ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΑ: “ΕΙΧΑ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ 22 ΧΡΟΝΙΑ, ΑΠ’ ΟΤΑΝ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΟΥ”
Η απώλεια ως βίωμα. Πώς είναι σε πρόσωπο να ζεις χωρίς τον άνθρωπο σου που έχασες μετά από εργατικό δυστύχημα.
Ακόμη θυμάμαι το σφίξιμο· εκείνη τη σουβλιά στο στομάχι που συνοδεύει κάθε δυσάρεστη είδηση. Έτσι ένιωσα όταν διάβασα στο NΕWS 24/7 για τον νεκρό εργάτη που έπεσε μέσα σε φρεάτιο στον Πειραιά. Ένας ακόμη, σκέφτηκα.
Όμως, σ’ αντίθεση με το κυρίαρχο, θριαμβευτικό αφήγημα περί «αναπτύξεως», αυτό το «ένας ακόμη» δεν αποτέλεσε μια τυπική αναφορά σε κάποιον μακάβριο αριθμό. Ήταν η υπόμνηση, η εξοργιστική υπενθύμιση ότι μιλάμε για άνθρωπο. Ένας ακόμη άνθρωπος που χαιρέτισε την οικογένειά του, τα αγαπημένα του πρόσωπα, πήγε για το μεροκάματο και δεν γύρισε ποτέ σπίτι.
ΕΠΟΥΛΩΝΕΤΑΙ ΠΟΤΕ Η ΠΛΗΓΗ;
Για την κυρία Χαρίκλεια Νικολάου, ο χρόνος γιατρεύει. Ωστόσο πάντα κάτι μένει. «Ακόμη και τώρα μου λείπει όταν κάθομαι να πιώ τον καφέ μου το πρωί», λέει στο Magazine.
H κυρία Νικολάου γνώρισε τον άνδρα της, τον Σάκη το 1979. Είχαν σχέση για δύο χρόνια. Μετά ακολούθησε ο γάμος κι ύστερα από δύο χρόνια ήρθε το πρώτο τους παιδί. Έζησαν μαζί 14 υπέροχα χρόνια όπως λέει η ίδια. Μέσα σ’ αυτά, η οικογένειά τους μεγάλωσε κάνοντας άλλα δύο παιδιά.
Οι ρόλοι ήταν μοιρασμένοι. Εκείνη φρόντιζε τα τρία τους κορίτσια και τις δουλειές του σπιτιού. Εκείνος εργαζόταν, κάνοντας τοποθετήσεις μαρμάρων και πλακιδίων. Όμως, παρά την πολύωρη απουσία του από το σπίτι λόγω δουλειάς ήταν πάντα παρών για την οικογένειά του, θυμάται η κυρία Νικολάου, νοσταλγώντας τις απογευματινές βόλτες σε πάρκα και κούνιες, όλοι μαζί· μα και τις εκδρομές στη θάλασσα και τα ταβερνάκια το καλοκαίρι.
«Ήταν πραγματικά ένας ακούραστος άνθρωπος. Ένα αγαπητό πρόσωπο σ’ όλους, που έδινε με την ψυχή του την αγάπη που είχε στην οικογένειά του. Πρόσφερε πολλά με την παρουσία του, με το χαμόγελό του, με την πλάκα του. Γι’ αυτό και μας λείπει πολύ».
ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΤΡΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Προχωρώντας την κουβέντα μας, προσπαθούσα να βρω την κατάλληλη στιγμή να ρωτήσω για την ημέρα του δυστυχήματος. Μάταια. Δεν υπάρχει ποτέ «κατάλληλη στιγμή» για κάτι τέτοιο…
Πώς συνέβη το δυστύχημα, τόλμησα επιτέλους να ρωτήσω τη συνομιλήτριά μου. « Έχουν περάσει 27 χρόνια κι ακόμη θυμάμαι» μού απαντά αμέσως, αρχίζοντας σιγά σιγά να αφηγείται όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα, κατά την ανέγερση του κτιρίου που τώρα στεγάζεται ο Άρειος Πάγος.
«Δούλευε σε μεγάλο ύψος, πάνω από 16 μέτρα. Και φυσικά, κανένα μέτρο ασφάλειας. Μετά εορτής βέβαια ήρθε η Επιθεώρηση Εργασίας κι διαπίστωσε ότι έπρεπε να υπάρχει διπλό μαδέρι πάνω στη σκαλωσιά, προστασία απ’ έξω που δεν υπήρχε, να φορούν κράνη· βέβαια και πριν τον άντρα μου, απ’ ό, τι είχα ακούσει είχαν σκοτωθεί άλλοι δύο άνθρωποι εκεί.
Όπως και να ‘χει, πάνω απ’ τον Σάκη δούλευε κάποιος άλλος και ανέβαζε μάρμαρα. Κάποια στιγμή σκάλωσε το αναβατόριο κάπου και έφυγαν τα μάρμαρα κάτω. Φώναξαν τότε προς τον άντρα μου για να προσέξει. Εκείνος έβγαλε το κεφάλι του για να δει ποιος τον φωνάζει. Το μάρμαρο έπεσε όλο πάνω στο κεφάλι του και τον πέταξε κάτω. Έτσι συνέβη»
“ΔΕΝ ΚΟΙΜΟΜΟΥΝ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ”
Κι ύστερα; Ύστερα σιωπή. «Ένιωθα σαν να κοιμάμαι όρθια», λέει σήμερα η κυρία Νικολάου.
Την ρωτώ αν θυμάται την τελευταία κουβέντα που αντάλλαξαν πριν ο άντρας της φύγει για το μοιραίο μεροκάματο. «Να σου πω την αλήθεια μου, εγώ έτσι κι αλλιώς φοβόμουν. Προηγουμένως, είχαμε περάσει από εκεί, είχα δει πού δούλευε και φοβόμουν. Ήταν μεν προσεκτικός στη δουλειά του, από δώδεκα χρονών δούλευε στην οικοδομή, αλλά φοβόμουν. Εκείνη την ημέρα, δεν έγινε κάτι διαφορετικό. Ήπιαμε τον καφέ μας, καλημεριστήκαμε, φιληθήκαμε κι έφυγε.
Υπήρχε όμως κάτι στην ατμόσφαιρα… Θες από προαίσθημα; Δεν ξέρω. Κάτι με ενοχλούσε. Μετά, μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι για να δουν πώς θα μου το πουν».
Όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί και παρά τις προσπάθειες των συγγενών της να μάθει για τον θάνατο του συζύγου της όσο πιο ανώδυνα γίνεται, ακολούθησε εκείνο το οδυνηρό στάδιο τού «μετά». Γιατί έγινε ό, τι έγινε; Ποιος φταίει; Φταίω εγώ; Τι θα κάνω από ‘δώ και πέρα, έχοντας να μεγαλώσω τρία παιδιά;
Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις της κυρίας Νικολάου μετά την αναγγελία του θανάτου.
«Θες να μάθεις και τ’ άλλο;», μου λέει ολοκληρώνοντας την απάντησή της. «Είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια δεν κοιμόμουν το βράδυ. Είχα άγχος. Στην αρχή το πρώτο πράγμα που με απασχολούσε ήταν να βρω δουλειά. Έπειτα, μ’ έπαιρνε ο ύπνος το πρωί που έπρεπε να σηκωθώ για τη δουλειά».
ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΜΗΝΑ
Εκτός όμως από το κομμάτι της απώλειας, η κυρία Χαρίκλεια έπρεπε να φροντίσει και για την οικονομική επιβίωση της οικογένειάς της. Μια γυναίκα μόνη, με τρία μικρά κορίτσια, χωρίς λεφτά στην άκρη, όπως μου εκμυστηρεύτηκε.
Αλήθεια, πώς τα κατάφερε;
«Όταν έφυγε ο Σάκης, με την οικογένειά μας να έχει μεγαλώσει, τα έξοδα ήταν πολλά. Δεν είχα λεφτά στην άκρη. Γι’ αυτό κι αμέσως έψαξα για δουλειά. Κάποιοι συγγενείς τότε με ρωτούσαν: Γιατί να δουλέψεις, αφού θα πάρεις σύνταξη; Τους απαντούσα: Τι σύνταξη θα πάρω ώστε να μεγαλώσω αξιοπρεπώς τρία παιδιά; Να τα μεγαλώσω έτσι ώστε να μην τους λείψει τίποτα; Τους λείπει έτσι κι αλλιώς ο πατέρας τους, να χάσουν κι άλλα απ’ τη ζωή τους;
Γι’ αυτό έπιασα δουλειά. Πήγα στον δήμαρχο τότε. Έπειτα, πήγα σε κάποια super market, να ζητήσω εργασία. Εν τέλει, να ‘ναι καλά ο άνθρωπος τότε που βοήθησε, βρήκα δουλειά.
Θυμάμαι να φτάνει τέλος του μήνα και να λέω: Τα κατάφερα κι αυτό τον μήνα! Παρόλα αυτά, ας μην γελιόμαστε: Είναι δύσκολο να ανταπεξέλθεις πλήρως στον διπλό ρόλο της μάνας και του πατέρα. Δεν αναπληρώνεται η απουσία. Μπορεί να τα κάνεις όλα εσύ, αλλά και μόνο η έλλειψή του από το σπίτι, φτάνει!».
ΑΚΟΥΓΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΕΡΧΟΤΑΝ
Η απώλεια. Το τραύμα. Όσο καλά κι αν έχει επουλωθεί μέσα στον χρόνο, πάντα θα υπάρχει εκείνο το σημάδι να υπενθυμίζει τον άδικο χαμό· το τεράστιο βάρος της απουσίας αυτού που έφυγε γι’ εκείνους που έμειναν πίσω.
Κι όμως, ακόμη κι έτσι, υπήρξε κάτι που έδωσε στην κυρία Νικολάου τη δύναμη να σταθεί ξανά στα πόδια της. Ήταν τα παιδιά της.
«Σκλήρυνα, για να σταθώ στα πόδια μου. Είχα τα παιδιά, βλέπεις», μου λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Ίσως γι’ αυτό, όταν την ρώτησα αν αμφισβήτησε ποτέ τον εαυτό της, αν ένιωσε ποτέ φόβο ότι δεν θα τα κατάφερνε, η απάντηση που έλαβα ήταν αποστομωτική. «Όχι, απ’ ένα σημείο και μετά. Ωστόσο, μπορώ να σου πω ότι στην αρχή είχα τάσεις αυτοκτονίας. Με κράτησε όμως η σκέψη ότι έπρεπε να μεγαλώσω τα παιδιά μου».
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις, σκέφτηκα. Παρόλα αυτά, η κυρία Νικολάου το έκανε. Άφησε πίσω της την άρνηση να αποδεχτεί το γεγονός κι όρμησε με θάρρος στη ζωή. «Στην αρχή δεν το πίστευα. Άκουγα αυτοκίνητο και νόμιζα ότι ερχόταν. Νόμιζα ότι έβαζε τα κλειδιά και θα άνοιγε εκείνος την πόρτα. Για να αντιμετωπίσω την ματαίωση, ότι τελικά το αμάξι δεν ήταν το δικό του· ότι τα κλειδιά δεν θα άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού μας, κάθε βράδυ είχα ένα από τα παιδιά μου να κοιμάται στο κρεβάτι μου ή έπαιρνα αγκαλιά το μαξιλάρι και σκεφτόμουν ότι ήταν ο άντρας μου. Πήρε καιρό να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Όμως το αποδέχτηκα σχετικά γρήγορα».
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ ΤΙΠΟΤΑ
Και τα παιδιά; Πώς αντιμετώπισαν τα κορίτσια την απώλεια του πατέρα τους; Του ανθρώπου που κάθε βράδυ που ερχόταν απ’ τη δουλειά κι ενώ αυτά βρίσκονταν στα κρεβάτια τους, εκείνος τους μιλούσε, τους έκανε πλάκα, με την κυρία Χαρίκλεια να τον μαλώνει χαριτωμένα που θα αργούσαν να κοιμηθούν;
«Στεναχωριόντουσαν. Είχαν μαζέψει όλες τις φωτογραφίες του, τις είχαν μοιράσει μεταξύ τους. Ακόμη έτσι κάνουν. Η μικρή μου κόρη όμως ήταν αυτή που μιλούσε περισσότερο. Έλεγε θυμάμαι: ‘’Να ‘χαμε μια μεγάλη φωτογραφία του μπαμπά, να είναι εδώ, δίπλα μας’’. Γενικά δεν συζητούσαν πολύ για το συγκεκριμένο θέμα, αφού έτσι κι αλλιώς τους μιλούσα εγώ για τον πατέρα τους. Να μην ξεχνιούνται. Όπως κι έγινε».
Τι έκανε για αυτήν την οικογένεια η πολιτεία ή και η εργοδοσία; Προσέγγισε κάποιος την κυρία Νικολάου προκειμένου να παρασχεθεί ψυχολογική βοήθεια και υποστήριξη σ’ εκείνη και τα παιδιά της;
Όχι είναι η απάντηση. Όπως καταγγέλλει η ίδια στο Magazine, δεν τους δόθηκε καμία βοήθεια. «Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ειδικά από την πλευρά της εργοδοσίας, η μόνη κίνηση που έγινε, αναμφίβολα ψυχοφθόρα, ήταν οι διαδικασίες για τη νομική πτυχή του ζητήματος. Ποτέ δεν φτάσαμε βέβαια σε δίκη. Από αναβολή σε αναβολή πήγαινε η υπόθεση, κάτι που με έριχνε σε μεγάλο βαθμό ψυχολογικά. Έτσι πήγαινε το πράγμα μέχρι που έγινε ένας συμβιβασμός με την εταιρεία και δόθηκε μια αποζημίωση. Αυτή ήταν η συνεισφορά τους».
ΗΤΑΝ Η ΠΑΡΕΟΥΛΑ ΜΟΥ
Λίγο πριν τελειώσουμε την κουβέντα, ζήτησα από την κυρία Νικολάου να θυμηθεί ποια ήταν η αγαπημένη της συνήθεια που απολάμβανε να κάνει με τον άντρα της καθημερινά. «Πάντα έβρισκε χρόνο ο Σάκης, παρά τις ώρες δουλειάς», απαντά δίχως δεύτερη σκέψη. «Το πρωί ξυπνούσαμε μαζί. Πίναμε τον καφέ μας παρέα κι ύστερα έφευγε στη δουλειά. Εγώ τότε είχα να φροντίσω τα παιδιά και το σπίτι».
Σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, με τα παιδιά να έχουν μεγαλώσει, τι είναι αυτό που της λείπει περισσότερο, έρχεται συνειρμικά η επόμενη ερώτηση.
Η κυρία Νικολάου, με την ίδια τρυφερότητα, με τον ίδιο πάντα σταθερό τόνο στη φωνή της , απαντά χωρίς πολλές περιστροφές.
«Πάντα μου έλειπε. Στις χαρές και στις λύπες. Στους γάμους των παιδιών μας, στα εγγόνια… Πάντα λείπει! Ειδικά τώρα που έχουν μεγαλώσει τα παιδιά μου και έχω μείνει μόνη, μου λείπει πιο πολύ. Θα ήμασταν μια παρεούλα. Θα κάναμε πράξη τ’ όνειρό του: Να μεγαλώσουμε τα παιδιά κι να έρθουμε οι δυο μας να μείνουμε στο χωριό. Τώρα… έρχομαι μόνη μου…”
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΑΚΕΛΕΙΟΥ
Αναμφίβολα, η βαθιά συζήτηση με την κυρία Νικολάου δικαίωσε την αρχική μου διαπίστωση: Ο Σάκης Νικολάου, όπως κι ο νεκρός εργάτης στον Πειραιά δεν ήταν απλά στατιστικά δεδομένα σε μια ζοφερή λίστα θανάτου. Ο θάνατός τους πλήγωσε τους δικούς τους ανθρώπους. Και μπορεί η απώλειά τους να έγινε συνθήκη ζωής από ένα σημείο κι έπειτα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ξεπεράστηκε ποτέ.
Όπως και για τόσους ακόμη…
Όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), την περίοδο 1999-2017, στη χώρα μας καταγράφηκαν συνολικά 107.617 εργατικά «ατυχήματα», με τα 2.039 εξ αυτών να είναι θανατηφόρα. Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει ότι το διάστημα κατά το οποίο η Ελλάδα των φαραωνικών ολυμπιακών έργων έδωσε τη θέση της σε εκείνη των τριών μνημονίων, κάθε εργάσιμη μέρα συνέβαιναν περίπου 19 εργατικά «ατυχήματα» και κάθε τρεις εργάσιμες μέρες, ένας εργαζόμενος έφευγε απ’ το σπίτι του και δεν ξαναγύριζε ποτέ.
ΜΗΔΕΝΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ
Την ίδια ώρα, η υποστελέχωση του ΣΕΠΕ, ειδικά τη μνημονιακή περίοδο, επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τις συνθήκες δουλειάς για τους εργαζόμενους. Ακόμη κι αν οι επιθεωρητές του Σώματος κατέβαλλαν υπερπροσπάθεια για την κάλυψη των αναγκαίων ελέγχων – γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον γράφοντα- τα στοιχεία για την κάλυψη του δυναμικού του ΣΕΠΕ από μάχιμο προσωπικό είναι αποκαρδιωτικά. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη»:
- Το 2000, τη δεύτερη χρονιά λειτουργίας του ΣΕΠΕ, υπηρετούσαν 683 επιθεωρητές (349 Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και 334 Επιθεωρητές για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία).
- Το 2017 υπηρετούσαν ακόμα λιγότεροι. Συνολικά 618 επιθεωρητές (373 Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και 245 επιθεωρητές για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία)!
Στην προσπάθειά μου να ελέγξω τα στοιχεία για την εγκυρότητα του ρεπορτάζ, επικοινώνησα με τον κύριο Πάνο Κορφιάτη, αναλυτή επιχειρησιακών δεδομένων στον τομέα της ασφάλισης, πρ. Ειδικό Γραμματέα ΣΕΠΕ και επιστημονικό συνεργάτη της Ομάδας Κοινωνικών Αναλύσεων ΕΝΑ.
Όπως δηλώνει ο ίδιος στο Magazine: «Η εικόνα αυτή μπορεί να προέρχεται από το γεγονός ότι για περίπου δεκαπέντε χρόνια, μια μόνο φορά , μέχρι το 2016- δόθηκε η δυνατότητα- να γίνουν προσλήψεις 41 επιτυχόντων παλαιότερου ΑΣΕΠ, να προκηρυχθεί το 2019 διαγωνισμός για άλλες 53 θέσεις και να μπουν 150 θέσεις σε κινητικότητα».
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ
Άγνωστο αν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ολοκλήρωσε τη διαδικασία.
Όμως, έστω υπ’ αυτές τις συνθήκες, το υποστελεχωμένο ΣΕΠΕ ήταν απείρως χρησιμότερο, ως εργαλείο προστασίας των εργαζόμενων απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία και την εντατικοποίηση της δουλειάς, από την μετατροπή του σε Ανεξάρτητη Αρχή από τον άνθρωπο των «ειδικών αποστολών» των κυβερνήσεων της Δεξιάς, κ. Κωστή Χατζηδάκη.
Ρωτώ σχετικά τον κύριο Πάνο Κορφιάτη: Γιατί έγινε αυτή η μετατροπή; Τι σηματοδότησε για την εργοδοσία και τους εργαζόμενους;
«Κατά την γνώμη μου έχει ως στόχο να χαμηλώσουν οι προσδοκίες του κόσμου της εργασίας όσον αφορά την επιβολή της εργατικής νομοθεσίας», απαντά και εξηγεί περαιτέρω: «Τόσο γιατί ως ανεξάρτητη αρχή η κυβέρνηση μπορεί να αποποιείται κάθε πολιτική ευθύνη για την λειτουργία του ΣΕΠΕ και να αφήνει τα πράγματα εκεί έξω ως έχουν, όσο και γιατί η εμπειρία των δύο τελευταίων χρόνων δείχνει μια κατεύθυνση ανάλωσης στα τυπικά χωρίς στόχευση και κοινωνικό κριτήριο».
ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ
Η εμπειρία αυτών των δύο τελευταίων ετών για την οποία μιλά ο κύριος Κορφιάτης αποτυπώθηκε και στα στοιχεία που δημοσίευσε το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 2023 η Ομοσπονδία των Συλλόγων Εργαζομένων στις Τεχνικές Επιχειρήσεις (ΟΣΕΤΕΕ). Βάσει αυτών, μέσα στο 2023: 135 εργαζόμενοι έχασαν τη ζωή τους, ενώ μόλις στην έναρξη του τέταρτου τριμήνου του τρέχοντος έτους (Σεπτέμβριος- Δεκέμβριος 2023) 9 άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά την εργασία τους.
Τα στοιχεία για το 2023 έρχονται να συμπληρώσουν και να ξεπεράσουν εκείνα του 2022 όπου σύμφωνα με την ΟΣΕΤΕΕ: 104 εργαζόμενοι συνολικά πλήρωσαν με κόστος την ζωή τους τις κακές εργασιακές συνθήκες και τα εγκληματικά λάθη της εργοδοσίας, την ίδια ώρα που άλλοι 142 συνάδελφοί τους έφεραν σοβαρά τραύματα και αναπηρίες.
Ποια η αιτία του κακού, ρωτώ τον κύριο Κορφιάτη, όντας πλέον πεπεισμένος πως ο θάνατος στη δουλειά αποτελεί την μαθηματική επιβεβαίωση μιας προδιαγεγραμμένης πορείας.
Ο συνομιλητής μου μού δίνει να καταλάβω πως «η ασφάλεια στην εργασία δεν είναι ανεξάρτητη από την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων. Όταν βλέπουμε για παράδειγμα εργαζόμενους θύματα ατυχημάτων να δουλεύουν συστηματικά εξαντλητικά ωράρια πρέπει να γίνεται αντιληπτό ότι ένα τοξικό μοντέλο εργασιακών απειλεί και την ανθρώπινη ζωή. Είναι η τραγική κατάληξη της απαξίωσης της εργασίας στην χώρα μας».
ΕΛΕΓΧΟΙ ΟΥΣΙΑΣ
Ίσως εδώ κάποιος να αναρωτηθεί: Πώς θα βγούμε επιτέλους απ’ αυτόν φαύλο κύκλο αίματος στους χώρους δουλειάς; Την ίδια απορία εξέφρασα κι εγώ στην κυρία Νικολάου.
Όπως μου είπε, είναι αναγκαίο και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να προσέχουν για την ασφάλειά τους. «Αναγνωρίζω την πίεση που δέχονται και τη βιασύνη της δουλειάς. Ποτέ όμως αυτά δεν έφεραν καλά αποτελέσματα. Το κύριο όμως είναι οι εργαζόμενοι να στηρίζονται από την εκάστοτε εργοδοσία. Να υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια. Επίσης, να μην ξεχνάμε τις ευθύνες της πολιτείας· είναι αναγκαίο να γίνονται έλεγχοι για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας στους χώρους εργασίας. Έλεγχοι ουσίας βέβαια, όχι για τα μάτια του κόσμου».