AP Photo/Markus Schreiber

Η VOLKSWAGEN, Ο ΤΡΑΜΠ ΚΑΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΩΣΤΑΣ

Στην Ευρώπη και ιδίως τη Γερμανία ανησυχούν για ένα νέο εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, με νέους δασμούς κυρίως στην αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία έχει υπαχθεί στο χαρτοφυλάκιο του Έλληνα επιτρόπου. Ο Τραμπ όμως – τι έκπληξη! – δεν λέει όλη την αλήθεια στους ψηφοφόρους.

Την περασμένη Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες και έφεραν πίσω στο Λευκό Οίκο τον Ντόναλντ Τραμπ.

Μία ημέρα νωρίτερα, τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου στις Βρυξέλλες πραγματοποιήθηκε η ακρόαση του Έλληνα υποψηφίου Επιτρόπου Μεταφορών και Τουρισμού, Απόστολου Τζιτζικώστα.

Τι σχέση έχουν αυτά τα δύο; Ο Ντόναλντ Τραμπ προεκλογικά επαναλάμβανε διαρκώς “οι τελωνειακοί δασμοί είναι πολύ όμορφες λέξεις”, δημιουργώντας ανησυχία για ένα νέο “εμπορικό πόλεμο” ΗΠΑ- ΕΕ. Και το κυρίως ζήτημα είναι εάν θα επιβάλει δασμούς στην ευρωπαϊκή (κατά κύριο λόγο γερμανική) αυτοκινητοβιομηχανία. Η οποία πλέον υπάγεται στο χαρτοφυλάκιο των Μεταφορών, δηλαδή στην αρμοδιότητα Τζιτζικώστα.

Ο Έλληνας υποψήφιος Επίτροπος δέχθηκε ούτως ή άλλως κατά την ακρόαση του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής μεταφορών του Ευρωκοινοβουλίου ερωτήσεις για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία και συγκεκριμένα για τις επιπτώσεις της “πράσινης μετάβασης”.

Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι η Volkswagen ανακοίνωσε πρόσφατα την “επείγουσα ανάγκη” για κλείσιμο εργοστασίων και περικοπή χιλιάδων θέσεων εργασίας, μετά τη μείωση 64% στα κέρδη, η οποία οφείλεται στην πτώση των πωλήσεων ηλεκτρικών αυτοκινήτων αφενός στη Γερμανία λόγω περικοπών στις κρατικές επιδοτήσεις, αφετέρου στην Κίνα λόγω ανταγωνισμού από τοπικές εταιρίες.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΤΡΑΚΑΡΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΕ

“Όντως η αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων αυτή τη στιγμή αγκομαχεί, αλλά πρέπει να βρούμε πως θα διασφαλίσουμε τη μετάβαση”, υποστήριξε ο κ. Τζιτζικώστας. Και ξεκαθάρισε ότι η Κομισιόν δεν θέλει να φρενάρει το σχεδιασμό αυτό, αλλά να βοηθήσει την αυτοκινητοβιομηχανία να προχωρήσει επενδύοντας σε νέες τεχνολογίες, υπενθυμίζοντας ότι οι εταιρίες έχουν ακόμη 11 χρόνια για να πιάσουν τους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων.

Για να γίνει αυτό βέβαια πρέπει πρώτον τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα να είναι φθηνότερα και προσιτά στον μέσο πολίτη. Και δεύτερον να διασφαλιστεί ότι θα υπάρχουν σε όλη την ΕΕ οι κατάλληλες υποδομές για τη φόρτιση τους.

Ως προς το πρώτο, σύμφωνα με πληροφορίες το επόμενο διάστημα δυο μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες θα βγάλουν στην αγορά πιο προσιτά ηλεκτρικά ΙΧ με κόστος κάτω των 20.000 ευρώ. Σημειωτέον ότι σήμερα τα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα (που επιδοτούνται από το κινεζικό κράτος) κοστίζουν κατά μέσο όρο το μισό από τα ευρωπαϊκά, που συνήθως είναι premium μοντέλα και οχήματα πολυτελείας.

Ως προς το δεύτερο, τίθεται μεν το ερώτημα εάν μπορούν τα ευρωπαϊκά ηλεκτρικά δίκτυα να “σηκώσουν” το φορτίο που θα απαιτείται, αλλά ο σχεδιασμός προχωρά τουλάχιστον σε επίπεδο αυτοκινητοδρόμων.

Ο κ. Τζιτζικώστας αναφέρθηκε επίσης στη φορολόγηση των κινέζικων ηλεκτρικών αυτοκινήτων που εισάγονται στην ΕΕ. Τόνισε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιδότηση τους από το κινεζικό κράτος, καθώς οδηγεί σε αθέμιτο ανταγωνισμό με τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες. Όμως οι Γερμανοί είναι αλλεργικοί σε οποιαδήποτε πολιτική δασμών, σε αντίθεση με τη Γαλλία που είναι υπέρ πολιτικών προστατευτισμού.

Η “ΑΠΕΙΛΗ” ΚΑΙ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ

Και ενώ η Ευρώπη αναζητεί για άλλη μία φορά τις δικές της εσωτερικές ισορροπίες καλείται να αντιμετωπίσει τον απρόβλεπτο Τραμπ.

Η Γερμανία -που έχει μπει σε νέα πολιτική κρίση- είναι η “ατμομηχανή” της Ευρώπης, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Προεκλογικά ο Τραμπ είχε εξαγγείλει δασμούς 60% στις εισαγωγές από την Κίνα (η οποία είναι που κυρίως τον απασχολεί) και 20% για τις εισαγωγές από τις υπόλοιπες χώρες.

Τη Γερμανία ανησυχεί ιδίως το ενδεχόμενο επιβολής δασμών στην αυτοκινητοβιομηχανία και τη φαρμακοβιομηχανία της, τους δύο βασικούς εξαγωγικούς κλάδους. Σημειωτέον ότι δασμοί 20% θα σήμαιναν ζημία 50 δισ ευρώ το χρόνο συνολικά για την ΕΕ. Όσον αφορά στην Ελλάδα, πέραν του πλήγματος στις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στις ΗΠΑ, οι κραδασμοί από τυχόν πλήγμα στη γερμανική οικονομία είναι βέβαιο ότι θα φτάσουν και στη χώρα μας. Ενώ το σενάριο επιβολής δασμών ως αντίποινα και από την Κίνα θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία παγκόσμια οικονομική κρίση…

Ο Τραμπ όμως -τι έκπληξη!- δεν είπε όλη την αλήθεια στους Αμερικανούς πολίτες, προκειμένου να υφαρπάξει την ψήφο τους. Πώς θα επιβάλλει πχ. δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα τη στιγμή που μεγάλο ποσοστό των γερμανικών αυτοκινήτων που κυκλοφορούν στις ΗΠΑ είναι Made in USA; Η BMW, η Mercedes- Benz, η Volkswagen έχουν εργοστάσια κυρίως στην Αλαμπάμα και την Καρολίνα, με δεκάδες χιλιάδες Αμερικανούς εργαζόμενους. Ενδέχεται βέβαια η κυβέρνηση του να ισχυριστεί ότι θέλει να φέρει περισσότερα εργοστάσια στις ΗΠΑ, αλλά πως θα γίνει αυτό εάν οι μητρικές εταιρίες δυσκολεύονται με τους δασμούς; Επίσης ο Τραμπ έχει υποσχεθεί μείωση φόρων στις βιομηχανίες στις ΗΠΑ. Θα ισχύει αυτό και για ξένες εταιρείες με εργοστάσια σε αμερικανικό έδαφος;

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΟΝ ΜΑΣΚ

Αλλά μην ξεχνάμε ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της Tesla, η οποία βεβαίως κατασκευάζει ηλεκτρικά αυτοκίνητα: Ο Έλον Μασκ, ο οποίος στήριξε ένθερμα τον Τραμπ, ο οποίος διέκοψε τα σχέδια παραγωγής φθηνού Cybercar και ο οποίος θέλει να διακοπεί η στήριξη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στις παραδοσιακές αυτοκινητοβιομηχανίες προκειμένου να κάνουν τη μετάβαση στα ηλεκτροκίνητα οχήματα.

«Αφαιρέστε τις επιδοτήσεις. Αυτό μόνο θα βοηθούσε την Tesla», είχε γράψει ο Μασκ στο X τον Ιούλιο.

Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε χορηγήσει δάνεια ώστε οι αυτοκινητοβιομηχανίες να επενδύσουν σε εργοστάσια για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων, μπαταριών και σταθμών φόρτισης και είχε θεσπίσει πίστωση φόρου 7.500 δολαρίων για τους αγοραστές ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Στο χώρο της αμερικανικής βιομηχανίας αυτοκινήτων θεωρείται δεδομένο ότι ο Τραμπ θα καταργήσει τις ρυθμίσεις αυτές. Έτσι -και σε συνδυασμό με δασμούς στα εισαγόμενα ηλεκτρικά ΙΧ- θα βοηθήσει τον Μάσκ, ο οποίος είδε τις παγκόσμιες πωλήσεις της Tesla να πέφτουν 2% τους πρώτους εννέα μήνες του 2024 λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού από την ΕΕ και κυρίως φυσικά από την Κίνα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα