ΓΙΑΤΙ ΑΞΙΖΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ “ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΑΧΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ” ΣΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ;
Με αφορμή το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου, Η ιστορία μιας ματαίωσης – Το CCF και ο πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967), Αντίποδες, 2024.
Όταν ο μέσος άνθρωπος –πολλώ δε μάλλον ο Έλληνας– ακούει CIA, ο νους του πάει σε συνομωσίες, δολοπλοκίες, δολοφονίες και άλλα τέτοια. Εύλογα. Είτε κάποιος ανατρέχει στην παρουσία της υπηρεσίας αυτής στην Ελλάδα στο νωπό παρελθόν, είτε φέρνει εικόνες από σύγχρονα αμερικάνικα έργα με κατασκόπους, η δουλειά της CIA είναι ταυτισμένη με το υπόγειο, το κυνικό, το έκνομο και το αναγκαία ανήθικο. Η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι είναι το job description όλων των μυστικών υπηρεσιών στην οικουμένη, απλώς η CIA έχει το «προνόμιο» να είναι αυτή του ισχυρότερου κράτους στην υφήλιο και μάλιστα εκείνου που περισσότερο από κάθε άλλο εμπλέκεται στα καθ’ ημάς μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου.
Όμως η CIA δεν υπήρξε μόνο αυτό, αλλά έδωσε και μάχη ιδεών! Τη «μεγάλη μάχη για το νου και την καρδιά των ανθρώπων» που οι ΗΠΑ έπρεπε με κάθε τρόπο να κερδίσουν στον Ψυχρό Πόλεμο, ώστε να μπορούν όχι απλώς να εμπεδώσουν τη στρατιωτική τους ισχύ, αλλά να εδραιώσουν την ιδεολογική ηγεμονία του λεγομένου «ελεύθερου κόσμου». Πριν η Υπηρεσία φτάσει στην ανοχή ή και ενορχήστρωση πραξικοπημάτων (ή και εκ παραλλήλου) ενδιαφέρεται και για τον πολιτισμό.
Προσπαθεί να πείσει όσο γίνεται περισσότερους και όσο γίνεται πιο επιδραστικούς ανθρώπους στην οικουμένη ότι η Δύση είναι ο δρόμος της ελευθερίας και η ΕΣΣΔ ο κόσμος της καταπίεσης. Και επειδή όντως το δεύτερο ίσχυε απολύτως (ανάμεσα σε άλλα φυσικά) – το επίδικο δεν ήταν τόσο να τεκμηριωθεί αυτό, αλλά κυρίως να αναδειχθεί το πρώτο: γιατί η Δύση είναι μονόδρομος ελευθερίας. Καθόλου δεδομένο. Ούτε στην Ευρώπη ούτε στον υπόλοιπο κόσμο.
Όμως η CIA δεν υπήρξε μόνο αυτό, αλλά έδωσε και μάχη ιδεών! Τη «μεγάλη μάχη για το νου και την καρδιά των ανθρώπων» που οι ΗΠΑ έπρεπε με κάθε τρόπο να κερδίσουν στον Ψυχρό Πόλεμο.
Κάπως έτσι, η CIA ιδρύει το 1950 το Congress for Cultural Freedom (CCF) ώστε να μπορεί να διεξάγει αποτελεσματικά τον πολιτισμικό αγώνα, σε έναν κόσμο ο οποίος, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου, έλκεται επικίνδυνα από τη δύναμη των ιδεών της Αριστεράς και μάλιστα της πιο ανατρεπτικής της εκδοχής για τον δυτικό κόσμο, ήτοι της κομμουνιστικής. «Δεν μπορείς να νικήσεις τον Μαρξ με την Coca-cola» έλεγε ένας εκ των πρωταγωνιστών του εγχειρήματος CCF ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, εννοώντας πως τα καταναλωτικά αγαθά στα οποία οι ΗΠΑ είχαν ήδη αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία, δεν αρκούν για να νικηθεί ο αντίπαλος «στη μάχη της καρδιάς και του νου». Στην Ευρώπη εξάλλου, παραδοσιακά κυριαρχούσε ένας αυθεντικός πολιτισμικός αντιαμερικανισμός και η ιδέα του άξεστου και απολίτιστου Αμερικάνου δεν ήταν εύκολο να ξεριζωθεί από τον ορίζοντα των ευρωπαϊκών ελίτ.
