ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΣΤΟ ΜΥΘΙΚΟ METROPOLIS ΣΤΑ ’90S
Τρεις παλιοί πωλητές του διασημότερου δισκάδικου της Αθήνας θυμούνται ιστορίες απ’ την εποχή που οι δίσκοι και τα CD άδειαζαν τις τσέπες μας πιο γρήγορα και απ’ το σουπερμάρκετ.
Πολύ δύσκολο να φανταστείς κάποτε ότι θα ‘ρχόταν μια μέρα που ανάμεσα στα “επαγγέλματα που χάνονται”, θα έβρισκες εκείνο του εργαζόμενου σε δισκοπωλείο. Απλά αδύνατον -ειδικά στα ’90s.
Αλλά, να, που εδώ είμαστε τώρα και ψάχνουμε ανθρώπους που κάποτε να έκαναν αυτήν τη δουλειά. Και όχι σε ένα οποιοδήποτε δισκάδικο, άντε έτσι. Αλλά στο μεγαλύτερο που υπήρξε ποτέ σε αυτήν τη γωνιά της Ευρασίας: στο Metropolis στην Πανεπιστημίου 64.
Δεν είμαστε εδώ για να γράψουμε εμείς την ιστορία του ενός πραγματικού ορόσημου για την πόλη, αλλά για να τη μάθουμε από μέσα. Και επειδή το κείμενο που ακολουθεί είναι ποταμός, σταματάω εδώ και δίνω τον λόγο στους τρεις πρώην πωλητές που μου έκαναν τη χάρη να μου μιλήσουν.
Τρεις άνθρωποι που είχαν την τύχη να ζήσουν από κοντά τη χρυσή περίοδο του Metropolis στα ’90s.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Δούλεψα στα Metropolis από το 1991 έως το 2015. Από την αρχή τους μέχρι το τέλος.
Ουσιαστικά έχω στήσει το μαγαζί στη νέα του εκδοχή στην Πανεπιστημίου 64, γιατί το Metropolis προϋπήρχε του μεγάλου καταστήματος. Το παλιό κατάστημα ήταν στην Πανεπιστημίου 54 και είχε ξεκινήσει το 1985 ως ένα ροκ δισκοπωλείο.
Το μεγάλο Metropolis μέχρι το ‘97 ήταν μόνο βινύλιο. Το παλιό που συνέχισε ήταν με CD.
Είδα μια αγγελία, πήρα τηλέφωνο και πήγα να με δει ο ιδιοκτήτης. Αυτός έκανε τις συνεντεύξεις τότε. Ο Βασίλης Τοπιντζής.
Με πήραν στο ελληνικό τμήμα, που τότε είχε τον μικρότερο όροφο, γιατί κανείς δεν πίστευε ότι το ελληνικό ρεπερτόριο θα έκανε πωλήσεις. Και τελικά γίναμε εμείς το τμήμα με τις μεγαλύτερες.
Μέχρι τότε το ροκ τμήμα ήταν το κορυφαίο σε πωλήσεις.
Το Metropolis είχε και υπέροχο κτίριο. Ήταν ένα κόσμημα των αρχών του 20ου αιώνα, το οποίο ήταν ανακατασκευασμένο από την αρχή. Στο ίδιο κτίριο παλιά στεγαζόταν το καφέ-ζαχαροπλαστείο “Ρωσικόν”, που άνηκε στον συνθέτη Γιάκοβλεφ.
Ξεκίνησα ως πωλητής για τρεις μήνες και μετά έγινα και υπεύθυνος του ελληνικού τμήματος.
Στην ουσία κάθε όροφος ήταν ένα ξεχωριστό κατάστημα. Κάθε τμήμα είχε τον υπεύθυνο του.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΔΙΣΚΩΝ
Η πρώτη παρουσίαση δίσκου που θυμάμαι ήταν το 1992, το “Δι’ ευχών” της Χαρούλας Αλεξίου. Είχε γίνει δώδεκα η ώρα τη νύχτα. Ξημέρωνε η ημέρα της κυκλοφορίας του δίσκου και είχαμε 5.000 άτομα στην Πανεπιστημίου. Πουλήσαμε 2.000 βινύλια μόνο εκείνο το βράδυ.
Θυμάμαι επίσης και την παρουσίαση του “Στου αιώνα την Παράγκα”, με τον Μικρούτσικο να παίζει πιάνο και με τον Μητροπάνο.
Έχουν περάσει και πολύ σημαντικά ξένα συγκροτήματα, αλλά δεν τα θυμάμαι τώρα συγκεκριμένα. Σε κάποια γινόταν τέτοιος χαμός, που τα βάζαμε από πίσω. Έχουν σπάσει τα φανάρια της Πανεπιστημίου…
ΤΙ ΡΩΤΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΩΛΗΤΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΛΑΒΟΥΝ
Από ένα σημείο και μετά, τους καινούριους πωλητές στο ελληνικό τμήμα, τους περνούσα εγώ από συνέντευξη.
Είχα ερωτηματολόγιο με 32 μουσικές ερωτήσεις. Κλιμακωτές.
Μια πολύ εύκολη ερώτηση ήταν πχ: “Ποιος έχει γράψει το Άξιον Εστί;”
Μια μεσαία ήταν: “Πείτε μου έναν δίσκο της Λένας Πλάτωνος.”
Και μία δύσκολη ερώτηση ήταν: “Πείτε μου τον τόπο καταγωγής του Νίκου Γκάτσου”.
Ο κορυφαίος είχε απαντήσει τις 24 από τις 32 ερωτήσεις. Αυτό είναι το καλύτερο ρεκόρ.
Αλλά για να πω την αλήθεια, έκανα και παρασπονδίες εδώ, αν είχαμε κάποια ανάγκη.
Όπως πχ την εποχή που αλλάζαμε το μεγάλο κατάστημα από βινύλια σε CD. Η δουλειά ήταν 24ωρη. Εγώ ήμουν εξουθενωμένος και έρχονται δύο 18αρηδες και τι να έκανα τώρα; Να τους κάνω ερωτήσεις; Μα τι θα ξέρανε;
Έτσι κι αλλιώς τότε, από ελληνικό ρεπερτόριο δεν ήξερε κανείς, ενώ ξένο ήξεραν μέχρι και τι γραβάτα φορούσε ο Bowie στην τάδε συναυλία.
Τους λέω “προσλαμβάνεστε”. Μου λένε “δεν θέλετε να σας πούμε τίποτα;”. “Τι να μου πείτε;”. “Να σας πούμε τη δισκογραφία του Κουγιουμτζή”.
Αυτοί τι είχαν κάνει; Ξέρανε ότι κάνουμε ερωτηματολόγιο και είχαν αποστηθίσει δισκογραφίες κάποιων μεγάλων πχ Κουγιουμτζή, Καλδάρα… Τα SOS δηλαδή. Οπότε αφού τα είχαν μάθει, ήθελαν να τα πουν οι άνθρωποι.
Συνήθως οι περισσότεροι πελάτες δεν ήξεραν από μουσική.
ΑΣΤΕΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Είχαν συμβεί πολλά αστεία περιστατικά. Μια φορά χτυπάει το τηλέφωνο, “γεια σας, θα ήθελα να μου στείλετε ταχυδρομικώς απαγγελίες ποιημάτων”. “Ενδιαφέρεστε για συγκεκριμένο ποιητή;”. “Λατρεύω τον Σολωμό”. “Θα σας στείλουμε. Πως λέγεστε;”. “Κυρία Ρέγκα”.
Μια άλλη φόρα λέει μία γυναίκα σε έναν υπάλληλο:
-Γεια σας, θέλω να αγοράσω όλα τα τραγούδια αγάπης που έχετε.
-Τι εννοείτε λέγοντας όλα;
-Νομίζω ότι είμαι σαφής.
-Μα, είναι χιλιάδες!
-Φαντάζομαι ότι αφού θα τα πάρω όλα, θα μου κάνετε μια καλύτερη τιμή.
Το dance ήταν στο ισόγειο και η κασέτα ήταν στο υπόγειο. Αλλά η κασέτα ήταν ακόμα ισχυρή. Και στα ύστερα χρόνια το υπόγειο έγινε dvd.
Όταν ξεκινήσαμε, το πρώτο μέλημα ήταν να ενισχύσουμε όλα τα τμήματα με τίτλους. Ειδικά το ελληνικό ήταν στην πιο δραματική κατάσταση.
ΔΙΣΚΟΓΙΟΡΤΕΣ – Η ΚΟΜΒΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Και έτσι το ‘92 πήγα στις δισκογιορτές, που ήταν μια σημαντική στιγμή για το Metropolis.
Οι δισκογιορτές ήταν ένας πολύ σοβαρός θεσμός που γινόταν συνηθως το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου. Ηταν μια ιστορία που την ξεκίνησε η MINOS-EMI και στη συνέχεια τη μιμήθηκαν όλες οι εταιρείες.
Η MINOS-EMI προσκαλούσε δισκοπώλες από όλη την Ελλάδα και τους φιλοξενούσε για να να αγοράσουν σε πολύ καλές τιμές.
Και ψώνιζαν δίσκους για έξι μήνες.
Πήγαμε κι εμείς. Αγοράσαμε 60.000 βινύλια για το ελληνικό ρεπερτόριο και τα πουλήσαμε όλα.
Εγώ τότε, ως νέος υπάλληλος ακόμα, χωρίς εμπορικές γνώσεις, αγαπούσα την ελληνική μουσική αλλά δεν ήξερα τι πουλάει. Είχα πλήρη άγνοια. Ο ιδιοκτήτης, ήταν κι αυτός νέος, 32 χρονών, αλλά ήταν πολύ ευφυής.
Ο Βασίλης ήταν μια τεράστια επιχειρηματική μορφή και γι’ αυτό έστησε αυτό που έστησε. Δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική, αλλά είχε την ικανότητα να βλέπει ευκαιρίες.
Και μου λέει: “Δώσε σημασία στις προσφορές”. Και πάω σε έναν χώρο 2.000 τετραγωνικών γεμάτο βινύλια. Ήταν σαν να μπαίνει ένα παιδί σε ένα ζαχαροπλαστείο.
Μέσα σε πέντε ώρες είχα γεμίσει όλα τα καρότσια μου. Πήρα 60.000 βινύλια μόνο για το ελληνικό ρεπερτόριο.
Και τον παίρνουν τηλέφωνο και του λένε: “Ήρθε εδώ ένας τρελός και πήρε τόσα”. Δεν θυμάμαι πόσα εκατομμύρια δραχμές έκαναν, αλλά ήταν πολλά. Πάνω από 100 εκατομμύρια.
Με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: “Είσαι τρελός; Μέχρι πότε θα τα πουλήσεις;”. Ήταν 15 Οκτωβρίου. Του λέω: “Μέχρι τέλος Δεκέμβρη”. Δεν ήξερα καν γιατί το είπα αυτό! Νεανικό θράσος.
Και όχι μόνο πουλήθηκαν όλα, αλλά παραγγείλαμε κι άλλα.
ΟΙ “ΜΕΛΩΔΙΤΣΕΣ”
Δεν ξέρω πώς εξηγείται. Η δεκαετία του ’90 ήταν μια μαγική δεκαετία για το ελληνικό τραγούδι. Ήταν η εποχή που εκτοξεύτηκε.
Είχε ανοίξει και ο Μελωδία FM, ο οποίος ήταν ένα κομβικό σημείο. Έχω δουλέψει κιόλας εκεί. Αυτός ο σταθμός εκτόξευσε το ελληνικό ρεπερτόριο.
Έρχονταν κοπέλες και λέγαμε: “Ήρθαν οι ‘μελωδίτσες’”. Τις αναγνωρίζαμε. Ήταν αυτές οι φοιτήτριες με τις δερμάτινες τσάντες κλπ.
Είχε τεράστια δύναμη το Metropolis. Έκανε δίσκους όχι απλά να πουλήσουν περισσότερο, αλλά να εκτοξευθούν.
Όταν τον Μάλαμα δεν τον ήξερε κανείς, εμείς τον είχαμε στις νέες κυκλοφορίες. Ερχόταν ο ιδιοκτήτης και μου έλεγε “τι τον έχεις αυτόν εκεί πέρα;”.
Ή μήπως να σου πω για το soundtrack που είχε κάνει ο Κηλαηδόνης για την ταινία τον “Θίασο”, την ταινία του Αγγελόπουλου;
Αυτό είχε βγει από μια μικρή εταιρία που λεγόταν “Τροχός”. Ήμασταν το μόνο δισκοπωλείο που τον είχαμε στις νέες κυκλοφορίες. Πουλήσαμε το 95% των δίσκων.
Και, βέβαια, αρχίσαμε αργότερα να δεχόμαστε πιέσεις από τις εταιρείες, όπως πχ, σε ποιο σημείο του καταστήματος θα τοποθετήσουμε έναν δίσκο.
Τα πρώτα χρόνια όμως ήταν πιο αθώα, γιατί είχαμε το ελεύθερο. Ο ιδιοκτήτης δεν ανακατευόταν καθόλου σε αυτά. Μπορούσαμε να βάζουμε ό,τι θέλουμε στην νέα κυκλοφορία. Και ό,τι έβαζες εκεί, έστω και μια θέση, τι να σου πω, γινόταν χαμός.
Είχε έρθει ο Θηβαίος όταν είχε βγάλει τους “Συνήθεις Ύποπτους”. Τον ήξερα και μου λέει “Έχουμε βγάλει ένα δισκάκι”. Το ακούμε και ήταν φοβερό. Του λέω: “Χρήστο, όχι μία θέση, τρεις θα βάλουμε”.
Ο δίσκος αρχίζει και πουλάει τρελά. Ερχόταν ο Θηβαίος για δύο βδομάδες και μας έφερνε τυρόπιτες για όλους. Φοβερός! Φοβερός!
Ο Χρήστος είναι από τους λίγους που αναγνωρίζει τη συνδρομή του Metropolis στην πορεία του.
ΦΑΣΑΡΙΕΣ ΜΕ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
Aπό ένα σημείο και μετά αρχίσαμε να πουλάμε τις θέσεις στις μεγάλες εταιρείες. H Sony πχ αγόραζε ένα stand. Αλλά δεν καταργήθηκε ποτέ να βάζουμε κι εμείς ό, τι θέλαμε.
Όλοι οι καλλιτέχνες περνούσαν από εκεί. Οι περισσότεροι ήθελαν να δουν τη θέση τους στο εκθετήριο.
Έχουν κάνει φασαρίες, αλλά επειδή κάποιοι έχουν πεθάνει, δεν μπορώ να πω ονόματα.
Ένας είχε σπάσει τους δίσκους μιας επανέκδοσης που θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να γίνει και για την οποία δεν είχε πάρει χρήματα.
Και το έκανε μπροστά σε όλο τον κόσμο.
HIGH FIDELITY
Στον όροφο, το τι παίζαμε το ελέγχαμε εμείς. Δεν παίζαμε ποτέ αυτό το λαϊκό/ποπ κτλ.
Παίζαμε δύσκολα πράγματα. Παίζαμε έντεχνα, παλιά λαϊκά. Παίζαμε Θανάση Παπακωνσταντίνου όταν βγήκε. Δεν τον έπαιζε κανείς άλλος τότε.
Πουλούσαμε πάρα πολύ από την ακρόαση. Έχεις δει την ταινία High Fidelity; Η ταινία μπροστά στο Metropolis ωχριά. Εμείς ό,τι βάζαμε να ακουστεί στον όροφο, το πουλούσαμε. Αυτοί είχαν βάλει πέντε βινύλια πάνω στον πάγκο και έλεγαν “θα τα πουλήσουμε και τα πέντε”. Ποια πέντε; Εμείς πουλούσαμε 115.
Κάναμε κι άλλα. Ήμασταν όλοι παιδιά τότε. Είχαμε κωδικούς για όλα. Για παράδειγμα ο κωδικός της όμορφης κοπέλας ήταν “Μουφλουζέλης”.
“Ανεβαίνει Μουφλουζέλης”.
Βλέπαμε κάποιον και βάζαμε στοιχήματα τι θα ζητήσει.
Μία φορά ήρθε ένας μουστακαλής με ένα κομπολόι. Ο ένας λέει θα ζητήσει “Μιχαλόπουλο”, ο άλλος “ρεμπέτικο” κτλ. Και έρχεται ο τύπος και λέει :”Γεια σας! Θέλω όλα τα κινηματογραφικά της Ελένης Καραΐνδρου”. Εντάξει, μας έστειλε αδιάβαστους.
Μετρούσε πολύ να λες ότι είσαι πωλητής στα Metropolis. Πήγαινες σε ένα πάρτι και μαζεύονταν όλοι γύρω σου.
Και μέσα στο κατάστημα η πολιορκία από τα κορίτσια ήταν απίστευτη. Υπάρχουν πολλοί πωλητές που παντρεύτηκαν πελάτισσες.
Ήταν κάποιοι άνθρωποι που έρχονταν κάθε μέρα, όχι για να αγοράσουν δίσκους αλλά επειδή ήταν πολύ μοναχικοί και δεν είχαν κανέναν. Ήθελαν ένα μέρος που να μπορούν να μιλήσουν.
Από ένα σημείο και μετά, είχαν γίνει άνθρωποι δικοί μας.
Είχε γίνει μια κυψέλη, μια φιλόξενη στέγη για τους απόβλητους της κοινωνίας.
Εμείς στο ελληνικό τμήμα κάναμε μία γιορτή κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, η οποία άρχιζε από το μεσημέρι. Και εκείνη την μέρα -παραδοσιακά- παίζαμε συγκεκριμένα πράγματα αλλά κυρίως αντάρτικα.
Γιατί αντάρτικα; Ήταν συνυφασμένα με τις βαριές δουλειές, τα βάζαμε για παράδειγμα όταν κάναμε τις μετακομίσεις. Μας έδινε κουράγιο.
Όλα τα παιδιά που έχουν περάσει από εκεί, άσχετα του τι θα σου πει ο καθένας, ποτέ κανείς δεν ξαναβρήκε μετά μία δουλειά σαν κι αυτή του Metropolis. Κι αυτό είναι το πιο στενάχωρο.
Ήμασταν αδέρφια. Μετά τη δουλειά, πέντε μέρες την εβδομάδα, βγαίναμε όλοι μαζί. Πηγαίναμε στις συναυλίες -δωρεάν, εννοείται.
ΤΑ ΤΥΧΕΡΑ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
Είχαμε 10% έκπτωση σε κάθε δίσκο αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Παίρναμε κυριολεκτικά ό,τι δίσκο θέλαμε κατευθείαν από τις εταιρείες, όχι από το δισκοπωλείο.
Όταν πηγαίναμε στις δισκογιορτές πχ ο καθένας μου έδινε έναν κατάλογο με τα άλμπουμ που ήθελε και απλώς του τα παίρναμε.
Ήμασταν μέσα στο μέλι. Υπήρχαν και άνθρωποι που είχαν κάνει κλοπές κτλ. και τους βρήκανε αλλά ήταν παιδιά που απλά ήθελαν τους δίσκους, δεν ήταν κλέφτες. Είναι σαν αυτό που είπα στην αρχή, σαν να βάζεις ένα παιδί μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο.
Αλλά ήταν χαζοί γιατί αν θέλανε, μπορούσαμε να έχουν ό,τι θέλουν.
ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ METROPOLIS
Βγάζαμε και ένα περιοδικό κάθε μήνα, το Metropolis Press που το γράφαμε οι ίδιοι. 120.000 τιράζ και εξαντλούνταν μέσα σε τρεις μέρες.
Νομίζω ότι πρώτη φορά βγήκε κάπου το ‘96-’97.
Έχω κάνει πάνω από τις μισές κεντρικές συνεντεύξεις εκεί, αλλά δεν έχω κρατήσει κανένα περιοδικό. Κακώς.
Αργότερα βρήκα μερικά σε κάτι παλαιοπωλεία.
Βρήκα πχ τη συνέντευξη που είχα κάνει στον Αγγελάκα το ‘96 για το “Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι”.
Μου μιλούσε στη Θεσσαλονίκη επί 4,5 ώρες.
ΑΥΤΟΣ Ο ΔΙΣΚΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ
Ναι, μπορεί να λέγαμε σε έναν πελάτη “μην πάρεις αυτόν τον δίσκο, δεν είναι καλός”, ειδικά σε πελάτες που έρχονταν συχνά. Το κάναμε συνέχεια.
Υπάρχει περίπτωση που ήταν πελάτης με τον δίσκο στο χέρι και του λέει ο πωλητής “άστον και φύγε”.
Αυτό το κάναμε χωρίς να το ξέρει ο ιδιοκτήτης. Μια φορά το είπα σε έναν και ήταν από πίσω μου ο ιδιοκτήτης και όπως καταλαβαίνεις, έγινε χαμός.
Αυτό ήταν ένα βασικό συστατικό του Metropolis. Οι ανθρώπινες σχέσεις.
Γιατί όταν του λες να μην αγοράσει κάτι, ο πελάτης θα σε εμπιστευτεί μετά σε ό, τι άλλο του πεις.
Και όντως έτσι συνέβαινε.
Εν τω μεταξύ, κάθε πωλητής είχε τους δικούς του πελάτες. Δηλαδή, ερχόταν ένας και έλεγε “Θέλω τον Ιορδάνη Μεταλλίδη” -τον αναφέρω γιατί ήταν μια μυθική μορφή του Metropolis. Του έλεγες “Είναι απόγευμα” και εκείνος απαντούσε “εντάξει, θα έρθω αργότερα”.
ΤΟ ΠΑΡΤΥ ΚΑΘΕ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Αυτό που γινόταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν πρωτοφανές. Αρχίζαμε από το μεσημέρι, με ποτά και φαγητά, και το απόγευμα κάναμε τις απονομές των “βραβείων”.
Κατηγορίες βραβείων: Ο καλύτερος πωλητής, ο εραστής της χρονιάς (αυτός που είχε τις περισσότερες επιτυχίες), ο πιο δημοφιλής (αυτός που τον ζητούσαν περισσότερο) κ.α.
Τους ανεβάζαμε σε ένα σκαμνάκι, παίζαμε το εμβατήριο του ναυτικού, κάναμε τις απονομές και γινόταν χαμός με τον κόσμο. Το μαγαζί ήταν γεμάτο.
Το σκαμνάκι, την τελευταία χρονιά, το σπάσαμε σε ένα γλέντι. Ίσως να ήταν σημαδιακό.
Και να έβλεπες τον κόσμο πως συμμετείχε… Άνθρωποι που δεν είχαν που να πάνε. Αυτή ήταν η γιορτή τους για την αλλαγή του χρόνου, και αυτό ήταν πολύ συγκινητικό. Άνθρωποι με ειδικές ανάγκες πχ.
Είχαμε μια κοπέλα που την λέγαμε “κολυμβήτρια”, η Ελενίτσα, παραολυμπιονίκης, και ερχόταν κάθε μέρα. Και όχι μόνο σε εμάς, ξεκινούσε από το Metropolis στον Πειραιά, πήγαινε στο Metropolis του Περιστερίου και κατέληγε στο κεντρικό. Ήταν ένας δικός μας άνθρωπος, και όταν κλείσαμε αναρωτηθήκαμε “τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι;”.
Το σκέφτομαι ακόμα γιατί τους έχασα από τότε.
Τρεις Πρωτοχρονιές τις κάναμε μέσα στο Metropolis. Είχαμε μείνει εκεί.
Αυτή η δουλειά, πέρα από μουσική, μού έμαθε ότι οι επιχειρήσεις δεν πάνε μπροστά με τους υπολογισμούς. Πάνε μπροστά με την αγάπη. Ότι πίσω από τις ταμπέλες υπάρχουν οι άνθρωποι.
Το Metropolis ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αυτοδιαχειριζόμενη εταιρεία, ήταν πρότυπο εταιρείας για μένα.
ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΝΑ
Είχε και αρνητικά, δεν την εξιδανικεύω.
Ένα αρνητικό ήταν το πώς συμπεριφερόταν στους κλέφτες. Είχε κάτι σεκιουριτάδες που κάποιες φορές έκαναν ακρότητες.
Άλλο αρνητικό ήταν ότι για ένα μεγάλο διάστημα έψαχναν τους πωλητές στην έξοδο για να βρουν αν είχαν κλέψει κάτι. Αυτό ήταν άσχημο γιατί συνέβαινε και μπροστά στους πελάτες.
Όταν άρχισε να μεγαλώνει το Metropolis, έγινα υπεύθυνος παραγγελιών όλων των καταστημάτων και στο τέλος όλων των ρεπερτορίων.
Οι αγοραστές συνέχεια γκρίνιαζαν για κάτι, πχ ότι δεν έπαιζε ένα άλμπουμ. Άκου μία περίπτωση.
Είχε έρθει μια γυναίκα που είχε πάρει την “Casta Diva” της Κάλλας, το οποίο ήταν γεμάτο λάδι. Μου λέει “δεν παίζει ο δίσκος”, και της λέω “μήπως τον είχατε στην κουζίνα, είναι γεμάτος δαχτυλιές από λάδι”. Και τον έσπασε μπροστά μου.
Είχαν γίνει πολλά τέτοια. Είχαμε και κλάματα…
Είχαμε πολλές κλοπές. Άλλωστε, στην Ομόνοια ήταν το κατάστημα. Το 10% των CD που φεύγανε ήταν κλοπές.
Ένα από τα παράπονα των πελατών ήταν το ότι δέναμε με ταινία τα CD και μετά για να τη βγάλουν, βογκούσαν οι άνθρωποι. Αλλά ήταν ένας τρόπος για να αποφύγουμε τις κλοπές.
Βέβαια, οι κλέφτες είχαν κόφτες ή τα βγάζανε από πίσω τα cd… Γενικά είχαν τρόπους.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Η επιρροή του Metropolis στη δισκογραφία ήταν τεράστια. Οι εταιρείες συντονίζονταν στον ρυθμό του.
Από ένα σημείο και μετά γίναμε και συντελεστές της δισκογραφίας.
Είχε φοβερή δύναμη. Στο σπίτι του Λεωνίδα Τοπιντζή συναντηθήκαμε με όλους τους κορυφαίους καλλιτέχνες. Εταιρείες μας καλούσαν στο στούντιο για να τους πούμε τη γνώμη μας για τα τραγούδια, για τη σειρά τους στον δίσκο.
Τα αδέσποτα σκυλιά της Ομόνοιας κυκλοφορούσαν μέσα στο κατάστημα ελεύθερα. Είχαμε εντολή να μην τα πειράζουμε. Ο ιδιοκτήτης είχε μεγάλη αγάπη στα ζώα.
Θυμάμαι ένα σκύλο που ερχόταν και του άρεσε να κάνει βόλτες με το ασανσέρ. Πήγαινε στο ισόγειο, έμπαινε στο ασανσέρ, ανέβαινε, αλλά κατέβαινε απ’ τις σκάλες, γιατί δεν ήξερε ότι το ασανσέρ κατέβαινε κιόλας.
Από τα κορυφαία πράγματα, ήταν η διοικητική δομή του. Όταν έγινε η έκρηξη του Metropolis όλοι οι διευθυντές των καταστημάτων ήταν δικά μας παιδιά.
Παίζονταν πάρα πολλά χρήματα. Η Εθνική Τράπεζα που ήταν στην Ομόνοια άνοιγε 5.30 το πρωί για να πάμε να μετρήσουμε τα λεφτά. Πήγαιναν τέσσερις πωλητές με σακίδια γεμάτα.
Αφού απορώ πώς και δεν σκέφτηκε ποτέ κανείς να ληστέψει το Metropolis.
Ο ΜΙΣΘΟΣ
Κάθε Δεκέμβριο, από τις 10 Δεκεμβρίου μέχρι τις 7 Ιανουαρίου, δουλεύαμε δωδεκάωρα χωρίς ρεπό. Παίρναμε έναν μισθό παραπάνω από υπερωρίες, αλλά μπόνους δεν έδινε εύκολα.
Δεν έδινε μεγάλους μισθούς, αλλά η ελευθερία που είχες κάπως σε αποζημίωνε. Οι δικοί μου είχαν φτάσει στο σημείο να βγαίνουν διάλειμμα για δύο ώρες. Υπήρχε μια χαλαρότητα για την οποία του έκαναν παράπονα του ιδιοκτήτη.
Για παράδειγμα, μια φορά η διευθύντρια της Minos του παραπονέθηκε πως “πήγα στη Γλυφάδα και δεν με εξυπηρέτησαν καλά” και ο Βασίλης της είπε “με τα λεφτά που τους δίνω, καλά σου έκαναν”.
Οι εισαγωγές βοήθησαν πάρα πολύ το Metropolis να καταφέρει να γίνει το κορυφαίο δισκοπωλείο.
Του έδιναν δύναμη. Όταν ερχόταν σε σύγκρουση με μία εταιρεία, ο ιδιοκτήτης έλεγε: «Κατεβάστε όλα τα CD της”. Τουλάχιστον τότε είχαμε εξασφαλισμένο το ξένο ρεπερτόριο, γιατί το φέρναμε απ’ έξω.
Ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας του ήταν οι γνώσεις και η εμπειρία των παιδιών που ασχολούνταν με το ξένο ρεπερτόριο.
Έκαναν ταξίδια σε πολλές χώρες, είχαμε φέρει εισαγωγές ακόμη και από την Αργεντινή. Μάλιστα, βρεθήκαμε σε μια δικαστική διαμάχη με τις εταιρείες, καθώς, παρόλο που πληρώναμε κανονικά φόρους, υπήρχε ένας νόμος που ανέφερε ότι δεν δικαιούμασταν να εισάγουμε προϊόντα από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χάσαμε τη δίκη, αλλά μέχρι να τη χάσουμε, είχαμε προλάβει να πουλήσουμε όλα τα CD που είχαμε φέρει από την Αργεντινή. Ήταν νόμιμα προϊόντα, απλά λόγω της οικονομικής κρίσης τότε εκεί, πωλούνταν σε τιμή που αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο της τιμής τους στην Ευρώπη.
Η “ΔΙΑΣΩΣΗ” ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ
Και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι οι επανεκδόσεις που έκανε το κατάστημα. Ήταν εκατοντάδες τίτλοι που ήταν ανενεργοί για χρόνια από τις εταιρείες. Και το Metropolis με δική του πρωτοβουλία, πλήρωνε τις εταιρείες και έβγαζαν τα βινύλια μόνο για αυτό.
Ένας χαρακτηριστικός τίτλος που το κάναμε αυτό ήταν το “Νυν και αεί” του Ξαρχάκου.
Υπήρχαν δίσκοι που δεν τους έβγαζαν πια οι εταιρείες και πωλούνταν στο Μοναστηράκι για 500-600 ευρώ και εμείς τους βγάζαμε με 6.90 ευρώ.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Η πιο δύσκολη στιγμή που έζησα εκεί ήταν όταν ανακοινώθηκε το κλείσιμο του κεντρικού καταστήματος.
Λειτουργούσα ως εκπρόσωπος των εργαζομένων, διεκδικούσα πράγματα κλπ και όλοι στράφηκαν σε μένα τότε. Και πολλοί φίλοι μου στράφηκαν εναντίον μου. Και το καταλαβαίνω, γιατί ήταν άνθρωποι με οικογένειες, ήταν ζευγάρια που δούλευαν στην ίδια εταιρεία.
Το 2009 πήγαμε στο γωνιακό, που είναι Πανεπιστημίου και Μπενάκη. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους για το Metropolis, το ότι φύγαμε από την κοιτίδα μας και πήγαμε σε ένα τεράστιο κατάστημα 5.000 τετραγωνικών μέτρων.
Φύγαμε απ’ το κτίριο γιατί είχε ανοίξει το Public και θεώρησαν ότι έπρεπε και εμείς να ανοίξουμε ένα mega store.
Αυτό ήταν φοβερό λάθος, γιατί φύγαμε από ένα κατάστημα που ήταν 800 τετραγωνικά και πήγαμε σε ένα κατάστημα 4.500 τετραγωνικά με τετραπλάσιο ενοίκιο.
Εκεί δεν πιάσαμε ποτέ τους τζίρους που κάναμε στο μικρό.
ΤΑ ’00s
Παρά το ίντερνετ, η δεκαετία του 2000 άρχισε εξαιρετικά. Εμείς, από όταν ανοίξαμε μέχρι το 2007, ήμασταν σε ανοδική πορεία. Και όταν λέμε ανοδική, μιλάμε για 120% αύξηση κάθε χρόνο.
Σκέψου το 2004 ανοίξαμε και στη Θεσσαλονίκη και εκεί πουλούσαν διπλάσια από την Αθήνα.
Το 2007 ήταν η πρώτη χρονιά που δεν αυξήθηκε η πώληση.
Το 2012 έκλεισε το μεγάλο κατάστημα, και από τότε μέχρι το 2015 είχε ανοίξει ένα τελευταίο παρακμιακό στη Σταδίου. Εκείνη την δύσκολη περίοδο.
Τη χρονιά πριν κλείσουμε, είχαμε πουλήσει 1.250.000 CD μόνο.
ΓΙΑΤΙ ΕΚΛΕΙΣΕ;
Έκλεισε γιατί έφυγε ο ιθύνων νους. Ο Βασίλης ο Τοπιντζής.
Και το 2008, ο αδερφός του αποφάσισε να πουλήσει το κατάστημα, γιατί έβλεπε που πήγαινε η δισκογραφία.
Αυτοί που ήρθαν δεν μπορώ να τους χαρακτηρίσω. Ο Ανδρέας Κουρής δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος που ήξεραν οι περισσότεροι. Στην αρχή, είχε το 49% και ο αδερφός του Τοπιντζή την πλειοψηφία. Αργότερα το αγόρασε ολοκληρωτικά.
Ο Ανδρέας Κουρής ήταν ένας νέος άνθρωπος, αλλά δεν είχε ιδέα από δισκογραφία.
Έκανε όλα όσα χρειάζονταν για να πέσει έξω. Έφερε κάτι χαρτογιακάδες με άλλη λογική, και τους έδινε 10.000 ευρώ τον μήνα. Μέσα σε ενάμιση χρόνο, ένας κολοσσός που είχε τζίρο σχεδόν 40 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, κατέρρευσε.
Θα μπορούσε και σήμερα να υπάρχει το Metropolis. Δεν σου λέω ότι θα είχαμε και τα 14 καταστήματα, αλλά σίγουρα θα είχαμε δύο στην Αθήνα, το κεντρικό και το αεροδρόμιο πχ.
Ήταν μια ονειρική δουλειά για μας που αγαπούσαμε τη μουσική.
Οι εργαζόμενοι του Metropolis είμαστε ακόμα οικογένεια. Είμαστε δεμένοι με δεσμούς αίματος, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχουν απομείνει από εκεί.
ΠΑΝΟΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Δούλεψα στο Metropolis από το 1993 έως το 2011.
Ξεκίνησα ως πωλητής στο dance τμήμα, στο ισόγειο. Εκεί ήταν υπεύθυνος ο Νίκος Βουρλιώτης.
Παίζαμε μπάλα τότε μαζί. Θυμάμαι ότι έφτιαξε τους Goin’ Through με τον Μιχάλη Παπαθανασίου, που δούλευε κι αυτός στο Metropolis αλλά στα γραφεία στη μηχανογράφηση.
Μετά έγινα υπεύθυνος εισαγωγών, και πολύ αργότερα υπεύθυνος καταστήματος στο μεγάλο μαγαζί που άνοιξε στην Πανεπιστημίου 54.
Το Dance ήταν ένας γενικός όρος, εκεί ήταν ο ηλεκτρονικός ήχος, το χιπ χοπ -όχι, το ελληνικό, αυτά ήταν στο τμήμα του Χρήστου Ασημακόπουλου. Οι Terror X Crew πχ πήγαιναν εκεί.
ΤΟ ΣΟΚ ΜΕ ΤΟΥΣ PRODIGY
Εγώ ροκ άκουγα αλλά το να είμαι σε αυτόν τον όροφο με βοήθησε να ανοίξω τους μουσικούς μου ορίζοντες.
Εκεί άκουσα για πρώτη φορά Prodigy το 1995 και έπαθα πλάκα.
Θυμάμαι ότι όταν κυκλοφόρησε το “Fat of the Land” είχαμε φέρει 5.000 CD και την πρώτη μέρα φύγανε 2.500 κομμάτια.
Αυτό πρέπει να έπαιζε ένα μήνα σερί στον όροφο. Βαρεθήκαμε να το ακούμε, τους λέγαμε “ρε παιδιά, όχι άλλο”.
Και στο ισόγειο βάζαμε ό, τι μουσική θέλαμε. Θεωρητικά, υπήρχε μια πολιτική να παίζουμε κάτι πιο εμπορικό στις ώρες αιχμής, αλλά ουσιαστικά βάζαμε ό,τι θέλαμε.
Το μαγαζί ήταν τυχερό, γιατί είχε μια φουρνιά ανθρώπων που γούσταρε να είναι εκεί και ταυτόχρονα είχε απίστευτες γνώσεις και τεράστια θέληση να μάθει παραπάνω.
ΤΑΞΙΔΙΑ ΓΙΑ ΑΓΟΡΕΣ
Έκανα πολλά ταξίδια στο εξωτερικό για να αγοράσω CD, τουλάχιστον 5-6 ταξίδια το χρόνο. Αυτά δεν τα διαλέγαμε μόνο με χαρτιά κτλ, αλλά μπαίναμε μέσα στις αποθήκες που είχαν, είτε Αγγλία είτε Γαλλία είτε Γερμανία, και διαλέγαμε ένα-ένα τα άλμπουμ που πιστεύαμε ότι θα είχαν τύχη να πουληθούν στο μαγαζί μας.
Στο Metropolis έρχονταν πάρα πολλοί άνθρωποι της μουσικής, ειδικά στο ελληνικό τμήμα. Θυμάμαι τους Στέρεο Νόβα, θυμάμαι τον Arthur Brown -νομίζω ζούσε και στην Ελλάδα τότε.
Κάναμε πολλά events. Είχαν έρθει οι HIM και περίμεναν τον Valo απ’ έξω πόσα κοριτσάκια. Είχε γίνει τρελός χαμός.
Όπως και στους Iron Maiden.
Έγραφα στο περιοδικό μας αλλά μη σου πω ψέματα: το έκανα κυρίως γιατί ήταν μια εύκολη λύση για να αυξήσουμε το εισόδημά μας και τη δισκοθήκη μας ταυτόχρονα, καθώς ό,τι γράφαμε το παίρναμε δικό μας.
Το καλό ήταν ότι δεν υπήρχε απαίτηση να γράψουμε θετικά σχόλια. Μπορούσαμε ελεύθερα να θάψουμε τους δίσκους που δεν μας άρεσαν.
ΠΩΣ ΞΕΧΩΡΙΖΕ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ ΑΠΟ ΜΟΥΣΙΚΗ
Τον “ψαγμένο” πελάτη τον καταλαβαίναμε εύκολα. Ήταν ο άνθρωπος που έμπαινε και έψαχνε έναν έναν τους δίσκους, τους έβγαζε και τους κοίταζε. Δεν ήταν ο πελάτης που ερχόταν να ρίξει μια ματιά ή να σε ρωτήσει κατευθείαν κάτι και να φύγει. Ερχόταν για να μείνει πολλή ώρα, να ψάξει, να ασχοληθεί, να δει τις λεπτομέρειες του κάθε δίσκου.
Εννοείται ότι έλεγα σε ανθρώπους να μην πάρουν έναν δίσκο αν ήταν κακός.
Υπάρχει κόσμος που έρχεται ακόμα και μου λέει: “Θυμόμαστε που μας έδωσες εκείνο τον δίσκο, ήμασταν παιδιά στο σχολείο”.
Θυμάμαι είχα πάρει έναν πιτσιρικά, τον είχα πάει στον πρώτο όροφο, έβγαλα τον πρώτο δίσκο Deftones και του ‘πα “πάρτο αυτό”. Και το θυμάται ακόμα και μου το λέει.
“ΕΧΕΤΕ ΒΙΝΤΕΟΚΑΣΕΤΕΣ ΠΟΥ ΠΑΙΖΕΙ Ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ;”
Τα μαργαριτάρια που ακούγαμε ήταν απίστευτα! Για παράδειγμα, “Αν έχετε τα 100 χρόνια των AC/DC;”.
Θυμάμαι κάποιος μας είχε ρωτήσει αν έχουμε βιντεοκασέτες με τον Μπετόβεν. ”Ναι, έχουμε στον δεύτερο όροφο”. “Ναι, αλλά να παίζει κι ο ίδιος μέσα;”.
Άλλοι μας ζητούσαν εισιτήρια για το μετρό επειδή έβλεπαν το “Metro-polis”.
Θυμάμαι, όταν ήμουν υπεύθυνος στο μαγαζί, είχε έρθει κάποιος που ωρύονταν μπροστά στους ταμίες. Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, του είπα “Σας παρακαλώ, μην φωνάζετε. Εδώ είμαι”. Άρχισε να με βρίζει σκαιότατα. Μου πήγε το αίμα στο κεφάλι και σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να τον χτυπήσω, αλλά ευτυχώς ο επαγγελματισμός μου λειτούργησε και του είπα ότι “ΟΚ, ειδοποιώ την αστυνομία τώρα”.
Η αφορμή ήταν ότι δεν είχε εξυπηρετηθεί τόσο γρήγορα όσο ήθελε.
Χαλούσαμε πολλά λεφτά εκεί μέσα για μουσική. Και αυτό ήταν τραγικό για τα οικονομικά μας δεδομένα.
Θυμάμαι τον πρώτο μισθό που είχα πάρει, ήταν 104 χιλιάδες δραχμές. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον τις 30-40 χιλιάδες δραχμές τις έδινα για μουσική.
Το 90% του χρόνου -για να μην σου πω και παραπάνω- ήμασταν όρθιοι. Αυτό ήταν ένα από τα disadvantages της δουλειάς.
ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΣΕΚΙΟΥΡΙΤΑΔΕΣ
Ναι, οι σεκιουριτάδες φέρονταν σκληρά. Ήταν παιδιά τα οποία ήταν, να το πω κομψά, λίγο πρώιμοι αστυνομικοί. Ήθελαν να κάνουν καριέρα στην αστυνομία.
Αλλά όχι όλοι, ήταν και πολύ καλά παιδιά.
Είχαν την ιδέα ότι έπρεπε να είναι σκληροί και άτεγκτοι με τους κλέφτες, με αυτούς που θεωρούσαν ύποπτους.
Είχαν συγκεκριμένο τρόπο δουλειάς. Δηλαδή παρακολουθούσαν τους υποψήφιους κλέφτες και τους έπιαναν στην έξοδο, κάπως έτσι.
Όταν ήμουν υπεύθυνος καταστήματος, η πολιτική ήταν ότι, αναλόγως την περίπτωση. Αν πχ πιάναμε κάποιον που ήταν συστηματικός κλέφτης, τότε αυτός παραδινόταν στην αστυνομία. Αν δηλαδή τον είχαμε δει σε βίντεο να το κάνει πολλές φορές.
Αλλά σε γενικές γραμμές, αν ήταν κάποιος πιτσιρικάς, ερασιτέχνης κτλ, τότε αφαιρούσαμε το εμπόρευμα και, ή καλούσαμε την οικογένειά του να τον πάρει ή τον αφήναμε ελεύθερο με κάποιο εκφοβισμό, λέγαμε πχ ότι το βίντεο θα κρατούνταν και ότι την επόμενη φορά θα πήγαινε στην αστυνομία, αλλά χωρίς ουσιαστική επίπτωση.
Ο ΕΝΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ
Στις γιορτές γινόταν όλη μέρα χαμός. Θυμάμαι ότι σε κάποιες φάσεις κλείναμε τις πόρτες για να μην μπει άλλος κόσμος, γιατί δεν χωρούσαμε στο μαγαζί.
Τότε δεν μπορούσα να το φανταστώ ότι αυτή η δουλειά μια μέρα δεν θα υπάρχει. Ακόμα και όταν άρχισε η φθορά του χρόνου και άρχισε το CD να μην πουλάει, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτανε η εποχή που τα δισκοπωλεία θα εκλείψουν τελείως.
Τα φανταζόμουν ίσως με άλλη μορφή. Τελικά διαψεύστηκα.
Το High Fidelity ήταν η ταινία μας, ειδικά για εμάς που ασχολούμασταν με την ξένη μουσική και ξέραμε όλα τα μουσικά ονόματα που αναφέρονταν εκεί μέσα. Με το που βγήκε ήταν σημείο αναφοράς για εμάς.
Η γκρίνια ήταν “φέρτε και κανένα πιο ψαγμένο”. Αυτό όμως μας το έλεγαν ελάχιστοι, κάποιοι πολύ ιδιαίτεροι πελάτες. Εμείς φέρναμε πάρα πολλά ψαγμένα, αντεργκράουντ κλπ, σε σημείο που μας έβαζε χέρι η επιχείρηση, του στυλ “σταματήστε να φέρνετε τέτοια, πρέπει και να πουλάμε. Δεν είμαστε αντεργκράουντ δισκοπωλείο”.
Το Metropolis ήταν η βάση για πολλών ειδών ασχολίες. Εγώ, μαζί με δύο άλλα παιδιά από εκεί, είχαμε κάνει μια ομάδα τους Psycho Grandmamas και παίζαμε για 15 χρόνια μουσική στο Mo Better.
Το Metropolis ήταν το στέκι ανθρώπων που έρχονταν για να μας βρουν, όπου οργανώναμε προσωπικές και ομαδικές δράσεις, όπως συναυλίες. Ήταν σημείο αναφοράς.
Ναι, ήμουν κάπως αναγνωρίσιμος μέσω του καταστήματος. Με έβλεπαν και έλεγαν “α, αυτός από το Metropolis”.
Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Η παρακμή άρχισε από τα τέλη του 2008-2009. Το 2011 κατάλαβα ότι το μαγαζί δεν θα τη βγάλει. Ζήτησα να μπω στη λίστα αυτών που θα απολυθούν. Τελικά με απολύσανε, αλλά ποτέ δεν πήρα την αποζημίωση, μόνο ένα μικρό μέρος της.
Είμαστε γύρω στα 50-60 άτομα που κινηθήκαμε δικαστικά.
Κερδίσαμε το Εφετείο μετά από πολλά χρόνια, αφού η πρωτόδικη απόφαση είχε καταδικάσει τον ιδιοκτήτη σε προσωπική ευθύνη απέναντι στους εργαζόμενους. Μας είχε πει να πάμε να πάρουμε τα λεφτά μας από το ταμείο της ανώνυμης εταιρείας, που ήταν το Metropolis.
Μου χρωστάνε ακόμα γύρω στις 17.000 ευρώ.
Πάντως σίγουρα το Metropolis συγκαταλέγεται στις καλύτερες περιόδους της ζωής μου, ειδικά ηλικιακά. Γιατί πήγα εκεί 25 χρονών και έφυγα πλέον 42-43. Δηλαδή, όλη αυτή την ενεργητική περίοδο της ζωής του ανθρώπου, εγώ την πέρασα εκεί.
Στη ζωή μου, μου άφησε μία πολύ γλυκιά εμπειρία. Δηλαδή, ακόμα και τώρα το θυμάμαι και νιώθω ωραία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Δούλεψα ως πωλητής στα Metropolis από τον Σεπτέμβριο του 1993 έως τον Αύγουστο του 1994.
Υπήρχαν τότε κάποια πολύ εξειδικευμένα δισκάδικα ενώ το Metropolis ήταν “σούπερ μάρκετ δίσκων”. Αλλά για σούπερ μάρκετ ήμασταν πάρα πολύ καλά.
Εγώ δούλευα στον πρώτο όροφο, ήμουν στο ροκ τμήμα. Στο ισόγειο ήταν αυτά που μόλις κυκλοφορούσαν, τα χορευτικά κλπ,, στον ημιόροφο τα ελληνικά και πάνω από εμάς, στον δεύτερο όροφο ήταν τζαζ, μπλουζ, τέτοια πράγματα.
Και είχε και ένα υπόγειο όπου ήταν το merchandise, μπλουζάκια κτλ.
Περισσότερο πουλούσαμε εμείς στο ροκ τμήμα γιατί δεν ήμασταν απλώς το τυπικό δισκάδικο που έφερνε μόνο τις καινούριες κυκλοφορίες, Bryan Adams φερειπείν. Φέρναμε και πιο εξειδικευμένα, φέρναμε alternative, metal κλπ.
ΒΑΖΑΜΕ Ο,ΤΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΕΛΑΜΕ
Είχαμε μεγάλη ελευθερία ως πωλητές στο πώς θα κινούμαστε, στο τι εμφάνιση θα έχουμε, στο τι μουσική θα παίζουμε.
Εμείς τη διαλέγαμε.
Στην κυριολεξία παίζαμε ό, τι θέλαμε, δεν υπήρχε περιορισμός. Μπορούσαμε να παίξουμε από Barclay James Harvest μέχρι Slayer. Δεν μας έλεγε κανένας τίποτα.
Δεν παίζαμε μέινστριμ, παίζαμε πιο σκληροπυρηνικά πράγματα.
Υπεύθυνος στον όροφο μας ήταν ο Μιχάλης (δυστυχώς ξεχνάω το επίθετό του), πολύ καλό παιδί και με τρομερές γνώσεις ειδικά πάνω στο alternative που έσκαγε τότε, αρχές 90s, όπως η σκηνή του Σιάτλ.
ΤΡΕΛΟΙ ΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Οι πιο φανατικοί μουσικόφιλοι από τους πωλητές ήμασταν εμείς αλλά και τα παιδιά πάνω στο τζαζ και μπλουζ τμήμα ήξεραν πολλά. Άλλωστε, κάποια πράγματα ήταν κοινά. Για παράδειγμα είχαμε και οι δύο τον Steve Ray Vaughan.
Τότε είχαμε τα λεγόμενα cut out βινύλια. Θεωρητικά δηλαδή ήταν κάποια βινύλια τα οποία ερχόντουσαν και υποτίθεται ότι δεν θα ξαναβγαίνουν και μάλιστα για να ξεχωρίσουν, είχαν ένα μικρό κοψιματάκι επάνω στο εξώφυλλο.
Ως πωλητές και βέβαια είχαμε έκπτωση. Και είχαμε και τις πονηριές μας, τις καβάτζες που λέγαμε. Επειδή εμείς τα βλέπαμε πρώτοι, εμείς τα ξετυλίγαμε, εμείς τα ανοίγαμε, όταν θέλαμε κάτι το παίρναμε και το βάζαμε κάπως στην άκρη, το κρύβαμε και για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα μας το πάρει κανένας διευθυντής να το βγάλει στη βιτρίνα. Υπήρχε -άτυπα- μία τέτοια κατάσταση.
Στην βιτρίνα έβγαινε πάντα το πιο φτηνό κομμάτι. Για παράδειγμα, αν η πρώτη εταιρία, μάς έφερνε κάτι που είχε 2.500 δρχ και μετά βρίσκαμε το ίδιο από παράλληλη εισαγωγή πιο φθηνό, πχ 1600 δρχ, κατευθείαν βγάζαμε το φθηνό έξω και μαζεύαμε το ακριβότερο.
Αυτή ήταν πάντα η πολιτική του μαγαζιού και την τηρούσαμε απόλυτα.
ΟΙ ΨΑΓΜΕΝΟΙ
Είχα γνωρίσει ανθρώπους που ήξεραν πολύ από μουσική.
Κάποιοι έρχονταν για να πάρουν ό, τι ήταν της μόδας, ό, τι έδειχνε το MTV, όπως για παράδειγμα το Sex, Blood, Sugar, Magix των Red Hot Chilli Peppers, αλλά υπήρχαν και άνθρωποι πιο ψαγμένοι που έρχονταν γιατί τους ήξεραν από πριν, από το Mother’s Milk για παράδειγμα.
Μου ‘χει τύχει πελάτης να κάτσει μέχρι να κλείσουμε μόνο και μόνο για να ακούει τη μουσική που έπαιζα.
Υπάρχει ένα συγκεκριμένος τρόπος, πολύ γρήγορος, για να ψάχνεις τα βινύλια, που όποιος τον έχει, δείχνει ότι το έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Έτσι καταλαβαίναμε ότι αυτός ξέρει από μουσική.
Είχαμε πολύ καλό κλίμα. Έτυχε να δουλέψω με κάποια φοβερά παιδιά. Ο ένας μάλιστα, ο Νίκος, ήταν απίστευτος. Ήξερε κάτι garage γκρουπ, τον δίσκο των οποίων τον άκουγαν μόνο τα ίδια τα συγκροτήματα και οι συγγενείς τους.
Στο ισόγειο είχαμε πολλά φανζίν, έντυπα που τα έβγαζαν φανς, με πολύ χαμηλή συμβολική τιμή.
Τότε δεν υπήρχε διαδίκτυο και βοηθούσαν πάρα πολύ στο να μάθει ο κόσμος από μουσική.
ΠΥΞ ΛΑΞ; ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ;
Θυμάμαι που είχαν κάνει μια παρουσίαση δίσκου οι Πυξ Λαξ, που τότε δεν τους ήξερε κυριολεκτικά ούτε η μάνα τους. Και μάλιστα, μας παρακάλεσαν από το κατάστημα, προκειμένου να φαίνεται ότι έχει έρθει κόσμος να τους δει, να βγάλουμε τα ταμπελάκια μας που έγραφαν Metropolis, για να μοιάζουμε σαν να ήρθαμε να δούμε το συγκρότημα.
Μια άλλη φορά, θυμάμαι να είναι καλοκαίρι, να έχουν αρχίσει να φεύγουν διακοπές, η Αθήνα να ερημώνει και να κάνει παρουσίαση δίσκου η Άννα Βίσση. Και ενώ με τους Πυξ Λαξ ήταν τρεις και ο κούκος, εδώ να γεμίζει το μαγαζί, λες και έβγαινε ο κόσμος μέσα από τα φρεάτια.
Έρχονταν και ψώνιζαν παιδιά από πολλά γκρουπς, όπως τους Nightstalker, τους Last Drive, τους Deus ex Machina.
Δεν υπήρχαν πωλητές άσχετοι με τη μουσική. Καταρχάς, απαντούσες σε ερωτήσεις πριν σε προσλάβουν. Είχα συμπληρώσει ερωτηματολόγιο στη συνέντευξη που πέρασα.
Ερωτήσεις που μας έκαναν ήταν, για παράδειγμα, “ποιο ήταν το δεύτερο άλμπουμ των Rainbow;”.
Είχε και κάποιες ερωτήσεις που ήταν λίγο πιο εξειδικευμένες, που πραγματικά έπρεπε να έχεις ασχοληθεί.
Οι πελάτες συνήθως παραπονιούνταν για τις τιμές που είχαν οι καινούριες κυκλοφορίες.
Μετά από λίγο όμως, μέσα στον χρόνο επάνω, όποιος έκανε υπομονή θα έπαιρνε τα ίδια άλμπουμ σε χαμηλότερη τιμή.
Τότε ήταν τυπικότατοι στις πληρωμές τους κτλ. Δηλαδή δεν ξέρω τι έχουν περάσει άλλοι και τι έγινε αργότερα, αλλά τότε δεν μας καθυστερούσαν τα λεφτά μας ούτε μία ώρα.
Τα λεφτά για την εποχή ήταν καλά. Δεν ήταν δηλαδή ο βασικός μισθός, ήταν και το κάτι παραπάνω. Γιατί εκτιμούσαν ότι τα άτομα που δούλευαν εκεί είχαν πέντε γνώσεις από μουσική. Και ήθελαν να δουλεύει ωραία το μαγαζί. Το εργασιακό περιβάλλον δεν ήταν καταπιεστικό.
Τρώγαμε πολλά λεφτά εκεί μέσα αγοράζοντας δίσκους. Ένα μέρος από τον μισθό μας, πήγαινε πίσω στο μαγαζί.
Έρχονταν παιδιά και από άλλα δισκάδικα. Υπήρχε μια αλληλεγγύη ανάμεσα μας. Όταν πηγαίναμε και εμείς να ψωνίζουμε απ’ αυτούς, μας έκαναν καλύτερη τιμή.
Οι γιορτές πάντα τραβούσαν πάρα πολύ κόσμο. Τον Αύγουστο ήμασταν σκοτωμένοι, δηλαδή το μαγαζί ίσα ίσα έβγαζε τα λειτουργικά του, να το πω έτσι, αλλά μετά από Σεπτέμβρη και ειδικά γιορτές γινόταν κορύφωση γιατί τότε υπήρχαν και για όλους τα δώρα Χριστουγέννων, τα δώρα Πάσχα κτλ. Οπότε μικροί μεγάλοι έρχονταν να ψωνίσουν.
Εμείς είχαμε και ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό φάσμα, γιατί το ροκ μεγάλωσε διάφορες γενιές ανθρώπων.
Από χιπ χοπ τότε υπήρχαν λίγα πράγματα. Το ελληνόφωνο θυμάμαι κάπως, πχ Active Member.
ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ
Εκεί γνώρισα πολύ καλά παιδιά, που βοήθησαν να ανοίξει το μυαλό μου, διότι ενώ θεωρούσα ότι γνωρίζω κάποια πράγματα όσον αφορά τη μουσική, τελικά είδα ότι ήταν και πολλά που τα αγνοούσα τελείως.
Θυμάμαι πχ ότι εκείνη την εποχή σκάγανε οι Social Distortion, που κατέληξαν να είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα μου συγκροτήματα. Είχε βάλει ένα κομμάτι ο προϊστάμενος του τμήματος στο μαγαζί και έτσι τους έμαθα.
Μια φορά είχαμε πιάσει κάποιον να κλέβει, ο οποίος είχε μαζέψει κάτι σιγκλάκια. Τον μαζέψαμε, τον πήγαμε κάτω και αναγκαστικά μετά ήρθε η αστυνομία.
Υπήρχαν κάμερες τότε. Δεν ήταν σε όλο τον χώρο, αλλά ήταν στα σινγκλάκια που ήταν μικρά και εύκολο να τα κλέψουν. Γι’ αυτό και όποιος έπαιρνε ένα σιγκλάκι, κατέβαινες μαζί του κάτω, τα έδινες εσύ στο ταμείο, έλεγες “είναι του κυρίου”, τα πλήρωνε και τα έπαιρνε.
Χωρίς να ξέρει αυτός γιατί εσύ πας μαζί του.
Ήταν dream job και με βόλευε. Το πρωί πήγαινα στη δουλειά, και το απόγευμα στη σχολή μου. Σπούδαζα φωτογραφία. Αργότερα άρχισα να δουλεύω και κάποια απογεύματα, και ίσως και γι’ αυτό να σταμάτησα από εκεί. Μου έκοβε ώρες από τη σχολή, δεν γινόταν αλλιώς.
*Ευχαριστούμε πολύ για την παραχώρηση μέρους του αρχείου τους τον Ποσειδώνα Γιαννόπουλο, τον Πάνο Γεωργακόπουλο, τον Μηνά Κούρτη και τον Βασίλη Φαρδέλα.
*Χρήστος Ασημακόπουλος: “Επειδή δεν αναφέρονται ποτέ σχεδόν τα ονόματά τους και υπηρέτησαν τη δισκογραφία άοκνα, με αγνή αγάπη και αυταπάρνηση, θα ήθελα να αναφέρω τα ονόματα των συναδέλφων του ελληνικού τμήματος και ακριβών φίλων που ήταν εκεί και δημιούργησαν αυτή την τρομερή δισκογραφική συντροφιά:
Βασίλης Μότσης, Βασίλης (Μiguel) Φαρδέλας, Δημήτρης Προβατάς, Θανάσης Πανάγος, Τάσος Καβράκης, Ελένη Κιούση, Αντρέας Ντούσκας, Μαρία Κάγκα, Λάμπρος Θεμελής, Μανώλης Σκουλάς, Θανάσης Συλιβός, Δημήτρης Μαυρουδής, Βαγγέλης Γιαννακόπουλος, Ιορδάνης Μεταλλίδης. (Αναπόσπαστα μέλη αυτής της τρομερής παρέας είναι και εκείνοι που ακολούθησαν, ο Κώστας Καλτσάς, ο Κυριάκος Χατζόγλου και ο Άγγελος Πάνου)”