ΚΑΠΟΙΕΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΕΙΧΑΝ ΣΩΘΕΙ
Το ελληνικό κράτος όχι μόνο δε λαμβάνει μέτρα πρόληψης, αντίθετα έχει προχωρήσει και σε ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες που επιδεινώνουν τις ζωές των γυναικών.
Η Γεωργία Μουράτη ήταν το πρώτο θύμα γυναικοκτονίας για το 2024. Προηγήθηκαν 15 γυναικοκτονίες το 2023, 26 γυναικοκτονίες το 2022, 31 γυναικοκτονίες του 2021. Αυτές τουλάχιστον γνωρίζουμε γιατί με δεδομένο πως το ελληνικό κράτος δεν διαθέτει επίσημο μηχανισμό καταγραφής, είναι πιθανό ορισμένες να έχουν διαφύγει. Ειδικά για το 2021 παρατηρήθηκε αύξηση των γυναικοκτονιών κατά 187,5% στην Ελλάδα – η υψηλότερη στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μεσογειακού Ινστιτούτου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας. Μόνο άνθρωποι διαποτισμένοι από μισογυνικές αντιλήψεις επιμένουν πλέον να ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Σαφώς υπάρχει και επανέρχεται με κύματα φρίκης στην καθημερινότητα. Το ζήτημα είναι αν υπάρχει η βούληση να αντιμετωπιστεί και η απάντηση που έρχεται από την πλευρά της Πολιτείας μέσω της παρατεταμένης αδράνειας, είναι αρκούντως εύγλωττη και θλιβερά αποκαρδιωτική.
Η συζήτηση για την αντιμετώπιση των γυναικοκτονιών πρέπει να γίνεται παράλληλα σε δύο επίπεδα, στο συστημικό που σχετίζεται με τη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή την πατριαρχική δόμηση των κοινωνιών και απαιτεί βαθιές, μακροχρόνιες, διαρθρωτικές αλλαγές για να διαμορφωθεί ένα διαφορετικό κοινωνικό υπόδειγμα χωρίς έμφυλες σχέσεις εξουσίας, και στο άμεσο, δηλαδή σε μια δέσμη πρωτοβουλιών και μέτρων με γνώμονα την πρόληψη. Δε μπορεί κανείς και καμία να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι αν το ελληνικό κράτος είχε θεσπίσει πολιτικές προστασίας της ζωής των θηλυκοτήτων θα είχαν εκμηδενιστεί οι γυναικοκτονίες αλλά σίγουρα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι θα είχαν μειωθεί, ότι κάποιες από τις γυναίκες που βρίσκονται πλέον στον μαρτυρικό κατάλογο των θυμάτων, θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Συγκεκριμένα οι γυναίκες που έκαναν το βήμα και απομακρύνθηκαν από το κακοποιητικό περιβάλλον αλλά έμειναν μετέωρες, θα είχαν σωθεί αν ο κρατικός μηχανισμός είχε αποκριθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά. Η τελευταία γυναικοκτονία για το 2023 της γυναίκας που μόλις δύο μέρες πριν δολοφονηθεί είχε απευθυνθεί στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της σε κατάσταση βαριάς κακοποίησης, είναι ένα τρανό παράδειγμα. Η θεσμική αδιαφορία και η ακαταλληλότητα της μεταχείρισης κόστισε τη ζωή της.
Ανοίγοντας λίγο το κάδρο στη διεθνή εικόνα, καμία χώρα δεν έχει βρει το ιδανικό μείγμα πολιτικών που θα οδηγούσε στην εξάλειψη των γυναικοκτονιών, κι ούτε κάτι τέτοιο, δυστυχώς, αποτελεί μια κοινή αγωνία και προτεραιότητα. Τα χαμηλότερα ποσοστά γυναικοκτονιών παγκοσμίως καταγράφονται στην Κούβα, τη Χιλή, τη Νικαράγουα, το Πουέρτο Ρίκο, το Περού και την Κόστα Ρίκα. Κάποιες χώρες, λίγες, έχουν παιδευτεί λίγο παραπάνω στην αναζήτηση λύσεων, εισφέροντας θετικές πρακτικές.
Η Άννα Βουγιούκα, υπεύθυνη συνηγορίας στο Κέντρο Διοτίμα, χαρτογραφεί το θέμα στη διεθνή του διάσταση: «Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν κυρώσει τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που βάζει ένα πιο συνολικό πλαίσιο για την πρόληψη. Είναι κρίσιμη η αρχή της δέουσας επιμέλειας. Τα κράτη έχουν υποχρέωση στην πρόληψη, στην προστασία των θυμάτων, στη διερεύνηση του εγκλήματος, στη δίωξη των δραστών και στην αποζημίωση θυμάτων και συγγενών. Ωστόσο, οι εξειδικευμένες πολιτικές είναι λίγες. Η έρευνα του ΕΚΚΕ που έγινε το 2023 έδειξε ότι δεν υπάρχει ενιαία προσέγγιση, δεν υπάρχει συντονισμός, δεν υπάρχει αξιόλογη μέριμνα για τα παιδιά των θυμάτων των γυναικοκτονιών. Σε επίπεδο νόμων η Κύπρος έχει κάνει τομή εισάγοντας τον όρο γυναικοκτονία και μια σειρά επιβαρυντικών περιστάσεων στο νομικό της οπλοστάσιο. Είναι μια πρόσφατη εξέλιξη, οπότε δεν έχουμε μετρήσιμα αποτελέσματα για το αν λειτούργησε θετικά ο νόμος. Ένα καλό παράδειγμα είναι η Ισπανία, παρότι δεν έχει σχετικό νόμο σε εθνικό επίπεδο, έχει σε αρκετές περιφέρειες. Επιπλέον έχει ειδικά δικαστήρια για την ενδοοικογενειακη βία. Παράλληλα έχει προχωρήσει και σε άλλες νομοθετικές προβλέψεις που αγγίζουν διαφορετικές όψεις των ζητημάτων της έμφυλης βίας και ανισότητας, όπως η ένταξη της συναίνεσης στον ποινικό ορισμό του βιασμού και τα μέτρα για την μισθολογική ισότητα. Η πιο προχωρημένη νομοθεσία έχει κατοχυρωθεί σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής ως απότοκο των ισχυρών φεμινιστικών διεκδικήσεων. Η Κόστα Ρίκα ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που πέρασε νόμο για τη γυναικοκτονία. Πλέον 15 χώρες έχουν κάνει ανάλογες προβλέψεις. Έχει σημασία όμως, να τονίσουμε ότι αυτό δεν αποδώσει σε πολλές περιπτώσεις αξιόλογα αποτελέσματα, διότι αυτό που υπογραμμίζουν οι ίδιες οι φεμινίστριες εκεί είναι ως δεν αρκεί μόνο η νομοθετική αλλαγή. Απαιτούνται και κοινωνικοί μετασχηματισμοί.
Η Ελλάδα, από την άλλη, είναι ένα αντιπαράδειγμα. Έχουμε αύξηση των γυναικοκτονιών και δεν έχουμε ούτε θεσμικά μέτρα. Την τελευταία πενταετία παρατηρείται αύξηση 30% των γυναικοκτονιών γυναικών άνω των 60 ετών και δεν απασχολεί κανέναν. Δεν υπάρχει καν πρωτοβουλία για τη συλλογή δεδομένων, ώστε να κατανοήσουμε το βάθος του φαινομένου. Τοποθετούμαστε σ’ ένα κενό»
Το ελληνικό κράτος όχι μόνο δε λαμβάνει μέτρα πρόληψης, αντίθετα έχει προχωρήσει και σε ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες που επιδεινώνουν τις ζωές των γυναικών, όπως είναι ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια που εγκλωβίζει γυναίκες σε κακοποιητικές σχέσεις ή τις αναγκάζει να επανεκτίθενται σε κακοποιητικούς συντρόφους οι ίδιες και τα παιδιά τους. Επιπρόσθετα, είναι δυσάρεστα εντυπωσιακή η πεισματική άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης στη νομική κατοχύρωση της γυναικοκτονίας, παρότι συνιστά κοινό αίτημα επιστημονικών φορέων που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της έμφυλης βίας, γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων. Εδώ είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί πως η νομική κατοχύρωση του όρου είναι σημαντική για την αναγνώριση, της ορατοποίηση του προβλήματος και για την παιδαγωγική επίδραση που μπορεί να έχει ο νόμος στην κοινωνία. Από μόνη της, όμως, είναι λειψή. Χρειάζεται να συνοδευτεί από ευρύτερες πολιτικές. Το πρώτο και κύριο είναι η ενίσχυση του