ΠΕΝΤΕ ΠΟΛΕΜΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΟΤΙ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑ
Κάποτε οι Αυστραλοί πήραν τα όπλα εναντίον των κατσικιών και αυτό δεν είναι κάποιου είδους αστείο.
Θα λέγαμε ότι κανένας πόλεμος δεν έχει νόημα, αλλά υπάρχουν κάποιοι που δεν έχουν πολύ περισσότερο νόημα από τους υπόλοιπους, αν και δεν είμαι και πολύ σίγουρος κατά πόσο στέκει νοηματικά -ίσως και συναντικά- μία τέτοια πρόταση.
Ακολουθούν πέντε τέτοιες περιπτώσεις πολέμων, με άντρες που ήρθαν στα χέρια για γελοίους λόγους, είτε στην πρόσφατη ιστορία είτε στον Μεσαίωνα:
Ο πόλεμος του κουβά
Δεν είναι λίγες οι χώρες που έχουν βιώσει εμφύλιους πολέμους όλα αυτά τα χρόνια, με αφορμή την ιδεολογία, τη γη, την κατάκτηση της εξουσίας, κλπ. Υπάρχουν ΄όμως και εξαιρέσεις στις αιτίες και τις αφορμές, που κάποιες φορές δεν βγάζουν και κανένα νόημα. Για παράδειγμα, το 1325, οι ιταλικές πόλεις-κράτη της Μόντενα και της Μπολόνια ενεπλάκησαν σε πόλεμο μεταξύ τους για χάρη ενός κουβά.
Σύμφωνα με την ιστορία, στρατιώτες από τη Μόντενα άρπαξαν έναν κουβά από ένα πηγάδι στη Μπολόνια. Και αυτή η πράξη ώθησε -για κάποιον λόγο- τον λαό της Μπολόνια να στείλει τον στρατό του για να τον πάρει πίσω. Αυτή η κίνηση με τη σειρά της οδήγησε τον Πάπα να στείλει 30.000 πεζούς στρατιώτες των Γουέλφων (μιας πολιτικής και στρατιωτικής παράταξης του Μεσαίωνα που στήριζε τον Ποντίφικα) για να βοηθήσουν τη Μπολόνια. Απ’ την άλλη μεριά, ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έστειλε 5.000 Γιβελλίνους (ό, τι ήταν και οι Γουέλφοι, απλά αυτοί στήριζαν τον Αυτοκράτορα) στο πλευρό της Μοντένας.
Πάνω από 2.000 στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στη μάχη που ακολούθησε. Στην πραγματικότητα, αυτός ο κουβάς δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αφορμή, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς. Υπήρχαν πολύ σημαντικότερες ιστορίες από πίσω, όπως ένα Κάστρο που η Μοντένα είχε πάρει από την Μπολόνια. Όπως και να ‘χει όμως, τυπικά και πρακτικά, ο πόλεμος έγινε για ένα κουβά.
Ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Ζανζιβάρης
Υπάρχουν πόλεμοι που κρατάνε λίγο και υπάρχει και ο πόλεμος μεταξύ της Αγγλίας και της Ζανζιβάρης που κράτησε μόλις 38 λεπτά. Έγινε στις 27 Αυγούστου του 1896 και αιτία ήταν η προσπάθεια της Βρετανίας να επιβάλει έναν δικό της σουλτάνο-μαριονέτα σ’ αυτό το βασίλειο της ανατολικής Αφρικής.
Δύο μέρες, λοιπόν, πριν τον πόλεμο, ο σουλτάνος της Ζανζιβάρης πέθανε. Ο φιλόδοξος αντικαταστάτης του ονόματι Χαλίντ μπιν Μπαργκάς δεν είχε πάρει την έγκριση της Βρετανίας, κάτι που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να συμβεί σύμφωνα με μία συνθήκη που διείπε τη Ζανζιβάρη ως βρετανικό προτεκτοράτο. Έτσι η Βρετανία είπε στον νέο σουλτάνο ότι θα έπρεπε να φύγει και εκείνος ως απάντηση, κλείστηκε -και οχυρώθηκε- στο παλάτι.
