ΠΟΣΟ “ΠΡΟΧΩ” ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ;
Ένα φεστιβάλ και μια έκθεση στην Αθήνα τολμούν να υμνήσουν τη διαφορετικότητα σε μια πόλη που παραμένει βαθιά συντηρητική.
Φανταστείτε, λοιπόν, πως είναι Σάββατο και βολτάρετε αργά το απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας. Κι εμφανίζεται ένα από εκείνα τα γνωστά δίπατα λεωφορεία που πηγαινοφέρνουν κοκκινιστούς τουρίστες στα αξιοθέατα της πόλης, και στον πάνω όροφό του τρεις εξωστρεφείς ντραγκ κουίν (drag queen, για τους οπτικούς τύπους), με τα σέα τους, τα μέα τους και τις ανάλογες μουσικές, επέχουν θέση ξεναγού για τους επιβάτες.
Ε, αυτό ακριβώς θα συμβεί το Σάββατο 5 Ιουνίου στο πλαίσιο του φετινού The Queer Archive Festival, ενός τετραήμερου φεστιβάλ που εστιάζει, προωθεί και δίνει βήμα στη σύγχρονη queer δημιουργία, κουλτούρα και αισθητική. Βρε, για δες…
«Θα είναι λίγο ένα στοίχημα,» ομολογεί ο Κωνσταντίνος Μενελάου, ο σπουδαγμένος εικαστικός και επιμελητής εκθέσεων που οργανώνει για δεύτερη χρονιά το εν λόγω φεστιβάλ με την υποστήριξη της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.«Αλλά το ‘χουμε οργανώσει αρκετά καλά, για να μην έχουμε τίποτα εκπλήξεις… Ουσιαστικά, για δυο ώρες, από τις 18:00 έως τις 20:00, θα γίνει μια τουρ γύρω από το κέντρο της πόλης, που θα είναι hosted από τρεις ντραγκ κουίν της Αθήνας με τεράστια φορέματα, τεράστια μαλλιά… Θα είναι ένα εναλλακτικό τουρ της Αθήνας που θα περάσει από διάφορα γνωστά σημεία, αλλά το commentary θα είναι λίγο πιο κουίερ, λίγο πιο αστείο, πικάντικο. Και ενδιάμεσα θα παίζει και μουσική.» (παρεμπιπτόντως, όσοι ενδιαφέρονται για αυτήν την διαφορετική περιήγηση στην πόλη πρέπει οπωσδήποτε να κλείσουν εισιτήριο
μια και οι θέσεις είναι περιορισμένες λόγω υγειονομικού πρωτοκόλλου).
Αλλά, τέλος πάντων, τι είναι αυτό το queer; Η αρχική αγγλόφωνη σημασία της λέξης, queer είναι εκκεντρικό, αντισυμβατικό, έξω απ’ τα συνηθισμένα, έχει πια διεθνώς αντικατασταθεί ολότελα από την έννοια της έμφυλης διαφορετικότητας. Queer, λοιπόν, είναι η ομοφυλοφιλία, η διεμφυλικότητα (οι τρανς, καλέ), το μη δυαδικό φύλο (non-binary, όσοι δεν αυτοπροσδιορίζονται ούτε ως αρσενικό ούτε ως θηλυκό) και όλες οι υπαρκτές βαριασιόν κι αναζητήσεις επί του θέματος. «Εμείς,» διευκρινίζει πάντως ο κ. Μενελάου, «το κουίερ το βλέπουμε σαν κάτι πολύ ανοικτό, το οποίο δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με σεξουαλικότητα, αλλά μπορεί να έχει να κάνει με ιδέες, με συνολική ανατρεπτικότητα, με μουσική.»
Ταμάμ, δηλαδή, το πρόγραμμα του φεστιβάλ. Που από τις 3 έως τις 6 Ιουνίου θα υποδεχτεί την queer διαφορετικότητα σε γκαλερί, μπαρ, αλλά και ανοιχτούς χώρους της πρωτεύουσας. Εκθέσεις, συζητήσεις, θεματικοί περίπατοι, έκδοση φανζίν, διαδραστικές εικαστικές εγκαταστάσεις, χάπενινγκ, και φυσικά πολλά περφόρμανς και πάρτι (όσο γίνεται, δεδομένων των συνθηκών) συνωθούνται στο πρόγραμμα ενός φεστιβάλ που «υμνεί την διαφορετικότητα και προωθεί την συμπεριληπτικότητα», όπως λέει το δελτίο Τύπου. Δειγματοληπτικά και μόνο, στο Space 52 θα εκτεθεί βίντεο-κολλάζ του βραβευμένου με Τέρνερ γερμανού φωτογράφου Βόλφγκανγκ Τίλμανς, ο ισραηλινός ζωγράφος Ταμίρ Ντέιβιντ θα είναι στην Αθήνα και το Haus N Athen
για την έκθεση με πορτρέτα ερμαφρόδιτων που έχει φιλοτεχνήσει, ενώ για την Κυριακή ετοιμάζεται μια περφόρμανς-έκπληξη στο Πεδίο του Άρεως αφιερωμένη στην περιώνυμη τρανς μουσικό Σόφι, που πέθανε (από ατύχημα) στην Αθήνα πριν από λίγους μήνες.
Θα είναι μοιραία οι περισσότεροι συμμετέχοντες ξένοι, ε; Κι όμως, όχι, βεβαιώνει ο κ. Μενελάου. Εξάλλου «αρχική επιδίωξη του φεστιβάλ είναι να προωθήσουμε έλληνες καλλιτέχνες.» Και η αλήθεια είναι πως υπάρχουν ντόπιοι καλλιτέχνες των οποίων η συμμετοχή στο Queer Archive πιο πολύ θα προωθήσει το ίδιο το φεστιβάλ παρά το αντίστροφο. Ο (βραβευμένος στις Κάννες σκηνοθέτης) Βασίλης Κεκάτος, ας πούμε, θα παρουσιάσει στο Misc μια έκθεση με φωτογραφίες ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγαριών που φιλιούνται, τις οποίες τράβηξε σε αθηναϊκές ταράτσες ειδικά για φετινό φεστιβάλ.
Φωτογραφίζοντας το διαφορετικό
Και, άντε, πες όλο αυτό το πολύχρωμο γιορτάσι της σεξοπροωθημένης διαφορετικότητας απευθύνεται σε ειδικό κοινό. Ή, έστω, σε κοινό προπονημένο επί των σχετικών ζητημάτων. Αλλά η έκθεση «The Feel. Backstage» με προβολές φωτογραφιών του κορυφαίου φωτογράφουΤάσου Βρεττού, τι δουλειά έχει στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου; Στο πάλαι ποτέ στέκι μεγαλοαστικών κυριών, που με τρελά κρεπαρισμένο μαλλί και πάσα κοσμικότητα συνέρρεαν στο Ηρώδειο να απολαύσουν τον Χοσέ Καρέρας;
Να σας πω γιατί το λέω. Η εν λόγω έκθεση-εγκατάσταση, που θα φιλοξενηθεί στην Πειραιώς 260 από τις 15 Ιουνίου έως τις 31 Ιουλίου, είναι ένα θέαμα «για ενήλικο κοινό» με προβολές φωτογραφιών που ο Βρεττός τράβηξε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αποτυπώνοντας τα αθέατα παρασκήνια προχωρημένων αθηναϊκών σόου και κλαμπ με ντραγκ κουιν, σαδομαζοχιστικές φάσεις, ΛΟΑΤΚΙ+ ανησυχίες και άλλα τέτοια εξειδικευμένα… «Η απόφαση του φεστιβάλ να φιλοξενήσει αυτή την έκθεση [σ.σ. η αρχική ιδέα και διοργάνωση ανήκει στο Μουσείο Μπενάκη κι εντάσσεται σε μια μεγάλη αναδρομική αφιερωμένη στον Βρεττό],» μου λέει η Νάντια Αργυροπούλου, συν-επιμελήτρια της έκθεσης, «συνιστά ένα μέσο διεκδίκησης για όλες αυτές τις περιθωριακές κοινότητες. Οφείλω να το αναγνωρίσω στην κα Ευαγγελάτου και τους συνεργάτες της ότι δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Όπως και να το κάνουμε, είναι μια έκθεση που δεν πάει κανένας μεγαλοπολιτικός να την δει.» Ε, μην στιγματιστούμε κιόλας…
Αποτυπώνοντας μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια, «όλα εκείνα τα καλτ στέκια των αρχών του 21ου αιώνα, που ουσιαστικά εμφανίστηκαν στην Αθήνα τέλη της δεκαετίας του 1990, τα σόου στο Gagarin, στο Tessera, στο Second Skin,» θυμίζει ο έτερος επιμελητής της έκθεσης, καθηγητής Αρχιτεκτονικής Γιώργος Τζιρτζιλάκης, ο Βρεττός καταγράφει με τον φακό του μια ανθρώπινη κατάσταση που σπάνια βλέπει ανθρώπου μάτι. «Οι περφόρμερ δεν έχουν κανένα πρόβλημα να τους φωτογραφίζεις on stage, αλλά το backstage είναι πολύ προσωπική στιγμή τους,» επισημαίνει πολύ εύστοχα ο ίδιος ο φωτογράφος. «Όμως εμένα αυτό μ’ ενδιέφερε: όλο αυτό το άβατο, όλος αυτός ο πολύ προσωπικός χώρος των περφόρμερ.»
Όπως και με τα περισσότερα πρότζεκτ του, ο Βρεττός ξεκίνησε να φωτογραφίζει το συγκεκριμένο θέμα κατά τύχη. «Γύρω στο 2004-2005, βρέθηκα εντελώς συμπτωματικά σε κάποιο κλαμπ της εποχής για ένα editorial μόδας. Κι έκαναν πρόβα κάποια κορίτσια για ένα σόου που θα γινόταν σε λίγες μέρες. Ρώτησα αν μπορώ να έρθω να φωτογραφίσω backstage –μου ήρθε λίγο αυθόρμητα… Μου είπαν, βεβαίως, τιμή μας, τέλος πάντων, βρέθηκα να κάνω backstage σε μια τρανς από την Ολλανδία, την Νίκι Νικόλ. Αυτή, ουσιαστικά, ήταν η αρχή μιας διαδρομής, μια αναζήτησης και μιας περιήγησης σε αυτόν τον χώρο.»
Και οι δυο επιμελητές εξαίρουν το σχεδόν «ανθρωπολογικό ενδιαφέρον» του Βρεττού για το θέμα του. «Αυτό που σου λέει, στ’ αλήθεια, αυτό το υλικό, αυτές οι φωτογραφίες,» λέει η κα. Αργυροπούλου, «είναι το “μην είσαι τόσο σίγουρος”. Σάστισε! Είναι το σάστισμα, όπως το ορίζει ο τρομερός θεωρητικός της queer θεωρίας, Τζακ Χάλμπερσταμ. Το σάστισμα υποδηλώνει πως δεν είσαι πολύ σίγουρος για την αλήθεια σου, πως ανοίγεσαι στην αλήθεια του αλλουνού, πως κοιτάς τον εαυτό σου με αμφιβολία. Η σημερινή ελληνική κοινωνία, όπως κι άλλες, το μόνο που κάνει είναι να αναζητά βεβαιότητες. Τα σόσιαλ μίντια μας το έμαθαν αυτό πολύ καλά δημιουργώντας αυτές τις μικρές σφαίρες ατομικού bias [προκατάληψης] του καθενός, που αναπαράγονται διαρκώς. Και αυτό το σάστισμα το χρειάζονται και οι δυο πλευρές –και οι κανονικοί και οι… μη κανονικοί.»
Μικρή προειδοποίηση…
Ο κ. Τζιρτζιλάκης, μολαταύτα, ξεκαθαρίζει πως η έκθεση-εγκατάσταση «The Feel. Backstage» δεν περιστρέφεται γύρω από σεξουαλικό της υπόθεσης. «Προσωπικά, θα έμενα στο ότι ο Τάσος πάντοτε παρατηρεί το διαφορετικό. Πέρα από μόδες που έρχονται και παρέρχονται, πάντα έχει μια προσήλωση στην ετερότητα. Στο να καταγράφει [με τον φακό του] την διαφορά, την ετερότητα.» Ένα το κρατούμενο.
Συγχρόνως, θα πρέπει να σας πω, ότι όσοι, εξιταρισμένοι από την θεματολογία και την πιθανή λαγνεία της έκθεσης, θελήσετε να την επισκεφτείτε για χάχανα και μάτι (υπάρχουν και αυτοί οι… φιλότεχνοι), σημειώστε ότι δεν θα υπάρχουν φωτογραφίες τυπωμένες και κρεμασμένες στους τοίχους. «Οι φωτογραφίες του πρότζεκτ,» εξηγεί ο κ. Τζιρτζιλάκης, «παρουσιάζονται με μορφή διαδοχής φωτογραφιών, σαν ένα φιλμ που προβάλλεται. Πράγμα που ταιριάζει πολύ με την δουλειά του Τάσου, γιατί είναι ένας εν δυνάμει σκηνοθέτης.» Σιγοντάροντας, ο κ. Βρεττός σημειώνει: «Ο τρόπος που επελέγη για να εκτεθεί [το υλικό], που δεν είναι prints σε μια γκαλερί, ας πούμε, ταιριάζει πάρα πολύ και με την υφή του όλου πρότζεκτ, και με τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι οι περφόρμερ θα προτιμούσαν να δειχτεί.»
Τα γούστα και τα όρια του κοινού
Ο Άγγλος στοχαστής Ουίλιαμ Χάζλιτ είχε αποφανθεί με νόημα πως «η προκατάληψη είναι παιδί της άγνοιας». Ακούστε τώρα μια σχετική ιστορία: Το μακρινό 2003, στη διάρκεια της μεγάλης διεθνούς αθηναϊκής έκθεσης Outlook, μια 37χρονη γυναίκα επιτέθηκε και ψιλοκατέστρεψε φωτογραφία του εικαστικού Θανάση Τότσικα, η οποία απεικόνιζε τον καλλιτέχνη σε στύση να διεισδύει σε ένα λαχταριστό καρπούζι με φόντο μια υπέροχη φύση. Μεταξύ μας, στην εν λόγω έκθεση είχαν καταγραφεί κι άλλα περιστατικά βανδαλισμού ή αυθαίρετης αποκαθήλωσης εκτιθέμενων έργων που κάποιοι είχαν θεωρήσει απρεπή, πρόστυχα και τα συναφή. Έχουμε, αλήθεια, ως κοινωνία και ως φιλότεχνο κοινό προχωρήσει από τότε;
Πολύ μεγάλο θέμα, το αν έχουμε προχωρήσει ή όχι,» παρατηρεί ο κ. Τζιρτζιλάκης. «Είναι, νομίζω, πιο σωστό να πούμε ότι κάθε φορά επαναπροσδιορίζουμε τα σημεία, τις μεθορίους που ενοχλούν κάποιους. Αυτό που συνεχώς αναδιατυπώνεται είναι τα σημεία ενόχλησης, τα όρια ευαισθησίας που έχει το κοινό απέναντι σε συγκεκριμένες θεματικές. Αυτά τα όρια αναδιαμορφώνονται, καθώς η κοινωνία αφομοιώνει ζητήματα τα οποία θεωρεί ότι πια δεν την σκανδαλίζουν… Κι έχει ενδιαφέρον ότι, ετυμολογικά, το σκανδαλίζω προέρχεται από το σκοντάφτω. Η αντίδραση [του θεατή] σχετίζεται, άλλωστε, με τα δικά του όρια αποδοχής των πραγμάτων. Αυτό που μας ενοχλεί ή μας έλκει σε μια εικόνα δεν είναι η ίδια η εικόνα: είναι ο εαυτός μας απέναντι στην συγκεκριμένη εικόνα. Το τι προβάλλουμε εμείς. Η εικόνα είναι ένας αντικατοπτρισμός του δικού μας φαντασιακού.»
Θαύμα τούτα τα θεωρητικά, δεν λέω. Στην πράξη, όμως, στο δια ταύτα; Πώς στέκει η σημερινή ελληνική κοινωνία απέναντι στο καινούριο, στο διαφορετικό, στο αντισυμβατικό; «Η ελληνική κοινωνία,» λέει ο κ. Τζιρτιλάκης, «στο θέμα των κοινωνικών αντιλήψεων βρίσκεται σε μια κατάσταση παραπατήματος, παραζάλης. Είμαστε αρκετά πιο ανεκτική κοινωνία σε σχέση με άλλες που είχαν καθολικισμό, κοινωνικούς περιορισμούς κτλπ. Έχουμε μια δεκτικότητα. Από την άλλη, επειδή ως κοινωνία έχουμε μια υστερία να μάθουμε το καινούριο –η ελληνική κοινωνία έχει μια νεύρωση του καινούριου, θέλει συνέχεια να μαθαίνει τι γίνεται στην Νέα Υόρκη, τι κάνει η Καρντάσιαν, τι κάνει ο τάδε ράπερ–, αυτό νομίζω έχει μπερδέψει λίγο τις σταθερές μας. Το βάδισμά μας. Ειδικά αυτήν την περίοδο, [η ελληνική κοινωνία] είναι σε μια φάση αναστάτωσης, αμηχανίας, παραζάλης. Δεχόμαστε αυτά τα ερεθίσματα και ταυτόχρονα δεν είμαστε σίγουροι ότι τα δεχόμαστε.»
Από την πλευρά του, ο κ. Μενελάου του The Queer Archive Festival εμφανίζεται πιο πραγματιστής: «Στα συγκεκριμένα θέματα, δεν πιστεύω ότι η Αθήνα, ή η Ελλάδα σαν χώρα, είναι πολύ προοδευτικές. Εξακολουθούμε να είμαστε λίγο απομονωμένοι σε πολλά πράγματα, και να λειτουργούμε με παλιούς τρόπους. Και στις ιδέες μας, και στο πώς ζούμε καθημερινά, και σε θέματα ρατσισμού, φασισμού, στο πώς δεχόμαστε τους ξένους. Είμαστε ακόμη αρκετά πίσω, αλλά τουλάχιστον υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια κινητικότητα, μια πορεία προς την καλυτέρευση.»
Από πιο μαχητική έπαλξη, η κα. Αργυροπούλου δεν μασάει τα λόγια της: «Αν δεν είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε αυτά τα πράγματα, θα πρέπει να γίνουμε έτοιμοι! Γιατί όλα αυτά υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό. Τα πρόσφατα αιτήματα και οι νίκες του ταυτοτικού κινήματος στην Ελλάδα, ο τρόπος των διεκδικήσεων που έχουν φέρει τα πολύ νέα παιδιά έχουν δημιουργήσει ένα πολύ δυνατό υποκοινό, που ευθέως, περήφανα, και με μια άγρια χαρά συγκρούεται με την υπόλοιπη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Γιατί εγώ βλέπω μια βαθιά συντηρητικοποίηση της κοινωνίας μας, σε αντίθεση με αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε. Μακάρι να μας άλλαζε η πανδημία, όπως επίσης θέλαμε να πιστεύουμε, αλλά για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη φενάκη από την κανονικότητα. Η κανονικότητα είναι ο φόβος μας για το μη κανονικό. Γενικά, μου φαίνεται πολύ αστείο να συζητάμε για την επιστροφή στην κανονικότητα…»
Όσο για τον ίδιο τον δημιουργό, τον Τάσο Βρεττό, όπως και όλους τους βέρους καλλιτέχνες, ποσώς τον απασχολεί η θετική ή αρνητική πρόσληψη του έργου του από το κοινό. Και προφανώς δεν επιλέγει τα θέματά του επιδιώκοντας να το σοκάρει. Εξάλλου όπως τονίζει, «δεν είναι οι φωτογραφίες προκλητικές, ή πρόστυχες. Κάποιες, που είναι λίγο πιο hard core, αν θα μπούν [στην έκθεση], θα μπουν σε έναν μεμονωμένο χώρο αυτής της τεράστιας αίθουσας και θα προβάλλονται σε μια τηλεόραση. Μόνο και μόνο επειδή είναι μέρος αυτής της δουλειάς. Αλλά δεν έχω σκοπό να προκαλέσω, και δεν θα ΄θελα επ’ ουδενί να γίνει το παραμικρό με θεούσες. Πέρα, ωστόσο, από το εικαστικό [του πράγματος], το υλικό της έκθεσης μπορεί να δημιουργήσει μια συζήτηση για την σωματικότητα, το σώμα, την σεξουαλικότητα, το φύλο, την ταυτότητα… Και αυτό, θα είναι χρήσιμο.»
Πολιτική ορθότητα, ο νέος φόβος
Σώμα, σωματικότητα, έξαψη της εγγύτητας, ελευθεριότητα… Έννοιες και συνακόλουθες εμπειρίες που η πανδημία ήρθε και ακύρωσε –κάποιοι λένε για πάντα.
Η κα. Αργυροπούλου, που ως σύντροφος του Τάσου Βρεττού είχε παρευρεθεί σε πολλές από αυτές τις φωτογραφίσεις στα ηδονικά παρασκήνια του αθηναϊκού καλτ σόου, θυμάται και ανησυχεί: «Σε αυτά τα σόου η πολιτική ορθότητα είχε πάει περίπατο. Εκεί σκεφτότανε το σώμα. Η δυτική σκέψη απέκοψε το κεφάλι από το σώμα –αλλού το κεφάλι, αλλού το σώμα. Σιγά-σιγά, αυτό αλλάζει, βέβαια, υπάρχουν θεωρητικοί ή ιστορικοί τέχνης πια που μιλάνε για το σώμα που σκέφτεται, για τις αισθήσεις που σκέφτονται. Όμως ο κόσμος συνειδητοποιεί ότι ίσως να μην ξαναϋπάρξουν τέτοιοι χώροι και τέτοιες συνθήκες. [Τώρα υπάρχει] Η νέα υγειονομική πολιτική, η απόσταση –και η πολιτική ορθότητα! Που είναι ο νέος φόβος.»
Για «παραλήρημα του politically correct» τη σήμερον ημέρα κάνει λόγο ο κ. Τζιρτζιλάκης και εξηγείται: «Αποκαλύπτεται πια το politically correct ως μια ακραία συντηρητική και αντιδραστική ιδεολογία. Αυτή την στιγμή το politically correct σε ΗΠΑ και ΗΒ είναι μια νέα προκατάληψη, μια νέα δέσμευση του βλέμματος, ένας νέος εγκλωβισμός. Είναι σαν μια ακύρωση όλης της απελευθερωτικής ροπής που μπορεί να είχε η παγκόσμια κουλτούρα τα προηγούμενα χρόνια.»
Κάπου εκεί, λοιπόν, μεταξύ self-test προοδευτικότητας, και υπερβάλλουσας πολιτικής ορθότητας, το αθηναϊκό κοινό, και η ελληνική κοινωνία ευρύτερα, ετοιμάζεται να αγκαλιάσει, να κουτσομπολέψει, να διαολοστείλει την διαφορετικότητα. Μέσα σε ένα περιρρέον κλίμα που σίγουρα δεν είναι αυτό που ξέραμε, αλλά που πιθανότατα ούτε το ίδιο δεν ξέρει ακόμα τι τελικά είναι. «Όλο αυτό το politically correct που αναπτύσσεται γύρω από το γυμνό, γύρω απ’ το σώμα, δεν ξέρω, νομίζω ότι δεν θα είναι ποτέ τα πράματα όπως ήταν. Μακάρι να διαψευστώ,» επισημαίνει ο κ. Βρεττός. Συμπληρώνοντας πως αν δεν έπαιζαν όλοι οι γνωστοί επιβεβλημένοι υγειονομικοί περιορισμοί, η έκθεσή του θα γινόταν «σε ένα τεράστιο κλαμπ, με προβολές, με πάρα πολύ κόσμο –και περφόρμερ, φυσικά.»
We’ll always have Gagarin, που θα ‘λεγε κι ο μακαρίτης ο Νίκος Τριανταφυλλίδης…
Είναι η ελληνική κοινωνία προοδευτική;
Η ψυχολόγος-κοινωνιολόγος Μελίτα Τσεκούρα απαντά.
«Η κοινωνιολογική άποψη είναι ότι η χώρα μας είναι αρκετά οπισθοδρομική. Λόγω πολλών χρόνων ανατολίτικης προσέγγισης, όλες αυτές οι εκφάνσεις, εφόσον συνέβαιναν, κουκουλώνονταν με έναν πατροπαράδοτο συντηρητικό τρόπο που, εν τέλει, είναι και ρατσιστικός απέναντι στην διαφορετικότητα. Αυτός ο τρόπος υποβόσκει παντού –από το χιούμορ μας, μέχρι το ο,τιδήποτε.
Δεν είναι ανοιχτοί στην διαφορετικότητα οι Έλληνες. Νομίζαμε πως είχαμε ανοχή, αλλά τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκε ότι είμαστε φοβικοί ακόμη και στο διαφορετικό χρώμα δέρματος. Οπότε, έτσι προσεγγίζουν και την σεξουαλική διαφορετικότητα οι Έλληνες: την φοβούνται, την λοιδωρούν, κι αισθάνονται απέναντι σ’ αυτήν ανοίκεια. Οι νέες γενιές προσπαθούν, βέβαια, να εξοικειωθούν με αυτήν, αλλά πολλές φορές παρατηρείται το άλλο άκρο αντίθετο: μια υπερβολή στο να την αποδεχόμαστε, να την θέλουμε, να την εξασκούμε. Είναι φυσικό, βέβαια, όταν υπάρχει σθεναρός συντηρητισμός, οι υπέρμαχοι της διαφορετικότητας να βγαίνουν κι αυτοί με μια υπερβολή. Κατά βάθος, όμως, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Του νομίσματος της μη αποδοχής. Δεν είμαστε, βέβαια, ούτε όπως στην Ανατολή, όπου την λιθοβολούν ακόμα την διαφορετικότητα, δεν είμαστε, όμως, ούτε όπως είναι στην Δύση, όπου η διαφορετικότητα γίνεται αποδεκτή ως κάτι τόσο σύνηθες που δεν το παρατηρούν καν.
Εδώ, ακόμα θα σκουντήξουν… Γιατί φοβούνται. Και ο φόβος υπάρχει και στους ίδιους τους ανθρώπους που φέρουν την διαφορετικότητα. Ως ψυχοθεραπεύτρια, συναντώ έφηβους με αυτοκτονικό ιδεασμό λόγω του φόβου να αποδεχτούν και να διεκδικήσουν την σεξουαλική τους ταυτότητα. Βαθιά μέσα στο κύτταρο του Έλληνα δεν υπάρχει αποδοχή –ειδικά στις περιπτώσεις αλλαγής φύλλου, ή ρευστών έμφυλων ορίων. Γι’ αυτό και αντιλαμβάνομαι γιατί π ρ έ π ε ι να υπάρχουν όλα αυτά τα κινήματα, οι εκδηλώσεις κλπ. Διότι η κοινωνία θέλει ακόμα χρόνο για να τα αφομοιώσει.»