ΠΟΙΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΗΤΑΝ ΜΑΥΡΟΣ
Μέμνων: ο μυθικός βασιλιάς των Αιθιόπων που πολέμησε στο πλάι των Τρώων και σκοτώθηκε από -ποιον άλλον- τον Αχιλλέα.
Δεν είμαστε εδώ για να πάρουμε μέρος στο παρωχημένο debate για το αν μπορεί το Netflix να εμφανίζει τον Αχιλλέα ως μαύρο ή όχι. Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για αυτόν τον ήρωα του Τρωικού Πολέμου που ήταν όντως μαύρος, για τον Μέμνονα, τον “βασιλιά των μαύρων Αιθιόπων” όπως είχε γράψει και ο Ησίοδος στη “Θεογονία” του.
Ο Μέμνων ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες ως ο μεγαλύτερος Αφρικανός πολεμιστής που έζησε ποτέ. Γεννημένος από μια θεά και έναν πρίγκιπα, μεγάλωσε με προορισμό να γίνει μια μέρα ο βασιλιάς όλης της γης της Αιθιοπίας. Και όταν αργότερα θα έφερνε τον τεράστιο στρατό του μέσα στην Τροία για να βοηθήσει στην άμυνα της πόλης, ο Πρίαμος θα τον υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες.
Ο απελπισμένος Τρώας βασιλιάς πίστευε ότι αν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να βάλει τέλος στην καταστροφική ελληνική πολιορκία, τότε θα ήταν αυτός. Γρήγορα όμως θα αποδεχόταν ότι και αυτή η ελπίδα του ήταν μάταιη. Έξω, στο πεδίο της μάχης, ο Μέμνονας θα συναντούσε τον Αχιλλέα και θα έπεφτε νεκρός από το σπαθί του.
Όμως, τόσους αιώνες αργότερα, η ανάμνηση του Μέμνονα δεν ξεχάστηκε. Διατηρείται ακόμα ζωντανή μέσα απ’ την ιστορία του Τρωικού Πολέμου και μέσα απ’ τα υπέροχα πέτρινα μνημεία που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ως “Κολοσσούς του Μέμνονα”.
Ο ΜΕΜΝΩΝ ΣΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Σύμφωνα, λοιπόν, με έναν αρχαίο ελληνικό μύθο, ο Μέμνων ήταν ένας ισχυρός πολεμιστής, μητέρα του οποίου ήταν η Ηώς, θεότητα-προσωποποίηση της αυγής και πατέρας του ο Τιθωνός, γιος του Λαομέδοντα και αδερφός του Πρίαμου.
Όπως είπαμε, εμφανίζεται στον Τρωικό Πόλεμο ως επίδοξος σωτήρας, όταν πια όλα δείχνουν να έχουν χαθεί για τους Τρώες. Χρονικά δηλαδή, φτάνει στην Τροία μετά τα γεγονότα του τελευταίου χρόνου της πολιορκίας που εξιστορεί ο Όμηρος στην “Ιλιάδα” του.
Την ιστορία του Μέμνονα τη βρίσκουμε στο βιβλίο “Τα μετά τον Όμηρο” στου Κόιντου του Σμυρναίου, ένα επικό ποίημα σε ελληνικό εξάμετρο, πιθανότατα γραμμένο τον 3ο αιώνα μ.Χ. Αυτός ο ήρωας όμως υπήρχε και στα χαμένα πια έπη της αρχαιοελληνικής γραμματείας, “Μικρή Ιλιάδα” και “Αιθιοπίς”.
Ο ΠΑΡΑΛΙΓΟ “ΣΩΤΗΡΑΣ”
Ο Κόιντος ο Σμυρναίος, λοιπόν, γράφει ότι ο Μέμνων καταφτάνει στην Τροία με τον τεράστιο στρατό του, τη στιγμή που οι ηγέτες της πόλης συζητούν μεταξύ τους για να παραδοθούν στους Έλληνες.
Μέχρι εκείνο το σημείο, οι Τρώες είχαν υποστεί τρομερές απώλειες στα χέρια των εχθρών τους, και ιδιαίτερα του Αχιλλέα. Είχε σκοτώσει τόσο τον Έκτορα, τον μεγαλύτερο γιο του βασιλιά, όσο και την Πενθεσίλεια, την Αμαζόνα κόρη του Άρη.
Με το θάνατο της Πενθεσίλειας και των άγριων αμαζόνων της, ο Πρίαμος ήταν πια απελπισμένος. Ως αμαζόνα, η Πενθεσίλεια ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν τύχη απέναντι στον Αχιλλέα. Ωστόσο, τώρα ο βασιλιάς έβλεπε τις ελπίδες του να αναπτερώνονται στο πρόσωπο του Μέμνονα. Κατά βάθος όμως, όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, είχε συνειδητοποιήσει ότι πια ήταν πολύ αργά.
Όταν επιτέλους έφτασε ο Μέμνων, το ηθικό των Τρώων αναπτερώθηκε. Ο Πρίαμος προσφέρθηκε να κάνει ένα γλέντι προς τιμήν του, αλλά ο Μέμνων αρνήθηκε, λέγοντας ότι θα προτιμούσε να ξεκουραστεί καλά για τη μάχη της επόμενης μέρας. Έτσι, σηκώθηκε απ’ τη θέση του, και με αυτήν τη δικαιολογία πήγε “στο κρεβάτι που ήταν το τελευταίο του”.
Την επόμενη μέρα, ο κοινός στρατός Τρώων και Αιθιόπων όρμησε έξω από τις πύλες της Τροίας και αντιμετώπισε τους Έλληνες σε μια σειρά από αιματηρές και κατά πρόσωπον μάχες. Από το χέρι του Μέμνονα θα έπεφταν νεκροί αρκετοί σημαντικοί Έλληνες πολεμιστές, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο Αρχίλοχος, ο γιος του Νέστορα. Αυτός ο θάνατος θα έβαζε σε κίνηση μία σειρά από γεγονότα που θα κατέληγαν στον θάνατο και του ίδιου του Αιθίοπα βασιλιά.
Ο Νέστορας παίζει σημαντικό ρόλο σε πολλά έργα της ελληνικής μυθολογίας και στην “Ιλιάδα” τον βλέπουμε να απεικονίζεται ως ένας ηλικιωμένος πολεμιστής που προσφέρει τις συμβουλές του και μπαίνει ανάμεσα σε διαφωνίες για να δώσει μία λύση συνετή. Σε αυτήν την εκδοχή της ιστορίας, όταν μαθαίνει ότι ο Μέμνονας σκότωσε τον γιο του, πηγαίνει στον Αχιλλέα ζητώντας του βοήθεια. Ο Αχιλλέας, που ήταν κι αυτός ημίθεος σαν τον Μέμνονα, ήταν ίσως το μόνο άτομο που θα μπορούσε να τον σκοτώσει.
Ο γιος της Θέτιδας θα συγκινηθεί από τον θάνατο του Αρχίλοχου και έτσι μαζί με τον εξίσου τρομερό πολεμιστή, τον Αίαντα, θα βγει στο πεδίο της μάχης, ψάχνοντας για τον Μέμνονα. Οι δυο τους θα τον πετύχουν κοντά στη θάλασσα, περνώντας ανάμεσα από τους Έλληνες που τρέχουν τρομαγμένοι προς τα πλοία τους.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΜΑΧΗ
Σύμφωνα με τον μύθο, μόλις οι δυο τους βρεθούν απέναντι από τον Μέμνονα, ο Αίαντας θα αφήσει τον Αχιλλέα να πάρει αυτός την κατάσταση στα χέρια του, βέβαιος ότι θα νικήσει τον βασιλιά της Αιθιοπίας. Και δεν θα κάνει λάθος.
Αρχικά η μάχη αυτών των δύο ήταν τόσο σφοδρή που θα γοητεύσει τους θεούς. Μαθαίνουμε ότι δεν χόρταιναν να παρακολουθούν με αγωνία τους δύο ημίθεους να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε υπεράνθρωπη δύναμη και σε πολεμικές ικανότητες. Τόσο άγρια ήταν η μάχη τους, που οι θεοί του Ολύμπου δεν έδιναν καμία πια σημασία στην αιματοχυσία που συνέβαινε γύρω τους.
Οι δύο ημίθεοι πολεμούσαν ακούραστα, ρίχνοντας το δόρυ τους ο ένας πάνω στην ασπίδα του άλλου ξανά και ξανά, χωρίς να καταφέρνουν κάποιο σημαντικό πλήγμα. Αυτή η μάχη θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα αν τελικά δεν παρέμβαιναν οι Μοίρες για λογαριασμό του Αχιλλέα.
Με τις μητέρες και των δύο πολεμιστών να παρακολουθούν με τρομερή προσμονή, μία φωτεινή Μοίρα πήρε το μέρος του Αχιλλέα ενώ μια σκοτεινή Μοίρα εισέβαλε στην καρδιά του Μέμνονα. Και καθώς η έκβαση της μάχης είχε πια αποφασιστεί, ο Αχιλλέας κατάφερε τελικά ένα θανατηφόρο χτύπημα στον Μέμνονα, βυθίζοντας το σπαθί του μέσα στο στήθος του.
Σύμφωνα με τον μύθο, τα δάκρυα που έχυσε τότε η Ηώς, η θεότητα της Αυγής, βλέποντας τον νεκρό γιο της, έγιναν οι σταγόνες της δροσιάς που βρίσκουμε πολλά πρωινά επάνω στα φυτά. Εντούτοις, η Ηώς ζήτησε από τον Δία -και τα κατάφερε- να καταστεί ο γιος της αθάνατος.
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕΜΝΟΝΑ
Πολύ πριν γραφτούν “Τα Μετά τον Όμηρο”, είχαν ήδη χτιστεί δύο μνημειώδη αγάλματα στην αρχαία Αίγυπτο που αργότερα θα συνδέονταν με τον Μέμνονα. Αυτά τα δύο αγάλματα, που βρίσκονταν στη νεκρόπολη των Θηβών και χρονολογούνταν γύρω στο 1350 π.Χ. χτίστηκαν έξω από τον τάφο του Αμενχοτέπ Γ’, έχοντας αρχικά ως σκοπό τους να τιμήσουν τον μεγάλο Φαραώ.
Αιώνες αργότερα, ωστόσο, καθώς έφταναν όλο και περισσότεροι Έλληνες μετανάστες και ταξιδιώτες στη χώρα, εκείνοι θα παρατηρούσαν μια εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των αγαλμάτων του Αμενχοτέπ και του άλλου μεγάλου Αφρικανού για τον οποίον μιλάμε τόση ώρα, του Μέμνονα.
Έτσι, με τον καιρό τα αγάλματα θα γίνονταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες ως “Κολοσσοί του Μέμνονα”. Υπήρξαν, μάλιστα και μερικοί Αιγύπτιοι που αναγνώρισαν ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο, του μυθικού και του αληθινού βασιλιά. Για παράδειγμα, τον 3ο αιώνα π.Χ., ένας Αιγύπτιος ιστορικός ονόματι Μανεθός ισχυρίστηκε ότι ο Μέμνονας και ο Αμενχοτέπ Γ’
ήταν στην ουσία το ίδιο πρόσωπο.
Σύμφωνα με τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Στράβωνα (65 π.Χ. – 23 μ.Χ.) τα αγάλματα κάποια στιγμή υπέστησαν ζημιές από κάποιον μεγάλο σεισμό, και εξαιτίας αυτών, υποτίθεται ότι κάθε αυγή έβγαζαν κάποιους περίεργους θορύβους που έμοιαζαν με τραγούδι.
Αυτά τα “αγάλματα που τραγουδάνε” προσέλκυαν τουρίστες και προσκυνητές από όλο τον κόσμο -ανθρώπους που πίστευαν ότι ο θόρυβος ήταν μια θεϊκή φωνή που θα μπορούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις τους.
Παρότι οι “Κολοσσοί του Μέμνονα” δεν “τραγουδούν” πια, αφού εδώ και αιώνες έχουν επισκευαστεί από τους Ρωμαίους που κάποτε κατέκτησαν την Αίγυπτο, εξακολουθούν να γοητεύουν μέχρι και σήμερα τουρίστες από όλο τον κόσμο που καταφτάνουν συνεχώς για να θαυμάσουν από κοντά τη μοναδική νεκρόπολη των Θηβών.