Επομένως, το έργο του CFF ήταν να πολεμήσει μεν τον κομμουνισμό ως νοσηρή ιδέα αλλά την ίδια στιγμή να προτάξει και την εικόνα μιας νέας Αμερικής, που δεν ήταν μόνο Μalboro και Coca-cola. Για να γίνει αυτό λοιπόν, ο αντικομμουνισμός ως λάβαρο δεν αρκούσε στα σαλόνια των περισσότερων ευρωπαϊκών πρωτευουσών. «Το να είσαι κομμουνιστής είναι δυσάρεστο. Το να είσαι αντικομμουνιστής είναι επίσης δυσάρεστο – όχι βέβαια το ίδιο δυσάρεστο, αλλά δεν αξίζει στη ζωή να αντιπαρατίθεσαι απλώς σε κάτι» (σ. 230). Αυτό ήταν το μότο. Για να υλοποιηθεί, χρειάζονταν μυαλά που θα μπορούσαν και να αφουγκραστούν τον αντίπαλο και να συνομιλήσουν με επάρκεια μαζί του. Μυαλά που είχαν κάτι από τον νου του αντιπάλου. Κυρίως το τελευταίο.
Προσοχή όμως: για να γίνει αυτό, «η CIA δεν εξαγόρασε ούτε τα μυαλά ούτε τις ψυχές των διανοουμένων», όπως έγραφε σημαντικός ιστορικός της εποχής (σ. 396). Οι άνθρωποι τα ίδια θα έγραφαν και χωρίς τη χρηματοδότηση από τη CIA μέσω του CCF. Αντί όμως να τα γράφουν στο περιθωριακό υποχρηματοδοτούμενο περιοδικό της γωνιάς τους, χάρη στην οικονομική υποστήριξη από το CCF, ταξίδευαν, γνωρίζονταν και δικτυώνονταν. Πρώην κομμουνιστές και αριστεροί φιλελεύθεροι που πλαισίωσαν το Κογκρέσο, άνθρωποι που παλιότερα «ζούσαν στο πουθενά, άστεγες Κασσάνδρες που έβγαζαν τα δελτία και τα μικρά περιοδικά τους σε κάτι δωμάτια – τρύπες (…), όλα αυτά αλλάξανε με την ίδρυση του CCF to 1950» (σ.409).
Η CIA λοιπόν, πέραν από κυνική και αδίστακτη μυστική υπηρεσία υπήρξε πραγματικά ευφυής και πρωτοπόρα στο πεδίο του πολέμου των ιδεών. Ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της στο CCF, πραγματικά πίστευε ότι «όσο πιο αντιαμερικάνικο εμφανίζονταν τόσο πιο πειστικός θα ήταν ο αντικομμουνισμός του» (σ. 404).
ΓΙΑΤΙ ΟΜΩΣ ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;
Την ιστορία της δράσης του CCF στην Ελλάδα πραγματεύεται με τρόπο αριστοτεχνικό το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου που υπήρξε για μένα η αφορμή μύησης σε αυτόν τον συγκλονιστικό κόσμο της διπλωματίας των ιδεών στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ο Μπουρνάζος κατέθεσε όχι απλώς μια έξοχα τεκμηριωμένη μαρτυρία μιας μακράς διάρκειας (1950-1967), αλλά συνάμα ένα ιστορικο-πολιτικό δοκίμιο για το πώς διεξάγεται στην πράξη ο αγώνας για την ηγεμονία με την αυθεντική γκραμσιανή έννοια. Ο συνδυασμός δεν είναι απλός. Η αφήγηση άψογη: σαν ιστορικό μυθιστόρημα.
Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο αυτό δεν απευθύνεται μόνο σε ιστορικούς, αλλά και σε όσες κι όσους ενδιαφέρονται για τη διεξαγωγή και την έκβαση αυτής της μάχης σε οποιαδήποτε συγκυρία. Λέει με συναρπαστικό τρόπο πώς δίνεται αυτός ο αγώνας, πώς κερδίζεται, πώς υπονομεύεται και υπό ποιες συνθήκες εντέλει ματαιώνεται. Μέσα από τις σελίδες του, ξετυλίγεται ένας τρόπος δράσης της CIA εκλεπτυσμένος. Ένα μοντέλο άσκησης επιρροής και πειθούς. Τα μέλη του CCF δεν είναι «πράκτορες» ούτε μαριονέτες. Αυτοί είναι όμως που στη δεκαετία του 1950 προσφέρουν την καλύτερη υπηρεσία κατά της ΕΣΣΔ. Πολύ πιο αποδοτική από το κλασικό μακαρθικό μοντέλο ή φυσικά από εκείνο της Ελλάδας της εθνικοφροσύνης.
Είναι βέβαιο ότι στους Έλληνες αριστερούς θα φαίνεται βδελυρό ότι το Κογκρέσο είναι παιδί της CIA. Θα φαινόταν άραγε όμως το ίδιο αν σοβιετικές υπηρεσίες χρηματοδοτούσαν λ.χ. την Επιθεώρηση Τέχνης τον ίδιο καιρό; Διότι ουσιαστικά, και οι μεν και οι δε, τα ίδια περίπου θα έγραφαν ή θα λέγανε. Ο αντίκτυπος μόνο θα διέφερε. Και στις μέρες μας εξάλλου, τόσες και τόσες εκπληκτικές έρευνες πραγματοποιούνται με τη συνδρομή ιδρυμάτων και άλλων φορέων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Θα ήταν ανόητο να πιστεύαμε άνευ άλλου τινός, ότι αυτό οδηγεί στον αυτόματο εκμαυλισμό των δημιουργών τους.
Το να είσαι CIA και να μαζέψεις γραφίδες-ορκισμένους εχθρούς του κομμουνισμού, δεν σημαίνει ότι χρειάζεται καν να τους υπαγορεύσεις τι να πουν. Ας μου επιτραπεί εδώ μια κάπως ανορθόδοξη αναλογία με τα δικά μας: την εποχή του «αντισύριζα μετώπου», ήταν μάλλον αφελές να θεωρούμε ότι υπήρχε ένα «κέντρο» το οποίο έπρεπε να υπαγορέψει στις μανιασμένες γραφίδες τι θα πούνε. Μια χαρά το κάνανε και μόνοι τους. Εκεί που πραγματικά η συνταγή CCF υπήρξε πρωτοπόρα είναι ότι συνάμα ασκούσε σκληρή κριτική και στις ΗΠΑ, ενώ εδώ η μανία εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τόσο μονόπαντη (χωρίς κριτική δηλαδή στους αντιπάλους του) που πραγματικά στο τέλος ήταν σαν αδιάφορη οχλαγωγία.
Το μόνο εκδοτικό εγχείρημα που είχε κάτι από τον αέρα του Κογκρέσου πλην όμως χωρίς τη νοσηρή αύρα του χρηματοδότη του, στην Ελλάδα του ’60 υπήρξε το περιοδικό Εποχές του Χρήστου Λαμπράκη, στις οποίες αφιερώνεται ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου. Όλα τα άλλα ήταν απλώς αδιάφορα. Και για το λόγο αυτόν, οι Εποχές που σημειωτέων δεν εντάχθηκαν οργανικά στο CCF ήταν, με απόσταση, το μόνο εκδοτικό πείραμα που μπόρεσε στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του Κογκρέσου. Μια αποστολή «πολιτισμικής διαπαιδαγώγησης» με στόχο τη διαμόρφωση μιας νέας ελίτ αντιπροσωπευτικής όλων των τάσεων «με μόνη εξαίρεση εκείνες, οι οποίες βρίσκονται πέρα από τη σφαίρα της ελεύθερης πολιτιστικής δραστηριότητας» (σ. 310). Για το λόγο αυτόν, οι Εποχές πρωτίστως επιλέγουν τη σύγκρουση με την εθνικοφροσύνη και όχι με τον κομμουνισμό. «Δεν προκρίνουν τον αποκλεισμό των αριστερών ιδεών αλλά τη συνύπαρξη μαζί τους, τον διάλογο, την κριτική και την αντίκρουσή τους» (σ. 328) Ό,τι ακριβώς έκανε το CCF, αλλά ακριβώς επειδή οι Εποχές ήταν τέκνα του ευημερούντος Ομίλου Λαμπράκη, δεν είχαν ανάγκη τη χρηματοδότησή του.
Δεν πρόκειται απλώς για μια καινοτόμα τακτική: πρόκειται για την οργάνωση της αντιπαράθεσης με βάση την επιδίωξη της ιδεολογικής ηγεμονίας. Όπως όμως ορθά επισημαίνει ο συγγραφέας, «το σπάσιμο του αποκλεισμού των αριστερών ιδεών αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για ένα εκσυγχρονισμένο φιλελεύθερο σχέδιο, περιέχει όμως κι ένα ρίσκο: μπορεί το άνοιγμα να ωφελεί και – ή κυρίως και την Αριστερά. Το παιχνίδι είναι ανοιχτό και η έκβασή του άδηλη» (σ. 331).
Στην Ελλάδα λοιπόν το CCF δεν τα κατάφερε. Αλήθεια όμως, πώς να τα καταφέρει; Η ελληνική ιστορία υπονόμευσε τη σχέση αυτή από την αρχή. «Σαν το CCF να μην υπήρξε ποτέ» γι’ αυτήν τη χώρα, όπως λέει ο Μπουρνάζος (σ. 420). Ο συγγραφέας εξηγεί πώς το Κογκρέσο υπήρξε υποδειγματικά «άτυχο» στην Ελλάδα ή πιθανώς πώς η Ελλάδα υπήρξε άτυχη ως προς αυτό. Την χρονιά που ξεκίναγε, μόλις τελείωνε ο εμφύλιος και τη χρονιά που τελείωνε, ξεκινούσε η χούντα. Το παγκόσμιο τέλος του εγχειρήματος (1967), που προκύπτει όταν βγαίνουν στην επιφάνεια οι υπόγειες συναλλαγές μεταξύ CIA και CCF είναι ακόμη πιο πανούργο στην Ελλάδα. Η 21η Απριλίου εξ αντικειμένου οδηγεί σε ένα νέο τοπίο, όπου εμφατικά στο χώρο του πολιτισμού και των τεχνών, η συνοδοιπορία φιλελεύθερων αστών, αριστερών και κομμουνιστών αποτελεί πλέον διέξοδο ελευθερίας για όλους.
Από την άλλη, ο ελληνικός αντικομμουνισμός της εποχής δεν ήταν κατά κύριο λόγο (φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις) αστικής σοσιαλιστικής, ούτε καν φιλελεύθερης κοπής. Η ελληνική εθνικοφροσύνη, στον επαρχιακό φυλετισμό της, βλέπει τον κομμουνισμό ως εχθρό του ελληνισμού και όχι των ατομικών ελευθεριών τις οποίες η ίδια βίαζε εξίσου, αν όχι σκληρότερα την ίδια περίοδο. Οι Έλληνες σοβιετολόγοι δεν είναι οπαδοί της «Ανοιχτής Κοινωνίας» του Καρλ Πόπερ, αλλά οργανικοί διανοούμενοι του κράτους των εθνικοφρόνων, πρώην δωσίλογοι και, στη συνέχεια, πυλώνες της εφταετίας.
Με τέτοιο υλικό όμως ηγεμονία δεν χτίζεται… Μόνο βούρδουλας. Ας σκεφτούμε πώς ως σήμερα, 50 χρόνια μετά τη χούντα, παλιοί νοσταλγοί της εφταετίας με τα νέα ιμάτιά τους, πραγματικά δίνουν τον εαυτό τους για να «τελειώσει η αριστερή ηγεμονία» στη χώρα. Πώς αλήθεια να λειτουργούσαν τότε;
Πώς λοιπόν θα μπορούσε μια υπηρεσία σαν τη CIA τη στιγμή που συνομιλούσε με τους Παττακούς και τους Παπαδόπουλους να προωθεί μια τόσο προωθημένη στρατηγική συνεργασίας στην Ελλάδα; Φύσει αδύνατο. Η ιδεολογική ηγεμονία της ελληνικής «καχεκτικής δημοκρατίας» ήταν εξ ορισμού πολύ εύθραυστη για πόλεμο ιδεών. Χωρίς την πολυτέλεια να προσφεύγει στο όπλο της κριτικής, πολλώ δε μάλλον της αυτοκριτικής, μοιραία χρησιμοποιούσε κανονικά όπλα: εκτροπές, νοθείες και πραξικοπήματα.
Για το λόγο αυτό δίκαια ο Μπουρνάζος βάφτισε το συγκλονιστικό του βιβλίο «Η ιστορία μιας ματαίωσης». Η ιστορία αυτή είναι εν τέλει, μια υπόθεση εθνικής αυτογνωσίας. Γι’αυτό αξίζει πολύ.
To βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου, Η ιστορία μιας ματαίωσης – Το CCF και ο πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.