Εργοστάσιο της βιομηχανικής πόλης του Λαυρίου Old Books Images/Alamy/Visaulhellas.gr

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ – Η “ΦΟΥΣΚΑ” ΤΩΝ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΩΝ

Το ελληνικό χρηματιστηριακό κραχ του 1999, όταν στην κυβέρνηση βρισκόταν ο εκλιπών Κώστας Σημίτης, δεν ήταν το πρώτο. Είχε προηγηθεί η μεγάλη φούσκα των Λαυρεωτικών.

Γίνεται να υπάρξει χρηματιστηριακό σκάνδαλο χωρίς να υπάρχει Χρηματιστήριο; Στην Ελλάδα γίνεται.

Ο θάνατος του Κώστα Σημίτη έφερε ξανά στην επιφάνεια τα πεπραγμένα του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ, τα μεγάλα έργα και τους σημαντικούς στόχους που επιτεύχθηκαν, αλλά και τις πιο μελανές σελίδες επί των κυβερνήσεών του, με μία από αυτές να είναι και το χρηματιστήριο.

Η χρηματιστηριακή φούσκα, η οποία ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1999 και συνεχίστηκε μέχρι την άνοιξη του 2003 επηρέασε μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, καθώς οι ενεργοί επενδυτές είχαν φτάσει το 1,5 εκατομμύριο, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, σε πολιτικό και ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο.

Ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της τότε κυβέρνησης Σημίτη διαβεβαίωναν ότι οι κλυδωνισμοί στο Χρηματιστήριο ήταν προσωρινοί. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης έλεγε τον Οκτώβριο του 1999 στο Ελεγκτικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ ότι “σε ένα-δύο 24ωρα η κατάσταση στο Χρηματιστήριο θα έχει ομαλοποιηθεί“, ενώ ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου δήλωνε ακόμα και τον Απρίλιο του 2000, με τον γενικό δείκτη ήδη κάτω από 5.000 μονάδες, ότι “η περίοδος της νευρικότητας στο χρηματιστήριο έχει ημερομηνία λήξης, είναι η 9η Απριλίου, είναι η επανεκλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Εμείς, το ΠΑΣΟΚ είμαστε εγγυητές της ομαλής πορείας των αγορών“.

Το ελληνικό χρηματιστηριακό κραχ του ’99 όμως δεν ήταν το πρώτο στη χώρα μας, καθώς στα τέλη του 19ου αιώνα, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα από τα πρώτα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα της νεότερης ιστορίας της.

Το σκάνδαλο των Λαυρεωτικών, που συνδέθηκε με τα μεταλλεία αργύρου και μολύβδου της περιοχής του Λαυρίου, άφησε πίσω του οικονομική καταστροφή και κοινωνική αναταραχή, αναδεικνύοντας τις παθογένειες μιας οικονομίας χωρίς επαρκείς μηχανισμούς ελέγχου.

Πώς ξεκίνησε

Στα μέσα του 19ου αιώνα, τα μεταλλεία του Λαυρίου τα οποία αγοράστηκαν από τον Ιταλό, Ιωάννη Βαπτιστή Σερπιέρι (Giovanni Battista Serpieri), έγιναν το επίκεντρο επενδυτικού ενδιαφέροντος.

Το 1864, η Ελλάδα έχει διώξει τον βασιλιά Όθωνα και με νέο Σύνταγμα οι πολιτικοί θέλουν να δώσουν στη χώρα την ανάπτυξη που ο βασιλιάς δεν μπορούσε να φέρει. Αποφασίζουν να ξεκινήσει ξανά η μεταλλευτική δραστηριότητα στην περιοχή του Λαυρίου και ψηφίζεται νόμος για την απόδοση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του υπεδάφους, κάτι που μέχρι τότε δεν επιτρεπόταν.

Βλέποντας την ευκαιρία, ο Σερπιέρι ιδρύει την εταιρεία “Roux – Serpieri – Fressynet C.E.” (ή “Hilarion Roux et Cie”) με μετόχους τον εαυτό του, τον Roux, τον Θεόδωρο Ροδοκανάκη, Έλληνα ομογενή επιχειρηματία και μέλος της ομώνυμης οικογένειας, και τον Γεώργιο Παχή, με τον οποίο είχε έλθει σε επαφή προκειμένου να λύσει τα γραφειοκρατικά προβλήματα που αντιμετώπιζε.

Την ίδια χρονιά χορηγείται στην εταιρεία άδεια από το υπουργείο Οικονομικών για την εκμετάλλευση των Μεταλλείων. Γι’ αυτό τον λόγο παραχωρήθηκαν 10.791 στρέμματα. Η συνολική επένδυση της εταιρείας υπολογίζεται στο μισό εκατομμύριο φράγκα και ήταν μια από τις σημαντικότερες της εποχής στον τομέα της βιομηχανίας.

Το 1865 είχαν πια τοποθετηθεί οι κάμινοι και είχε αρχίσει να παράγεται μεταλλικός αργυρούχος μόλυβδος.

Με βάση όμως τον ισχύοντα τότε νόμο η εταιρεία δεν απέδιδε φόρο στο ελληνικό δημόσιο για την εκμετάλλευση αυτών. Η αντιπολίτευση, με προεξέχοντα τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, επισήμανε το συγκεκριμένο ζήτημα ισχυριζόμενη πως η εταιρεία είχε δικαίωμα εξόρυξης, όχι όμως και δικαίωμα οικειοποίησης των επιφανειακών μεταλλευμάτων.

Λόγω της πίεσης της αντιπολίτευσης και της κοινής γνώμης η κυβέρνηση Αλέξανδρου Κουμουνδούρου το 1871, θέτει θέμα κυριότητας των εκβολάδων (κατάλοιπα μετάλλων που δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι αρχαίοι λόγω απουσίας αντίστοιχης τεχνολογίας και το πετούσαν στην επιφάνεια του εδάφους ως σκουπίδια) προχωρώντας στην ψήφιση του νόμου Υ΄ περί Λαυρίου, βάσει του οποίου θεσπίζονταν οι προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση των εκβολάδων καθώς και αυστηρή φορολογία για την εκμετάλλευσή τους.

Η εταιρεία αντέδρασε έντονα υποστηρίζοντας πως στην παραχώρηση των μεταλλείων δεν διευκρινιζόταν αυτή η παράμετρος και ως εκ τούτου είχε δικαίωμα εξόρυξης και του υπόγειου αλλά και του υπέργειου πλούτου.

Εργοστάσιο της βιομηχανικής πόλης του Λαυρίου
Εργοστάσιο της βιομηχανικής πόλης του Λαυρίου Old Books Images/Alamy/Visaulhellas.gr

Παράλληλα υποστήριξε ότι δεν ήταν δυνατόν ο νόμος να έχει αναδρομική ισχύ. Αν και διατηρούσε το δικαίωμα να προσφύγει στα ελληνικά δικαστήρια, η εταιρεία προτίμησε να απευθυνθεί στην ιταλική και γαλλική κυβέρνηση προκειμένου να μεσολαβήσουν υπέρ της απαιτώντας αποζημίωση 20 εκατομμυρίων εκατομμυρίων φράγκων. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου αντιπρότεινε έντεκα εκατομμύρια φράγκα.

Οι πιέσεις των ξένων δυνάμεων με τον καιρό άρχισαν να γίνονται εντονότερες ενώ όλες οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούντο υπό την δαμόκλειο σπάθη των κανονιοφόρων που απειλούσαν ότι θα στείλουν.

Ενδεικτικό του κλίματος έντασης αλλά και πιέσεων σε πολιτικό επίπεδο ήταν το γεγονός ότι μέσα σε τρία χρόνια άλλαξαν πέντε κυβερνήσεις.

Παράλληλα, μία φήμη για την ύπαρξη χρυσού στα μεταλλουργεία εξαπλώνεται, με τον Δεληγεώργη όχι μόνο να τη διαψεύδει αλλά μέσω του πολιτικού παιχνιδιού του να την ενισχύει περαιτέρω.

Κάπου εδώ εμφανίζεται ο Ανδρέας Συγγρός, ομογενής, στέλεχος της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως και ένας από τους πιο επιφανείς επιχειρηματίες της εποχής, ο οποίος κατόρθωσε να έρθει σε συμφωνία με την γαλλοιταλική εταιρία και τον Φεβρουάριο του 1873, ανέλαβε την εκμετάλλευση των μεταλλουργείων μέσω της ίδρυσης εταιρείας με την επωνυμία “Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου“.

Ο Ανδρέας Συγγρός
Ο Ανδρέας Συγγρός The History Collection/Alamy/Visualhellas.gr

Μετά τη μεταβίβαση, ο Συγγρός διατήρησε τις φήμες περί κοιτασμάτων χρυσού και προχώρησε στη μετοχοποίηση της εταιρείας με αποτέλεσμα χιλιάδες Αθηναίοι να τρέξουν να αγοράσουν τις μετοχές.

Οι υποσχέσεις για αμύθητα κέρδη από τα πλούσια κοιτάσματα αργύρου προσέλκυσαν μαζικά επενδύσεις, με τις μετοχές της εταιρείας να εκτοξεύονται.

Πυρετός κερδοσκοπικός κατέλαβεν από τινος καιρού το κοινόν της Ελλάδας“, έγραφε η εφημερίδα “Μέλλον” στις 16 Μαρτίου του 1873.

Μιλώντας στο αφιέρωμα της εκπομπής “Η Μηχανή του Χρόνου”, με τίτλο “Τα Λαυρεωτικά – Η μεγάλη απάτη”, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Γιώργος Μιχαηλίδης κάνει λόγο για “θύελλα”, και όπως είχε δηλώσει “οι άνθρωποι πούλησαν οικόπεδα, χωράφια, ακίνητα, χρυσαφικά, τα πάντα, για να πάρουν μετοχές”.

Πώς εξελίχθηκε

Η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική.

Για να αγοράσει κανείς μετοχές θα πρέπει να υπάρχει Χρηματιστήριο και Χρηματιστήριο τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχε.

Το κενό αυτό ανέλαβε να αναπληρώσει το καφενείο “Η Ωραία Ελλάς”, εκεί όπου μετοχές που ξεκίνησαν να έχουν 200 δρχ. πωλούνταν έως και 310 δραχμές, χωρίς κανείς στην ουσία να ενδιαφέρεται για το αν πράγματι υπήρχαν όλα αυτά τα υποτιθέμενα κοιτάσματα. Τα οποία φυσικά δεν υπήρχαν.

Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, η χρηματιστηριακή αγορά κατέρρευσε. Οι τιμές των μετοχών κατρακύλησαν, αφήνοντας στο “κενό” χιλιάδες Αθηναίους μικροεπενδυτές, κυρίως από τη μεσαία τάξη και οδηγώντας τους σε οικονομική κατάρρευση.

Το σκάνδαλο πήρε διαστάσεις πολιτικής κρίσης, καθώς κατηγορήθηκαν πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι για τη στήριξη του Συγγρού.

Σύσσωμος και ο τύπος κατηγόρησε τον Ανδρέα Συγγρό για την οικονομική καταστροφή χιλιάδων πολιτών χαρακτηρίζοντάς τον κερδοσκόπο, ενώ δεκάδες γελοιογραφίες και λίβελλοι για το πρόσωπό του θα κατακλύσουν για αρκετό καιρό τις εφημερίδες. Σφοδρή κριτική δέχθηκε και από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, ο οποίος είχε χάσει όλη την περιουσία του στο χρηματιστήριο.

Στην αυτοβιογραφία του πάντως ο ίδιος, όπως αναφέρει “Η Μηχανή του Χρόνου” περιγράφει με ακρίβεια την πραγματικότητα: “Ξαφνικά ένα κοινό ανίδεο από οικονομικά, και το οποίο μπορούσε συνεπώς εύκολα να παρασυρθεί από λογής καιροσκόπους και κερδοσκόπους, εμπλέκεται σε μία δίνη πολυειδών ψευδαισθήσεων με άμετρες προσδοκίες. Ευκολόπιστοι και καλόπιστοι, αλλά και αφελείς οι Αθηναίοι κυρίως, πιστεύουν ότι είναι δυνατόν μία επιχείρηση αμελημένη εντελώς από την αρχαιότητα, να τους λύσει το οικονομικό πρόβλημα και να μετατρέψει από τη μία στιγμή στην άλλη τη χώρα τους σε γη επαγγελίας. Χωρίς να λάβουν καν υπόψη τους ότι εκείνος που είχε κινήσει όλη την υπόθεση ήταν ένας ξένος επιχειρηματίας, ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να ταυτίσει τις προσωπικές του επιδιώξεις από την επιχείρηση με τις προσδοκίες των Ελλήνων“.

Πού ήταν τα κοιτάσματα

Τα κοιτάσματα είχαν εξαντληθεί σε μεγάλο βαθμό από την αρχαιότητα, κάτι που αποκρύφτηκε από τους επενδυτές. Ο Συγγρός και οι συνεργάτες του παρουσίαζαν πλασματικά στοιχεία για την παραγωγικότητα των μεταλλείων, δημιουργώντας μια “φούσκα” που έμελλε να σκάσει σύντομα.

Η κατάρρευση των Λαυρεωτικών είχε τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο. Το σκάνδαλο αποκάλυψε την έλλειψη διαφάνειας και ελέγχου στις χρηματοπιστωτικές αγορές της εποχής, δημιουργώντας μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης.

Αν και ο Συγγρός δεν καταδικάστηκε, το όνομά του συνδέθηκε για πάντα με αυτή την ιστορία απάτης.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα