Πολιτικές αφίσες στους δρόμους της Φρανκφούρτης Associated Press

ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΠΟΣΟ ΘΑ ΑΝΤΕΞΕΙ ΤΟ “ΤΕΙΧΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ” ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ;

Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους, πολιτικός αναλυτής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, αναλύει στο Magazine τα δεδομένα των κρίσιμων εκλογών στη Γερμανία.

Η πολυπληθέστερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσέρχεται σήμερα στις κάλπες για να εκλέξει νέο Κοινοβούλιο, μια διαδικασία-ορόσημο καθώς από το αποτέλεσμά της αναμένεται να κριθεί η μετέπειτα στάση της Γερμανίας σε μια σειρά από κομβικά γεωπολιτικά ζητήματα (Ρωσία, Ουκρανία, Ντόναλντ Τραμπ, ευρωπαϊκή άμυνα κ.ά), ενώ άμεσος θα είναι ο πολιτικός αντίκτυπος πανευρωπαϊκά, την ώρα που η ακροδεξιά επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά το μομέντουμ με την ώθηση των Τραμπ – Μασκ.

Μιλώντας στο Magazine ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους, πολιτικός αναλυτής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, εστιάζει στον περιορισμό της μετανάστευσης που αναδείχθηκε σε κεντρικό ζήτημα κατά την προεκλογική περίοδο, επισημαίνοντας ότι η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ότι κατόρθωσε να επωφεληθεί δημοσκοπικά αγγίζοντας ποσοστά διπλάσια σε σχέση με το 2021.

Αναφερθείς στο «τείχος προστασίας» που υψώνουν τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου απέναντι στην ακροδεξιά, εκφράζει την ανησυχία του κατά πόσο θα μπορέσει να διατηρηθεί, κάνοντας μάλιστα λόγο για ενδείξεις κατάρρευσης σε τοπικό επίπεδο. Καθοριστικό ρόλο για τον ίδιο, δε, αναμένεται να παίξει ο βαθμός αντιμετώπισης των προβλημάτων από τη νέα κυβέρνηση.

Μια νέα κυβέρνηση που -σύμφωνα με τον κ. Μαϊνάρντους- για τον σχηματισμό της οποίας ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά, δεδομένων των τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. Για τον λόγο αυτό «θα ήταν προτιμότερο ο Μερτς να χρειάζεται μόνο ένα ακόμη κόμμα για να εξασφαλίσει πλειοψηφία».

Associated Press

Ποια είναι η ιεραρχία των κριτηρίων που θα καθορίσουν την ψήφο του Γερμανού πολίτη, τη στιγμή μάλιστα που σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων παραμένει αναποφάσιστο, αυξάνοντας τις πιθανότητες μετακινήσεων της τελευταίας στιγμής;

Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, το 42% των ερωτηθέντων θεωρούσε τη μετανάστευση ως το σημαντικότερο ζήτημα. Τα οικονομικά προβλήματα ήταν η βασική ανησυχία για το 43%. Αν δει κανείς τη λίστα των ανησυχιών των πολιτών σε βάθος χρόνου, διαπιστώνει πολύ μεγάλες αλλαγές. Η κλιματική αλλαγή απασχολεί σήμερα μόνο μια μικρή μειοψηφία, ενώ στις τελευταίες εκλογές του 2021 ήταν το κυρίαρχο θέμα. Φυσικά, τέτοιες μετατοπίσεις αντικατοπτρίζονται και στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων.

Αξιοσημείωτο είναι, όπως μας λένε οι δημοσκόποι, ότι μόλις μία ημέρα πριν από τις εκλογές, σχεδόν το 30% των ψηφοφόρων παραμένει αναποφάσιστο ως προς το πού θα βάλει τον σταυρό του -κατάσταση από την οποία επωφελείται κυρίως το ακροδεξιό κόμμα AfD. Αυτό το ποσοστό αποτυπώνει, επίσης, τη φθίνουσα σύνδεση των πολιτών με τα πολιτικά κόμματα.

Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το δίδυμο Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) παρουσιάζεται να προηγείται με περίπου 30%, ενώ ακολουθούν το κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) με 20%, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με περίπου 15%, οι Πράσινοι με περίπου 13% και το κόμμα της Αριστεράς (Linke) κοντά στο 7%. Εάν αυτά τα ποσοστά επιβεβαιωθούν στην κάλπη, η ακροδεξιά θα μετρά μια σημαντική νίκη, καθώς θα έχει για πρώτη φορά έρθει δεύτερη σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ενώ η γερμανική Κεντροαριστερά στον αντίποδα θα μετρά απώλειες. Θα ήθελα το σχόλιό σας πάνω σε αυτό.

Το ακροδεξιό κόμμα κατάφερε να επιβάλει το ζήτημα των αλλοδαπών στην πολιτική ατζέντα. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τα υψηλά ποσοστά που καταγράφει στις δημοσκοπήσεις. Οι έρευνες δείχνουν, επίσης, ότι η πλειοψηφία των Γερμανών επιθυμεί τον περιορισμό της μετανάστευσης. Τελικά, όλα τα κόμματα υιοθέτησαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αυτή τη θέση. Η AfD αναμένεται να συγκεντρώσει 20% και έτσι να αναδειχθεί σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε σύγκριση με τις εκλογές του 2021, αυτό σημαίνει διπλασιασμό των ψήφων της.

Το SPD προβλέπεται να σημειώσει ένα ιστορικά χαμηλό ποσοστό, ενώ και οι Πράσινοι θα μείνουν πολύ πίσω από τις προσδοκίες. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι συμμετείχαν στην απερχόμενη κυβέρνηση, με την οποία πολλοί πολίτες είναι δυσαρεστημένοι.

Η επικεφαλής της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) Αλίς Βάιντελ

Μετά από τις αμερικανικές παρεμβάσεις (Ίλον Μάσκ και Τζέι Ντι Βανς) υπέρ της AfD, οι λοιπές γερμανικές εκλογικές δυνάμεις εμφανίζονται να υψώνουν ακόμη υψηλότερα τείχη ενάντια στην ακροδεξιά παράταξη. Ωστόσο, τον περασμένο μήνα ο Μερτς έσπασε μεταπολεμικό ταμπού, βασιζόμενος σε ψήφους της AfD για να περάσει μια μη δεσμευτική πρόταση για την απαγόρευση του ασύλου. Επικριτές ανέφεραν ότι γκρέμισε το «τείχος προστασίας», ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι το τείχος προστασίας ισχύει μόνο όταν πρόκειται για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ποια άποψη συμμερίζεστε;

Ο Φρίντριχ Μερτς έχει δηλώσει επανειλημμένα και με απόλυτη σαφήνεια ότι δεν τίθεται θέμα συνεργασίας του με την AfD. Πιστεύω ότι η αποδοχή των ψήφων της AfD στο κοινοβούλιο, στην οποία αναφέρεστε, ήταν μια μεμονωμένη αστοχία. Παρ’ όλα αυτά, το βασικό ερώτημα παραμένει: για πόσο ακόμη θα μπορέσουν τα δημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας να διατηρήσουν το “τείχος προστασίας” τη στιγμή που οι ακροδεξιοί κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη – και πλέον και στην Αμερική – και ασκούν ολοένα και πιο ισχυρή επιρροή στη γερμανική εσωτερική πολιτική;

Πρόκειται για μια σταδιακή διαδικασία, η οποία δεν θα ξεκινήσει σε εθνικό επίπεδο. Είναι πιο πιθανό το τείχος προς τα δεξιά να καταρρεύσει πρώτα σε τοπικό επίπεδο. Ήδη υπάρχουν ενδείξεις γι’ αυτό, ιδιαίτερα στην ανατολική Γερμανία.

Το βράδυ της Κυριακής, θα έχουμε πιθανότατα έναν άβολο συνασπισμό των συντηρητικών του με τους Σοσιαλδημοκράτες ή σύμπραξη με τους Σοσιαλδημοκράτες κι άλλο αριστερό κόμμα για την εξασφάλιση της πλειοψηφίας. Μπορεί η απειλή της ανόδου της AfD να δώσει νέα ώθηση στην προοπτική ανάληψης κοινών υπερκομματικών ή διακομματικών δράσεων;

Ένα από τα βασικά ερωτήματα αυτής της Κυριακής είναι αν ο επικρατέστερος νικητής των εκλογών θα χρειαστεί έναν ή δύο κυβερνητικούς εταίρους για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Από άποψη σταθερότητας, αλλά κυρίως για την ταχύτητα της διαδικασίας και την υπέρβαση της τρέχουσας παράλυσης, θα ήταν προτιμότερο ο Μερτς να χρειάζεται μόνο ένα ακόμη κόμμα για να εξασφαλίσει πλειοψηφία. Πρώτοι υποψήφιοι για αυτόν τον ρόλο είναι οι Σοσιαλδημοκράτες.

Σε κάθε περίπτωση, θα χρειαστούν εβδομάδες μέχρι η Γερμανία να αποκτήσει νέα κυβέρνηση. Ο σχηματισμός συνασπισμού είναι μια περίπλοκη διαδικασία, η οποία ολοκληρώνεται με τη συγκατάθεση των κομμάτων. Είναι μάλιστα συνηθισμένο τα μέλη των κομμάτων να καλούνται να εγκρίνουν τη συμφωνία μέσω εσωτερικού δημοψηφίσματος. Όλα αυτά απαιτούν χρόνο, τον οποίο η χώρα, δεδομένων των τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει, ουσιαστικά δεν διαθέτει.

Ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς Associated Press

Ωστόσο, ακόμη και αν ξεπεραστεί προσωρινά η απειλή της ακροδεξιάς, μπορούμε να πούμε ότι η επιτυχία/αποτυχία της όποιας νέας γερμανικής συγκυβέρνησης -που θα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από άλλες πρωτοφανούς σοβαρότητας προκλήσεις- είναι αυτή που θα καθορίσει το αν η AfD θα διατηρήσει ή θα χάσει τη δυναμική του;

Αν η νέα κυβέρνηση δεν καταφέρει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας – και αναφέρομαι κυρίως στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα – η AfD πιθανότατα θα συνεχίσει να ενισχύεται. Αυτό πρέπει και θα αποτελέσει ένα ισχυρό κίνητρο για τον δημοκρατικό συνασπισμό.

Η Γαλλία και η Γερμανία αντιπροσώπευαν πάντα την σπονδυλική στήλη της Ευρώπης. Ένας άξονας που μπορεί να μην είναι καλά ισορροπημένος και που συχνά έκλινε γύρω από το Βερολίνο, ειδικά κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, αλλά λειτούργησε. Σήμερα, ωστόσο, η ανθεκτικότητά του δοκιμάζεται έντονα, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό από μια σειρά διαφορετικών/αντίθετων θέσεων που διατυπώνονται. Είστε αισιόδοξος είστε για την επιβίωση του γαλλογερμανικού άξονα, τη στιγμή μάλιστα που οι εξελίξεις στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού πιέζουν ασφυκτικά για ανάληψη πρωτοβουλιών;

Ο γαλλογερμανικός άξονας δεν λειτούργησε τα τελευταία χρόνια τόσο καλά όσο στο παρελθόν. Κάποιοι το αποδίδουν στην έλλειψη «χημείας» μεταξύ του Σολτς και του Μακρόν. Πέρα όμως από την προσωπική διάσταση, υπάρχουν και ουσιαστικές πολιτικές διαφορές μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού, κυρίως σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής.

Ωστόσο, αυτό ανήκει στο παρελθόν: Από τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ άλλαξε στάση και πλέον συγκαταλέγεται στους δηλωμένους αντιπάλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ευρωπαϊκή πολιτική έχει αλλάξει ριζικά. Αντιμέτωπες με μια υπαρξιακή απειλή, η Γερμανία και η Γαλλία οφείλουν να συνεργαστούν ξανά στενά και να αναλάβουν ηγετικό ρόλο. Οτιδήποτε λιγότερο θα ήταν καταστροφικό.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα