ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ “ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ” ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΠΡΟΒΑΛΛΟΥΜΕ;
“Οι άνθρωποι δεν είναι πέτρες να μένουν εκεί που τις πετάμε”.
«Και Ελ και Αλ» είναι ο τίτλος ενός μισάωρου ντοκυμαντέρ σε σκηνοθεσία του Ιλίρ Τσούκο και παραγωγή του Ιδρύματος Ωνάση, του οποίου είχα την επιστημονική επιμέλεια.
Στο ντοκυμαντέρ αυτό πρωταγωνιστούν τέσσερα παιδιά αλβανών μεταναστών: ο Δημήτρης Καπουράνης, που έγινε πλέον αγαπημένος ηθοποιός σε κάθε ελληνικό σπίτι, η δημοσιογράφος Ντενίσα Μπαϊρακτάρι, ο μουσικός Ορέστης Σκιάου και η παλιά μου φοιτήτρια στο Πάντειο, Στεφανία Κόστα. Την ομάδα των συντελεστών συμπληρώνουν στο σενάριο οι συνεργάτες μου, Γεωργία Σπυροπούλου και Μπιόρνι Λέκα από το Πάντειο Πανεπιστήμιο.
«Και Ελ και Αλ», ως κόνσεπτ είναι η ιδέα ότι οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι μονολιθικές υπαγωγές αποκλειστικού χαρακτήρα αλλά ένας ορίζοντας από πολλαπλά ανήκειν τα οποία διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, ανάλογα με τα βιώματα και τις προτιμήσεις τους.
«Και Ελ και Αλ» σημαίνει και Έλληνες και Αλβανοί. Είναι το βίωμά των πρωταγωνιστών μας. Αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το ανήκειν τους τα παιδιά των Αλβανών μεταναστών της δεκαετίας του ’90 στην Ελλάδα, χωρίς όμως να αποτελούν κάποια εξαίρεση από τις ομόλογες «δεύτερες γενιές» μεταναστών: των παιδιά των Ελλήνων στη Γερμανία, των Ρουμάνων στην Ιταλία, των Πολωνών στη Γαλλία και όλων των προηγούμενων στις ΗΠΑ.
Ο κατάλογος φυσικά ενδεικτικός. Αυτοί οι άνθρωποι δεν υπακούν σε έναν διαζευκτικό κανόνα ταυτότητας.
Το «Και Ελ και Αλ» είναι η απόλυτη εναντίωση στο «ή Ελ ή Αλ». Η άρνησή του. Είναι η κατάφαση της ιδέας ότι στους ανθρώπους μπορούν να συνυπάρχουν διαφορετικές συνειδήσεις ανήκειν με τρόπο μη ανταγωνιστικό. Και αυτό διότι μπορεί το βίωμα της καταγωγής να φωνάζει «Αλ», όμως η καθημερινή πραγματικότητα φωνάζει «Ελ». Ακόμη περισσότερο, το τι σημαίνει η Αλβανία για το καθένα από αυτά τα άτομα είναι εξ ίσου διαφορετικό και ποικίλο με αυτό που σημαίνει η Ελλάδα. Όπως όμως και για όλους εξάλλου.
Αν σε κάπου θα συμφωνούσα με τους Κασιδιάρη ή Βελόπουλο είναι ότι καθείς εξ ημών αντιλαμβάνεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο την ελληνικότητά του.
Η εθνική συνείδηση δεν είναι ένα στερεό, αλλά ένα δυναμικό συναίσθημα το οποίο γράφεται και ξαναγράφεται στις ζωές του καθένα μας. Δεν είναι σε πέτρα χαραγμένη. Και φυσικά γράφεται με διαφορετικό τρόπο ανά τους αιώνες.
Αν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μπορούσε να ταξιδέψει στον χρόνο και έβλεπε ότι δύο αιώνες αργότερα, δημοφιλέστερος Έλληνας στην οικουμένη θα ήταν ένας μαύρος μπασκετμπολίστας στο ΝΒΑ, ύψους 2.10 με καταγωγή από τη Νιγηρία, σίγουρα θα έτριβε τα μάτια του. Ούτε φυσικά, θα ήταν εύκολο στο ίδιο ταξίδι του, ο Γέρος του Μοριά να συνηθίσει την ιδέα ενός άλλου έλληνα μαύρου -ράπερ αυτή τη φορά- του Νέγρου του Μοριά…
Κι όμως, έτσι τα φέρνει η ζωή: απρόσμενα. Αυτή είναι η πεμπτουσία της ανθρώπινης κινητικότητας. Οι άνθρωποι δεν είναι πέτρες να μένουν εκεί που τις πετάμε. «Τέκνα της ανάγκης», κινούνται, διασχίζουν σύνορα και ριζώνουν αλλού με αποτέλεσμα οι συνειδήσεις τους να ακολουθούν το βίωμά τους.
Φυσικά, η καταγωγή έχει σχεδόν πάντα ένα λόγο. Όχι όμως τον ίδιο: υπάρχουν παιδιά αλβανικής καταγωγής στην Ελλάδα που είναι περήφανα για την πατρίδα από την οποία έφυγαν οι γονείς τους, υπάρχουν όμως κι άλλα που την αγνοούν πλήρως κι ούτε που θέλουν να τη μάθουν. Όπως όλα τα παιδιά μεταναστών δηλαδή στην υφήλιο. Ελληνάκια της Γερμανίας που ούτε θέλουν να σκέφτονται το Κιλκίς και την Παραμυθιά γιατί νιώθουν ξένα όταν επιστρέφουν, όπως κι άλλα όμως που ζούνε διαρκώς με το νόστο της πατρίδας. Συζητάμε δηλαδή για ένα φάσμα υπαγωγών, ένα φάσμα ελληνοαλβανικότητας στην περίπτωσή μας, όπως ωραία επισημαίνει η Ιλιρίντα Μουσαράι, παιδί αλβανών μεταναστών που γράφει τώρα το διδακτορικό της πάνω στο ζήτημα στην Αθήνα.
Η ιδέα του «και-και» όταν οι δύο χώρες είναι μακριά και άρα χωρίς πολλά να χωρίσουν φαίνεται αυτονόητη υπόθεση: όλοι κάνουμε λόγο για Ελληνοαμερικάνους, Ελληνοκαναδούς, Ελληνοαυστραλούς και πάει λέγοντας. Όταν όμως οι δύο πατρίδες είναι όμορες και έχουν ανοιχτούς ιστορικούς λογαριασμούς, τότε φαίνεται κάπως πιο δύσκολο να γίνει κατανοητή.
Όμως, η πραγματικότητα είναι πεισματάρα και σίγουρα ισχυρότερη από την επιθυμία μας για αυτήν. Η μαζική αλβανική μετανάστευση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου προς την Ελλάδα, η δεύτερη από τη μεγάλη κάθοδο αλβανόφωνων πληθυσμών πριν από πέντε αιώνες (που ονομάστηκαν αρβανίτες), δημιουργεί νέα δεδομένα. Οι λογαριασμοί του 20ου επιβιώνουν, αλλά ξεθυμαίνουν. Και το συντομότερο που το αντιληφθούν αυτό οι δύο κυβερνήσεις, την καλύτερη υπηρεσία που θα προσφέρουν στους λαούς τους. Αυτή η γενιά είναι η γέφυρα τους.
Πλέον, το να πει κάποιος ότι είναι Ελληνο-αλβανός ή Αλβανο-έλληνας δεν ακούγεται όσο ξένο θα φαίνονταν πριν από 30 ή πόσο μάλλον πριν 80 χρόνια. Ή αντιστρόφως, όπως μου έλεγε ένας ιδιοκτήτης νοικιαζόμενων δωματίων στη Λευκάδα, «πριν σαράντα χρόνια λέγαμε ότι το συντομότερο ανέκδοτο είναι το ‘αλβανός τουρίστας’ ενώ τώρα περιμένουμε πώς και πώς Αλβανούς τουρίστες να μας ξελασπώσουν».
Μια τελευταία παρατήρηση
Το «και … και» δεν αποδίδει το άθροισμα δύο διακριτών ταυτοτήτων που απλώς συγκατοικούν. Αποδίδει ένα «νέο καθαρό» Η εκπληκτική αυτή φράση ανήκει στον Μπιόρνι Λέκα και ακούστηκε προ τριετίας στην πρώτη απόπειρά μας να οπτικοποιήσουμε αυτήν την εμπειρία στο 247. Το «Και Ελ και Αλ» σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια υπαγωγή μπροστά κι η άλλη πίσω. Ακούω βέβαια, πολλούς Έλληνες να λένε ότι «τα παιδιά αυτά είναι απολύτως Ελληνάκια». Ακόμη κι αν αυτό είναι καλοπροαίρετο σε μια κοινωνία που μέχρι πριν 20 χρόνια ανέχονταν το ψωμιαδικό «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», δεν ισχύει για τα περισσότερα.
«Και Ελ και Αλ» σημαίνει ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται την εθνική του υπαγωγή διαφορετικά, σύνθετα και δυναμικά. Σε τελευταία ανάλυση, είναι υπόθεση του καθενός μας τι έχουμε στη συνείδησή μας κι όχι κάποιου τροχονόμου εθνικής ορθότητας, είτε Έλληνας είναι είτε Αλβανός είτε ό,τι άλλο. Ευτυχώς…
Το «Και Ελ και Αλ» γεννήθηκε στο Πάντειο, όπου για εδώ και μια εικοσαετία παρατηρώ αυτά τα παιδιά, ως φοιτητές μου. Για τον λόγο αυτόν, η πρεμιέρα του φιλμ στην Αθήνα (μετά την παρουσία του στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) θα γίνει στο Αμφιθέατρο «Σάκης Καράγιωργας ΙΙ» του Παντείου την ερχόμενη Τρίτη στις 8 Απριλίου στις 19.00. Η προβολή είναι δωρεάν και ανοιχτή στο κοινό με χρονική προτεραιότητα.
Στο Πάντειο μεθαύριο, τον λόγο έχουν αυτά τα παιδιά. Νομίζω ότι οι γονείς τους, πολλοί από τους οποίους ακόμη ταλαιπωρούνται αδίκως από την ελληνική κακοδιοίκηση 30 χρόνια τώρα, θα είναι περήφανοι να τα δούνε εκεί.