ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ

ΟΙ ΠΑΙΔΟΒΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Στη δίκη για την υπόθεση του Κολωνού για μια ακόμη φορά φάνηκε πώς οι δικαστές μπορούν να προκαλέσουν την εύλογη οργή της ελληνικής κοινωνίας.

Είναι εντελώς αποκαρδιωτικό το 2024, με τόση συσσωρευμένη και διαθέσιμη γνώση, με τόσες επιστημονικές αναλύσεις και τεκμήρια, με τόσες βιωμένες τραυματικές εμπειρίες να πρέπει να επαναλαμβάνονται και να διατρανώνονται τα αυτονόητα που απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα των παιδιών αλλά και από την ίδια την κοινή λογική.

Και μάλιστα αυτό να γίνεται ως αναγκαίος αντίλογος στον θεσμό που εξ’ ορισμού θα έπρεπε να διαφυλάττει αυτά τα δικαιώματα και να αποδίδει ευθύνες όταν καταπατώνται βάναυσα, στη δικαιοσύνη. Δυστυχώς συμβαίνει κατ’ επανάληψη, πυροδοτώντας (ευτυχώς) την εύλογη οργή της κοινωνίας που εν τέλει όταν οι θεσμοί αποδεικνύονται απελπιστικά κατώτεροι των περιστάσεων, αποτελεί τη μοναδική ασπίδα των θυμάτων.

Κυριολεκτικά εμβρόντητες/οι πληροφορηθήκαμε πριν λίγες μέρες την εισαγγελική πρόταση στην δίκη για την υπόθεση παιδοβιασμών και τράφικινγκ του Κολωνού. Η εισαγγελέας ούτε λίγο ούτε πολύ πρότεινε την απαλλαγή του κατηγορούμενου Ηλία Μίχου από τις κατηγορίες του βιασμού και της μαστροπείας. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως «ήταν ερωτευμένος» με το 12χρονο παιδί.

Το ίδιο ισχυρίζεται και ο πρωτόδικα καταδικασμένος ιστιοπλόος για την υπόθεση βιασμού της Α. που έφερε ενώπιων των αρχών η Σοφία Μπεκατώρου και η οποία, επίσης, τότε ήταν 12 χρονών. Σε μια αλγεινή στιγμή για τα δικαστικά πεπραγμένα το δικαστήριο στην απόφαση του ενστερνίστηκε στην ουσία τον ανεκδιήγητο ισχυρισμό, αθωώνοντας τον για την κατηγορία του βιασμού και καταδικάζοντας τον μόνο για το αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια – ασκήθηκε έφεση για την απαλλαγή από την κατηγορία του βιασμού από εισαγγελέα εφετών και πλέον η υπόθεση εκδικάζεται σε δεύτερο βαθμό.

Και στις δύο περιπτώσεις και σε άλλες παρόμοιες προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα για την επάρκεια, την καταλληλότητα και την ποιότητα των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών που μοιάζουν να αποδέχονται τα αφηγήματα των κατηγορουμένων και θεωρούν πως είναι δυνατό ένα παιδί 12,13, 14 ετών να συναινεί σε σεξουαλικές επαφές μ’ έναν ενήλικα. Εκ των πραγμάτων δεν είναι. Για να υπάρχει συναίνεση στη σεξουαλική πράξη, απαιτείται να υπάρχουν οι όροι που εγγυώνται την ελεύθερη και συνειδητή έκφραση της συναίνεσης.

Όταν μιλάμε για ανήλικα παιδιά, τα οποία φέρουν την ευαλωτότητα της παιδικής ηλικίας και για ενήλικες, η διαφορά ισχύος είναι αβυσσαλέα και αγεφύρωτη, είναι διαφορά εξουσίας, κοινωνικού, γνωστικού και πολιτισμικού κεφαλαίου, ψυχοσεξουαλικής ωρίμανσης, ταξικού και έμφυλου προνομίου. Δεν υφίσταται κανένα έδαφος για να εκδηλωθεί η συναίνεση και γι’ αυτό δεν απαιτείται να αποδειχθεί τίποτα, ούτε χρήση βίας ή απειλή – παρότι υπήρχαν και αυτές οι διαστάσεις και στις δύο περιπτώσεις. Αλλά δεν χρειάζεται. Μόνο η ηλικία των θυμάτων και των δραστών αρκεί για να τυποποιηθεί νομικά και ηθικά το έγκλημα του βιασμού.

Οποιαδήποτε αμφισβήτηση αυτής της κομβικής παραδοχής είναι επιστημονικά ανυπόστατη, νομικά έωλη και κοινωνικά επιβλαβής. Το έθεσε ρητά και απερίφραστα και η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος αναφερόμενη στην εισαγγελική πρόταση για τη δίκη του Κολωνού: «Τονίζουμε ότι θεωρούμε ως ηθικά απορριπτέα όσο και επιστημονικά αβάσιμη, οποιαδήποτε πρόταση που βασίζεται στο ότι ένα παιδί 12 ετών θα μπορούσε να συναινέσει σε σεξουαλική πράξη με ενήλικα.»

Πως γίνεται, όμως, ένας/μια δικαστικός λειτουργός να αγνοεί ή να απαξιώνει τέτοια δεδομένα; Είτε πρόκειται για απροκάλυπτη μεροληψία υπέρ των ισχυρών, είτε για ιδεολογικό μίσος προς ταξικά και έμφυλα μη προνομοιούχα υποκείμενα, είτε για άλλα φαινόμενα που ενέχουν και ποινικό ενδιαφέρον, είναι κρίσιμο. Πρέπει να κριθεί, να αξιολογηθεί και να ζητηθεί λογοδοσία, γιατί καταφανώς ακυρώνεται ο ρόλος που επιτελεί το δικαστικό σώμα στο πλαίσιο του κράτους δικαίου.

Το να αφήνονται στο απυρόβλητο εξωφρενικές εισαγγελικές προτάσεις ή δικαστικές αποφάσεις που δεν έχουν κανένα υποστύλωμα όχι μόνο στο κοινό περί δικαίου αίσθημα αλλά και στις θεμελιώδεις αρχές για τα δικαιώματα των παιδιών και την αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας, βαθαίνει το ρήγμα εμπιστοσύνης μεταξύ της κοινωνίας και της δικαιοσύνης και μετατρέπει τα δικαστήρια σε αρένες κοινωνικού δαρβινισμού, όπου επικρατεί ο νόμος του δυνατού, δηλαδή η ασυδοσία των κάθε λογής παιδοβιαστών, μαστροπών, κακοποιητών. 

Η δικαιοσύνη θέλουμε και πρέπει να λειτουργεί αποκαταστατικά ως προς τα θύματα και παιδαγωγικά ως προς την κοινωνία. 

Αντιτείνουν κάποιοι πως ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις στο βαθμό που παραμένει το αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια (και ορισμένα ακόμα αδικήματα στη δίκη του Κολωνού), το οποίο τιμωρείται με βαριές ποινές, οι δράστες δε μένουν εντελώς ατιμώρητοι. Ωστόσο, είναι κάπως τυπολατρική και μικρονοική αντίληψη.

Το διακύβευμα όταν απευθύνεσαι στη δικαιοσύνη δεν είναι απλά η ποινή και ούτε έχει νόημα να διολισθήσουμε σε μια μονολιθική προσκόλληση στις ποινές. Είναι αποπροσανατολιστικό και συσκοτιστικό. Το διακύβευμα είναι τι αναγνωρίζεται ως έγκλημα, ως μη αποδεκτή συμπεριφορά, στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης Πολιτείας, πως διασφαλίζεται η προστασία των θυμάτων της εγκληματικότητας, πως ξηλώνονται οι ταξικές, εθνοτικές, φυλετικές, έμφυλες και σεξουαλικές ιεραρχίες, ποια μηνύματα εκπέμπονται στην κοινωνία και στα μελλοντικά θύματα, αν ενθαρρύνονται κακοποιητικές ενέργειες και προβληματικά στερεότυπα ή αν αποδοκιμάζονται.. Η δικαιοσύνη θέλουμε και πρέπει να λειτουργεί αποκαταστατικά ως προς τα θύματα και παιδαγωγικά ως προς την κοινωνία. 

Όταν λοιπόν ένας/μια εισαγγελέας υπονοεί πως ένα 12χρονο παιδί συναίνεσε σε σεξουαλική πράξη μ’ έναν ενήλικα, διαπράττει ένα τεράστιο σφάλμα με πολλαπλές και ανυπολόγιστες συνέπειες. Επαναθυματοποιεί και στιγματίζει τα θύματα που νιώθουν ματαιωμένα, παρέχει θεσμικό επίχρισμα στις ανατριχιαστικές αντιλήψεις που σεξουαλικοποιούν τα παιδιά, ενισχύει την κουλτούρα βιασμού και αποτρέπει μελλοντικά θύματα από το να καταγγείλουν και να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, συμβάλλοντας στη διαιώνιση της στρατηγικής της σιωπής.

Γιατί αλήθεια εάν ένα δικαστήριο δεν πιστέψει ότι ένα 12χρονο παιδί βιάστηκε από έναν 30αρη, 40αρη, 50αρη, με ποιο σθένος, ποιο κίνητρο, ποια εμπιστοσύνη θα πάει ένα οποιοδήποτε άτομο που έχει υποστεί βιασμό χωρίς αυτή τη διαφορά ηλικίας, χωρίς σημάδια στο σώμα, χωρίς μάρτυρες αλλά με μια καθόλα αληθινή εμπειρία κακοποίησης και βιασμού να αναζητήσει δικαίωση; Αναμενόμενα θα φοβηθεί πως δεν θα την πιστέψουν και θα βυθιστεί στη ντροπή.

Όταν αγωνιζόμαστε να γίνει σαφές πως η συναίνεση και μόνο η συναίνεση αποτελεί κριτήριο για την τυποποίηση του βιασμού και κάνουμε τάλιρα το τι σημαίνει συναίνεση, ότι είναι ενημερωμένη, ότι σημαίνει ενθουσιώδες ναι σε κάθε πράξη και κάθε πρακτική, ότι μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή, σε συνθήκες που μπορείς ελεύθερα να εκφράσεις τη συναίνεση σου, δηλαδή έχεις τις αισθήσεις σου, έχεις πλήρη διαύγεια, δεν υπάρχει σχέση απειλής, εκβιασμού, αιχμαλωσίας και προφανώς δεν είσαι ένα ανήλικο παιδί, τέτοιες απόψεις δικαστικών λειτουργών μας πάνε δεκαετίες πίσω, στον πιο κολλώδη βάλτο της πατριαρχίας και της ηγεμονίας των κακοποιητών.

Αλίμονο αν το επιτρέψουμε. Η δικαστική απόφαση για την υπόθεση παιδοβιασμών και τραφικινγκ στον Κολωνό αναμένεται να εκδοθεί άμεσα για να μη λήξει το 18μηνο της προφυλάκισης του πρώτου κατηγορούμενου Ηλία Μίχου – ευελπιστούμε δηλαδή ότι το δικαστήριο θα λάβει αυτήν τη μέριμνα. Το αν θα ευθυγραμμιστεί με την εισαγγελική πρόταση ή θα την απορρίψει ως απαράδεκτη όπως της αρμόζει, μας αφορά. Είναι υπόθεση της κοινωνίας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα