς τη δημιουργία ενός καλύτερου κράτους» λέει. Κατά τη γνώμη του αυτό είναι το «ζουμί» στην Ελλάδα: «Ένα καλύτερο κράτος. Δηλαδή να πεθάνει η γραφειοκρατία, να πηγαίνεις πχ στα νοσοκομεία και να μην κάθεσαι οχτώ ώρες στην αναμονή όπως έκανα εγώ με τον πατέρα μου και κόντεψε να μείνει εκεί. Ως προς αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε αλλά δεν είχε την πείρα να τα καταφέρει. Στο επίπεδο της δημοκρατίας όμως, έφερε δομικές αλλαγές. Τελικά νομίζω ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι. Ίσως να μην είναι ακόμη. Δηλαδή δεν είμαι σίγουρος αν στις επόμενες εκλογές κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, μήπως τελικά απλά την γλιτώσει η Δεξιά και μπει μπροστά η Αριστερά να τρέχει και τελικά φάμε πάλι εμείς οι αριστεροί την καρπαζιά. Όπως και να ‘χει, ακόμη και η αυταπάτη του ανθρώπου ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, τον ωθεί προς τα μπροστά. Δηλαδή τι; Να γίνουμε ρομπότ; Δεν γεννιόμαστε σε κενό. Γεννιόμαστε σε τόπο και χώρο και πορευόμαστε με ιδεολογία, αγώνες, χαρές, ψέματα, όλα. Οπότε όποιος λέει ότι οι ιδεολογίες δεν έχουν πια καμία σημασία, ή είναι βλάκας ή δεν έχει κατανοήσει ακόμη ποιος είναι ο ίδιος. Για το έπος της Καλλιθέας, όμως, δεν λέγαμε;»
Σήμερα ο Θανάσης Σκρουμπέλος επιμένει να πηγαίνει -όχι τόσο συχνά όσο στο παρελθόν, μια στο τόσο, καμιά φορά και με την κόρη του- στο γήπεδο, αυτή τη χοάνη εκτόνωσης, όπως τη χαρακτηρίζει. Κι όταν λέει γήπεδο, «γάβρος γαρ», εννοεί το Καραϊσκάκη. Η μπάλα τον συναρπάζει ακόμη. Γι’ αυτό και παρακολούθησε με ζέση το πρόσφατο και πολυσυζητημένο Μουντιάλ του Κατάρ. «Τι να κάνω, να το μποϊκοτάρω; Μα όλο το ποδόσφαιρο σε μαύρο χρήμα πατάει. Στην τελική τώρα πήραμε χαμπάρι τι γινόταν στο Κατάρ; Γιατί δεν το κάναμε θέμα νωρίτερα; Απλά τώρα βρήκαν ευκαιρία οι “μισοαγαπούντες” και οι “μισομισούντες” το ποδόσφαιρο να αρχίσουν να βρίζουν. Η συνθήκη λοιπόν είναι συγκεκριμένη. Την ξέρεις. Από εκεί και πέρα ή μπαίνεις ή δε μπαίνεις στο παιχνίδι. Από τη στιγμή που λες ότι σου αρέσει η μπάλα, τελείωσε το πράγμα. Κι εδώ, στο κομμάτι γης που πατάμε τώρα, βόθρος μπορεί να υπάρχει από κάτω».
Έχω απέναντι μου έναν αγιογράφο, έναν αριστερό, έναν ποδοσφαιρόφιλο. Φυσικά και θα τον ρωτήσω: Η μπάλα, η πολιτική ή η θρησκεία είναι το πιο ισχυρό όπιο του λαού; «Εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχουν όπια του λαού. Είναι αναγκαίες κοινωνικές συνθήκες για να συμβιώνουμε και να μη δαγκώνει ο ένας το λαρύγγι του άλλου. Γιατί είπαμε: Δεν γεννιόμαστε σε κενό, δεν είμαστε ζώα της ζούγκλας. Όσοι λοιπόν θεσμοί βοηθούν ώστε να ζούμε αγαπώμενοι, έστω και μισούμενοι, είναι θετικοί. Αν κάποιοι κάνουν μαλακίες και τους εκμεταλλεύονται, φταίνε αυτοί, όχι οι θεσμοί».
Είναι ο Μέσι ο καλύτερος όλων των εποχών; «Όχι, ο Μποτίνος είναι» λέει και το εννοεί. «Το ποδόσφαιρο δεν είναι θέαμα σαν το μπαλέτο. Το ποδόσφαιρο είναι πάθος, είναι αγάπη. Ταυτίζεσαι. Υπάρχει η οικεία ηδονή που λέει ο Αριστοτέλης. Συμπάσχεις δηλαδή με τον ήρωα. Ο ήρωας με τον οποίο συμπάσχω εγώ, είναι αυτός που έχω δει από μικρός. Ο Μέσι είναι παιχταράς, αλλά δεν με συγκινεί όσο οποιοσδήποτε παίκτης του Ολυμπιακού, πχ ο Φορτούνης».
Επιμένω. Δηλαδή δεν είναι «θεός» ο Αργεντίνος; «Δεν υπάρχει “θεός”. Ψέματα, είναι ο Φορτούνης. Σαν τον Κώστα δεν έχει ξαναβγεί παίκτης. Και ο Τζιοβάνι παιχτούρα ήταν. Καλός ο Μέσι, δεν λέω, αλλά τον βλέπω σαν ηθοποιό. Δεν τον ξέρω τον κύριο. Αν αφαιρέσεις από το ποδόσφαιρο το πάθος και την ταύτιση, χάνει την αξία του».