Συνεδρίαση στη Βουλή Nick Paleologos/SOOC

“ΡΑΓΙΣΕ ΤΟ ΓΥΑΛΙ” ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΤΟ 2024;

Είναι τα στοιχεία απόκλισης περισσότερα από αυτά της σύγκλισης για ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά; Τι επιφυλάσσει η χρονιά που έρχεται;

Η προοπτική της συμπόρευσης των κομμάτων του λεγόμενου «προοδευτικού χώρου» είναι ένα θέμα που συζητείται με αξιοσημείωτη περιοδικότητα τα τελευταία 6 χρόνια. Σε μια περίοδο που η Νέα Δημοκρατία παραμένει κυρίαρχη πολιτικά κερδίζοντας (έστω και με απώλειες) απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις.

Το 2024 εκπνέει δημιουργώντας ερωτήματα για το αν η όποια συζήτηση θα μπορούσε να έχει κάποια στιγμή «απτά» αποτελέσματα. Ιδίως όταν τα (όμορα) κόμματα που κατά κύριο λόγο εμπλέκονται, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά, αν και έχουν αρκετά κοινά στοιχεία στην κριτική τους προς την κυβέρνηση Κ.Μητσοτάκη, παρουσιάζουν ταυτόχρονα και αισθητές ενδείξεις απόκλισης.

Δείγματα απομάκρυνσης

Ένα σαφές δείγμα αντιπαράθεσης – σε κορυφαίο επίπεδο- ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ είχαμε στις 5 Δεκεμβρίου στη Βουλή. Όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Σωκράτης Φάμελλος βρέθηκαν ταυτοχρόνως στην αίθουσα του κοινοβουλίου σε νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το ζήτημα του κατώτατου μισθού. Στην ίδια συνεδρίαση είχε προηγηθεί νωρίτερα το πρωί ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η αρχή έγινε από το πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ που κάλεσε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ για τη συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό. Με αναφορές στο ζήτημα των υποκλοπών επιρρίπτοντας στο ΠΑΣΟΚ πως λειτουργεί «λες και οι υποκλοπές δεν έγιναν ποτέ» και προσθέτοντας πως «η κοινωνία και η χώρα δεν χρειάζονται μια συναινετική και βολική αντιπολίτευση. Χρειάζονται μια ανατρεπτική αντιπολίτευση η οποία θα φτάσει μέχρι και την ανατροπή της Κυβέρνησης».

Στις αναφορές αυτές είχε απαντήσει ο Νίκος Ανδρουλάκης σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί τακτική που συνιστά «κατήφορο» όταν αφήνει τέτοια υπονοούμενα για το ζήτημα των υποκλοπών. Ενώ για τα περί συναίνεσης είπε πως «το ΠΑΣΟΚ θα κάνει αξιόπιστη, προγραμματική, δυναμική και δομική Αντιπολίτευση, αλλά χωρίς τοξικότητες. Επιτρέψτε μας να χαράξουμε τον δικό μας δρόμο, που πιστεύουμε ότι θα οδηγήσει το γρηγορότερο δυνατό τη Νέα Δημοκρατία στην αντιπολίτευση και όχι τον δικό σας δρόμο που έκανε δύο φορές κυβέρνηση».

Επίσης στην ίδια συνεδρίαση οι δύο πολιτικοί αρχηγοί διαφώνησαν σχετικά με τις προτάσεις τους για την φορολόγηση των τραπεζών. Με τον Σωκράτη Φάμελλο να θεωρεί την πρόταση του ΠΑΣΟΚ ανεπαρκή λέγοντας πως «η πρόταση που καταθέσαμε εμείς έχει δεκαπλάσια έσοδα και θα δημιουργήσει αν θέλετε και ένα αντικίνητρο στην αισχροκέρδεια των τραπεζών» διευκρινίζοντας ότι αφορά την τακτική φορολόγηση των ιδρυμάτων. Αντίστοιχα ο Νίκος Ανδρουλάκης δήλωσε πως «τ5% στα 4,87 δισεκατομμύρια ευρώ κερδών του 2023, αντιστοιχεί σε 243 εκατομμύρια ευρώ. Ανάλογο ποσό -και μεγαλύτερο- είναι για το 2024. Άρα, είναι συνολικά 500 εκατομμύρια ευρώ» επισημαίνοντας ότι αυτό δεν επηρεάζει την τακτική φορολόγηση των τραπεζών.

Ένα δεύτερο δείγμα ήταν το θέμα που έθεσε η Νέα Αριστερά στη συζήτηση του προϋπολογισμού του 2025 που ψηφίστηκε στις 15 Δεκεμβρίου, ζητώντας από τα κόμματα του κέντρου και της αριστεράς να μην υπερψηφίσουν τις στρατιωτικές δαπάνες.

Ο Αλέξης Χαρίτσης είχε δηλώσει χαρακτηριστικά πως η στάση που θα κρατήσει τα δύο κόμματα στη Βουλή θα είναι κριτήριο για τις σχέσεις που θα διαμορφώσει η Νέα Αριστερά μαζί τους. Σε συνέντευξή του μάλιστα είχε αναφέρει πως το «αν ερχόμαστε πιο κοντά ή φεύγουμε μακριά, δεν έχει να κάνει με τη στάση που κρατά σε πολύ συγκεκριμένα ζωτικά ζητήματα. Οι πολιτικές συγκλίσεις και αποκλίσεις δεν καθορίζονται από ένα και μόνο ζήτημα, είναι πολύ ευρύτερο. Αλλά προφανώς, έχει μεγάλη σημασία τι στάση κρατάς σε αυτά». Όπως είναι γνωστό το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισαν τις αμυντικές δαπάνες με τον Αλέξη Χαρίτση να μιλάει για το «στρατόπεδο των αντιπάλων και των εξοπλισμών» επισημαίνοντας πως «συναινούν λοιπόν και το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ στο παράγγελμα του κυρίου Ρούτε (γ.γ του ΝΑΤΟ) και στην πολιτική της κυβέρνησης».

Αντίστοιχο πεδίο αντιπαράθεσης ήταν και η πρωτοβουλία της Νέας Αριστεράς να προτείνει για το Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον επικεφαλής της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο. Κίνηση που κρίθηκε ως βιαστική τόσο από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ όσο και από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αφέθηκαν μάλιστα υπονοούμενα, κυρίως από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, πως η πρωτοβουλία της Νέας Αριστεράς «έκαψε» ουσιαστικά αυτή την υποψηφιότητα.

Τακτικές και στόχοι

Οι περισσότερες από τις παραπάνω συμπεριφορές, σχετίζονται με τις θέσεις αρχών των κομμάτων. Μπορεί όμως να εξηγηθεί και σε επίπεδο πολιτικής τακτικής.

Είναι εμφανές ότι η «πρωτοκαθεδρία» που φαίνεται να απολαμβάνει το ΠΑΣΟΚ στον χώρο της αντιπολίτευσης μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, σε συνδυασμό με την τυπική του ανάδειξη σε αξιωματική αντιπολίτευση ζητήματα στους σχηματισμούς που βρίσκονται στα αριστερά του και κυρίως στη ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι φανερό πως στην Κουμουνδούρου θεωρούν πως το επόμενο διάστημα η πορεία ανάκτησης της πολιτικής επιρροής του κόμματος μετά την περίοδο της προεδρίας του Στέφανου Κασσελάκη «περνά» μέσα από τη διατήρηση ενός «μετώπου» με το ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα όμως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μπορέσει να ισορροπήσει αυτή την άποψη με τη θέση που έχει υπερψηφίσει στις αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του για πρωτοβουλίες συμπόρευσης των προοδευτικών δυνάμεων. Δεδομένα που έχουν προφανώς αντιφατικά στοιχεία.

Σε αυτά πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και την ανάγκη του ΣΥΡΙΖΑ για εσωτερική ενότητα, ιδίως από τη στιγμή που ο δεύτερος στην πρόσφατη αναμέτρηση για την προεδρία του κόμματος, ο Παύλος Πολάκης, είναι αρνητικός σε μια τυπική προοπτική συμπόρευσης με το ΠΑΣΟΚ, ενώ σύμφωνα με τις δηλώσεις του. αμέσως μετά τις εσωκομματικές εκλογές, εκφράζει «τον μισό ΣΥΡΙΖΑ».

Αντίστοιχα η Νέα Αριστερά καλείται επίσης να αναζητήσει τη διεύρυνση της πολιτικής της επιρροής μετά το αρνητικό για αυτό το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Μια πορεία που περνάει σαφώς από την οριοθέτησή της σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως και η ανάδειξη των δικών της πολιτικών χαρακτηριστικών. Παρόλα αυτά και η Νέα Αριστερά λογίζεται στις δυνάμεις που κινούνται στην λογική της διαμόρφωσης αντιδεξιού μετώπου.

Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ έχει μπει σε μία πορεία «αλλαγής πίστας» όπως λένε συχνά στην Χαριλάου Τρικούπη. Επιβεβαιώνεται να κεφαλαιοποιήσει τη δυναμική που έχει αποκτήσει το τελευταίο διάστημα και να εδραιωθεί ως εναλλακτικός πόλος στη Νέα Δημοκρατία για τη διακυβέρνηση της χώρας. Πρωτίστως εστιάζει την ενίσχυση των «κυβερνητικών» των χαρακτηριστικών, όσο και σε οργανωτικές κινήσεις που θα το «γειώσουν» περισσότερο με την ελληνική κοινωνία. Όπως φαίνεται στην Χαριλάου Τρικούπη δεν αναζητούν «κόντρες» με τα κόμματα της αριστεράς. Από την άλλη όμως δηλώνουν ότι θα απαντήσουν όταν δέχονται προκλήσεις. Για την ώρα λοιπόν το ΠΑΣΟΚ δεν θα «ψαχτεί» για έντονες κινήσεις συμπορεύσεων δίχως όμως να τις αποκλείσει ή να τις αναθεωρήσει. Η Δεδομένη μάλιστα πρέπει να θεωρείται και θέση που έχει επίμονα εκφράσει σε δηλώσεις του ο Νίκος Ανδρουλάκης σχετικά με το ότι δεν στοχεύει ή δεν σκέπτεται συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία.

Παράγοντες «σύγκλισης»

Αν όλα τα παραπάνω συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παράγοντες «απόκλισης» των κομμάτων του χώρου του κέντρου και της αριστεράς, δεν μπορεί κανείς να υποτιμήσει και τους υπαρκτούς παράγοντες «σύγκλισης». Μάλιστα ορισμένοι εξ αυτών έχουν και …ονοματεπώνυμο.

Ως βασικός στην κατηγορία αυτή μπορεί να αποτιμηθεί ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πρώην πρωθυπουργός διαθέτει βεβαίως την ιδιότητα του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ δίχως όμως αυτό να του στερεί τη δυναμική μιας διακριτικής παρέμβασης στις πολιτικές. Μάλιστα το τελευταίο διάστημα φαίνεται να «χτυπά πιο δυνατά τα καμπανάκια» για την ανάγκη ενός διαλόγου στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς.

Η ενδεικτική ήταν η τελευταία συνέντευξη όπου μεταξύ άλλων επισήμανε πως είναι «ανάγκη να υπάρξει μια στοιχειώδης συνεννόηση ανάμεσα στις κατακερματισμένες πολιτικές δυνάμεις» και «αν είναι δυνατόν και ένας συντονισμός σε κοινοβουλευτικό επίπεδο». Επίσης αναφερόμενος στις επόμενες εκλογές τόνισε ότι δεν θα μπορέσει να υπάρξει κυβέρνηση προοδευτικών δυνάμεων «αν δεν κινούνται οι ηγεσίες των δυνάμεων του προοδευτικού χώρου σε αυτή την κατεύθυνση».

Ανάλογες επισημάνσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται και από τα στελέχη που συσπειρώνονται γύρω από τη Διονύση Τεμπονέρα, που επανέρχεται πιο ενεργά στα τεκταινόμενα στην Κουμουνδούρου. Στην πυκνή αρθρογραφία του ο γνωστός εργατολόγος επισημαίνει πως τα κόμματα του προοδευτικού χώρου «ή θα συνεννοηθούν σε προγραμματική βάση ή θα μείνουν στις διαπιστώσεις και στον άγνο μεταξύ τους ανταγωνισμό παρακολουθώντας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές να κυριαρχούν».

Πάντως δεν μπορεί κανείς να «αντισταθεί στον πειρασμό» του να επισημάνει το εξής παράδοξο: Ένας από τους βασικούς παράγοντες ομοιομορφοποίησης του χώρου της κεντροαριστεράς πιθανότατα να είναι ο …Κυριάκος Μητσοτάκης! Κυρίως γιατί το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται να διαμορφώνει μια ενιαία τακτική με την οποία αντιμετωπίζει τον χώρο της αντιπολίτευσης (αυτός που δεν κινείται στα δεξιά της).

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της φορολόγησης των τραπεζικών ιδρυμάτων. Παρότι το τελευταίο διάστημα κατατέθηκε από ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά αλλά και το ΚΚΕ, τέσσερις προτάσεις με σημαντικές διαφορές τόσο στις αφετηριακές θέσεις όσο και στην ένταση των μέτρων που προτείνουν η Νέα Δημοκρατία τις αντιμετώπισε με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα: Κατηγορώντας τις προτάσεις που κατατέθηκαν. ως «ακοστολόγητες» και «αντιευρωπαϊκές» και τα κόμματα που τις κατέθεσαν ως «λαϊκίστικα» και «ανεύθυνα»…

Το 2025

Το ερώτημα του αν θα δείξει προοπτική βαθύτερης συνεργασίας ανάμεσα στις δυνάμεις του λεγόμενου «προοδευτικού χώρου» θα μείνει όπως όλα μετέωρο ενώ «ανατέλλει» το 2025.

Είναι σαφές όμως ότι πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία των κομμάτων που εμπλέκονται σε αυτή την υπόθεση και ιδίως από την τάση που θα παρουσιάσει η πολιτική τους επιρροή. Στοιχείο που έμμεσα παραπέμπει στους πολίτες – ψηφοφόρους που ίσως αναδεικνύονται ως ο βασικός παράγοντας διαμόρφωσης των εξελίξεων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα