ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΟΜΦΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΜΠΗ
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στηρίχθηκε από τους βουλευτές της. Παραμένουν όμως όλα όπως ήταν;
«Ε και τι έγινε;». Αυτή θα μπορούσε να είναι η απορία ενός πολίτη που πληροφορήθηκε ότι η πρόταση δυσπιστίας για το «Έγκλημα στα Τέμπη» -που επί τρεις μέρες συζητήθηκε στην Βουλή- κατέληξε στο να πάρει 157 ψήφους η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ότι η Ν.Δ μπόρεσε, δηλαδή, να ανανεώσει την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου, ενώ τα ερωτήματα για το πολύνεκρο δυστύχημα της 28ης Φεβρουαρίου που στοίχισε την ζωή σε 57 ανθρώπους παραμένουν μετέωρα και αναπάντητα.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα ή μήπως υπάρχει και «κάτι που μένει» από αυτή την διαδικασία;
Σε δημοσιογραφικό επίπεδο, μπορεί κανείς να εντοπίσει τουλάχιστον τέσσερα δεδομένα που προϊδεάζουν για τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος.
Το πρώτο είναι η ανάδειξη του πολιτικού υποκειμένου που οδήγησε στην πρόταση δυσπιστίας. Δηλαδή οι πολίτες.
Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν κατατεθεί τρεις ανάλογες προτάσεις. Όλες μετά από αποφάσεις που έλαβαν επιτελεία των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ενταγμένες στην τακτική και τους σχεδιασμούς τους, όπως είναι εύλογο.
Η ποιοτική διαφορά της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής πρωτοβουλίας είναι πως μόνον τυπικά προέκυψε από τις ενέργειες των κοινοβουλευτικών ομάδων. Αντίθετα, επιβλήθηκε από τους πολίτες και τα ιστορικά σε όγκο, συμμετοχή, κοινωνικό εύρος και έκταση συλλαλητήρια που πραγματοποιήθηκαν στις 26 Ιανουαρίου και 28 Φεβρουαρίου.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα πως η τελευταία πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε το 2024 είχε ουσιαστικά το ίδιο περιεχόμενο με την τωρινή, πράγμα που επισήμαναν στην κοινοβουλευτική συζήτηση οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης. Όμως η επανάληψή της έναν χρόνο αργότερα στην πραγματικότητα τεκμηριώνει την δυναμική της παρέμβασης των πολιτών.
Αυτή ουσιαστικά ανέτρεψε τα δεδομένα επαναφέροντας ερωτήματα που η κυβέρνηση θεωρούσε ότι έχει «αφήσει πίσω της». Επικαλούμενη – όλη αυτή την περίοδο- τόσο την επιβεβαίωση της «δεδηλωμένης» που είχε λάβει είτε στις προηγούμενες προτάσεις δυσπιστίας, είτε στην ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό στα τέλη του 2024. Ακόμη και στις εθνικές εκλογές του 2023.
Στην πραγματικότητα η παρέμβαση των πολιτών έχει ήδη αλλάξει το πολιτικό σκηνικό: Υποχρεώνει την κυβέρνηση να πορευθεί εφεξής «νοιώθοντας» την πίεση της κοινωνικής αγανάκτησης. Ιδίως τους επόμενους – κρίσιμους για την διερεύνηση του δυστυχήματος μήνες – ενώ δεν θα γνωρίζει πως θα είναι η Πλατεία Συντάγματος την 28η Φεβρουαρίου του 2026 εάν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν.
Το δεύτερο είναι η προανακριτική επιτροπή για τον Χρήστο Τριαντόπουλο, που ουσιαστικά είναι μια προανακριτική για το «Έγκλημα στα Τέμπη».
Πρόκειται για μία κοινοβουλευτική διαδικασία με αρμοδιότητες Εισαγγελέα Πρωτοδικών, που δεν σχετίζεται ακριβώς με την πρόταση δυσπιστίας, όμως αντικειμενικά είναι συνδεδεμένη με όσα ειπώθηκαν σε αυτή. Στην προανακριτική – είναι αλήθεια – η κυβέρνηση έχει όλες τις θεσμικές δυνατότητες με το μέρος της: Διαθέτει την πλειοψηφία της επιτροπής, την ευχέρεια εκλογής ενός προεδρείου που θα αποφασίζει για κομβικά θέματα και φυσικά την πλειοψηφία της Βουλής όταν η επιτροπή θα καταλήξει στο πόρισμά της.
