Ανδρέας Παπανδρέου Dimitris Kapantais / SOOC

Η ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ “ΕΛΥΣΕ” ΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Τι έγραφαν οι εφημερίδες όταν καταργήθηκε η ποινική δίωξη για μοιχεία στην Ελλάδα.

Η αποποινικοποίηση της μοιχείας στην Ελλάδα το 1982 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες νομοθετικές αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο της χώρας.

Ήταν μια μεταρρύθμιση που αντανακλούσε τις κοινωνικές αλλαγές της εποχής και σηματοδότησε μια νέα προσέγγιση στον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και την ισότητα των φύλων.

Η κατάργηση της ποινικής διάστασης της μοιχείας δεν ήταν απλώς μια νομική αλλαγή, αλλά μια τομή που έφερε την ελληνική κοινωνία πιο κοντά στις αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Η νομική κατάσταση πριν το 1982

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η μοιχεία στην Ελλάδα αποτελούσε ποινικό αδίκημα, το οποίο τιμωρούνταν με φυλάκιση. Ο Ποινικός Κώδικας προέβλεπε ότι ο απατημένος σύζυγος μπορούσε να καταγγείλει τη σύζυγό του, με αποτέλεσμα εκείνη –και ο εραστής της– να διώκονται ποινικά. Αν και θεωρητικά ο νόμος προέβλεπε ποινές και για τους άνδρες συζύγους που διέπρατταν μοιχεία, στην πράξη αυτό γινόταν σπάνια. Ο άνδρας τιμωρούνταν μόνο αν η εξωσυζυγική του σχέση λάμβανε χώρα στο συζυγικό σπίτι ή αν είχε “δημόσιο και προκλητικό χαρακτήρα”.

Αυτή η νομική ανισότητα αντικατόπτριζε τη βαθιά ριζωμένη πατριαρχική δομή της ελληνικής κοινωνίας. Οι γυναίκες υφίσταντο μεγάλη κοινωνική και νομική κατακραυγή για τη μοιχεία, ενώ οι άνδρες απολάμβαναν μεγαλύτερη ελαστικότητα. Παράλληλα, η ύπαρξη του νόμου λειτουργούσε ως μέσο κοινωνικού ελέγχου, διατηρώντας την εξουσία του άνδρα μέσα στον θεσμό του γάμου.

Ο θεσμός της προίκας, που ίσχυε μέχρι τότε, ενίσχυε την αντίληψη ότι ο γάμος αποτελούσε περισσότερο μια οικονομική συμφωνία παρά μια σχέση ισότιμων συντρόφων. Οι γυναίκες, εξαρτημένες οικονομικά και νομικά από τους συζύγους τους, βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Η απειλή της ποινικής δίωξης για μοιχεία ήταν ακόμη ένα μέσο καταπίεσης, το οποίο περιόριζε την αυτονομία τους.

Η αλλαγή του 1982 και το νέο Οικογενειακό Δίκαιο

Το 1982, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ προχώρησαν σε μια σειρά ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων που στόχευαν στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και την πλήρη κατοχύρωση της ισότητας των φύλων. Σε αυτό το πλαίσιο, ψηφίστηκε ο νόμος που καταργούσε την ποινικοποίηση της μοιχείας.

Η συγκεκριμένη αλλαγή εντάχθηκε σε μια ευρύτερη αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, που περιλάμβανε:

  • Την κατάργηση της προίκας, καταργώντας έτσι μια θεσμοθετημένη ανισότητα που λειτουργούσε εις βάρος των γυναικών.
  • Την αναγνώριση της ισότητας των δύο φύλων στον γάμο, διασφαλίζοντας ότι άνδρες και γυναίκες είχαν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις μέσα στη συζυγική σχέση.
  • Την εισαγωγή του πολιτικού γάμου, δίνοντας στους πολίτες την ελευθερία να επιλέξουν μια θρησκευτικά ουδέτερη ένωση.
  • Τη δυνατότητα κοινής επιμέλειας των παιδιών μετά το διαζύγιο, δίνοντας έμφαση στη συνεργασία των γονέων.
  • Την αποποινικοποίηση της μοιχείας που αποτέλεσε μία από τις πιο εμβληματικές τομές αυτής της μεταρρύθμισης, καθώς καταργούσε έναν ξεπερασμένο θεσμό που δεν ανταποκρινόταν πλέον στις αξίες μιας σύγχρονης κοινωνίας.

Οι επιπτώσεις της αποποινικοποίησης της μοιχείας

Η αποποινικοποίηση της μοιχείας είχε βαθιές κοινωνικές και νομικές προεκτάσεις. Από τη μία, αναγνώριζε το δικαίωμα στην προσωπική ζωή και την ελευθερία των ατόμων να διαμορφώνουν τις σχέσεις τους χωρίς τον φόβο ποινικών κυρώσεων. Από την άλλη, έβαλε τέλος σε μια νομική ανισότητα που λειτουργούσε καταπιεστικά κυρίως για τις γυναίκες.