Ο σουλτάνος έλαβε εντολή να παραιτηθεί μέχρι τις 9:00 το πρωί, αλλά αρνήθηκε. Μόλις έληξε το τελεσίγραφο, τα βρετανικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι ξεκίνησαν τον βομβαρδισμό. Σύντομα το πυροβολικό των αμυνομένων που βρισκόταν έξω απ’ το παλάτι τέθηκε εκτός μάχης και το ίδιο το κτίριο έπιασε φωτιά. Σαράντα λεπτά αργότερα οι δυνάμεις του παραλίγο σουλτάνου παραδόθηκαν, τερματίζοντας τον πόλεμο και μετρώντας 500 απώλειες σε άντρες, τη στιγμή που στο αντίπαλο στρατόπεδο τραυματίστηκε μόλις ένας ναύτης.
Και επίσημα πλέον ο νέος σουλτάνος του προτεκτοράτου ήταν ο εκλεκτός της Βρετανίας, ο Χαμούντ μπιν Μουχάμεντ.
Ο Χαλίντ το έσκασε για την Ταγκανίκα, αφού πρώτα ζήτησε και έλαβε άσυλο από το γερμανικό προξενείο.
Ο πόλεμος των αστακών
Αν είναι να μπεις στη μάχη για χάρη του φαγητού, τότε ας είναι για κάτι γκουρμέ, για κάτι που δεν θα το βρεις στο φαστφουντάδικο της γειτονιάς σου. Κάντο όπως το έκαναν η Γαλλία και η Βραζιλία το 1961 όταν και ήρθαν σε σύρραξη για χάρη του αστακού.
Εκείνη τη μέρα, Γάλλοι ψαράδες βρίσκονταν 100 μίλια μακριά από τις ακτές της Βραζιλίας, πιάνοντας αστακούς. Βραζιλιάνοι ψαράδες απ’ τη μεριά τους υποστήριξαν ότι οι Γάλλοι βρίσκονταν ακόμα μέσα στην υφαλοκρηπίδα της χώρας τους και ως εκ τούτου οι αστακοί άνηκαν στην ίδια.
Κάθε πλευρά μετέφερε τη διαφωνία που προέκυψε στην κυβέρνηση της, αλλά αυτές δεν στάθηκαν εκεί. Η Βραζιλία έστειλε έξι περιπολικά σκάφη για να βοηθήσουν τους δικούς της ψαράδες, και ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ, μάλλον το πήρε λίγο πιο σοβαρά από ό, τι έπρεπε και έστειλε ένα γαλλικό αντιτορπιλικό για να βοηθήσει τους δικούς του συμπατριώτες.
Οι δυνάμεις της Βραζιλίας που στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν ήταν περισσότερες από εκείνες των Γάλλων και έτσι οι Γάλλοι αναγκαστικά υποχώρησαν. Όταν όμως η Βραζιλία τους είπε ότι “μέσα σε 48 ώρες πρέπει να έχετε φύγει”, εκείνοι αρνήθηκαν κι έτσι ένα απ’ τα γαλλικά σκάφη πιάστηκε όμηρος!
Ευτυχώς, δεν έπεσε καμία σφαίρα εκείνη τη μέρα, αλλά αυτή η διαμάχη συνεχίστηκε για τρία ακόμη ολόκληρα χρόνια -οι δυο πλευρές έφτασαν μέχρι και σε διεθνές δικαστήριο. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση της Βραζιλίας επέκτεινε τα ύδατά της στα 200 μίλια, προλαμβάνοντας έτσι οποιοδήποτε τέτοια διένεξη θα μπορούσε να προκληθεί ξανά.
Ο πόλεμος του βραστήρα
Ένας πόλεμος όπου δεν πεθαίνει κανείς, είναι σίγουρα ο ιδανικός, εφόσον δεν μπορείς να τον αποφύγεις. Και έναν τέτοιον είχαμε το 1784, όπου έπεσε μόνο μία σφαίρα και αυτή βρήκε κατάστηθα μία σουπιέρα.
Η -όχι και τόσο- μάχη έλαβε χώρα μεταξύ της Ισπανικής Ολλανδίας (εδάφη της σήμερα βρίσκονται μοιρασμένα στο Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία) και της Δημοκρατίας των Επτά Κάτω Χωρών (σημερινής Ολλανδίας).
Οι Επτά Κάτω Χώρες είχαν υπό τον έλεγχο τους τον ποταμό Σχελντ, όπου και είχαν απαγορεύσει τη διέλευση των πλοίων για εμπόριο, όταν το 1784, ο αυτοκράτορας της Ισπανικής Ολλανδίας αποφάσισε να σπάσει αυτόν τον αποκλεισμό και να στείλει τρία πλοία να το περάσουν. Οι Ολλανδοί απάντησαν στέλνοντας μόνο ένα.
Όταν τα πλοία συναντήθηκαν, το ολλανδικό σκάφος έριξε μόνο μία βολή, χτυπώντας μόνο έναν βραστήρα σουπας στο πλοίο “Le Louis”. Ο καπετάνιος του όμως παραδόθηκε αμέσως, παρότι το πλοίο του ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένο για πόλεμο από το ολλανδικό σκάφος. Αυτή η γρήγορη παράδοση ήταν κάπως ασυνήθιστη.
Ο αυτοκράτορας μόλις έμαθε τα νέα κήρυξε αμέσως τον πόλεμο, αλλά μια σειρά από ατυχή γεγονότα, όπως κάποιες πλημμύρες, σύντομα μείωσαν τη σημασία αυτού του περιστατικού και οι δύο μεριές ήρθαν σε συμβιβασμό.
Ο μεγάλος πόλεμος εναντίον των κατσικιών
Στην Αυστραλία έχουν μια πολεμική παράδοση εναντίον των ζώων, σκέψου ότι κάποτε κήρυξαν τον πόλεμο στα εμού, κάτι συμπαθέστατα πτηνά, τα δεύτερα μεγαλύτερα στον κόσμο μετά τις στρουθοκαμήλους. Οπότε ο πόλεμος εναντίον των κατσικιών δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει και τόσο, ειδικά από τη στιγμή που έγινε για “καλό” σκοπό.
Στα νησιά Γκαλαπάγκος ζούσαν γύρω στα 120.000 αγριοκάτσικα μέχρι το 2000, όχι και λίγα, ειδικά αν σκεφτούμε ότι ήταν απόγονοι μερικών μόνο κατσικιών που εισήχθησαν στα νησιά το μακρινό 1700. Ο τεράστιος πολλαπλασιασμός τους όμως θεωρήθηκε ότι πια κατέστρεφε τη χλωρίδα και την πανίδα του νησιού, με τις χελώνες να είναι τα μεγάλα θύματα της ακόρεστης όρεξής τους. Έτσι, η κυβέρνηση της χώρας έβαλε μπροστά το μεγάλο σχέδιο.
Από το 1999 μέχρι το 2006, περισσότερες από 100.000 κατσίκες “εκριζώθηκαν” απ’ τα νησιά, με ένα πρωτόγνωρο μεθοδικό τρόπο, στη μεγαλύτερη προσπάθεια οικολογικής αποκατάστασης ενός τόπου που έγινε ποτέ.
Δύο ελικόπτερα, 100 κυνηγοί, 500.000 φυσίγγια και δέκα εκατομμύρια δολάρια χρηματοδότηση από τον ΟΗΕ και ιδιώτες, ήταν όλα όσα χρειάστηκαν οι Αυστραλοί προκειμένου να σκοτώσουν ή να στειρώσουν όλα αυτά τα ζώα.
Ακούγεται περίεργο αλλά ντόπιος είπε στο Newsweek το 2007 ότι τα υπόλοιπα ζώα, βλέποντας τι έγινε, όποτε άκουγαν βάρκα να πλησιάζει για κάποια χρόνια, έτρεχαν να της επιτεθούν από φόβο μήπως μία νέα σφαγή ξεσπάσει.