δικτύου των δομών και υπηρεσιών για την υποστήριξη των επιζωσών. Έχει γραφτεί ξανά κι έχει νόημα να επαναληφθεί πως οι διαθέσιμες κλίνες στους ξενώνες κακοποιημένων γυναικών είναι περίπου οι μισές απ’ όσες ορίζονται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Χρειάζεται να αυξηθούν τα Συμβουλευτικά Κέντρα, να αυξηθούν οι ξενώνες για τις κακοποιημένες θηλυκότητες και τα παιδιά και να δημιουργηθούν καταφύγια άμεσης φιλοξενίας για τις γυναίκες που είναι σε απειλή μέχρι να διεκπεραιωθεί το αίτημα μεταφοράς τους σε ξενώνες. Και αυτό να συνδυαστεί με μια μεγάλη ενημερωτική καμπάνια έτσι ώστε όλες οι γυναίκες που κινδυνεύουν να γνωρίζουν που μπορούν να απευθυνθούν και το η ειδική γραμμή sos 15900 να εγχαραχτεί σε όλες/ους. Είναι εξαιρετικά επιτακτικό γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο να φύγει μια γυναίκα από τον κακοποιητή αλλά και να έχει να πάει κάπου που θα είναι ασφαλής, αλλιώς όπως δυστυχώς φάνηκε από αρκετές περιπτώσεις ενδεχομένως να τη βρει.
«Καμία από τις γυναίκες που έχουν απευθυνθεί στο δίκτυο δομών, δεν έχουν υπάρξει θύματα γυναικοκτονίας. Αυτό έχει τεράστια σημασία. Πρέπει να το γνωρίζουμε, να διεκδικούμε τη βιωσιμότητα του δικτύου και τη διεύρυνση του. Και χρειάζεται και η δημιουργία δομών βραχείας διαμονής. Το δημόσιο δίκτυο πρέπει να παρέχει σταθερή και συστηματική δωρεάν δικαστική εκπροσώπηση στις επιζώσες. Το έλλειμμα ενημέρωσης αποτυπώθηκε και στην έρευνα του ΕΚΚΕ. Γι’ αυτό χρειάζεται μια ενημερωτική καμπάνια διαρκής που θα φτάνει η πληροφορία στις γυναίκες και στην κοινότητα, να ξέρεις εσύ ή ίδια ή όποιος/α είναι μάρτυρας τι πρέπει να κάνει. Οι επιζώσες πρέπει να υποστηρίζονται στη συνέχεια κι αυτό είναι μια μακροχρόνια και διεπιστημονική εργασία, πρέπει να έχουν ψυχολογική αρωγή και να υπάρχει μέριμνα για την εργασιακή τους ένταξη, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν οικονομικά γιατί και η οικονομική επισφάλεια λειτουργεί ανασταλτικά στην προσπάθεια διαφυγής. Έπειτα, είναι ζωτικής σημασίας η απόκριση των αρχών. Όταν φτάνει σε μια αστυνομική υπηρεσία μια γυναίκα σε κίνδυνο, δε νοείται να αφήνεται αβοήθητη, πρέπει να μείνει προστατευμένη και να γίνει διασύνδεση με τους φορείς. Στη Σαλαμίνα δεν έδρασαν σωστά. Έχουμε υπόψη μας και περιπτώσεις καλών πρακτικών από την αστυνομία, θυμάμαι ενδεικτικά μια γυναίκα που μέχρι να υλοποιηθεί το αίτημα για φιλοξενία σε ξενώνα, την πήγαν σε νοσοκομείο με φύλαξη. Είναι σπάνιες, όμως.
Τώρα το panic button που έχει διαφημιστεί από την κυβέρνηση, μπορεί να έχει χρησιμότητα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αν είσαι σ’ ένα σπίτι και ο κακοποιητής είναι απ’ έξω και σε απειλεί, ναι, μπορεί να λειτουργήσει γιατί θα το ενεργοποιήσεις και θα παρέμβουν οι αρχές. Αν είσαι σε κίνηση είναι δύσκολο γιατί δίνει συγκεκριμένο στίγμα και φυσικά αν ο κακοποιητής εμφανιστεί μπροστά σου με όπλο, μάλλον δε θα έχεις το χρόνο να το χρησιμοποιήσεις. Οπότε δε μπορεί να είναι η μόνη απάντηση τύπου «παρτο και φύγε». Πρέπει να σου δίνεται μια βεντάλια επιλογών. Το panic button δε μπορεί να αντικαταστήσει το safety plan» εξηγεί η Άννα Βουγιούκα
Τώρα το panic button που έχει διαφημιστεί από την κυβέρνηση, μπορεί να έχει χρησιμότητα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αν είσαι σ’ ένα σπίτι και ο κακοποιητής είναι απ’ έξω και σε απειλεί, ναι, μπορεί να λειτουργήσει γιατί θα το ενεργοποιήσεις και θα παρέμβουν οι αρχές.
Αντ’ αυτού η κυβέρνηση υπεκφεύγει διολισθαίνοντας διαρκώς στον ποινικό λαϊκισμό, γιατί αυτός είναι ένας ανέξοδος δρόμος για να δείξεις ότι κάνεις κάτι, χαϊδεύει τα συντηρητικά ανακλαστικά της κοινωνίας και αποποιείται κάθε άλλη ευθύνη. Το πρόβλημα, βέβαια, εξακολουθεί να υφίσταται και έξω από τις φυλακές αφού οι κοινωνικές του ορίζουσες δεν έχουν πειραχτεί και μέσα στις φυλακές, που είναι χώρος εγκλεισμού χωρίς κανένα πρόγραμμα συνειδητοποίησης, εκπαίδευσης και επανένταξης στην κοινωνία με άλλους όρους.
«Στην Ελλάδα δεν έχουν εκπονηθεί προγράμματα για τους θύτες κι ούτε αποτελέσματα από τις όποιες πρωτοβουλίες. Είναι σοβαρό ζήτημα. Η δική μας αντίληψη στο Κέντρο Διοτίμα δεν είναι να σαπίζουν στη φυλακή. Εντοπίζουμε δυσλειτουργίες στο σκέλος της έκτισης της ποινής. Οι ποινές από τη στιγμή που επιδικάζονται πρέπει να εκτίονται με όρους σεβασμού στα δικαιώματα των κρατουμένων. Από μόνη της, όμως, η φυλάκιση δεν έχει παιδαγωγικό ή σωφρονιστικό χαρακτήρα. Θα έπρεπε να γίνεται άλλου τύπου συμβουλευτική και ψυχοκοινωνική δουλειά. Προσπαθούμε να σκεφτούμε να βάση την αποκαταστατική δικαιοσύνη που θέλει συζήτηση και ανοιχτή ματιά. Να κρατάμε πάντα στο νου μας πως το πρόβλημα είναι κοινωνικό, άρα θέλει κοινωνικές διεργασίες, μετατοπίσεις και αλλαγές» υπογραμμίζει η Άννα Βουγιούκα.
Συνοψίζοντας και χωρίς ποτέ να χάνεται ο ορίζοντας της συνολικής αντιπατριαρχικής αμφισβήτησης, η νομοθετική αναγνώριση της γυναικοκτονίας, η ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων με ταχείες διαδικασίες στην εκδίκαση των υποθέσεων, η επέκταση του δικτύου των δομών για να υπάρχει Συμβουλευτικό Κέντρο, ξενώνας και καταφύγιο άμεσης φιλοξενίας σε κάθε δήμο, η πρόβλεψη δωρεάν νομικής υποστήριξης, ψυχολογικής βοήθειας και οικονομικής επιβίωσης για τις επιζώσες, η πλατιά ενημερωτική καμπάνια στην κοινότητα, η ενημερωτική παρέμβαση στη βάση διαπολιτισμικής μεθοδολογίας σε αποκλεισμένους πληθυσμούς όπως ο προσφυγικός ή οι Ρομά, η κατάργηση του νόμου για την υποχρεωτική συνεπιλέμεια, η ευθυγράμμιση των αστυνομικών αρχών με σωστά πρωτόκολλα απόκρισης στα αιτήματα κακοποιημένων γυναικών ή μαρτύρων έμφυλης βίας, η ένταξη μαθημάτων, αντισεξιστικής κουλτούρας, ευαισθητοποίησης για την έμφυλη βία και αποδόμησης έμφυλων στερεοτύπων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες είναι ορισμένα επείγοντα μέτρα που μπορούν να σώσουν ζωές. Πολλές γυναίκες κινδυνεύουν καθημερινά στο ίδιο τους το σπίτι. Η Πολιτεία και η κοινωνία οφείλουν να μην τις αφήσουν άλλο μόνες και αβοήθητες.