Παράλληλα, η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε από έντονες αντιδράσεις. Συντηρητικοί κύκλοι της εποχής υποστήριξαν ότι η κατάργηση της ποινικής διάστασης της μοιχείας θα οδηγούσε στη διάλυση της οικογένειας και στη χαλάρωση των ηθικών αξιών. Ιδιαίτερα η Εκκλησία εξέφρασε σφοδρή αντίθεση, θεωρώντας ότι ο νέος νόμος υπονόμευε τη θρησκευτική έννοια του γάμου. Πιο συγκεκριμένα, η Εκκλησία της Ελλάδος αντέδρασε έντονα, υποστηρίζοντας ότι «η αποποινικοποίηση της μοιχείας θα κλονίσει τα θεμέλια της οικογένειας και του γάμου» (21 Ιανουαρίου 1982). Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου δεν έκανε πίσω και προχώρησε στη μεγάλη αλλαγή.

Ωστόσο, αν και η μοιχεία έπαψε να αποτελεί ποινικό αδίκημα, δεν σημαίνει ότι έπαψε να έχει νομικές συνέπειες. Στο Οικογενειακό Δίκαιο, η μοιχεία μπορεί ακόμη να ληφθεί υπόψη σε διαδικασίες διαζυγίου, εφόσον αποδεικνύεται ότι έχει επηρεάσει ουσιαστικά την έγγαμη συμβίωση. Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα σε διεκδικήσεις επιμέλειας παιδιών, εάν θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά ενός γονέα δεν ήταν προς το συμφέρον του παιδιού.

Η κοινωνική και ιστορική σημασία της μεταρρύθμισης

Η αποποινικοποίηση της μοιχείας το 1982 δεν ήταν μια μεμονωμένη νομική αλλαγή, αλλά μέρος ενός ευρύτερου κύματος εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Αντανακλούσε τη μεταβατική περίοδο που διένυε η χώρα, από μια κοινωνία αυστηρά παραδοσιακή σε μια πιο φιλελεύθερη και ισότιμη.

Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1980 άλλαζε με γρήγορους ρυθμούς. Το γυναικείο κίνημα είχε αποκτήσει δυναμική, διεκδικώντας ίσα δικαιώματα στην εργασία, την οικογένεια και την πολιτική ζωή. Η νομοθετική μεταρρύθμιση του 1982 έδωσε θεσμική υπόσταση σε αυτές τις αλλαγές, αποδεικνύοντας ότι η κοινωνία είχε ωριμάσει αρκετά ώστε να αποδεχθεί την ισότητα των φύλων ως αναπόσπαστο μέρος του δικαίου.

Σήμερα, η αποποινικοποίηση της μοιχείας θεωρείται αυτονόητη. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαφωνιών και συζητήσεων. Η μεταρρύθμιση αυτή υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη των κοινωνικών αντιλήψεων στην Ελλάδα και για την εδραίωση των ατομικών ελευθεριών.

Η αποποινικοποίηση της μοιχείας το 1982 αποτέλεσε σταθμό στην πορεία της Ελλάδας προς μια πιο δίκαιη και ισότιμη κοινωνία. Η αλλαγή αυτή δεν ήταν απλώς νομική, αλλά και βαθιά κοινωνική, ενισχύοντας τη θέση των γυναικών και κατοχυρώνοντας το δικαίωμα του ατόμου στην προσωπική ζωή. Με αυτή τη μεταρρύθμιση, η ελληνική κοινωνία έκανε ένα βήμα μπροστά, αφήνοντας πίσω της παρωχημένες αντιλήψεις και θεσμούς.

Η αντίδραση του Τύπου στην αποποινικοποίηση της μοιχείας

Η αποποινικοποίηση της μοιχείας το 1982 προκάλεσε συζητήσεις στον δημόσιο διάλογο, με τον Τύπο της εποχής να αντανακλά τις αντικρουόμενες απόψεις της κοινωνίας. Οι εφημερίδες, ανάλογα με την πολιτική και ιδεολογική τους τοποθέτηση, παρουσίασαν διαφορετικές οπτικές γωνίες, άλλες επικροτώντας την αλλαγή ως βήμα εκσυγχρονισμού και άλλες εκφράζοντας ανησυχίες για την ηθική συνοχή της ελληνικής οικογένειας.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι εφημερίδες δεν ήταν απλοί καταγραφείς των γεγονότων αλλά ενεργοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της συζήτησης που συνόδευσε τη μεγάλη αυτή κοινωνική αλλαγή.

Στην εφημερίδα “Τα Νέα” στις 24 Ιουλίου 1982 δημοσιεύτηκε συζήτηση στη Βουλή για την κατάργηση της μοιχείας ως ποινικό αδίκημα. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γ. Μαγκάκης, υποστήριξε ότι η ποινικοποίηση δεν προστατεύει τον γάμο, αλλά τα συμφέροντα του απατημένου συζύγου, και τόνισε ότι η μοιχεία ήταν παραδοσιακά τιμωρημένη λόγω της ανάγκης να διασφαλιστεί η “καθαρότητα” του γένους. Αντίθετα, οι πολέμιοι της αποποινικοποίησης υποστήριξαν ότι η μοιχεία πλήττει τη θεμελιώδη κοινωνική αξία του γάμου και πρέπει να παραμείνει αδίκημα. Άλλοι, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Π. Κανελλόπουλος, υπερασπίστηκαν την αποποινικοποίηση, θεωρώντας ότι η μοιχεία συχνά είναι το αποτέλεσμα οικογενειακών προβλημάτων. Ωστόσο, υπήρξαν φόβοι για την κατάρρευση της οικογένειας και της κοινωνικής ηθικής, με κάποιους να ανησυχούν για τις ηθικές συνέπειες και τη διάλυση των οικογενειακών δεσμών.

Η εφημερίδα “Ελεύθερη Ώρα” στις 23 Ιουλίου 1982 αναφέρεται συνοπτικά στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή για το ζήτημα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ υποστήριξαν ότι η μοιχεία δεν πρέπει πλέον να θεωρείται ποινικό αδίκημα, αλλά μόνο λόγος διαζυγίου. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία αντέδρασε, τονίζοντας ότι η κατάργηση του αδικήματος είναι λάθος.

Από την άλλη, στην εφημερίδα “Βραδυνή” στις 24 Ιουλίου 1982 (ρεπορτάζ Γ.Σταματόπουλος), ο τίτλος «Άλλα έλεγε περί μοιχείας ο κ. Μαγκάκης το 1967» στέκεται στη διαφοροποίηση της στάσης του υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος το 1967 είχε υποστηρίξει ότι η κατάργηση της ποινής για τη μοιχεία θα κλονίσει τη συζυγική πίστη. Εκείνη την εποχή, είχε εκφράσει την άποψη ότι η αποποινικοποίηση της μοιχείας θα οδηγούσε σε κοινωνικές και ηθικές επιπτώσεις, τονίζοντας τον κίνδυνο να νοθευτεί η συζυγική αφοσίωση. Ωστόσο, σήμερα ο κ. Μαγκάκης υποστηρίζει ότι η κατάργηση της ποινικής δίωξης για τη μοιχεία δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται η παραβίαση της συζυγικής πίστης, σημειώνοντας μάλιστα την ανάγκη να γίνει σαφές στην κοινή γνώμη ότι δεν αλλάζει η ηθική υποχρέωση για αφοσίωση και αγάπη εντός του γάμου.

Η εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” στις 24 Ιουλίου 1982 στέκεται στο ότι ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Γ. Σταμάτης χαρακτήρισε την απόφαση επικίνδυνη για την κοινωνία, ενώ η καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου, Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα, υποστήριξε ότι η αποποινικοποίηση πλήττει τον θεσμό της οικογένειας. Από την πλευρά του, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γ. Α. Μαγκάκης, υπερασπίστηκε την αποποινικοποίηση, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να παρεξηγηθεί η κατάργηση της ποινικής δίωξης ως μέσο παραβίασης της συζυγικής πίστης.

Την ίδια ώρα, η εφημερίδα “Ακρόπολις της Κυριακής” στις 25 Ιουλίου 1982 το πάει ένα βήμα παραπέρα και γράφει: “Πόσο άνδρες είναι σήμερα οι Έλληνες και πόσο γυναίκες είναι οι Ελληνίδες; Τώρα που η μοιχεία δεν είναι αδίκημα και το όριο ηλικίας των ανηλίκων μεγάλωσε, τι δείχνει το θερμόμετρο του σεξ; Οι νέοι «μπουχτήσαν» με τη σεξουαλική επανάσταση ή λείπει η αγάπη από τους σημερινούς πρόσκαιρους δεσμούς; Πόσο πιο «ορεξάτοι» είναι οι προχωρημένοι σε ηλικία; Γιατί υπάρχει έξαρση στον πληρωμένο έρωτα; Πόση «απιστία» κρύβουν οι σημερινοί γάμοι; Μιλάνε στην «Α» ειδικοί επιστήμονες που ερευνούν τα σεξουαλικά ήθη στην Ελλάδα αλλά και απλοί άνθρωποι με αυθορμητισμό και ειλικρίνεια.”

Η εφημερίδα “Έθνος” στις 24 Ιουλίου 1982 (ρεπορτάζ Θ.Ρουμπάνης) αναφέρει ότι η αντιπολίτευση εκφράζει έντονες ανησυχίες για την αποποινικοποίηση της μοιχείας, θεωρώντας ότι κλονίζεται η συζυγική πίστη και η οικογένεια. Ορισμένοι πολιτικοί ανησυχούν ότι το νομοσχέδιο θα οδηγήσει σε κοινωνικές συνέπειες, όπου τα παιδιά ενδέχεται να βιώσουν αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις. Στην αντίθετη πλευρά, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η κατάργηση της ποινικής δίωξης για τη μοιχεία είναι αναγκαία, καθώς το ισχύον σύστημα προκαλεί κοινωνικά προβλήματα και δεν λύνει τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.

*Πηγή: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής.

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα