ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΕΚΡΥΒΑΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΛΒΑΝΟΙ – ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ’90S
Πέντε νεαροί Αλβανοί, που μεγάλωσαν στην Ελλάδα, μιλούν στο NEWS 24/7 για τις φορές που αναγκάστηκαν να κρύψουν την καταγωγή τους.
Ως παιδί και έφηβος, άκουγα -επικίνδυνα- πολύ συχνά ανέκδοτα και “αστεία” για Αλβανούς. Στο σχολείο, στις αλάνες, στους δρόμους και στην τηλεόραση, οι Αλβανοί ήταν οι “κλέφτες”, οι “βρώμικοι”, οι “ξένοι”, αυτοί που θέλουν “το κακό μας”.
Θα πείτε “τι πιο σύνηθες να συμβεί;” Στην Ελλάδα ζούμε…
Ο ρατσισμός που βίωσαν στα ’90s και στα ’00s τα “Αλβανάκια” στο ελληνικό σχολείο και στην ελληνική κοινωνία ήταν κάτι που περνούσε χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις.
Ήταν μια κανονικότητα. Ήταν μια πραγματικότητα που δεν σόκαρε σχεδόν κανέναν, εκτός -φυσικά- από τα θύματα αυτής της κατάστασης, τα παιδιά που βίωναν στο πετσί τους τι σημαίνει στιγματισμός, προκατάληψη και μπούλινγκ.
Ήταν σχεδόν δεδομένο πως αν είσαι Αλβανός, αυτή είναι η μοίρα σου. Να δέχεσαι χλευασμό και υποτίμηση, μόνο και μόνο λόγω της καταγωγής σου.
Πέντε Αλβανοί που μεγάλωσαν στην Ελλάδα, μιλούν στο NEWS 24/7 για εκείνες τις φορές που χρειάστηκε να κρύψουν την καταγωγή τους, φοβούμενοι/ες πως θα δεχθούν απόρριψη και μίσος.
ΕΛΛΑΔΑ, ΑΛΒΑΝΟΙ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ – ΠΕΝΤΕ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
«Έπρεπε να κρύβεσαι, λες και σε ψάχνει η Αντιτρομοκρατική»
Σάντρι Χότζα – 26 ετών
Γεννήθηκα στην Αλβανία, αλλά από πολύ μικρή ηλικία ήρθαμε με τους γονείς μου στην Ελλάδα, οπότε όλη μου η ζωή περιτριγυρίζεται γύρω από την Ελλάδα.
Το ζήτημα του μετανάστη στην Ελλάδα -πόσω μάλλον του Αλβανού- και την αρνητική χροιά που είχαν δώσει τα ΜΜΕ, συνδέοντας την καταγωγή με συγκεκριμένα εγκλήματα, θα έλεγα πως στέκεται σ’ ένα δίπολο.
Από τη μία έχεις τους γονείς σου να σού λένε να είσαι υπερήφανος για την καταγωγή σου, σαν ένα στοιχείο σύνδεσης και αλληλεγγύης ως κοινότητα, και από την άλλη έχεις πάλι τους γονείς να σού λένε να μην μιλάς αλβανικά στον δρόμο, για να μην μας καταλάβουν, λες και μας ψάχνει η Αντιτρομοκρατική.
Έτσι, ο “Σάντρι” γίνεται “Αλέξανδρος”, για να περνά απαρατήρητος. Κι αυτό επαναλαμβάνεται ακόμη και στις πιο μικρές στιγμές της καθημερινότητας, όπως όταν πας για κάλαντα. Προφανώς, είχα ένα ωφελιμιστικό σκοπό, γιατί το πεντάευρω μπορεί να μου το έδιναν πιο εύκολα όταν άκουγαν το όνομα “Αλέξανδρος” αντί για “Σάντρι”, αλλά όσο μεγάλωνα καταλάβαινα ότι απλά έκρυβα την καταγωγή μου επειδή φοβόμουν τη φοβική αντίδραση της γιαγιάς που μου άνοιξε την πόρτα της Χριστουγεννιάτικα.
Αυτό συνεχίστηκε και σε άλλες στιγμές της ζωής μου, όπως για παράδειγμα όταν άνοιξα κουβέντα με έναν παππού σε στάση λεωφορείου και μετά από ένα μικρό ξέσπασμα κατά όλων, ρώτησε πώς με λένε και ενστικτωδώς απάντησα “Αλέξανδρος“. Όσο επέστρεφα στο σπίτι, “έβραζα” γιατί μετά από 20 χρόνια επανέλαβα το ίδιο μοτίβο.
Ωστόσο, κατάλαβα ότι δεν φταίω εγώ, αλλά ούτε και οι γονείς μου που έμαθαν να το κάνω. Κατάλαβα ότι είναι ένα μέσο αυτοπροστασίας, που το χρησιμοποιούσαν και οι ίδιοι για να προστατευτούν από εκδικητικά αφεντικά και φασιστικά τάγματα εφόδου. Και το “προνόμιο” του λευκού χρώματός μου με βοήθησε να ξεγλιστράω από ρατσιστικές και πληγωτικές συμπεριφορές.
Μέχρι που είδα πώς αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα τους ανθρώπους από χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Το πώς τους συμπεριφέρονται, πώς τους κοιτούν, πώς τους μιλούν. Θα έλεγε κανείς πως αρκετοί είναι που τους θεωρούν κατώτερους ανθρώπους.
Τότε κατάλαβα ότι το πρόβλημα δεν ήμουν ποτέ εγώ, η καταγωγή ή ακόμη και το δέρμα του χρώματός μου ή το σχήμα του κεφαλιού μου.
Το πρόβλημα είναι το σύστημα που τρέφει και αναπαράγει στερεότυπα, που χρησιμοποιεί αποδιοπομπαίους τράγους για να γλιτώνει από τα πραγματικά προβλήματα και ένα κοινό που είναι πάντα έτοιμο, δυστυχώς, να «καταπιεί» κάθε τι μικροπολιτικό, ρίχνοντας την ευθύνη στον πιο αδύναμο. Η κλασική αναπαραγωγή μίας φασιστικής λογικής.
«Δεν είχε καταλάβει ότι ήμουν κι εγώ “αλβανάκι”»
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι – 33 ετών
Έχω κρύψει δύο φορές την καταγωγή μου, για δύο πολύ διαφορετικούς λόγους.
Τη μία φορά, που ήταν και σχετικά light, ένας ηλικιωμένος κύριος είχε έρθει στο μαγαζί στο οποίο εργαζόμουν ως ταμίας και όσο τον εξυπηρετούσα μου είπε «Πόσο κρίμα κι εσείς τα νέα παιδιά, έρχονται οι ξένοι και σας παίρνουν τις καλές δουλειές».
Όλα αυτά ενώ στο καρτελάκι μου έγραφε φαρδιά πλατιά το όνομά μου, που φαίνεται πως δεν είναι ελληνικό. Δεν ασχολήθηκα προφανώς μαζί του, γιατί από τη μία μου φάνηκε “αστείο” και από την άλλη δεν είναι δουλειά μου να εκπαιδεύω ρατσιστές.
Η άλλη φορά ήταν λίγο πιο περίπλοκη γιατί μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι είχα κρύψει την καταγωγή και επίσης να καταλάβω για ποιον λόγο το είχα κάνει.
Ήμουν, λοιπόν, σε ένα κλαμπ σε μια μικρή πόλη της επαρχίας και φλέρταρα με έναν τύπο. Επειδή έχω κουραστεί να διορθώνω τον κόσμο και να λέω πως με λένε Ντενίσα και όχι Ντενίζ, αποφάσισα να του συστηθώ με τον βαφτιστικό μου όνομα που είναι Λυδία.
Εκείνη τη στιγμή ήθελα απλά να γκομενίσω και όχι να εξηγώ πόσο σημαντικό είναι για μένα αυτό το Άλφα στο τέλος του ονόματός μου.
Για να μην μακρηγορώ, το γκομένισμα πήγε καλά και την άλλη μέρα βγήκαμε ραντεβού που μεταξύ άλλων περιλάμβανε και βόλτα στην σχετικά ερημική πλατεία της πόλης.
Σαν σωστά 20χρονα καθίσαμε στο παγκάκι να φιληθούμε. Λίγο πιο κει έπαιζε μια παρέα πιτσιρίκια και το ραντεβού μου θεώρησε σωστό να σταματήσει το χαμούρεμα για να πει «Μας έπρηξαν τα αλβανάκια».
Συνειδητοποίησα πως μάλλον δεν είχε καταλάβει ότι ήμουν κι εγώ «αλβανάκι».
Μου πήρε χρόνια να συνειδητοποιήσω πως δεν τον έβρισα εκείνη τη στιγμή, επειδή φοβήθηκα. Βλέπεις, τότε δεν ήταν τόσο κουλ να είσαι Αλβανός και επιπλέον ήμουν σε μια άσχετη πόλη, με έναν άγνωστο, σε μια ερημική πλατεία.
Περιττό να πω πως το φλερτ δεν ευδοκίμησε.
«Μου είπε “περίεργο για Αλβανός που έχεις καταφέρει τόσα”»
Τζιάνο Μάμο – 31 ετών
Ήρθα στην Ελλάδα, ως παιδί μεταναστών, στην ηλικία των 5 ετών. Εδώ μεγάλωσα ουσιαστικά, εδώ έκανα φίλους, ολοκλήρωσα όλους τους πυλώνες της εκπαίδευσης μέχρι το πανεπιστήμιο και πλέον εργάζομαι στη χώρα. Σε μια περίοδο ευημερίας, πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση και ταλαιπωρήσουν τον ελληνικό λαό για πάνω από μια δεκαετία, όντας παιδί δεν βίωσα ρατσισμό.
Από την πρώτη στιγμή που πήγα στο σχολείο μέχρι και στο Πανεπιστήμιο, κανένας δεν με αντιμετώπισε διαφορετικά λόγω του ότι η καταγωγή μου ήταν από την Αλβανία, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το πώς παρουσίαζαν διάφορα κανάλια και «διατυμπάνιζαν» ένα έγκλημα όταν είχε προκληθεί από ένα άτομο αλβανικής καταγωγής, με αποτέλεσμα να αισθανόσουν ότι έμπαινες στο ίδιο τσουβάλι για την ελληνική κοινωνία, λόγω ιδίας καταγωγής.
Ιδίως τα χρόνια των μνημονίων, που αρκετά άτομα στην πολιτική και ειδησεογραφική σκηνή εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους να επιρρίψουν ευθύνες ότι οι μετανάστες είναι η αληθινή αιτία της κρίσης και πήραν μια αρκετά μεγάλη μερίδα ανθρώπων με το μέρος τους, ήταν δύσκολο για έναν μετανάστη να αποκαλύψει την καταγωγή.
Δεν συζητώ καν, αν το χρώμα του δέρματός του ήταν από λίγο έως αρκετά πιο σκούρο -για τα ελληνικά δεδομένα- πόσο δύσκολο θα ήταν.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, εργάστηκα σε επιχειρήσεις που είχαν να κάνουν με την εξυπηρέτηση πελατών και χρειάστηκε σε μια τέτοια συντηρητική κοινωνία να μην αποκαλύψω το αληθινό μου όνομα γιατί αντιλήφθηκα πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει η διάθεση ενός ατόμου.
Εκεί που κάποιος έχει όλη την χαρά να σου μιλήσει, ξαφνικά, μόλις αποκαλύπτεις την καταγωγή σου, να νιώθεις το κλίμα πιο αμήχανο και προσπαθώντας με ατάκες, αποτυχημένες βέβαια, όπως «Μα δεν φαίνεσαι για Αλβανός», «Περίεργο για Αλβανός που έχεις καταφέρει τόσα», «Σίγουρα θα έχεις ρίζες ελληνικές, να το ψάξεις», να μην αντιλαμβάνονται ότι λόγω πεποιθήσεων κρίνουν το άτομο από την καταγωγή ενώ έχουν το ίδιο ακριβώς άτομο μπροστά τους.
Ακόμα και στην τωρινή μου δουλειά, καταλάβαινα τι αντίκτυπο μπορεί να έχει το όνομά μου ως προς την απόδοσή μου. Παρουσιάζομαι σε νέους και υφιστάμενους πελάτες με ελληνικό όνομα και επώνυμο για αποφυγή ενδεχόμενων παρεξηγήσεων.
Αρκετές φορές έχω δει τι μπορεί να πει κάποιος, αν η καταγωγή του άλλου είναι από Αλβανία, Πακιστάν, Αφγανιστάν κ.ο.κ. και αρκετές φορές με το προσωπείο του ελληνικού ονόματος αντιλαμβάνεσαι τι μίσος θρέφουν κάποιοι άνθρωποι για ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής.
Πραγματικά, θα ήθελα να δω τι θα έλεγαν αν στο τέλος αποκάλυπτα σε αυτούς τους ανθρώπους ποια είναι η καταγωγή μου.
Ευτυχώς, νιώθω ότι σταδιακά αυτό γίνεται λιγότερες φορές και δεν είναι τόσο έντονος ο ρατσισμός, σε σχέση με αυτόν που αντιμετώπιζα πριν κάποια χρόνια.
«Και μου απαντά “Σε Αλβανίδες δεν λέω μαντινάδες”»
Φ.Κ. – 27 ετών
Το να είσαι αλβανικής καταγωγής και να ζεις στην Ελλάδα θα έπρεπε πλέον να είναι κάτι ασήμαντο, να είναι κάτι σύνηθες, τόσο κοινό που κανείς/καμία δεν θα δώσει σημασία, πόσω μάλλον όταν δεν φέρεις κάποιο χαρακτηριστικό αναγνωριστικό της καταγωγής σου, όπως προφορά κλπ.
Ωστόσο, παρά τα 20 και πλέον χρόνια που οι Αλβανοί/ίδες κατοικούν στην Ελλάδα, που τα παιδιά τους -εμείς, δηλαδή- γεννηθήκαμε ή μεγαλώσαμε εδώ, μορφωθήκαμε εδώ, ζούμε εδώ, παρ’όλα αυτά, δεν επαναπαυόμαστε ποτέ, δεν θεωρούμε ποτέ δεδομένο ότι η καταγωγή μας είναι απόλυτα αποδεκτή, ότι δεν αποτελεί ένα μικρό “αγκάθι” στην παρουσία μας.
Μπορεί με τα χρόνια τα πράγματα να έχουν αλλάξει εμφανώς και σημαντικά, ωστόσο πολλοί/ες από εμάς διατηρούμε μια επιφυλακτική στάση όταν αποκαλύπτουμε την καταγωγή μας, ειδικά σε άγνωστους/ες συνομιλητές/τριες.
Και καλά κάνουμε!
Αμοργός 2016. Σε διακοπές με τις φίλες μου, είμαστε συνολικά 5 κοπέλες, 20 χρονών, φοιτήτριες, χαρούμενες, ανέμελες.
Επισκεπτόμαστε ένα τουριστικό χωριό του νησιού και συναντάμε στον δρόμο μας έναν κύριο, μεγάλο σε ηλικία, σίγουρα πολύ μεγαλύτερο από εμάς, ντόπιο και πολύ φιλικό. Του ζητάμε οδηγίες για το χωριό και μας απαντάει φιλικά και ευδιάθετα. Είναι προσιτός και μας ανοίγει συζήτηση. Μας ρωτάει μία-μία από πού καταγόμαστε και ορμώμενος από την κρητική καταγωγή των δύο φίλων μου, οι οποίες απάντησαν πρώτες, αφιερώνει σε όλες από μια μαντινάδα.
Φτάνει κι εμένα η σειρά μου και αποκαλύπτοντας ανυποψίαστη την καταγωγή μου, ο φιλικός αυτός κύριος κομπιάζει, το επεξεργάζεται και απαντάει τελικά: “Σε Αλβανίδες δεν λέω μαντινάδες”. Μουρμουράει κάτι ακόμα και απομακρύνεται…
Εγώ δεν αντιδρώ, δεν βρίσκω τα λόγια αρκετά γρήγορα για να απαντήσω κάτι ουσιαστικό. Οι φίλες μου, με αντανακλαστικά πιο γρήγορα από εμένα, κάνουν να απαντήσουν κάτι, αλλά ο κύριος είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από την παρέα μας, που πριν ήθελε τόσο να προσεγγίσει, φανερά πια απογοητευμένος.
Το σκηνικό αυτό ήταν κάτι μικρό, ασήμαντο, δεν μου άφησε κάποια ιδιαίτερη στεναχώρια, ούτε επηρέασε τις διακοπές μου. Αν μη τι άλλο, περισσότερο ντράπηκα μπροστά στις φίλες μου που έγιναν μάρτυρες του περιστατικού και που δεν ήθελα να με λυπούνται, παρά για την αντίδραση ενός άγνωστου κυρίου που πιθανότατα δεν θα συναντούσα ξανά στη ζωή μου. Ωστόσο, ήταν μια καλή υπενθύμιση, ότι κάποια -πολλά- πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα.
Από τότε έχω επισκεφτεί το νησί της Αμοργού πολλές φορές και κάθε φορά όταν με ρωτούν από που είμαι -ενώ στην καθημερινή μου ζωή σπάνια θα το σκεφτώ δύο φορές πριν αποκαλύψω την καταγωγή μου- θα ανακαλέσω τον κύριο αυτόν από το χωριό, θα αναβιώσω για λίγα δευτερόλεπτα την ανησυχία και τον φόβο μιας αντίστοιχης αντίδρασης και θα πω όπως και να ’χει “έχω καταγωγή από Αλβανία”.
«Αστεία για κλέφτες Αλβανούς, σαν να ακούς Σεφερλή…»
Ματέο Μάρκου – 29 ετών
Ήμουν μόλις 3 ετών όταν οι γονείς μου πήραν την απόφαση να μετακομίσουμε στην Ελλάδα το 1998. Ήταν μια νέα αρχή, γεμάτη ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Στη νέα πια πατρίδα, ένιωθα σαν να είμαι ξένος… Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μέχρι και σήμερα, το ίδιο συναίσθημα ότι δεν ανήκω εδώ. Και για αυτό δεν φταίω εγώ, ούτε η οικογένειά μου. Για αυτό φταίει το πώς σε κοίταζαν, το πώς σου μιλούσαν. Πάντα αυτό το “ααα… από Αλβανία είσαι, μάλιστα”, με επικριτικό βλέμμα, λες και θα μένεις τσάμπα στο σπίτι του.
Το να είσαι Αλβανάκι και να μεγαλώνεις στην Ελλάδα στα 00’s ήταν πολύ δύσκολο.
Αστεία για κλέφτες Αλβανούς, θλιβερά ρατσιστικά σχόλια, σαν να πρέπει αναγκαστικά να ακούς κάθε μέρα τον Σεφερλή να κάνει “χιούμορ” σε επιθεώρηση.
Παρόλο που μεγάλωνα εδώ, η διαφορετική καταγωγή μου με έκανε να αισθάνομαι πάντα διαφορετικός.
Οι συμμαθητές μου στο δημοτικό με αποκαλούσαν κάθε μέρα παλιοαλβανάκι, βρωμοαλβανάκι, σκατοαλβανάκι και οτιδήποτε σε αλβανάκι, με πρώτο συνθετικό κάτι υποτιμητικό.
Το πρώτο περιστατικό που έκρυψα την καταγωγή μου, ήταν όταν με ρώτησαν από πού είμαι σε εφηβικούς αγώνες στίβου. Ήμουν 13 ετών. Η καρδιά μου χτύπησε γρήγορα με την ερώτηση και πανικοβλήθηκα. Αντί να πω την αλήθεια, είπα ότι είμαι και εγώ Έλληνας, φοβούμενος τις αρνητικές αντιδράσεις. Γενικά, στον χώρο του αθλητισμού, (σε συγκεκριμένα αθλήματα) υπάρχει έντονος ανταγωνισμός και πολλές φορές για να σου ρίξουν το ηθικό, σε χτυπάνε εκεί που πονάς. Εν προκειμένω, εμένα με “χτυπούσαν” με το να με υποτιμούν και να με κακοποιούν λεκτικά, αποκαλώντας με φτωχό Αλβανό, με παλιά ρούχα και τρύπια παπούτσια.
Το δεύτερο περιστατικό συνέβη σε ένα πάρτι γενεθλίων σε σπίτι, γύρω στα 16 μου. Ήταν μια παρέα αγοριών, οι οποίοι έλεγαν μπροστά μου ανέκδοτα με Αλβανούς. Ξέρετε, αυτά τα αηδιαστικά, στερεοτυπικά ανέκδοτα.
Δεν με γνώριζαν και φυσικά δεν ήξεραν ότι είμαι Αλβανός.
Αντί να αντιδράσω, να φύγω ή να τους πω ότι είναι μαλάκες, χαμογέλασα και έκανα πως δεν συμβαίνει τίποτα. Φοβήθηκα, ντράπηκα, ένιωσα ότι δεν πρέπει να πω τίποτα για να μην εκτεθώ παραπάνω.
Σιγά-σιγά κατάλαβα ότι δεν γίνεται να ντρέπομαι για την καταγωγή μου, λόγω των προκαταλήψεων των άλλων.
Ο καθένας πρέπει να γνωρίζει ποιος είσαι και να σε αποδέχεται για αυτό που είσαι. Είτε είσαι Αλβανός, είτε μαύρος, είτε ΛΟΑΤΚΙ+, είτε οτιδήποτε χαλάει τους ρατσιστές…