Κική Παπαδοπούλου

ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΛΑΜΑΣ: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΕ ΞΕΓΕΛΑΣΕΙΣ, ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΕΙΣ ΑΠΟ ΠΟΥ ΤΑ ΕΚΛΕΨΕΣ

Μια μεγάλη συζήτηση με τον νέο τραγουδοποιό για τις επιρροές, την ανασφάλεια και τις παιδικές του αναμνήσεις απ’ το στούντιο του Νίκου Παπάζογλου.

Μεγάλωσε στην Καστοριά, σπούδασε θέατρο στη Θεσσαλονίκη, και τώρα ζει στην Αθήνα, όπου γράφει και τραγουδάει. Αλλά έπρεπε να περάσει τα 30 του χρόνια για να αποδεχτεί ότι τελικά “αυτό που τον καίει” είναι η μουσική. Κι έπρεπε κι εγώ να περάσω τα 40 για να δεχτώ για πρώτη φορά μήνυμα στο κινητό μου που να περιέχει μέσα άνω τελεία, αυτό το παρατημένο, σχεδόν εξόριστο απ’ τον σύγχρονο σύμπαν των οθονών σημείο στίξης.

Κάτι δείχνει αυτό, έτσι; Και για μένα -χαμηλό το επίπεδο των ανθρώπων που συναναστρέφομαι, το θεωρώ θαύμα αν στα μηνύματα βάζουν έστω τόνους- αλλά και για εκείνον. Ποιος άνθρωπος βάζει σήμερα άνω τελεία; Κάποιος βαθιά σκεπτόμενος και διαβασμένος; Κάποιος που ξέρει να κάνει παύσεις, να σταματά και να παρατηρεί γύρω του όσο οι υπόλοιποι τρέχουμε σε ένα κόσμο με κεφαλαία και χωρίς κόμματα;

Κανένα νόημα σε ό, τι γράφω, το καταλαβαίνω. Πιστεύω όμως ότι η κουβέντα μας ακολούθησε την αντίθετη πορεία, ότι κινήθηκε πάνω σε έναν δρόμο στρωμένο με δομή και λογική.

Και έτσι καταφέραμε να μιλήσουμε για τα τρία άλμπουμ που έχει βγάλει μέχρι σήμερα, τον φόβο και τις επιρροές του, τον Άλκη Αλκαίο και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον πατέρα του, το θέατρο, τις φετινές εμφανίσεις του στον Σταυρό του Νότου αλλά και για τη βραδιά που διασκέδασε κάτι “μπαρμπάδια” παίζοντας μόνο Στέλιο Καζαντζίδη.

Κική Παπαδοπούλου

Τα “Κυκλάμινα” πώς γράφτηκαν; Υπάρχει κάποια ιστορία από πίσω;
Ιστορία; Δεν ξέρω ρε συ… Πώς γράφονται τα τραγούδια μου; Εγώ δουλεύω με τον εξής τρόπο: υπάρχει μια μελωδία που τη μουρμουρίζω, τη σημειώνω και μετά την αφήνω στα συρτάρια μου. Προσπαθώ κάπως να καθαρίσει το μυαλό γιατί όταν έρχεται κάτι, έχει και μια συγκίνηση δηλαδή το ακούς και λες “τι ωραίο”. Το αφήνεις κάποιον καιρό, και αν αυτό έχει επιζήσει, τότε κάτι έχει να σου δώσει, κάποια σχέση έχετε. 

Σε όλο αυτόν τον δίσκο, στην “Καναδέζα”, πρώτα έγινε η μουσική και μετά προσπαθούσα να καταλάβω αυτό το τοπίο το ηχητικό τι προσπαθεί να μεταφέρει.

Το βρήκες τι προσπαθεί;
Έτσι αισθάνομαι. Στα “Κυκλάμινα” η ιδέα ήταν πώς μπορείς να ισορροπήσεις τις αντιθέσεις μέσα σου, γι’ αυτό έχει κι αυτές τις αντιφατικές εικόνες “σαν θες να ζήσεις στο βουνό, μη θες σ’ ακτή το σπίτι”, κλπ.

Με απασχολεί όλη αυτή η υπόθεση του διαχωρισμού. Πώς είπες πριν “δεν είναι και πολύ ντύσιμο για έναν έντεχνο αυτό” (σ.σ. ναι, του το ‘πα μόλις βρεθήκαμε). Οι κατηγορίες μας βοηθούν να συνεννοούμαστε, ότι αυτό είναι ροκ, αυτό είναι λαϊκό, κλπ. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. 

Όταν πας να φτιάξεις κάτι δεν προϋπάρχει η κατηγορία, μετά λες που ανήκει. 

Όλες οι προσπάθειες που κάνουμε έχω την αίσθηση ότι είναι απόπειρες για σύζευξη. Να ενώσουμε τα πράγματα, να βρούμε τι είναι αυτό που τα δένει όλα αυτά που μοιάζουν διαχωρισμένα.

Το πιο προσωπικό σου τραγούδι, το πιο ειλικρινές ποιο είναι; Που να λες “αυτό είμαι εγώ τελείως. Είμαι γυμνός εκεί”.
Αυτό έχει να κάνει πάρα πολύ και με τα στιχάκια δηλαδή το “Γκράντε” για παράδειγμα είναι ένα τέτοιο τραγούδι. Και το “Οξυγόνο”.

Και το καταλαβαίνω απ’ το ότι ήταν αυτά που ντρεπόμουν πιο πολύ να δημοσιεύσω. Για να ντρέπομαι σημαίνει ότι κάτι πιο προσωπικό μού αποκαλύπτεται εκεί.

Για την “Αστροζάλη” για παράδειγμα δεν το αισθάνομαι αυτό. Απλώς είδα ένα όνειρο σχετικό οπότε ξέρεις, είσαι λίγο πιο απενεχοποιημένος εκεί.

Τι όνειρο είδες;
Είδα ότι πετούσα στο ηλιακό σύστημα και ότι γυρνούσα γύρω απ’ τους πλανήτες με το φυσικό μου σώμα και ότι σε όλους αυτούς τους άδειους πλανήτες, εγώ έψαχνα να βρω συντροφιά.

Ενώ το “Γκράντε” και το “Οξυγόνο” μάλλον ήταν πιο συνειδητά, νιώθω ότι με εκθέτουν περισσότερο.

Αν πηγαίνεις προς κάπου που νιώθεις άβολα θα συνεχίσεις να πηγαίνεις ή όχι;
Συνεχίζω να πηγαίνω… Μικρός, αισθανόμουν ότι αν κάτι έχει τεράστια εμπόδια μάλλον πρέπει να πας προς άλλη κατεύθυνση. Με τον καιρό νομίζω ότι αν κάτι σε δυσκολεύει πρέπει να πας προς τα εκεί.

Και γενικά στη ζωή δηλαδή, όχι μόνο στη μουσική.
Γενικά το λέω ότι αν κάπου αυξάνεται η αγωνία και ο φόβος σου, σημαίνει ότι σε ενδιαφέρει παραπάνω. Είναι καλό σημάδι.

Είχα διαβάσει σε ένα λογοτεχνικό έργο ότι αν δεν γνωρίζεις ποια κατεύθυνση να ακολουθήσεις, να πας προς τα εκεί που αυξάνεται ο φόβος σου. Μόνο εκεί που δεν σε ενδιαφέρει δεν αγχώνεσαι. 

Τι δεν θα είχε ενδιαφέρον για σένα; Πού μπορεί να πήγαινες και να έλεγες “άστο αυτό, το βαριέμαι, δεν έχει κάτι”;
Δεν ξέρω αλλά πολλές φορές στη ζωή μου έχω μπλέξει  ακολουθώντας αυτό το συναίσθημα. Το έπαθα πχ σπουδάζοντας στο θέατρο. Για κάποιον λόγο όταν τελείωσα βρήκα εύκολα κάποιες δουλειές, άρα είχα την ευκαιρία να πάω προς τα εκεί και είδα ότι δεν είναι αυτό που με αγχώνει ή αυτό που με καίει.

Δηλαδή τελειώναμε την πρόβα, κάναμε παράσταση, φεύγαμε και εγώ πήγαινα κάπου να ακούσω ζωντανή μουσική.

Κική Παπαδοπούλου

Απ’ τα 14 σου μέχρι τα 30 είχες αφήσει τελείως τη μουσική;
Εντάξει, ως φοιτητής πηγαίναμε μια δυο φορές τη βδομάδα με φίλους και παίζαμε σε διάφορα μαγαζιά, αλλά το ότι έκανα θέατρο λειτουργούσε κάπως σαν το κόκκινο ψαράκι… 

Σαν ποιο;;; (σ.σ. γελάμε)
Η λογική “κόκκινο ψαράκι” που λέγαμε παλιά, το θυμάσαι; Για παράδειγμα παίζαμε μπάσκετ στο σχολείο και κάποιος είχε μαζί το μικρό το αδερφάκι του και λέγαμε ότι αν αυτό κάνει φάουλ ή βήματα δεν μετράει, είναι “κόκκινο ψαράκι”.

Έλα ρε συ, δεν το θυμόμουν. Ίσως να μην το λέγαμε εμείς.
Μπορεί, τέλος πάντων αυτό το κόκκινο ψαράκι με συντρόφευε γιατί έπαιξα και τους δύο ρόλους, δηλαδή και όσο έκανα θέατρο πήγαινα στη μουσική (αλλά έλεγα “εγώ δεν είμαι μουσικός”) και όσο έκανα θέατρο, έλεγα “εγώ δεν είμαι ηθοποιός, το χόμπι μου κάνω” (γελάει).

Μήπως έτσι έβγαζες από πάνω σου ένα βάρος;
Ε βέβαια, είναι λίγο πως φοράνε μάσκες για να απενοχοποιηθούν. Σε ελαφραίνει λίγο.

Απλά πλέον έχει τελειώσει αυτή η δικαιολογία. Είσαι πια μουσικός και θα κριθείς ως μουσικός έτσι;
Από αυτό που κάνεις, κρίνεσαι. Δεν θα έρθει κανένας να δει μια παράσταση και θα πει “εντάξει, το παιδί δεν είναι ηθοποιός, είναι μουσικός”. 

Το θέατρο δεν σε ενδιαφέρει πια;
Πέρσι έγραψα μουσική για την παράσταση για τον “Μισάνθρωπο” της Μαγγανάρη, πρόπερσι έπαιξα και σε δυο παραστάσεις αλλά δεν ασχολούμαι εμβριθώς τώρα. Πρέπει κάπως να με ενδιαφέρει η ομάδα, οι άνθρωποι, το θέμα, κάτι. 

Δεν το έχεις αφήσει τελείως δηλαδή.
(σ.σ σκέφτεται λίγο). Το ‘χω αφήσει τελείως, τραγουδιστής είμαι. Τώρα αν θα το κάνω μια φορά στο τόσο, εντάξει… 

Αλλά επειδή είναι και συχνές αυτές οι ερωτήσεις “πώς σε κέρδισε η μουσική από το θέατρο”, να πω ότι δεν κέρδισε κανείς κανέναν. Είναι τόσο συγγενή τα πράγματα. Και το ένα βοηθάει το άλλο.

Και ευτυχώς που σπούδασα θέατρο και διάβασα όλη την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από τα μάτια των ποιητών.

Όχι δεν θα σε ρώταγα πως σε κέρδισε η μουσική από το θέατρο γιατί κι εγώ έχω αυτήν την εικόνα που λες ότι όλες οι τέχνες κάπως συγγενεύουν. Πιο πιθανό θα ήταν να σε ρωτήσω πώς σε κέρδισε γενικά η τέχνη από το να γίνεις ηλεκτρολόγος για παράδειγμα.
Για αυτό νομίζω ότι ο πιο βασικός παράγοντας ήταν ο πατέρας μου. Από τη στιγμή που γεννήθηκα -και προφανώς και από όταν ήμουν στην κοιλιά της μάνας μου- μελετούσε κιθάρα καθημερινά, έκανε πρόβες, έκανε ηχογραφήσεις, έκανε λάιβ όπου μπορούσε.

Εν τω μεταξύ ψάχνοντας για σένα, βρήκα πολλά και για εκείνον που δεν είχα ιδέα, πχ ότι έπαιζε κιθάρα στα μπουζούκια με τον Καρρά.
Και μπάσο έπαιζε στον Καρρά και ηλεκτρική κιθάρα στον Λευτέρη Πανταζή στο “Διογένης Παλλάς”… Τρελή περίπτωση. Το πρωί δίδασκε στο Εθνικό Ωδείο, και μετά πήγαινε με κλασική κιθάρα και συνόδευε τη Σαβίνα Γιαννάτου στην Πλάκα (έπαιζαν Χατζιδάκι κλπ), σχολούσαν και μετά πήγαινε στον Πανταζή. 

Οπότε όλα αυτά κάπως του βγήκαν μετά μουσικά;
Όλα αυτά είναι αυτό που ακούς.

Κική Παπαδοπούλου

Εσύ φοβάσαι καμιά φορά μήπως αυτές οι σπουδές στο θέατρο και όλη αυτή η γνώση γύρω απ’ τη μουσική κάνει το γούστο σου πιο εκλεπτυσμένο και δεν πιάσεις τι αρέσει στον κόσμο; Ότι αρχίσεις να απευθύνεσαι σε δέκα ανθρώπους;
Δεν το φοβάμαι απλώς, το βλέπω που συμβαίνει. Όσο πιο βαθιά προχωράς εσύ στην εξειδίκευσή σου, δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα ενδιαφερθούν το ίδιο -για τους φθόγγους, τις λέξεις κλπ, αυτά τώρα είναι ανωμαλίες δικές μας.

Είναι σαν την αλληλογραφία του Βαν Γκογκ με τον Γκογκέν που μιλούσαν ατελείωτα για το κίτρινο και το πράσινο. Ο κοινός άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται.

Και πόσο να ασχοληθεί κάποιος με το πράσινο;
Βουτάς μέσα σε αυτά και χάνεσαι αλλά ευτυχώς υπάρχουν οι συνάνθρωποι μας και μας επαναφέρουν.

Ξέρεις, βρέθηκα σε ένα καφενείο πάνω στις Πρέσπες και μέσα ήταν κάτι μπαρμπάδια που έβλεπαν τηλεόραση, έπιναν τσιπουράκι με τα φασόλια της περιοχής κτλ… Και είχε μια κιθάρα, που κάποια στιγμή την πήρα και άρχισα να παίζω. Γρήγορα καταλήξαμε στο να παίζουμε μόνο Στέλιο Καζαντζίδη, και στο μαγαζί έγινε χαμός. Έκλεισαν την τηλεόραση, πήγε ένας μπάρμπας έφερε ένα ακορντεόν που ήξερε μικρός, μεθύσαμε, κλαίγαμε. 

Εκεί μετά λες ότι είσαι μέρος μίας παράδοσης, μιας κοινωνίας, ότι δεν είσαι μόνος σου, όσο μόνο και να σε κάνει η σύγχρονη κοινωνία να νιώθεις.

Μιλάς μία γλώσσα, ξέρεις κάποιες εκφράσεις που δεν τις ξέρουν όλοι (το “κόκκινο ψαράκι” για παράδειγμα”). 

Και αρχίζεις δειλά δειλά και βγαίνεις από το καβούκι που έχεις χτίσει, κυρίως στην εφηβεία. Τότε με κάποιον τρόπο σφυρηλατείται μια υπόσταση, μια προσωπικότητα.

Να σου πω την αμαρτία μου, νιώθω πως όταν τελείωσε η εφηβεία άρχισα να δίνω αγώνα για να φύγουν αυτές οι παρωπίδες, να ανοιχτώ.
Ακριβώς. Μετά δίνεις αγώνα να τα ξαναενώσεις όλα αυτά, να πεις ότι “ναι, αποτελούμαι και από πανηγύρια και από καφενεία”.

Κική Παπαδοπούλου

Μέχρι τότε θες να μη σε αποτελούν, κάνεις ότι δεν υπάρχουν;
Ίσα ίσα κιόλας, που αποκηρύττεις μετά βδελυγμίας αυτά από τα οποία αποτελείσαι, ότι “όχι, εγώ δεν είμαι σαν αυτούς”.

Εσύ τι είχες αποκηρύξει και τελικά κατάλαβες ότι αποτελούσουν απ’ αυτό, ότι υπήρχε μέσα σου;
Πολλά… Για παράδειγμα δεν έπαιζα καθόλου τραγούδια του Σωκράτη παρότι μέσα απ’ αυτά έμαθα κιθάρα και πόσα πράγματα ακόμη.

Για να φτιαχτεί ένας πυρήνας, να πεις ότι “όχι, εδώ προσπαθώ να κάνω κάποια άλλα τραγούδια”, παλεύεις συνέχεια. Έρχεται όμως μία στιγμή που λες “μα είναι σαν να είναι κουτσά τα δικά μου τραγούδια χωρίς να σου εξηγήσω ότι έρχονται από τα ρεμπέτικα, από το ελληνικά ροκ, από τα σωκρατοθανάση, αν δεν σου εξηγήσω πόσο με επηρέασε ο Παπάζογλου”.

Πήγαινα παιδάκι στο στούντιο του στη Θεσσαλονίκη και τους άκουγα που ηχογραφούσαν. Καθόμουν πάνω σε ένα ηχείο, έτρωγα πίτσα και μέσα γράφανε “άιντε μες της γης το πυρωμένο κέντρο”. Πάλευαν εκεί, προσπαθούσαν και γυρνούσε ο Παπάζης και μου ‘λεγε “καλά το είπαμε; Να το πούμε άλλη μία φορά”; 

Κάτι δημιουργείται μέσα σου, ακούς τους “μεγάλους” και λες “κι εγώ θέλω να μεγαλώσω να παίζω μαζί τους, μ’ αυτά τα παιχνίδια τα μουσικά που έχουν”.

Ωραία ιστορία αυτή, να είσαι εκεί και να ακούς για πρώτη φορά την “Ανδρομέδα”.
Εντάξει, δεν την άκουγα εκεί για πρώτη φορά γιατί νωρίτερα εκείνη τη χρονιά είχε φέρει ο Θανάσης μία κασέτα ντέμο με τα τραγούδια στον Σωκράτη και εκείνος δούλευε πάνω σε αυτά, τα έπαιζε κάθε μέρα, έψαχνε πως να τα ενορχηστρώσει κτλ. Οπότε κάποια τραγούδια τα ξέρω με έναν τέτοιον τρόπο. 

Για παράδειγμα τον “Αποσπερίτη” τον ξέρω από τις πρώτες προσπάθειες που έκανε στην κιθάρα, πώς θα το παίξει και πώς θα το πει.

Δεν το λέει ο πατέρας σου όμως, έτσι;
Όχι αλλά το δοκίμαζε το τραγούδι, ήταν μέσα στο ντέμο για την “Ανδρομέδα”. Απλώς αποφάσισαν να μην το βάλουν εκεί.

Οπότε εσύ τα έχεις ακούσει κατευθείαν απ’ την πηγή.
Πολλά τέτοια… Έχει και τα αρνητικά του αυτό.

Τα σνόμπαρες τότε;
Όχι καθόλου δεν τα σνόμπαρα, ήμουν πολύ μικρός και τα θαύμαζα με δέος. Απλώς στην εφηβεία με κάποιον τρόπο έφαγα μία ότι “ντάξει, εμείς τώρα είμαστε άλλη γενιά -Prodigy, Nirvana- δεν είμαστε τώρα μπουζούκια και τέτοια”…

Ναι, έτσι το εννοούσα.
Ναι, το ‘φαγα αυτό για κάποια χρόνια αλλά μέσα σου σε ποτίζουν, σε κατοικούν και βλέπεις ότι το να προσποιείσαι ότι πορεύεσαι χωρίς αυτά είναι απλά ένα ψέμα. Σε αποτελούν. Τι να κάνουμε τώρα; Είναι μέρος σου.

Κική Παπαδοπούλου

Οπότε υπήρξε κάποια στιγμή στη ζωή σου που το αποδέχτηκες, είπες “με αποτελούν αυτά. Έκανες ένα “coming out” κάπως;
Ε, κάπως σαν coming out είναι τώρα ο “Σταυρός του Νότου”, αυτά προσπαθώ να παίξω. Βέβαια, είναι λίγο δύσκολοι οι Nirvana αλλά παίζεις αυτά που σε έχουν επηρεάσει -και ας τα παίζεις λίγο αδέξια.

Θέλω να πω ότι κι εγώ τα ρεμπέτικα δεν τα παίζω έτσι όπως θα έπρεπε -αν υπάρχει μία βίβλος. Αλλά τα φέρω μέσα μου και τα μεταβολίζω κάπως.

Προσπαθώ να μη με αναχαιτίζουν οι αδεξιότητες. Να πάρω αγκαλιά αυτά που με απαρτίζουν χωρίς να ντρέπομαι για αυτά, χωρίς να με αναχαιτίζει αυτό το “δεν τα λες καλά”. 

Έτσι κι αλλιώς όταν πας να πεις ένα τραγούδι του Σωκράτη, όσο καλά και να το πεις, μέσα στο κεφάλι του άλλου είναι σφηνωμένη η φωνή του. 

Κι όμως το καλοκαίρι που έλεγες το “Σιμούν”, το ‘λεγες καλά. Και το γουστάρανε από κάτω.
Βέβαια, το τραγουδάει ο Θανάσης στον δίσκο.

Προφανώς. Εννοώ τα τραγούδια αυτών των δύο.
Ο Θανάσης είναι μια υπέροχη περίπτωση φανταστικού δημιουργού που οι ερμηνείες του αφήνουν χώρο και στους άλλους να πουν τα κομμάτια του. Ο Σωκράτης έχει ένα σθένος όταν τραγουδάει που είναι σαν να το χαράζει. Ίσως να φταίει και που είναι πατέρας μου, δεν ξέρω.

Πάντως το βλέπω γενικά ότι και οι άνθρωποι παίζουν περισσότερο διασκευές του Θανάση παρά του Σωκράτη.

Δεν είναι και τραγουδιστής ο Παπακωνσταντίνου.
Ναι, ίσως αυτό σε ξεκομπλάρει λίγο, ότι “εντάξει, πες το με την καρδιά σου”, ενώ του Σωκράτη έχει μία δεξιοτεχνία και έναν τρόπο τόσο καθοριστικό που δυσκολεύεσαι να προχωρήσεις.

Έχεις βάλει τραγούδια σε δίσκους σου που να μην του άρεσαν;
Πολλά.

Γιατί φαντάζομαι ότι πάντα θα ακούς τη γνώμη του πριν βγάλεις καινούργια τραγούδια, όπως και αυτός θα ακούει τη δική σου πριν κάνει το αντίστοιχο.
Έχουμε δημιουργήσει έναν κώδικα μεταξύ μας όλα αυτά τα χρόνια που μιλάμε σκληρά ο ένας στον άλλον. Αυτό το κάνουμε από αγάπη. Γιατί οι άνθρωποι δεν μιλάνε με ακρίβεια και σκληρότητα όταν ακούν κάτι που φτιάχνεις. Δεν θα ασχοληθεί αυτός που δεν του αρέσει.

Και το “δεν μ’ αρέσει” θα στο πει δύσκολα φαντάζομαι.
Ναι. Αν δεν του αρέσει μάλλον δεν θα έρθει καν να στο πει. Πρέπει να ‘ναι φίλος σου ο άλλος για να έρθει να σου πει “τι μαλακία έχεις γράψει εδώ;”.

Και γι’ αυτό τον ευχαριστώ πάρα πολύ που κάθεται και με αιχμηρή λεπτομέρεια προσπαθεί κάθε τι να το αποδομήσει, να το ταρακουνήσει. Είναι και ένα τεστ ντράιβ, αν θα επιβιώσει αυτό που έχεις φτιάξει από τις σεισμικές δονήσεις της ακρόασής του.

Κική Παπαδοπούλου

Αυτό που γίνεται το καλοκαίρι στις συναυλίες τους, το περίμενες; Ότι δηλαδή ξαφνικά θα είναι σαν ροκ συναυλίες, με τέτοιο παλμό, με καπνογόνα κλπ;
Η αλήθεια είναι ότι δεν ξαφνιάζομαι γιατί έχω δει όλο το διάνυσμά τους, δηλαδή έχω δει τον Σωκράτη στο “Λιόγερμα” με δύο ακροατές (εμένα και τη μάνα μου) και fast forward 25 χρόνια μετά ένα γεμάτο θέατρο που χοροπηδάει λες και είναι σε συναυλία Τρύπες. 

Οπότε όλο αυτό δεν έγινε σε μία μέρα, έγινε σε 30 χρόνια. Έχω δει παρουσίαση δίσκου Θανάση Παπακωνσταντίνου με τη Μελίνα στη Θεσσαλονίκη, και πόσοι να ήμασταν; Δέκα άτομα; Δεκαπέντε; 

Έγραψαν αληθινά τραγούδια από καρδιάς και αυτά ήταν ένας θησαυρός τον οποίο οι άνθρωποι τον ανακάλυψαν με τα χρόνια.

Όταν βγήκαν όλα αυτά τα τραγούδια (“άιντε μες της γης το πυρωμένο κέντρο”), έλεγαν στην Αθήνα “τι είναι αυτά που κάνει ο Παπάζης πάνω στη Θεσσαλονίκη, πού τους βρήκε αυτούς; Θανάσης Παπακωνσταντίνου; Τι είναι αυτοί, τραγουδιστές είναι; Σωκράτης Μάλαμας; Κάτι τραγούδια σκοτεινά…”

Αλλά ήταν φύλαρχος ινδιάνος ο Παπάζης, αν του άρεσε κάτι, το έκανε παραγωγή, δεν έδινε δεκάρα για τη γνώμη κανενός. Και έφτιαξε στη Σαλονίκη ένα θερμοκήπιο που καλλιέργησε ό,τι δεν δεχόταν να βγάλει η εμπορική δισκογραφία της Αθήνας εκείνη την εποχή.

Απλά μου κάνει εντύπωση ότι έχουν έναν παλμό αυτές οι συναυλίες που δεν πίστευα ότι θα μπορούν να τον δημιουργούν αυτά τα τραγούδια.
Κανένας δεν το πίστευε αυτό, ούτε οι ίδιοι που τα έγραφαν. Σκέφτομαι ότι ίσως να μην είναι τυχαίο που όλο αυτό ξεκίνησε λίγα χρόνια μετά τη διάλυση των Τρυπών. Οι Λαϊκεδέλικα δημιουργήθηκαν λίγο μετά και πολλοί νέοι μουσικοί είχαν προϋπηρεσία στο ελληνικό ροκ. Όταν αυτό άρχισε να πέφτει, άρχισε να ανεβαίνει η δικιά τους φάση και ο ίδιος κόσμος άρχισε να πηγαίνει σε αυτά. Βρήκε καταφύγιο εκεί.

Στην αρχή κιόλας στις συναυλίες του Θανάση κάνανε και moshpit. Με τον καιρό σταμάτησε αυτό και μετά από χρόνια άρχισαν αυτό με τους πυρσούς. Οι πυρσοί δεν είναι ωραίο πράγμα, μπορεί να βγάλεις κανά μάτι, να πάρει κανείς φωτιά.

Κική Παπαδοπούλου

Πριν που είπες για “κάτι τραγούδια σκοτεινά”, σκεφτόμουν ότι με τον πατέρα σου αυτό που μάλλον έχεις κυρίως κοινό, δεν είναι τόσο ο ήχος, αλλά αυτό το σκοτεινό. Είσαι και εσύ έτσι, νομίζω.
Η αλήθεια είναι ότι παλεύω με αυτό, νιώθω πολύ σκοτεινός. Είμαι απάνθρωπος πολλές φορές, μισάνθρωπος, δεν θέλω να βγαίνω. Παθαίνω τέτοια.

Νομίζω ότι βγαίνει λίγο μια μαυρίλα στον ήχο σου.
Ε, δεν κρύβεται αυτό… Όσο και να προσπαθείς.

Ξέρεις τι, επειδή μου έλεγες προσπαθούσες να μην ακούς τη μουσική του πατέρα σου, να γράψεις δικά σου, μου κάνει εντύπωση που πέρσι ήσασταν μαζί στον “Σταυρό του Νότου”. Δεν περίμενα ότι θα ήθελες να ήσουν μαζί του σου σε λάιβ. Έδωσες μάχη μέσα σου;
Πολύ μεγάλη. Κοίταξε από ακόμα πιο παλιά, από πριν 10-12 χρόνια που μου είπε πρώτη φορά “έλα στο σχήμα να λες κάποια τραγούδια. Έλα, δεν σου κάνω χάρη, να ξεκουράζομαι κι εγώ, να κάνω ένα τσιγάρο”, έλεγα “τι βλακείες είναι αυτές, είναι δυνατόν; Αν ήμουν τόσο καλός δεν θα με έπαιρνε κανάς άλλος να τραγουδήσω; Μόνο ο πατέρας μου;”. 

Ε, με πήρε ο Μπαλάφας, τέλος πάντων, και να πω τα δικά του τραγούδια (και κάναμε τον δίσκο “Κοιτάσματα”) και κάπως έτσι οι άνθρωποι σου δίνουν κάποια ψήγματα να πιστέψεις στον εαυτό σου.

Πέρσι ήταν η πρώτη φορά που έπαιξες με τον πατέρα σου;
Όχι, και πρόπερσι, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουμε παίξει πολύ μαζί, δηλαδή και στον δίσκο του “Τα κάτοπτρα” τραγουδάω ένα τραγούδι του, την “Έτοιμη γιορτή”.

Όσο πιο μακριά προχωράς σε αυτό το μονοπάτι, τόσο βρίσκεις τον βηματισμό σου όσο κουτσός και να ‘σαι και μετά δεν σε πειράζει η ανασφάλεια. Η ανασφάλεια είναι μέρος αυτής της δουλειάς.

Ίσως να νιώθεις πια και μια μεγαλύτερη ασφάλεια και το κάνεις, λες ότι “παιδιά, εγώ έχω βγάλει τους δίσκους μου, έχω κάνει πράγματα, αν δεν τα ξέρετε, πρόβλημά σας”.
Δεν είμαι σίγουρος ότι νιώθω ασφάλεια, απλώς αρχίζει να μη σε επηρεάζει τόσο η ανασφάλεια. Συνεχίζεις όμως να τη νιώθεις. Λες “τι κάνω ρε συ εγώ εδώ πέρα, 7.000 άτομα περιμένουν στα κάγκελα να τραγουδήσουν Σωκράτη”.

Θυμάμαι πάντως ότι στο Κατράκειο το καλοκαίρι ότι η ανταπόκριση ήταν πολύ καλή. Ήξεραν τα τραγούδια σου από κάτω, κλπ.
Φανταστικό. Κι εγώ δεν το περίμενα.

Οπότε θέλω να πω ότι ένιωθες μια ασφάλεια ότι “παιδιά, έχω το δικό μου υλικό, δεν μου κάνει κανείς χάρη”.
Εντάξει, χάρη δεν σου κάνει κανένας αλλά δεν μπορείς να υπερπηδήσεις ποτέ το γεγονός ότι έχεις αυτούς τους γονείς που έχεις, ότι μεγάλωσες σ’ αυτό το χωριό που μεγάλωσες, ότι μιλάς αυτήν τη γλώσσα που μιλάς κτλ. Δεν μπορείς να τα ξεπεράσεις αυτά. 

Και ανασφάλεια ακόμα νιώθω. Δηλαδή παίζω στον “Σταυρό του Νότου” και πριν ανέβω πάνω στη σκηνή λέω (σ.σ. αναστενάζει) “είναι δυνατόν τώρα, δεν έχει eject button να πατήσω να εκτοξευθώ;”. 

Άρα πώς τα πας με την έκθεση;
Δύσκολα…

Δεν εννοώ να σε αναγνωρίζουν στον δρόμο, εννοώ να γνωρίζουν τις σκέψεις σου, να ξέρουν τι σκεφτόσουν εκείνο το βράδυ στο σπίτι σου και “πάρτε τώρα, ακούστε το, νιώστε το κι εσείς”.
Δεν είμαι σίγουρος για αυτό. Μου έχει μείνει κάτι που έλεγε ο Πλάτωνας ότι η περιοχή των ιδεών ίπταται πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων και κάπως συντονιζόμαστε σε αυτές -όπως λειτουργούν τα ραδιόφωνα το φαντάζομαι. 

Οπότε οι σκέψεις δεν σου ανήκουν ούτε οι μελωδίες. Υπάρχουν ήδη. Και κάτι πιάνεις από εδώ, κάτι πιάνεις από εκεί, τα ανασυνθέτεις κατά το γούστο σου. Γι’ αυτό οι άνθρωποι ταυτιζόμαστε με κάποια πράγματα γιατί εμπεριέχουν υλικό που το φέρουμε κι εμείς.

Κική Παπαδοπούλου

Εν τω μεταξύ άσχετο, είδα μια συνέντευξη σου παλιά που έλεγες ότι συστηνόσουν ως “ο άλλος Μάλαμας”. Το έχεις σταματήσει αυτό;
Από εξυπνάδες άλλο τίποτα (γελάει). Θυμάμαι και σε ένα μαγαζί που κάποιος ζήτησε την “Πριγκηπέσσα” και είπα άσχημα πράγματα -είδες, άμα είσαι μικρός και δεν ξέρεις… Είπα απ’ το μικρόφωνο “σε λάθος Μάλαμα ήρθατε”. 

Ε, τώρα τι μου ζήτησαν εμένα την “Πριγκηπέσσα”; Όχι για τίποτε άλλο αλλά το τραγούδι λέει μέσα “λάθη στραβά και πάθη με έβγαλαν σωστό”. Εμένα δεν με έβγαλαν ακόμα, δεν μπορώ να το πω αυτό το πράγμα. 

Ο πατέρας σου σε έβαλε κάτω και σου “είπε θα μάθεις κιθάρα;
Ποιος; Ούτε καν. 

Πώς πήρες την πρώτη σου κιθάρα;
Δεν πήρα. Την πρώτη μου κιθάρα έχει κανά δυο βδομάδες που την πήρα. Μέχρι σήμερα, τόσες κιθάρες που είχε ο Σωκράτης, όλο και κάποια ξέμενε στο σπίτι.

Μικρός καταπιάστηκα εν τη απουσία του. Ίσως να ήταν και ένας τρόπος, έτσι λίγο παιδικά, να τον φέρω πιο κοντά μου. Ίσως ήταν ένας τρόπος -και καλά- να πάω προς μία ενηλικίωση.

Όπως κάνουμε οι υπόλοιποι που βάζουμε τα ρούχα των γονιών μας για να το παίξουμε μεγάλοι;
Μπορεί κάτι τέτοιο. Εγώ έπιανα την κιθάρα όταν δεν κοιτούσε κανένας, όταν ήμουν μόνος μου.

Συγχορδίες όμως πώς έμαθες;
Πήγα σε δάσκαλο, όχι γιατί ντρεπόμουν να ρωτήσω τον Σωκράτη αλλά γιατί ήθελα να νιώσει περήφανος για μένα (σ.σ. χαμογελάει), ότι τα ανακάλυψα κι εγώ, ότι τα βρήκα από μόνος μου -και καλά.

Κική Παπαδοπούλου

Στην Ano Kato Records πότε πήγες;
Λίγο πιο μετά, 16 χρονών.

Εκεί τι είχες ηχογραφήσει; Ήταν στο κλίμα του ελληνικού ροκ της εποχής;
Ναι, τελείως. Δεν τραγουδούσα, έπαιζα κιθάρα με πετάλια synthesizer, ήταν της μόδας τότε, με ένα γκρουπ μαζί με τον φίλο μου τον Γαβρίλο Χρυσικόπουλο, ο οποίος αργότερα έφτιαξε τους Lemonostifel.

Παίζαμε εκεί στην Καστοριά, μεγάλες δόξες, ερχόταν όλο το σχολείο, και είχαμε πάρει αέρα. Όταν όμως μας ακούσαμε στο ντέμο, δεν ήταν τόσο εντυπωσιακό.

Και πολλά χρόνια αργότερα έπαιζες μουσική στον δρόμο στον Καναδά. Τι τραγούδια έπαιζες;
Δεν ήταν για πολύ καιρό αυτό. Είχα πάρει άδεια και έβγαινα στο Βανκούβερ με ένα μικρό ενισχυτάκι.

Κοίταξε, έπαιζα τραγούδια μου που δεν τα ήξερε κανένας για να δω πως λειτουργούν -αυτά που είχα γράψει σε στίχους του Γκάτσου εν προκειμένω. Και έπαιζα και ρεμπέτικα, γιατί μου φάνηκε λίγο πιο roots, λίγο πιο ethnic. 

Κάνοντας και μια βόλτα εκεί στους δρόμους, άκουσα ανθρώπους που έπαιζαν τζαζ ή κλασικά πράγματα, και δεν υπήρχε κάτι σαν τα δικά μας. Και όντως είχε και ένα ενδιαφέρον, γιατί έρχονταν άνθρωποι και ρωτούσαν “τι ρυθμός είναι αυτός, τι είναι αυτοί οι δρόμοι”…

Κάποια δικά μου έχουν μια ποπ ροκ διάθεση, θα μπορούσαν να είναι από οπουδήποτε. Του Μάρκου Βαμβακάρη όμως δεν θα μπορούσαν να είναι από οπουδήποτε.

Στην Ολλανδία που ήμουν για παράδειγμα και έπαιξα σε ένα χόστελ που ήταν και κάτι τζαζίστες κλπ, μόλις έπαιξα Βαμβακάρη μου λένε “ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΡΕ ΦΙΛΕ; Από πού είναι αυτό;”. Δεν ήξεραν τι τους βρήκε. 

Η πρώτη απόπειρα να κάνεις τραγούδια ήταν με στίχους του Γκάτσου, μετά έβγαλες την “Καναδέζα” και μετά ξαναέβγαλες τραγούδια με στίχους του Άλκη Αλκαίου. Οπότε σκεφτόμουν μήπως στην αρχή φοβήθηκες ότι δεν το ‘χεις ως στιχουργός; Γιατί δεν ήταν η πρώτη σου απόπειρα με δικούς σου στίχους;
Η πρώτη μου απόπειρα ήταν με δικούς μου στίχους όταν ήμουν 14άρων χρονών. Έγραψα 3-4 τραγούδια.

Τι μουσική;
Σαν μπαλάντες ήταν αλλά τα ηχογράφησα πρόχειρα εκείνη την εποχή και ακούγοντάς τα, αισθάνθηκα και πάλι ότι δεν το ‘χω.

Εννοείς τον στίχο;
Kαι τη μουσική. Βασικά πρέπει να σε ξεγελάσεις κάπως, γιατί όταν φτιάχνεις μια μελωδία που αισθάνεσαι ότι έχει μία πρωτοτυπία, ότι δεν την έκλεψες εμφανώς από κάπου, μάλλον πλανάσαι πλάνην οικτρά. Απλώς δεν γνωρίζεις από πού την έκλεψες. Σίγουρα κάποιος άλλος θα το έχει ήδη γράψει -κάποιος Μπετόβεν, κάποιος Μπαχ…

Αν το αποδομήσεις φρασούλα φρασούλα, θα το δεις. Όλα υπάρχουν.

Οπότε με κάποιον τρόπο προσπαθείς να σε ξεγελάσεις, να φτιάξεις κάτι που να μην ξέρεις από πού το έκλεψες. Αν ξέρεις από πού το ‘κλεψες, δεν το βγάζεις.

Κική Παπαδοπούλου

Το κάνεις αυτό; Ρωτάς “παιδιά, σας θυμίζει τίποτα αυτό που έγραψα τώρα”;
Εννοείται. Αλλά δεν χρειάζεται, οι άνθρωποι οι έμπιστοι σου θα στο πουν κατευθείαν.

Σε αυτά τα τραγούδια που έγραψα 14ων χρονών τα στιχάκια μου φαίνονταν παιδαριωδώς διδακτικά.

Αλλά με τα χρόνια αποδέχεσαι ότι δεν μπορείς να γράψεις αλλιώς, έτσι είσαι έτσι γράφεις. 

Πώς το κάνεις καλύτερο, να μην ακούγεται παιδαριώδες;
Όχι, παιδαριώδες ακούγεται πάντα.

Εντάξει, δεν μπορείς να πεις ότι τα σημερινά τραγούδια σου είναι παιδαριώδη. Πχ το “Μάλλον”…
Ναι αλλά σε σχέση με μεγάλους ποιητές είναι παιδαριώδη. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι δεν ξεφεύγεις από τα μοτίβα σου, απλώς με τα χρόνια μαθαίνεις να τα αγκαλιάζεις. Μπορεί να αλλάζουν τα τραγούδια σου στιχουργικά, γνωσιολογικά, μελωδικά αλλά τα τοπία δεν αλλάζουν, αυτά τα μέρη της χαρμολύπης, αυτής της ανάγκης να διδαχτείς απ’ τα λάθη σου, να ενώσεις τα κομμάτια σου… Αυτά είναι μοτίβα που παίζουν συνέχεια στο κεφάλι σου.

Είναι μέσα σου, είναι εσύ;
Ναι απλώς με τα χρόνια μαλακώνεις και δέχεσαι ότι είσαι αυτό και μάλιστα με μία ελάχιστη γεύση ήττας. Δηλαδή άκουγες Nirvana αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι δεν θα είσαι ποτέ τόσο αλήτης σαν τον Κομπέιν, όσο και αν προσπαθήσεις, γιατί δεν έχεις περάσει καιρό άστεγος κάτω από μια γέφυρα. 

Κική Παπαδοπούλου

Ο δεύτερος δίσκος σου ήταν σε αμελοποίητους στίχους του Άλκη Αλκαίου. Αυτούς πού τους βρήκες;
Αυτά τα βρήκα στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου.

Δηλαδή σε τι υπήρχαν; Σε τι μορφή;
Θα σου πω ακριβώς. Ήμουν στο σπίτι με τον Σωκράτη και μου ‘λεγε ότι δεν έβρισκε στίχο που να τον αφορά να τον τραγουδήσει και επειδή θυμόμουν ότι ο Αλκαίος του είχε δώσει ένα ολόκληρο ντοσιέ με στιχάκια, τον ρώτησα “μα καλά, απ’ αυτό το έργο δεν βρήκες τίποτα;”. “Έχω κάνει πάρα πολλά, μου απαντάει, νιώθω σαν να επαναλαμβάνομαι. Και δεν μου φάνηκε και κάτι συντριπτικό, να νιώσω ότι δεν γίνεται να μην ασχοληθώ μαζί του”.

Πήρα τον ντοσιέ και άρχισα να τον ξεφυλλίζω αλλά για εκείνον, για να δω μήπως του βρω κάτι. Όταν έφτασα σ’ αυτήν τη συλλογή που τελικά θα έκανα εγώ, είχα μια σωματική βεβαιότητα ότι είναι πάρα πολύ συγκινητική και του την πήγα με μεγάλη χαρά αλλά δεν τον συγκινούσαν τόσο. Και μου λέει “άμα τόσο πολύ έχεις τρελαθεί, στείλε να πάρεις τα δικαιώματα και δοκίμασέ τα”.

Και όντως βρήκα τον δικηγόρο του Άλκη και του έστειλα.

Οπότε αυτούς τους στίχους τους είχε ο πατέρας σου μόνο ή υπήρχαν και κάπου αλλού;
Όχι, τους είχαν κι άλλοι, όλοι οι αγαπημένοι του. Τα είχε δώσει και στον Θάνο Μικρούτσικο.

Καταρχάς, αυτήν τη συλλογή την είχε γράψει για τον Λοΐζο.

Και είχε πει “όχι”;
Δεν είχε πει “όχι”, την είχε μαζί του στη Μόσχα στο νοσοκομείο αλλά πέθανε και αυτά έμειναν έτσι. Απ’ αυτήν την συλλογή δύο τραγούδια τα είχε μελοποιήσει ο Μικρούτσικος. 

Και ο Μίλτος Πασχαλίδης την είχε. Φωτοτυπημένα χειρόγραφα ήταν.

Αλλά υπάρχουν μόνο μεταξύ των φίλων του, δηλαδή δεν υπάρχουν εκτός, δεν μπορεί να τα διαβάσει ένας άνθρωπος;
Μα δεν τα εξέδιδε… Κοίταξε, ο Άλκης ήταν της σχολής του Γκάτσου που πίστευαν ότι είναι χρηστικοί ποιητές, δεν ήθελαν να λένε τον εαυτό τους “ποιητή”, ήταν στιχουργοί, ότι γράφουν για να γίνουν τραγούδια. 

Απλά ξέρεις προκαλεί λίγο ζήλια σε εμάς τους υπόλοιπους ότι υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στίχοι του Αλκαίου ή του Γκάτσου που τους έχουν κάποιοι στα συρτάρια τους και μπορούν να τους βλέπουν μόνο αυτοί και δεν μπορεί να τους δει ένας κοινός άνθρωπος.
Είναι παράξενο αυτό, είναι αλήθεια. Ε, κάτι τέτοιο αναλαμβάνουν και τα ιδρύματα που γίνονται μετά, δηλαδή γίνεται ένα ίδρυμα “Νίκος Γκάτσος” πχ και προσπαθεί να μαζέψει τις σελίδες, τις σημειώσεις, τις αλληλογραφίες, το οτιδήποτε.

Κική Παπαδοπούλου

Τώρα εσένα σε έχει κερδίσει καθόλου το λαϊκό; Επειδή μιλάς με μεγάλη αγάπη, τα επόμενα βήματά σου μπορεί να είναι πιο λαϊκότροπα ή όχι;
Δεν ξέρω, ετοιμάζω έναν δίσκο που έχει κάπως πιο φιλολαϊκά στοιχεία. Πώς έλεγε ο Θεοδωράκης “ετοιμάζω ένα έργο για μπουζούκι” ή πώς έλεγε ο Θανάσης “ένα έργο για τσεκούρι και τηλεόραση”;

Αλλά “να με κερδίσει”, δεν ξέρω ρε συ, δεν είναι αγώνας. Τα εμπεριέχω αυτά τα στοιχεία και ανακαλύπτω ότι τόσο καιρό τα έχω λίγο απωθήσει. Δεν είναι λογικό εδώ που μεγαλώσαμε; 

Στα λάιβ, στον “Σταυρό του Νότου” τώρα, θα σχολιάσεις την πολιτική επικαιρότητα αν έχει γίνει κάτι;
Προσπαθώ συνειδητά να μην το κάνω αυτό γιατί βομβαρδιζόμαστε καθημερινά απ’ την επικαιρότητα. Δηλαδή συμβαίνουν τόσα φριχτά και εσύ θα έρθεις να σου παίξω τραγούδια, να πιεις ένα ποτό και εγώ θα σου πω πάλι για αυτά;

Έτσι κι αλλιώς, τα τραγούδια είναι ένας τρόπος να μιλάς για την επικαιρότητα ακόμα κι αν δεν λες τίποτα για αυτήν. 

Τη σέβομαι και τη στρατευμένη τέχνη. Προτιμώ όμως την παρομοίωση, τη μεταφορά, ότι θα σου πω την ιστορία για την αλεπού και τον κόρακα αλλά εννοεί άλλο πράγμα, εννοεί κάτι για τη ζωή σου.

Στην παράσταση είναι σαν να προσπαθώ να δημιουργηθεί ένα άσυλο, ότι εδώ τώρα εμείς είμαστε κόκκινα ψαράκια, η πραγματικότητα συμβαίνει έξω από δω.

Να υπάρχουν μικρά ξέφωτα που να νιώθουμε έστω για λίγο κάπως πιο ελεύθεροι. 

Info:

Ο Πέτρος Μάλαμας εμφανίζεται στο Club του Σταυρού του Νότου κάθε Τετάρτη. Ώρα Έναρξης: 21.00.

Εισιτήρια εδώ

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα