Η Ρένη Πιττακή, η σπουδαία κυρία του ελληνικού θεάτρου μιλά στο MAGAZINE με αφορμή τους Πέρσες που ανεβάζει ο Δημήτρης Καραντζάς. NIKOS KATSAROS

ΡΕΝΗ ΠΙΤΤΑΚΗ: “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΘΑΝΑΤΟ ΒΡΗΚΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ”

Η Ρένη Πιττακή, η σπουδαία κυρία του ελληνικού θεάτρου σε μία συζήτηση εφ όλης της ύλης με αφορμή τους Πέρσες που ανεβάζει ο Δημήτρης Καραντζάς

Στη συνάντησή μου με τη Ρένη Πιττακή μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η συστολή της που την έκανε να μην κάθεται με άνεση στον καναπέ του σπιτιού της στα πρώτα δέκα λεπτά της συνέντευξής μας. Θα φανταζόταν κανείς πως μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ηθοποιούς -που υπηρέτησε για 40 περίπου χρόνια το Θέατρο Τέχνης και έχει ερμηνεύσει τους σημαντικότερους γυναικείους πρωταγωνιστικούς ρόλους του διεθνούς θεατρικού ρεπερτορίου- θα είχε και την αντίστοιχη έπαρση.

Καμία σχέση. Η Ρένη Πιττακή είναι απλή και προσιτή και η ανασφάλειά της για το αν ο προφορικός της λόγος είναι το ίδιο εύληπτος με τον γραπτό της (“προτιμώ να γράφω παρά να μιλώ”, ομολογεί) την κάνει ακόμη πιο γλυκιά. Όντως ο λόγος της είναι ελλειπτικός, αλλά ταυτόχρονα τόσο μεστός νοημάτων που πραγματικά εντυπωσιάζει.

Η σπουδαία ηθοποιός αυτό το καλοκαίρι επιστρέφει, μετά από δύο περίπου δεκαετίες στην Επίδαυρο ως Άττοσα στους «Πέρσες» του Αισχύλου, υπό τη σκηνοθετική οπτική του Δημήτρη Καραντζά.

Με αφορμή την παράσταση αυτή κάναμε μία μεγάλη συζήτηση ξεκινώντας από τα παλιά και σιγά σιγά φτάσαμε στο σήμερα…

Μικρή έλεγα θα γίνω ντεκορατρίς ή έβλεπα τον πατέρα μου να σχεδιάζει και σχεδίαζα κι εγώ… Ο πατέρας μου πέρα από στρατιωτικός ήταν και καλλιτέχνης. Ζωγράφιζε, αλλά το έκρυβε γιατί ήταν άλλες εποχές τότε. Σήμερα όλοι προβάλλουν τα καλλιτεχνικά τους ταλέντα, τότε όμως τα έκρυβαν. NIKOS KATSAROS

Ρένη Πιττακή, η αρχή…

Γεννήθηκα στα Εξάρχεια. Θυμάμαι μετά το τέλος του Εμφυλίου, στους τοίχους τα σημάδια από τις όλμους, αλλά και τους χωματόδρομους, τα παιχνίδια που παίζαμε τότε έξω στον δρόμο οι κοριτσοπαρέες, τις βόλτες στον λόφο του Στρέφη. Το σχολείο μου, το 36ο, σήμερα έχει γίνει μεζεδοπωλείο. Πηγαίνω τώρα καμιά φορά και τρώω μεζεδάκια στην αυλή που άλλοτε έτρεχα μικρή.

Ήμουν μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι και σε μια γυάλα μάλλον, υπό την προστασία των γονιών μου. Και ήμουν το κορίτσι της μαμάς κυρίως. Δεν είχα αδέλφια, είχαμε συγγενείς και φίλους όμως. Πηγαίναμε από τα Εξάρχεια στην Πλάκα που ήταν τα ξαδέλφια μου ή στο Μαρούσι που ήταν τα παιδιά της νονάς μου. Χάρη στον πατέρα μου, που ήταν αξιωματικός του Εθνικού Στρατού, γύρισα την Ελλάδα από νωρις και τη γνώρισα καλά. Ήταν μία χώρα φτωχή και άχτιστη ακόμη. Είδα τον Όλυμπο, το Περτούλι, αυτά τα απίστευτα βουνά.

Άλλαξα πολλούς τόπους σε διάφορες τάξεις του δημοτικού. Πήγαμε στη Θεσσαλία και τη Βόρεια Ελλάδα κυρίως. Πρώτη Τάξη ήμουν στο Τοσίτσειο Αρσάκειο, στη Δευτέρα στις Σέρρες, τη Τρίτη στην Κοζάνη, μετά ξαναγύρισα, έδωσα εδώ εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Μετά ξαναφύγαμε, πήγαμε Τρίκαλα, Λάρισα και ξαναγύρισα στις τελευταίες τάξεις και πάλι στο Τοσίτσειο Αρσάκειο. Άλλαζα σχολεία κι αυτό ήταν τύχη για μένα, γιατί δεν ήμουν κλεισμένη σε μία γειτονιά μέσα στην Αθήνα. Βέβαια, ζούσα στην ασφαλή πλευρά της ιστορίας. Δεν έζησα διωγμό με την οικογένειά μου..

Στις οικογενειακές αυτές περιπλανήσεις θυμάμαι πως προσαρμοζόμουν πολύ άνετα… Δεν ήταν λίγες οι φορές ωστόσο που ένιωθα ξένη, όπου και να ήμουν. Εισβολέας… Πηγαίνοντας στην Κοζάνη, τα άλλα παιδιά δεν το είχαν σε τίποτα να μου πετάξουν μια πέτρα γιατί “η Κοζάνη είναι πιο μεγάλη από την Αθήνα”. Και όταν γύρισα από τη Λάρισα στην Αθήνα, ένιωσα μία σνομπαρία από τις Αρσακειάδες συμμαθήτριές μου, επειδή είχα γυρίσει από την επαρχία. Εγώ είχα ακόμη με κοτσίδες και εκείνες ήταν με τις παζ και με φανταχτερές ζώνες. Έβλεπες από τότε πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει ένα ξένο σώμα που έρχεται.

Μικρή έλεγα θα γίνω ντεκορατρίς ή έβλεπα τον πατέρα μου να σχεδιάζει και σχεδίαζα κι εγώ… Ο πατέρας μου πέρα από στρατιωτικός ήταν και καλλιτέχνης. Ζωγράφιζε, αλλά το έκρυβε γιατί ήταν άλλες εποχές τότε. Σήμερα όλοι προβάλλουν τα καλλιτεχνικά τους ταλέντα, τότε όμως τα έκρυβαν. Ήταν και αυστηρά τα πράγματα στον στρατό. Και όταν ήρθαν από τη Σμύρνη έπρεπε να γίνει ή τραπεζικός ή στρατιωτικός, να ακολουθήσει κάτι σίγουρο.

Αργότερα στο σχολείο άρχισαν κάποιες απαγγελίες ποιημάτων ενώπιον ευρύτατου κοινού. Θυμάμαι το ”Βράχος και το Κύμα” που απήγγειλα για την 25η Μαρτίου. Πιο μετά, στο Τοσίτσειο, θυμάμαι ένα σουξέ, ένα καθαρευουσιάνικο δράμα γύρω από τη Φιλική Εταιρεία και την Επανάσταση στο οποίο εγώ έκανα έναν ανδρικό ρόλο, τον Ξάνθο, και έπειθα τη συμμαθήτρια μου, που έκανε τον Υψηλάντη, να προσχωρήσει στη Φιλική Εταιρεία. Είχε δανειστεί και ο πατέρας μου μία ρεντικότα από το βεστιάριο του Μουσούρη και κάπου εκεί κάτι συνέβη μέσα μου. Κάτι γινόταν, μία εσωτερική αναστάτωση και μία ευχαρίστηση, όταν αυτό που έκανα, είχε ανταπόκριση στο κοινό.

Συνειδητοποίησα πως μόνο θέατρο θέλω να κάνω. Το κατάλαβα μέσα από έναν αυτοσχεδιασμό που μου έβαλε ο Γιώργος Λαζάνης. Μου έδωσε έναν “θάνατο” και εγώ έκανα μία αγωνίστρια του Κυπριακού αγώνα - ήταν έντονος ο απόηχος τότε του Κυπριακού- που τρώει μια σφαίρα. Έκανα πως πέφτω, έφαγα και το γόνατό μου, πήρα ένα μεγάλο μπράβο και εκεί είπα: "αυτό θέλω πια". Μέσα από έναν θάνατο βρήκα τη ζωή μου. NIKOS KATSAROS

