ΠΙΤΕΡ ΧΑΜΑΡΣΤΕΝΤ: Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΠΟΥ ΒΥΘΙΣΕ ΤΟ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΑΛΙΕΥΤΙΚΟ
Με αφορμή τον ερχομό του στην Αθήνα για μία ομιλία στο TEDxAthens, εξηγεί στο Magazine ότι όποιος σήμερα έχει την επιλογή να μην τρώει ψάρια αλλά συνεχίζει να το κάνει, γίνεται συνένοχος σε ένα ειδεχθές περιβαλλοντικό έγκλημα.
Έχουν περάσει αισίως επτά χρόνια, όμως ο Σουηδός καπετάνιος Πίτερ Χάμαρστεντ, ένα από τα πιο προβεβλημένα και “μπαρουτοκαπνισμένα” στελέχη της οικολογικής οργάνωσης Sea Shepherd, το ονοματεπώνυμο του οποίου έγινε viral στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας μετά την ευτυχή -για τον συγκεκριμένο ακτιβιστή και ολόκληρο τον πλανήτη- κατάληξη ενός παράτολμου και επικίνδυνου κυνηγιού ενός σεσημασμένου παράνομου αλιευτικού σκάφους επί 110 μερόνυχτα και 11000 ναυτικά μίλια από τον ίδιο και το πλήρωμα του πλοίου Bob Parker, θυμάται τα πάντα με λεπτομέρειες.
«Ο “Κεραυνός” ήταν ένα σκάφος-φαντομάς, δηλαδή αν και συμπεριλαμβανόταν σε διάφορες μαύρες λίστες, για αρκετά χρόνια οι αρχές πολλών χωρών το αναζητούσαν αλλά δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν» λέει στο Magazine. Ούτε η Ιντερπόλ που είχε εκδώσει διεθνές σήμα, με τον “Κεραυνό” να αποτελεί ένα από τα μόλις πέντε συνολικά πλοία στη λίστα των πιο καταζητούμενων εκείνη την εποχή. «Στα δέκα χρόνια που επιδιδόταν σε ανελέητη λαθροθηρία, τα παράνομα κέρδη του ξεπερνούσαν τα 60 εκατομμύρια δολάρια. Χωρίς υπερβολή πρόκειται για ένα πλοίο που αποτελούσε κεντρικό θέμα συζήτησης σε κάθε συνέδριο για την παράνομη αλιεία. Το σχέδιο μας ήταν απλό: θα βρίσκαμε πάση θυσία τον “Κεραυνό” στις πιο απομακρυσμένες θάλασσες του πλανήτη και θα τον ακολουθούσαμε παντού, όπου κι αν έπλεε μέχρι τελικά οι αρχές μιας οποιαδήποτε χώρας να αποφασίσουν να πάρουν από τα χέρια μας τη σκυτάλη και να ολοκληρώσουν τη δική μας “σύλληψη”».
Ο Χάμαρστεντ πράγματι κατάφερε να εντοπίσει τον “Κεραυνό” μετά από δύο εβδομάδες στα αφιλόξενα νερά της Ανταρκτικής. Και φυσικά ο “Κεραυνός” προσπάθησε αμέσως να διαφύγει. «Το πρώτο πράγμα που αποπειράθηκαν ήταν να μας ξεφύγουν μέσα στον πάγο, αλλά τους κυνηγήσαμε με επιτυχία» λέει ο καπετάνιος. «Μετά προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν υπέρ τους την κακοκαιρία για την οποία είναι ξακουστός ο ωκεανός εκεί. Επιμείναμε. Όμως για μένα η πιο αξιομνημόνευτη πτυχή της όλης ιστορίας έχει να κάνει με την τρίτη τους στρατηγική, τότε που αποφάσισαν να μας κάνουν να λυγίσουμε χρησιμοποιώντας υπέρ τους το χρόνο. Στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδος έκλεισαν τις μηχανές τους για να κάνουν οικονομία στα καύσιμα και απλά επέπλεαν όπου τους πήγαιναν τα ρεύματα για ολόκληρες εβδομάδες. Θυμάμαι να με ενημερώνει το πλήρωμα μου για τα καύσιμα που είχαμε στη διάθεση μας και να σκέφτομαι ότι έπρεπε πάση θυσία να αντέξουμε όσο καιρό χρειαστεί στην ανοιχτή θάλασσα».
Στην αρχιμάγειρά του έκανε μία πολύ απλή ερώτηση: «Έχουμε αρκετά τρόφιμα για να αντέξουμε ακόμη και δυο χρόνια;». Η απάντηση της ήταν σαφής: «Έχουμε αρκετό ρύζι και φασόλια για να επιβιώσουμε οριακά». Ο καπετάνιος θα θυμάται για πάντα τα λόγια της, «όπως και την κατάληξη αυτού του κυνηγητού μετά από 110 μερόνυχτα. Την 111η μέρα στεκόμουν στη γέφυρα του πλοίου μου και παρακολουθούσα τη βαρύτητα να κάνει το έργο της και να τραβά τον “Κεραυνό” στον υγρό Άδη. Από την αρχή του σκεφτόμασταν διάφορα πιθανά σενάρια για το πώς θα μπορούσε να καταλήξει η επιχείρηση. Το να βουλιάξει δεν ήταν ανάμεσά τους».
Η είδηση έκανε γρήγορα το γύρο του κόσμου («Ένα ανεξέλεγκτο αλιευτικό κυνηγήθηκε για 10.000 μίλια από εκδικητές» ήταν ο γλαφυρός τίτλος ενός ερευνητικού longread των New York Times λίγους μήνες αργότερα), μαζί με τις υποψίες ότι το ίδιο το πλήρωμά του “Κεραυνού”, βούλιαξε το παράνομο σκάφος. Υποψίες που θα επιβεβαιώνονταν εν καιρώ, αν και ο Χάμαρστεντ εξαρχής δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. «Μόλις το πλήρωμα εγκατέλειψε το πλοίο, ανέβηκαν τρία μέλη του δικού μου πληρώματος και έμειναν εκεί για 37’. Με GoPro κάμερες κατέγραψαν κάθε του σπιθαμή. Όλες οι μπουκαπόρτες ήταν ανοιχτές και δεμένες ώστε το νερό να κατακλύσει γρήγορα κάθε τμήμα του πλοίου. Εκτός αυτού μετά από καιρό εκμαιεύσαν την αλήθεια από μέλη του πληρώματος δύο Νορβηγοί δημοσιογράφοι. Το αστείο είναι ότι δεν γνωρίζαμε ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης του πλοίου ώσπου αρκετούς μήνες αφότου βούλιαξε, ένας ερευνητής για λογαριασμό μιας ισπανικής ασφαλιστικής εταιρίας, από την οποία κάποιος ζήτησε 1,7 εκατομμυρίου ευρώ, επικοινώνησέ μαζί μου και με ρώτησε αν μπορούσα να του δώσω πληροφορίες για όλη αυτή την υπόθεση. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του! Τελικά η ασφαλιστική δεν πλήρωσε τίποτα γιατί το δικαστήριο έκρινε ενόχους τον καπετάνιο και δύο από τα μέλη του πληρώματος ότι βούλιαξαν το πλοίο» λέει.
Στην αρχιμάγειρά του έκανε μία πολύ απλή ερώτηση: «Έχουμε αρκετά τρόφιμα για να αντέξουμε ακόμη και δυο χρόνια;».
Έτσι λοιπόν ολοκληρώθηκε το πιο σημαντικό μέχρι τότε, ίσως και μέχρι σήμερα, κεφάλαιο στην σαραντακονταετή και πλέον ιστορία της οικολογικής οργάνωσης Sea Shepherd, δηλαδή της υλοποίησης, από το 1981, μιας φιλόδοξης ιδέας που είχε στα τέλη των 70s ο καπετάνιος -και πάλαι ποτέ συνιδρυτής της Greenpeace (αποχώρησε το 1977)- Πολ Γουότσον για μία μη κερδοσκοπική οργάνωση που θα υιοθετεί ακόμη και ριψοκίνδυνες ακτιβιστικές πρακτικές για να πετύχει τους στόχους της: να μπει ένα τέλος στην καταστροφή και τη σφαγή της πανίδας των ωκεανών.
Ο Πίτερ Χάμαρστεντ ορίζει το όραμα της Sea Shepherd ως εξής: «Είμαστε μία διεθνής περιβαλλοντική μη κερδοσκοπική οργάνωση με σκοπό την προστασία των ωκεανών. Συνεργαζόμαστε με κυβερνήσεις ανά τον κόσμο για να καταπολεμήσουμε την παράνομη αλιεία και άλλα περιβαλλοντικά εγκλήματα. Το κάνουμε με τον δικό μας μοναδικό τρόπο. Και μετράμε την επιτυχία μας από τον αριθμό των εγκληματικών οργανώσεων που βοηθάμε να κατεβάσουν ρολά και κυρίως από τον αριθμό των θαλάσσιων έμβιων όντων που σώζουμε». Ειδικά ο δεύτερος είναι προφανώς αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια, «πρόκειται για δεκάδες εκατομμύρια» λέει και τονίζει τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, μετά την υπόθεση του “Κεραυνού” μεταξύ Sea Shepherd και οχτώ παραθαλλάσιων αφρικανικών χωρών όπως είναι η Λιβερία και η Σιέρα Λεόνε, συμφωνία που μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει στην κατάσχεση 76 πολύ μεγάλων και παράνομων αλιευτικών σκαφών.
Η χρηματοδότηση της Sea Shepherd γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες, είτε πρόκειται για όσους επιλέγουν να στηρίξουν οικονομικά την οργάνωση σε μηνιαία βάση (πληρώνοντας από 10 ευρώ μέχρι όσο αντέχει η τσέπη του καθενός) είτε για τακτικούς ή μη δωρητές -ανάμεσά τους και αρκετές διασημότητες- μεγάλων χρηματικών ποσών. Άλλωστε και το σκάφος Bob Barker, που πλέει με ολλανδική σημαία, πήρε το όνομά του από τον πρώην οικοδεσπότη του αμερικανικού τηλεπαιχνιδιού “The Price Is Right”, ο οποίος δώρισε 5 εκατομμύρια δολάρια για την αγορά του το 2010.
«Αν συμπεριλάβουμε την Ολλανδία, τη Γερμανία, την Αυστραλία και τη Γαλλία, δηλαδή τις χώρες όπου η παρουσία της Sea Shepherd είναι αρκετά μεγάλη, συνολικά το προσωπικό γραφείου της οργάνωσης είναι περίπου τριάντα άτομα» λέει ο Χάμαρστεντ. «Έχουμε και τέσσερα πλοία που βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση, κάθε ένα από τα οποία έχει το δικό του πλήρωμα». Ο ίδιος έγινε μέλος της οργάνωσης όταν έκλεισε τα 18, «δηλαδή είμαι με τη Sea Shepherd όλη την ενήλικη ζωή μου και περισσότερο από τη μισή συνολικά, μιας και σήμερα είμαι 37 ετών», και προφανώς δεν θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη του αποστολή. «Ήταν σε ένα πλοίο με προορισμό την Ισλανδία για να παρέμβουμε και να σταματήσουμε τη σφαγή φαλαινών. Για ένα μήνα έπαιρνα κάθε μέρα τηλέφωνο στα κεντρικά γραφεία της οργάνωσης μέχρι τελικά να υποκύψουν και να με δεχτούν στο πλήρωμα. Αρχικά έπρεπε να πάω στο Σιάτλ. Εκεί, εξαιτίας μηχανικών προβλημάτων, μείναμε πεντέμισι μήνες δεμένοι στο λιμάνι, κατά τη διάρκεια των οποίων καθάρισα κάθε σπιθαμή του πλοίου, που ήταν και το μοναδικό που είχε στην κυριότητά της μέχρι τότε η οργάνωση. Όταν τελικά καταφέραμε να αποπλεύσουμε, η περίοδος φαλαινοθηρίας της Ισλανδίας είχε πια τελειώσει, οπότε κατευθυνθήκαμε στα νησία Γκαλαπάγκος για να σώσουμε καρχαρίες». Εκεί πήρε το βάπτισμα του πυρός κόβοντας και βγάζοντας από τη θάλασσα ένα δίχτυ μήκους εκατοντάδων μέτρων που είχε τοποθετηθεί στο θαλάσσιο καταφύγιο της περιοχής ώστε να πιαστούν καρχαρίες, να σφαγιαστούν και να πουληθούν τα πολύτιμα πτερύγια τους.
Από τότε μέχρι πρόσφατα ο καπετάνιος περνούσε τουλάχιστον οχτώ μήνες εν πλω, ενώ τώρα πια και μέχρι νεοτέρας περίπου τρεις, αν και συνεχίζει να λείπει από το σπίτι του περισσότερους από έξι, ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο ως διευθυντής εκστρατειών της Sea Shepherd για συναντήσεις με τους ιθύνοντες των αρχών στις χώρες με τις οποίες συνεργάζεται η οργάνωση.
Εξέχουσα θέση ανάμεσα στις αποστολές που έχει ηγηθεί κατέχει και εκείνη που καταγράφηκε στο ντοκιμαντέρ με τίτλο “Defend, Conserve, Protect”. Εκεί, το 2019, στην εσχατιά του πλανήτη, στην άκρη της Ανταρκτικής ηπείρου διαδραματίστηκαν, όπως γράφτηκε στον Guardian, σκηνές ενός κανονικού πολέμου ανάμεσα σε ένα φαλαινοθηρικό από την Ιαπωνία και το Bob Parker που προσπαθούσε να αποτρέψει τον ανεφοδιασμό του. «Σε εκείνη την αποστολή βρήκαμε εύκολα το γιαπωνέζικο φαλαινοθηρικό να παρανομεί στο καταφύγιο φαλαινών της Ανταρκτικής στην αρχή της περιόδου φαλαινοθηρίας» λέει ο Χάμαρστεντ. «Πρόκειται για ένα οχτώ χιλιάδων τόνων φαλαινοθηρικό, ένα τεράστιο σφαγείο που επιπλέει και χρειάζεται συχνά ανεφοδιασμό. Τους εντοπίσαμε όταν είχαν λίγα καύσιμα, οπότε έπρεπε να συναντηθούν με ένα τάνκερ πετρελαίου. Η ιδέα μας ήταν ότι αν αποτρέπαμε τον ανεφοδιασμό τους, θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν κακήν κακώς τη φαλαινοθηρία και να γυρίσουν σπίτι τους. Οπότε μανουβράρισα το σκάφος μου ανάμεσα στο τάνκερ και αυτό το θεόρατο σφαγείο. Και εκείνοι προσπάθησαν επανειλημμένα να μας εμβολίσουν και να μας βουλιάξουν».
Εφόσον το 20% των ψαριών που καταναλώνονται παγκοσμίως αλιεύονται παράνομα και ανεξέλεγκτα, ναι, όποιος τρώει ψάρια, στηρίζει έστω και εν αγνοία του εγκληματικές δραστηριότητες.
Κάποια στιγμή, μάλιστα, οι μηχανές του Bob Barker σταμάτησαν να λειτουργούν, μία σωσίβια λέμβος έγινε κομμάτια, «ο καπετάνιος Πίτερ Χάμαρστεντ, ο οποίος τώρα δεν μπορεί να κουνήσει το σκάφος του ακόμη κι αν το θέλει, εκπέμπει SOS. Ο Χάμαρστεντ είναι κάπως σαν Άχαμπ από την ανάποδη – με την ακλόνητη βούληση του καπετάνιου του Moby Dick αλλά σε μία αποστολή να σώσει φάλαινες αντί να τις σκοτώσει» (The Guardian). «Η μεγάλη μαύρη άγκυρα του σφαγείου ήταν σαν μπάλα κατεδαφίσεων, πολλές φορές κόντεψε να καταστρέψει τη γέφυρά μας» θυμάται ο καπετάνιος. «Αντέξαμε όμως, δεν κατάφεραν να ανεφοδιαστούν, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο λιμάνι κακήν κακώς και έτσι σώσαμε 932 φάλαινες. Ο στόλος των φαλαινοθηρικών εκείνη τη χρονιά έπιασε μόνο το 10% του στόχου τους».
Δύο χρόνια μετά το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ το έργο της οργάνωσης Sea Shepherd αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά ενός ακόμη, και μάλιστα πιο πολυσυζητημένου ελέω του παγκόσμιου reach του Netflix. «Το “Seaspiracy” έχει να κάνει με το ζήτημα της υπεραλιείας» τονίζει ο Χάμαρστεντ. «Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, το 90% των περιοχών όπου πραγματοποιείται αλιεία, έχουν είτε στερέψει ήδη εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσης είτε κοντεύουν. Σε προσωπικό επίπεδο για μένα το Seaspiracy έχει επιπλέον ενδιαφέρουν γιατί καταγράφει και τη δική μου εξέλιξη ως υπέρμαχος των ωκεανών. Δηλαδή το πώς από ένας παθιασμένος πολέμιος της φαλαινοθηρίας, έφτασα να συνειδητοποιήσω ότι παρόλο που η Ιαπωνία, η Ισλανδία και η Νορβηγία σκοτώνουν μαζί περίπου 3000 φάλαινες το χρόνο για να εκμεταλλευτούν το κρέας τους, περισσότερες από 300000 φάλαινες και δελφίνια σκοτώνονται κάθε χρόνο γιατί μπλέκονται σε δίχτυα βιομηχανικών αλιέων. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Σε αυτό έχω αφιερώσει τη ζωή μου».
Ο ίδιος προφανώς είναι vegan, και μάλιστα 20 ολόκληρα χρόνια, από τα 17 του. Κατά τη γνώμη σου όσοι συνεχίζουμε να τρώμε ψάρια, πρέπει να νιώθουμε ένοχοι; τον ρωτάω.
«Εφόσον το 20% των ψαριών που καταναλώνονται παγκοσμίως αλιεύονται παράνομα και ανεξέλεγκτα, ναι, όποιος τρώει ψάρια, στηρίζει έστω και εν αγνοία του εγκληματικές δραστηριότητες. Άρα είναι συνένοχος. Καταλαβαίνω ότι το να φωνάζουμε “Μην τρώτε ψάρια!” είναι ένα μήνυμα που μπορεί να μην έχει απήχηση ή να μην είναι καν κατάλληλο για κάποια σημεία του πλανήτη. Στη Λιβερία για παράδειγμα υπάρχουν μικρές κοινότητες ψαράδων που ο καθένας βγάζει 70 ευρώ το χρόνο. Θα έπρεπε αυτοί να γίνουν vegan; Όχι. Αλλά για τους υπόλοιπους που ζούμε στη Στοκχόλμη ή στην Αθήνα ή στο Λος Άντζελες, η απόφαση να μη στηρίζουμε αυτή τη βιομηχανία και να μην τρώμε ψάρια, κατά τη γνώμη μου είναι αυτονόητη. Έχω βρεθεί πάνω σε τόσα αλιευτικά στη ζωή μου, που δεν θα μπορούσα καν να διανοηθώ να καταναλώσω ψάρια. Για παράδειγμα, πέρυσι συναντήθηκα με τον Υπουργό Αλιείας της Δημοκρατία της Γκαμπόν (σ.σ. χώρα στην Κεντροδυτική Αφρική). Για ερευνητικούς λόγους επιβιβαστήκαμε σε σκάφος αλιείας γαρίδας. Κάθε φορά που το πλήρωμα ανέβαζε τα δίχτυα, μόνο το 0,2% της ψαριάς ήταν γαρίδες. Το υπόλοιπο 99,8% ήταν άλλα θαλάσσια πλάσματα και τα περισσότερα κατέληγαν πίσω στη θάλασσα νεκρά. Δηλαδή κυριολεκτικά σκοτώνονταν δεκάδες χιλιάδες πλάσματα στο βωμό ενός μικρού shrimp cocktail. Οι μέθοδοι της βιομηχανικής αλιείας είναι αποτροπιαστικές, δεν θα μπορούσαν ποτέ να χρησιμοποιηθούν στην ηπειρωτική γη χωρίς να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Οπότε ναι, όσοι έχετε την επιλογή να μην τρώτε ψάρια, επιτέλους, σταματήστε να τρώτε ψάρια».
Για την ιστορία, η πρώτη ερώτηση που κάνει ο καπετάνιος Πίτερ Χάμαρστεντ σε όσους θέλουν να γίνουν μέλη του πληρώματος ενός από τα πλοία της Sea Shepherd είναι η εξής: «Είστε πρόθυμοι να ρισκάρετε τη ζωή σας για να σώσετε τη ζωή μιας φάλαινας; Αν η απάντηση δεν είναι ένα πειστικό ναι, δεν υπάρχει θέση για αυτούς στο πλοίο».