Παρόλα αυτά παραμένει μια διαδικασία που θα είναι πολιτικά «φορτισμένη» από την εκφρασμένη πεποίθηση της κοινωνίας αλλά και ενός μεγάλου μέρους του πολιτικού κόσμου ότι υφίσταται προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών για το δυστύχημα των Τεμπών. Θα λειτουργήσει υπό την δημόσια παραδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι η εξεταστική επιτροπή που προηγήθηκε για το ίδιο θέμα «δεν ήταν από τις καλύτερες στιγμές του κοινοβουλίου». Άρα η κυβέρνηση θα έχει λιγότερα περιθώρια για να ασκήσει περιοριστικές πρακτικές όπως π.χ περιορισμοί στην εξέταση μαρτύρων.
Αυτά ενώ κατά την διάρκεια της συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας προέκυψαν νέα στοιχεία για την υπόθεση. Όπως το e-mail που δημοσιοποίησε ο Χρήστος Τριαντόπουλος αλλά και οι πρώτες εκτιμήσεις που καταγράφθηκαν επ’ αυτού.
Το τρίτο είναι η «υπόγεια» φθορά που καταγράφεται στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Μπορεί οι 155 (πλέον μετά την διαγραφή του Δ.Κυριαζίδη) βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να στήριξαν τελικά με την ψήφο τους την κυβέρνηση. Όμως (ακόμη και) αυτοί μετέφεραν στην αίθουσα της Βουλής την πίεση που αισθάνονται στις περιφέρειες τους για την υπόθεση των Τεμπών.
Παράλληλα στην συζήτηση δεν φάνηκαν το ίδιο πρόθυμα όλα τα μέλη της κυβέρνησης να υιοθετήσουν το σύνολο των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Μπορεί στις ομιλίες αρκετών υπουργών καταγράφθηκε η προβολή του κυβερνητικού έργου ή μια πολεμική απέναντι στο ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υιοθετήθηκε όμως από όλους η ρητορική του Μεγάρου Μαξίμου σύμφωνα με την οποία οι διαδηλώσεις που έγιναν είναι… ριακά υποστηρικτικές προς την κυβέρνηση για να «πάει την Ελλάδα πιο ψηλά» όπως χαρακτηριστικά ισχυρίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η ρητορική αυτή προβλήθηκε μόνον από μία κάπως πιο «στενή» μερίδας κυβερνητικών στελεχών. Αυτών που θεωρούνται ο «σκληρός πυρήνας» του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος. Πρόκειται για μία εικόνα που πιθανότατα εγκυμονεί ακόμη και εξελίξεις στο κυβερνών κόμμα για τον χρόνο που απομένει έως τις επόμενες εθνικές εκλογές.
Το τέταρτο είναι η δημιουργία «διαύλων» που διαμορφώθηκαν στον χώρο που αποκαλείται «προοδευτική αντιπολίτευση».
Παρά το γεγονός ότι δεν έλειψε η μεταξύ τους κριτική ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά αποτέλεσαν τον πυρήνα της πρωτοβουλίας για την πρόταση δυσπιστίας στην οποία μετείχε και η Πλεύση Ελευθερίας. Λειτουργώντας σε διαδικασία διαλόγου, έστω και μόνο για την διαμόρφωση ενός κειμένου κάτω από το οποίο συγκεντρώθηκαν 85 υπογραφές βουλευτών.
Αποτελεί ένα ενδιαφέρον ερώτημα αν αυτή η συνθήκη δημιουργεί τους όρους μίας συνέχειας. Όμως με δεδομένο πως στο επίκεντρο των συζητήσεων των τελευταίων ημερών βρέθηκε ο περίφημος νόμος «Περί Ευθύνης Υπουργών» καταγράφθηκε η βούληση του χώρου αυτού για σημαντικές αλλαγές στην νομοθεσία και τις συνταγματικές προβλέψεις. Πράγμα που παραπέμπει άμεσα στην διαδικασία της Αναθεώρησης του Συντάγματος που θα ξεκινήσει εντός του 2025. Μια υπόθεση που ίσως αποτελέσει αφορμή για κοινές προτάσεις από τον ευρύτερο χώρο.