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο σκέφτηκα να δώσω στη Φιλοσοφική. Ηθελα να ακολουθήσω την Αρχαιολογία λόγω οικογενειακής παράδοσης. Ο Κυριακός Πιττάκης, ο Στίλπων ο Πιττακής ο παππούς μου ήταν αρχαιολόγοι. Σκεφτόμουν και το θέατρο, αλλά ο χαρακτήρας μου ήταν πολύ κλειστός και ντροπαλός. Και μέσα στον χώρο του θεάτρου σκεφτόμουν πως πρέπει να είναι κάποιος πιο καταφερτζής και πιο σκληρός για να επιβιώσει.

Δεν κοιτάζω το παρελθόν, ούτε το μέλλον. Κοιτώ το εδώ και τώρα. Είμαι τζιτζίκι. Δε μου αρέσει να κάνω σχέδια μακροπρόθεσμα…

Έδωσα όμως εξετάσεις στη σχολή του Κουν. Πρώτα είχα πάει στο Εθνικό, γιατί ο πατέρας μου είχε έναν γνωστό προϊστάμενο εκεί. Και όταν τον ρωτήσαμε πότε είναι οι εξετάσεις και εγώ συνειδητοποιήσα πως τη μέρα των εξετάσεων είχα να δώσω στο πανεπιστήμιο, με έκπληξη άκουσα αυτόν να μου λέει “παιδί μου θα αφήσεις το πανεπιστήμιο να πας για πουρνάρια;” Και απόρησα: Μα έτσι σκέφτονται εδώ για το θέατρο; Πως είναι πουρνάρια; Ολόκληρο Εθνικό;

Θυμάμαι έντονα το “Νοt I” του Μπέκετ. Ήταν σκοτάδι και φαινόταν μόνο ένα στόμα, να μιλάει παραληρηματικά. Κάποιος κόσμος έφευγε, χτύπαγε πόρτες, άλλοι φώναζαν “μπράβο”. Ταράζονταν τα νερά και οι συνήθειες βλέπεις. Εγώ πίστευα απόλυτα στα κείμενα αυτά.

Και έτσι πήγα στον Κουν. Τυχαία. Δεν ήταν μία συνειδητή επιλογή. Και όταν μπήκα, τσίμπησα γερά. Και άρχισα να απομακρύνομαι από το πανεπιστήμιο. Δεν ήμουν και του πρωινού ξυπνήματος. Κάποιους μήνες μετά είχα αφήσει πίσω μου τη Φιλοσοφική.

Συνειδητοποίησα πως μόνο θέατρο θέλω να κάνω. Το κατάλαβα μέσα από έναν αυτοσχεδιασμό που μου έβαλε ο Γιώργος Λαζάνης. Μου έδωσε έναν “θάνατο” και εγώ έκανα μία αγωνίστρια του Κυπριακού αγώνα – ήταν έντονος ο απόηχος τότε του Κυπριακού- που τρώει μια σφαίρα. Έκανα πως πέφτω, έφαγα και το γόνατό μου, πήρα ένα μεγάλο μπράβο και εκεί είπα: “αυτό θέλω πια”. Μέσα από έναν θάνατο βρήκα τη ζωή μου.

Ο Κάρολος Κουν ήταν η κινητήριος δύναμη για όλα. Αυτός μόνο.

Είχα δει θέατρο μέχρι τότε, αλλά όχι πολύ. Δεν ήταν πολύ θεατρόφιλοι οι γονείς μου. Είχα δει στη Ροτόντα στη Θεσσαλονίκη τη Θεοφανώ. Ήμουν πολύ μικρή τότε και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που άνοιγε στο βάθος μια πύλη και περνούσε ένα άλογο. Δεν καταλάβαινα πολλά.

Αργότερα, χάρη σε μία φιλική οικογένεια, πήγαμε στο θέατρο του Κουν και μαγεύτηκα. Δεν ήταν κάποιο σπουδαίο έργο. Τα “Νέα Παιδιά” λεγόταν το έργο, ενός Γάλλου συγγραφέα, και είχε γίνει μεγάλη επιτυχία γιατί αφορούσε τη σύγκρουση των γενεών.

Στο θέατρο γνώρισα μια άλλη ελευθερία, έναν άλλο τόπο μέσω του οποίου ξέφευγα από το κλειστό αστικό περιβάλλον. Ήμουν ένα πολύ μαζεμένο παιδί και ζούσα άλλες ζωές μέσα από διάφορους ρόλους. NIKOS KATSAROS

Εντυπωσιάστηκα, γιατί ο χώρος μεταμορφωνόταν μέσω κάποιων πολύ λεπτών μεταλλικών κατασκευών. Βασίλης Βασιλειάδης τότε ο σκηνογράφος. Και τότε υπήρχαν στο θέατρο μόνο τα στημένα βαριά ξύλινα σκηνικά. Είχα δει και τον “Αγαμέμνονα” του Μινωτή με την Παξινού, μία εντυπωσιακή παράσταση. Η Παξινού ήταν ένα θηρίο υποκριτικό. Μετά όταν μπήκα στη σχολή, παρακολουθούσα συνέχεια θέατρο.

Στο θέατρο γνώρισα μια άλλη ελευθερία, έναν άλλο τόπο μέσω του οποίου ξέφευγα από το κλειστό αστικό περιβάλλον. Ήμουν ένα πολύ μαζεμένο παιδί και ζούσα άλλες ζωές μέσα από διάφορους ρόλους. Μου άνοιξαν παράθυρα τα κείμενα που ερμήνευα και τα πρόσωπα που γνώριζα μέσω των ρόλων. Ανακάλυπτα τον εαυτό μου ακόμη μέσα και από πράγματα που ήταν κόντρα σε μένα. Ήταν μία αποκαλυπτική διαδικασία…

Όπως έλεγε και ο Κουν “δεν κάνουμε Θέατρο για το Θέατρο, δεν είναι το Θέατρο αυτοσκοπός μας, ούτε κάνουμε Θέατρο για να ζήσουμε μόνο, αλλά για να πλουτίσουμε εσωτερικά και για να επικοινωνήσουμε με το κοινό και όλοι μαζί να φτιάξουμε έναν πολιτισμό για αυτόν τον τόπο”.

Οι γονείς σας πώς αντέδρασαν στην απόφαση αυτή;
Ο μπαμπάς είχε μία αντίφαση μέσα του. Ήταν συντηρητικός και την ίδια στιγμή και καλλιτέχνης. Είχε πνίξει την πλευρά του αυτή, προκειμένου να επιβιώσει. Η μητέρα ήταν ένας άνθρωπος που είχε μία κατανόηση και ήταν πολύ υπέρ της απόφασής μου.

Στην τάξη μου στο Τέχνης μόνο εγώ και άλλη μία συμφοιτήτριά μου ήμασταν εκεί εν γνώσει των γονιών μας. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν ή τσακωμένοι με τους γονείς ή κρυφά. Πολύ μετά άρχισαν οι γονείς να σπρώχνουν τα παιδιά τους να γίνουν ηθοποιοί.

Η Ρένη Πιττακή και ο Κάρολος Κουν…

Ο Κάρολος Κουν ήταν η κινητήριος δύναμη για όλα. Αυτός μόνο. Προσωπικά βγαίνοντας από τη σχολή δε θεώρησα πως ήμουν έτοιμη ηθοποιός, παρόλο που μου έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στον “Γυρισμό” του Πίντερ, ενώ ήμουν άπειρη. Βέβαια το έργο αυτό κατέβηκε γρήγορα λόγω της δικτατορίας. Ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός έπαιρνε τότε τα κείμενα και τα λογόκρινε, τα σημείωνε και μας τα γύριζε πίσω. Μετά από τον πρωταγωνιστικό αυτό ρόλο, έκανα περάσματα σε ρόλους μικρότερους ή μεγαλύτερους. Ακόμη και σε κόντρα πράγματα. Ας πούμε έκανα τη Λαμπιτώ στη Λυσιστράτη. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να σταθώ στα πόδια μου. Χρειάστηκε ζύμωση, μαθητεία… Αισθάνθηκα σίγουρη πρώτη φορά το 1971 με το “Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας” και τον επόμενο χρόνο, το 1972, με την “Οπερέτα” του Γκομπρόβιτς.

Το σπίτι μου ήταν πια το Θέατρο Τέχνης. Και έμεινα εκεί 40 χρόνια και βάλε. Και δε σκέφτηκα ποτέ να φύγω. Όταν πήρα βραβεία, όπως της Κοτοπούλη για παράδειγμα, με ρωτούσαν κάποιοι αν θα βγω στο ελεύθερο θέατρο. Φοβόντουσαν όμως να με πλησιάσουν, επειδή ήμουν σοβαρή και απότομη. NIKOS KATSAROS

Άρχισε έτσι σιγά σιγά μία διαδρομή σε διάφορα πράγματα. Από το θέατρο του παραλόγου, τον Ιονέσκο και τον Πίντερ μέχρι και το ελληνικό έργο που φέραμε κοντά στο ελληνικό κοινό. Τον Κεχαΐδη και την Αναγνωστάκη ας πούμε. Όμως ο Κουν είχε πάρει την απόφαση να συστήσει πράγματα καινούρια και να αφήσει μία κληρονομιά.

Και εμείς οι ηθοποιοί στην αρχή παίζαμε Πίντερ και τον μισοκαταλαβαίναμε. Το ίδιο και οι κριτικοί και το ίδιο το κοινό δεν ήταν ακόμη συντονισμένο με τα ρεύματα αυτά του Παραλόγου. Ένιωθες πως στην πλατεία υπήρχε είτε κόντρα είτε αμηχανία. Ελάχιστοι “ανακάλυπταν” κάτι αμέσως.

Θυμάμαι έντονα το “Νοt I” του Μπέκετ. Ήταν σκοτάδι και φαινόταν μόνο ένα στόμα, να μιλάει παραληρηματικά. Κάποιος κόσμος έφευγε, χτύπαγε πόρτες, άλλοι φώναζαν “μπράβο”. Ταράζονταν τα νερά και οι συνήθειες βλέπεις. Εγώ πίστευα απόλυτα στα κείμενα αυτά. Μπορεί να μην τα είχα συλλάβει απόλυτα, να μην μπορούσα να τα εξηγήσω με το μυαλό μου, αλλά τα κατανοούσα και τα εισέπραττα εσωτερικά και αυτό με συγκλόνιζε.

Το σπίτι μου ήταν πια το Θέατρο Τέχνης. Και έμεινα εκεί 40 χρόνια και βάλε. Και δε σκέφτηκα ποτέ να φύγω. Όταν πήρα βραβεία, όπως της Κοτοπούλη για παράδειγμα, με ρωτούσαν κάποιοι αν θα βγω στο ελεύθερο θέατρο. Φοβόντουσαν όμως να με πλησιάσουν, επειδή ήμουν σοβαρή και απότομη.

Η Ρένη Πιττακή και η Επίδαυρος…

Στην Επίδαυρο πήγαινα επί 17 συναπτά χρόνια. Το ‘74 που έγινε η εισβολή στην Κύπρο και “έφυγε” το μισό νησί για να έρθει η Δημοκρατία, καταστρατηγήθηκε το άβατο της Επιδαύρου που ήταν μόνο για το Εθνικό Θέατρο.

Και μπήκε ο Κουν θριαμβευτής στο αργολικό θέατρο με τους Όρνιθες. Αυτό πραγματικά ήταν μία ανεπανάληπτη ανάμνηση για μένα. Ήταν ένα πράγμα απογειωτικό. Μία παράσταση που είχε εισπράξει τις δάφνες της στο εξωτερικό, παρουσιάστηκε σε ένα κατάμεστο κοίλον. Ήταν απογειωτικό, νιώθαμε την επιθυμία του κοινού για αλλαγή. Εγώ είχα ξεκινήσει στους Όρνιθες σαν Κούκος – Μπούφος, έκανα κάτι περιφερειακά μετά στον χορό και στην Επίδαυρο ήμουν η Αηδόνα. Και πραγματικά πετούσα, ενώ δεν είχα τις τεχνικές.

Δε θα ξεχάσω αυτήν την πρώτη χρονιά στην Επίδαυρο. Ακολούθησε η Ορέστεια, και όταν την πρώτη χρονιά έπαιξε η Μελίνα, ήταν και βουλευτής τότε, έλεγαν πως το κομβόι έφτανε μέχρι τον Ισθμό. Δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τον κόσμο.

Στην Επίδαυρο πήγαινα επί 17 συναπτά χρόνια. Το ‘74 που έγινε η εισβολή στην Κύπρο και “έφυγε” το μισό νησί για να έρθει η Δημοκρατία, καταστρατηγήθηκε το άβατο της Επιδαύρου που ήταν μόνο για το Εθνικό Θέατρο. NIKOS KATSAROS

Το Τέχνης για 20 χρόνια περίπου έδινε το “παρών” στην Επίδαυρο. Τελευταία ήταν το 2002 με τον “Οιδίποδα επί Κολωνώ” που θα ήταν ένα αφιέρωμα στον Γιώργο Λαζάνη. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να συμμετέχει, έγινε η παράσταση με τον Γιάννη Βόγλη. Ο Μίμης Κουγιουμτζής που τη σκηνοθετούσε είχε συγκεντρώσει όλους τους ηθοποιούς, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Γιάννη Φέρτη. Αυτή η παράσταση στα 45 λεπτά διακόπηκε από μία τρομερή βροχή και την επόμενη είχε πλημμυρίσει το θέατρο, οπότε δεν έγινε ποτέ.

Την επόμενη χρονιά, το 2003, εγώ έφυγα. Μετά τον θάνατο του Κουν, δούλεψα και με τον Λαζάνη και με τον Κουγιουμτζή, αλλά είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως θέλω να ανακαλύψω και άλλες περιοχές στο θέατρο. Είχα κάνει κάποιες εξόδους, όπως με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό που είχε κάνει πειραματικό “Άμλετ”, μετά με τον Λευτέρη Βογιατζή στο “Τέφρα και Σκιά” του Πίντερ, είχα κάνει και στην Πάτρα σε ένα Φεστιβάλ και την “Ισμήνη” του Ρίτσου.

Μετά τη Γερμανίδα Γραμματέα, επιστρέφετε με τους Πέρσες, μία δεύτερη πολιτική παράσταση…
Τη “Γερμανίδα Γραμματέα” την επέλεξα. Μονολόγους μου είχαν προτείνει κι άλλους. Αλλά στη “Γερμανίδα Γραμματέα” συγκλονίστηκα. Γιατί εμείς οι ίδιοι είμαστε αυτοί που μπορεί να συμμετέχουμε λόγω της αδιαφορίας μας σε κάτι απαράδεκτο. Όλα μας σπρώχνουν σε μία απάθεια. Βλέπεις τώρα τι γίνεται στη Γαλλία ή τι γίνεται στην Αμερική με τις αμβλώσεις. Και μας επιβάλλεται μία ασυνείδητη υπακοή. Πας να κάνεις ένα βήμα μπροστά και μετά νιώθεις πάλι κάτι να κλείνει. Να επιστρέφεις πίσω…

Οι Πέρσες ήταν πρόταση του Δημήτρη Καραντζά, με ενδιέφερε πολύ και με αφορά η οπτική του. Είχα μία μεγάλη αγωνία, περιέργεια και ενδιαφέρον να δω πώς παίρνει σάρκα κι οστά το κείμενο,γιατί πρόκειται για μία διασκευή. Γιατί δεν έχουμε τους πιστούς γέροντες, αλλά έχουμε λαό.

Δεν πρόκειται για μία κλειστή παράσταση στην ορχήστρα. Είναι μία παράσταση ανοιχτή και στο κοίλον και από πίσω. Μια παράσταση που κινεί τα νήματα για συζήτηση και ανοίγει ερωτήματα και κινεί συζητήσεις.

Έχουμε και μία Άτοσσα που δεν είναι μία σεβαστική και υποτακτική βασίλισσα. Αυτή παλιά συνέπασχε, τώρα αντιπροσωπεύει την εξουσία και προσπαθεί να χειριστεί τον κόσμο. Δεν έχει συμμετοχή σε ένα πένθος. Είναι η ίδια εξουσία που ενδιαφέρεται για τον πλούτο και τη μοναρχία. Θέλει να στηρίξει το παιδί της παρ’ όλη την ευθύνη και την υπαιτιότητά του στην καταστροφή ενός λαού.

Δε θέλει η Άτοσσα να διασαλευτεί η τάξη και η μοναρχία. Και με διπλωματία προσπαθεί να ισορροπήσει τα πράγματα. Είναι πολιτική η παρουσία της. Αυτή η ίδια, ο Δαρείος και ο Ξέρξης εκπροσωπούν την εξουσία, τους κυρίαρχους που ό,τι και να γίνει πρέπει να συντηρήσουν το πολίτευμα.

Η Ρένη Πιττακή πρωταγωνιστεί ως Άττοσα στους Πέρσες του Δημήτρη Καραντζά Geli_Kalampaka

Είναι μία παράσταση πολιτική που φωτίζει την ήττα. Που δεν είναι η ήττα μόνο των Περσών. Είμαστε ηττημένοι, γιατί μέσα από την ήττα των Περσών θριάμβευσε η Δημοκρατία που και αυτή μετά από κάποια χρόνια ηττήθηκε. Κι ακολούθως έχουμε έναν κόσμο ηττημένο. Έτσι δε νιώθουμε άλλωστε;

Σκεφτόμουν έντονα ένα κείμενο που το 2003 ανέβηκε στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή, το “Σε εσάς που με ακούτε”. (Σηκώνεται, πηγαίνει στο γραφείο της, το βρίσκει και το φέρνει). Θα σου διαβάσω κάποιες φράσεις της Λούλας Αναγνωστάκη που έλεγε μέσα από το στόμα της Έλσας της μητέρας: “Λένε πως η ψαλίδα ανοίγει.Υπάρχει μεγαλύτερο άνοιγμα ψαλίδας από αυτή τη στιγμή; Οι φτωχοι θα γίνουν φτωχότεροι, εμείς είμαστε ήδη πολύ φτωχοί… Κανένας οίκτος για τους αποτυχημένους. Δεν είναι άξιοι να υπάρχουν. Στον Καιάδα. Όλοι οι αποτυχημένοι στον Καιάδα. Άκουσα πως θα σκοτώνουν τους ηλικιωμένους, άκουσα πως τα ¾ του πληθυσμού της γης θα αφανιστούν από άγριους πολέμους, από πείνα, από αρρώστιες, από ναρκωτικά. Οι χαμένοι της γης θα καταστραφούν για να ζήσουν καλά οι υπόλοιποι μέσα στους κρυστάλλινους πύργους τους με αλεξίσφαιρα κρύσταλλα να αντικρίζουν ήσυχοι επιτέλους τον πρωινό ήλιο”.

Τα είχε πει τότε και μετά άρχισε να έρχεται όλη αυτή η κατάρρευση. Η κρίση, η οικονομική, η κοινωνικη, τώρα ο πόλεμος που κοντεύουμε να τον ξεχάσουμε. Λέμε πως απλώς, υπάρχει εκεί ένας πόλεμος. Ιδίως εμείς που έχουμε ζήσει στο πετσί μας τον πόλεμο, πώς γίνεται να το λέμε αυτό; Και βλέπεις πως αυτο το πράγμα επανέρχεται με έναν πόλεμο δίπλα μας. Γιατί όλη αυτή η παγκοσμιοποίηση υποτίθεται πως έγινε για καλό, για να ξεφύγουμε από τα κλειστά έθνη. Όμως κυριαρχεί το Κεφάλαιο που πλέον αναπτύσσεται έτσι ανεξέλεγκτο. Και δεν υπάρχει πουθενά μία κοινή δράση. Και βλέπουμε τον πόλεμο, τις αρρώστιες, τις προσφυγιές, τον φασισμό. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει όταν η πολιτική είναι δέσμια του κεφαλαίου…

Άρα ηττημένοι δεν είναι μόνο οι Πέρσες αλλά και όλοι μας;
Ναι ακριβώς. Αυτό είναι και το στίγμα της παράστασης. Πως έχουμε έναν κόσμο ηττημένο.

Το “Ίτε Παίδες Ελλήνων” πώς θα το ακούσουμε;
Δεν ακούγεται θριαμβευτικά και αυτούσιο. Δεν έχει κάτι ηρωικό μέσα του. Δεν είναι αυτό ο στόχος. Ο Χρήστος Λούλης που ενσαρκώνει τον αγγελιοφόρο θα πει: “άκουγες μία τρομερή κραυγή, εμπρός ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα τέκνα, τις γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών, τους τάφους των προγόνων”.

Άρα δε θα χειροκροτήσει εκεί το κοινό..
Μπορεί να γιουχάρει, δεν ξέρω.

Η Άττοσα είναι μία βασίλισσα δυναμική. Πώς αντηχεί αυτή η γυναικεία παρουσία στο σήμερα εν μέσω τόσων κακοποιήσεων και γυναικοκτονιών;
Είναι ένας αγώνας ανοιχτός και διαρκής. Σκέψου πώς ήταν οι γυναίκες και πώς είναι τώρα. Αλίμονο, κάτι έχει προχωρήσει. Από την άλλη πλευρά όμως είναι όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Γιατί υπάρχει πολύς κόσμος που συντηρεί ακόμη τις ανισότητες. Τώρα τουλάχιστον αυτά βγαίνουν προς τα έξω. Έχει σπάσει ένα σπυρί και βγαίνουν. Γιατί πάντα συνέβαιναν. Θυμάμαι όταν κάναμε το Miss Violence με τον Αλέξανδρο Αβρανά και ψάχναμε διάφορα. Ο ίδιος είχε μιλήσει με πολλούς ψυχολόγους και κοινωνιολόγους και μου μετέφερε το πόσοι φάκελοι κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας υπάρχουν, είναι ασύλληπτο. Και ήταν όλοι κρυμμένοι. Τουλάχιστον έγινε ένα ξέσπασμα τώρα.

Κάποτε υπήρχαν κάποιοι μεγάλοι εμπνευστές στα θέατρα. Και έγινε το Τέχνης, το Ανοιχτό Θέατρο, το Κυκλάδων και το μετέπειτα Αμόρε. Αν υπάρξει κάποια στιγμή ένας πυρήνας, ένας πόλος, μία στέγη με μία ομάδα ηθοποιών που να ψάχνεται πιο ουσιαστικά ίσως κάτι γίνει... NIKOS KATSAROS

Πώς βλέπετε το σύγχρονο κοινό;
Παντού υπάρχουν θετικά και αρνητικά. Υπάρχει ένα κοινό πιο ανοιχτό σε πράγματα, αλλά από την άλλη υπάρχει και το κοινό που πηγαινοέρχεται με τη μόδα. Κυριαρχεί μία ζαλάδα, ένα ανακάτεμα. Υπήρχαν ευδιάκριτα όρια παλιά. Τώρα έχουμε πάει στην άλλη άκρη. Σε μία κατάργηση ορίων. Σε μία ελευθερία που δημιουργεί μία βαβούρα και ένα θολό τοπίο μέσα στο οποίο πολλές φορές χάνεται η ουσία.

Το ίδιο συμβαίνει και στους ηθοποιούς. Και βέβαια όλα πηγάζουν από την παιδεία. Από τις σχολές. Είναι πάρα πολλές οι φουρνιές των νέων καλλιτεχνών που βγαίνουν. Αν δεν υπάρχουν κριτήρια και μία πολιτική πιο αυστηρη, πώς θα πας μετά να απαγορεύσεις σε αυτά τα παιδιά να παίξουν και να σκηνοθετήσουν αμέσως;

Πώς ατενίζετε το μέλλον;
Δεν κοιτάζω το παρελθόν, ούτε το μέλλον. Κοιτώ το εδώ και τώρα. Είμαι τζιτζίκι. Δε μου αρέσει να κάνω σχέδια μακροπρόθεσμα…

Δε σκέφτεστε να βαλετε μια τελεία;
Όταν υπάρχει πίεση και συσσώρευση πίεσης το σκέφτομαι. Αλλά μετά, αν υπάρχει κάτι ελκυστικό, μπαίνω πάλι στο παιχνίδι.

Μεγαλύτερος φόβος;
Να μη χάσω το μυαλό μου. Αυτό μόνο.

Πώς βλέπετε σήμερα το Θέατρο Τέχνης;
Έχει περάσει από 40 κύματα κατά καιρούς. Πότε γίνεται κάποια προσπάθεια, πότε αυτή η προσπάθεια ανοίγεται σε πάρα πολλά. Δεν βλεπω στίγμα. Μπορεί να γίνονται κάποιες καλές παραστάσεις. Αλλα είναι λογικό. Η ιστορία κάνει κύκλους και κάθε εποχή δεν είναι η ίδια. Υπάρχει ωστόσο μία ιστορική στέγη στην πόλη. Κάποτε υπήρχαν κάποιοι μεγάλοι εμπνευστές στα θέατρα. Και έγινε το Τέχνης, το Ανοιχτό Θέατρο, το Κυκλάδων και το μετέπειτα Αμόρε. Αν υπάρξει κάποια στιγμή ένας πυρήνας, ένας πόλος, μία στέγη με μία ομάδα ηθοποιών που να ψάχνεται πιο ουσιαστικά ίσως κάτι γίνει. Τώρα κυριαρχεί ένα μεγάλο σκόρπισμα…

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα