ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΣΟΥΔΑΝ: ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ “ΣΙΩΠΗΣ” – ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΟΙ ΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΟΙ
Η Χριστίνα Ψαρρά, γενική διευθύντρια του ελληνικού τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, μιλά στο NEWS 24/7 για όσα είδε στους καταυλισμούς εκτοπισμένων από τον πόλεμο στο Σουδάν, στο Τσαντ
“Δεν υπάρχει κάτι πιο δύσκολο από το να είσαι μάνα και να μην έχεις να δώσεις στο παιδί σου να φάει”. Αυτή η σκληρή εικόνα μανάδων που μεταφέρουν τα παιδιά τους στα ελάχιστα νοσοκομεία που λειτουργούν στο Σουδάν υποσιτισμένα έχει αποτυπωθεί περισσότερο από όλες στη Χριστίνα Ψαρρά, γενική διευθύντρια του ελληνικού τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, που μίλησε στο NEWS 24/7 μετά την πρόσφατη αποστολή της οργάνωσης στο Τσαντ, όπου έχουν βρει καταφύγιο εκατομμύρια εκτοπισμένοι από τον πόλεμο στο Σουδάν.
Ο εμφύλιος στο Σουδάν συμπληρώνει σήμερα δύο χρόνια. Δύο χρόνια διαρκούς βίας, αδιάκριτων βομβαρδισμών σε σχολεία, αγορές και νοσοκομεία, βιασμών και εκτελέσεων, πείνας και σοβαρών ασθενειών σε μια χώρα που βιώνει την απόλυτη καταστροφή πίσω από τις “κλειστές κουρτίνες” της διεθνούς κοινότητας, και ιδιαίτερα της Δύσης.
Από τις 15 Απριλίου του 2023, το Σουδάν βρίσκεται σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου μεταξύ του επίσημου στρατού (SAF) και της παραστρατιωτικής ομάδας Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) και βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση εκτοπισμού στον κόσμο.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ανθρωπιστική Επισκόπηση 2025 του ΟΗΕ, περίπου 30,4 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή πάνω από το 60% του πληθυσμού, χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια.
Η σύγκρουση έχει οδηγήσει σε μαζικούς εκτοπισμούς, με πάνω από 9 εκατομμύρια εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα και 3 εκατομμύρια πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες. Η πείνα είναι εκτεταμένη, με περισσότερους από 24 εκατομμύρια Σουδανούς να αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια, ενώ ο λιμός έχει κηρυχθεί σε ορισμένες περιοχές, όπως ο καταυλισμός Ζαμζάμ στο Νταρφούρ. Σε αυτά προστίθεται και η επιδημία χολέρας, με εκατοντάδες θύματα, ενώ πάνω από το 70% των νοσοκομείων έχουν κλείσει λόγω των εχθροπραξιών, περιορίζοντας ασφυκτικά την πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα.
Προκειμένου να αντιληφθούμε το μέγεθος της ανθρωπιστικής καταστροφής, η Χριστίνα Ψαρρά εξηγεί ότι οι εκτοπισμένοι στο Σουδάν είναι όσοι μια Ελλάδα. “Δυστυχώς, ο κόσμος νομίζει ότι το Σουδάν είναι κάπου πολύ μακριά και δεν ξέρει καν τι γίνεται εκεί. Είναι πλέον και τόσο πολλοί οι πόλεμοι, δεν ήταν πάντα έτσι. Είναι μια Ελλάδα εκτοπισμένοι, είναι 12 εκατομμύρια άτομα, δεν το συλλαμβάνει ο ανθρώπινος νους.”
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα είναι μια οργάνωση που το συνολικό προσωπικό της ξεπερνάει τα 70.000 άτομα και διεθνές προσωπικό σε αποστολές σε όλο το κόσμο, πάνω από 30 γραφεία σε όλο τον κόσμο, ενώ ελάχιστες είναι οι περιοχές που δεν έχει κάποιου είδους παρέμβαση ή παρουσία. Κυρίαρχο ρόλο στις αποστολές παίζει το ντόπιο προσωπικό, όπως και στην περίπτωση του Σουδάν που είναι πάνω από το 70%.
Παράλληλα με την ανθρωπιστική της δράση, έχει ίσης προτεραιότητας αρχή το speak out, δηλαδή την ενημέρωση και την καταγγελία για όσα βλέπει και αντιμετωπίζει. Από το ελληνικό τμήμα συνήθως κάθε χρόνο φεύγουν σε αποστολές περίπου 70 με 80 άτομα, ορισμένοι εκ των οποίων μπορεί να φύγουν και πολλές φορές. Σε αυτές δεν συμμετέχουν μόνο γιατροί αλλά όποιο επάγγελμα του κόσμου μπορείς να φανταστείς ότι υπάρχει, όπως εξηγεί η κα Ψαρρά: “Από υδραυλικούς και ηλεκτρολόγους, μηχανικούς μέχρι ορθοπεδικό, χειρουργό ή οτιδήποτε. Γιατί πλέον η δράση στο πεδίο έχει αλλάξει αρκετά και οι παρεμβάσεις μας μπορεί να είναι ακόμα και η υλοποίηση και η δημιουργία ενός νοσοκομείου από το μηδέν.”
Για παράδειγμα, μία από τις μεγαλύτερες παρεμβάσεις που έκαναν στον έναν από τους καταυλισμούς, στο Αμπουτένκε, ήταν η υδροδότηση και η διαχείριση των λημμάτων.
“Στο Σουδάν εμείς είχαμε παρουσία και πριν την έναρξη του πολέμου, υπάρχουμε εκεί από το 1979. Είναι μία χώρα η οποία έχει υποφέρει πολύ και για πάρα πολλά χρόνια. Είναι φοβερό αν αναλογιστεί κανείς πόσα πολλά χρόνια είναι. Είμαστε σε επαφή με όλες τις αντιμαχόμενες δυνάμεις προκειμένου να έχουμε πρόσβαση και αποδοχή.
Τα τρία εκατομμύρια των εκτοπισμένων βρίσκονται στο Τσάντ, το Νότιο Σουδάν και την Αίγυπτο. Στο Τσαντ, μια από τις φτωχότερες περιοχές της Αφρικής, όπου βρέθηκε με την αποστολή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, αυτό το οποίο ήταν πολύ εμφανές ήταν εκείνοι που επιστρέφουν, άνθρωποι δηλαδή που ζούσαν στο Σουδάν με τις oικογένειές τους ή μπορεί και να είχαν γεννηθεί εκεί γιατί οι χώρες αυτές είναι αρκετά κοντά, οπότε είχαν φύγει για να δουλέψουν εκεί και με τον εμφύλιο ξαναγυρνάνε πίσω στη χώρα από όπου έφυγαν, όπως μάς εξηγεί.
Μέσα στο Σουδάν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα έχουν περίπου 1500 άτομα ντόπιο προσωπικό και 200 που είναι διεθνές προσωπικό και επιχειρούν στις 10 από τις 18 επαρχίες στις οποίες χωρίζεται. “Αυτό όμως είναι κάτι που τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε αναγκαστεί πάρα πολλές φορές να αλλάξουμε για λόγους ασφαλείας ανάλογα με το πώς πάει η δυναμική του πολέμου και επίσης όπως συμβαίνει και σε πολλά σε πάρα πολλά άλλα μέρη έχουν υπάρξει ξεκάθαρες επιθέσεις σε ιατρικές δομές σε ιατρικές δομές και σε καταυλισμούς το οποίο μας έχει αναγκάσει να κλείσουμε να ξαναανοίξουμε, να επαναδιαπραγματευτούμε την πρόσβαση σε καταυλισμούς, όπως σε έναν ξεκάθαρο βομβαρδισμό στο Βόρειο Νταφούρ το Φεβρουάριο σε ένα κάμπ που λέγεται Ζαμ-Ζαμ το οποίο έχει περίπου 500 χιλιάδες άτομα, ένας καταυλισμός εκτοπισμένων ατόμων ο οποίος δέχτηκε επίθεση ξεκάθαρα στοχευμένη. Εμείς περιθάλψαμε πάνω από 130 τραυματίες εκείνη την ημέρα από σφαίρες αλλά και από τα θραύσματα. Είχαμε νεκρά παιδιά. Το Δεκέμβριο είχαμε επίθεση στο Χαρτούμ σε ένα νοσοκομείο το οποίο ήταν teaching hospital. Ήταν πανεπιστημιακό εκπαιδευτικό νοσοκομείο και μπήκανε μέσα στα επείγοντα με όπλα και πυροβόλησαν μέσα στην πτέρυγα. Ο βομβαρδισμός πυκνοκατοικημένων περιοχών, ο βομβαρδισμός καταυλισμών η τελείως απροκάλυπτη targeting ιατρικών δομών δεν είναι κάτι που πλέον γίνεται ασυνείδητα ή μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράπλευρη απώλεια, είναι στοχευμένο, είναι καθαρό, είναι συστηματική βία.”
Αυτό που τονίζει επίσης είναι ότι είναι πάρα πολύ δύσκολη η ανεμπόδιστη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, καθώς υπάρχουν εβδομάδες ολόκληρες που μπορεί τα cargo της οργάνωσης να μην επιτρέπεται να μπουν μέσα. Γι’ αυτά οι άδειες προκειμένου να αποκτηθεί πρόσβαση παρέχονται και από τις δύο πλευρές που εμπλέκονται στη σύγκρουση.
ουν στα σύνορα με το Σουδάν είναι στην κυριολεξία καταυλισμοί στο μηδέν δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα όταν λέμε τίποτα είναι τίποτα, είναι έρημος οι περισσότεροι από αυτούς.
Η Χριστίνα Ψαρρά επισκέφτηκε το Άντρε που είναι ο μεγαλύτερος καταυλισμός στο Τσαντ, το Αμπουτέγκε και το Μέτσε. Στο Αμπουτέγκε υπάρχουν κατά βάση γυναίκες και παιδιά σε ποσοστό 70-80% που με κάποιο τρόπο έχουν ξεφύγει από τον πόλεμο. Οι περιγραφές για τη βία και την διαρκή κακοποίηση που βιώνουν οι γυναίκες αυτές στους καταυλισμούς, είναι γροθιά στο στομάχι:
Οι περισσότερες γυναίκες είναι θύματα ακραίας βίας και σεξουαλικής κακοποίησης, θύματα πολλαπλών βιασμών είτε από στρατιώτες των ενόπλων ομάδων είτε βιάζονται κατά την προσπάθειά τους να ξεφύγουν να σωθούν και πέρα δηλαδή από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις, από κόσμο που βρίσκεται απλά στις περιοχές που είναι οι ίδιες εκτεθειμένες στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν. Η σεξουαλική βία στις γυναίκες είναι ένα σύνηθες μέσο πολέμου είναι μέσο πολέμου δηλαδή είναι ολόκληρα χωριά που οι γυναίκες βιάζονται μένουν εκεί, ξαναπηγαίνουν οι δυνάμεις, ξαναβιάζουν τις γυναίκες και αυτό είναι ένα μέσο τρομοκρατίας. Ειδικά στην περιοχή του νότιου Νταρφούρ, είναι σοκαριστικά τα νούμερα των περιγεννητικών θανάτων. Είδα γυναίκες που μπορεί να είχαν και 7 και 8 παιδιά και είναι πλέον οι ίδιες υπεύθυνες για την επιβίωση τους και για την επιβίωση των παιδιών τους. Θα δεις και γυναίκες οι οποίες κουβαλάνε τα μωρά τους στην πλάτη και έχουν και άλλα παιδιά γύρω γύρω. Ανέφερα το βόρειο Νταρφούρ γιατί πραγματικά εκεί είναι σοκαριστικά τα νούμερα των θανάτων. Σε ένα διάστημα 8 μηνών περίπου Ιανουάριο με Αύγουστο είχαμε 46 θανάτους σε ένα από τα νοσοκομεία που δουλεύαμε. Περίπου το 78-80% αν θυμάμαι καλά ήταν οι θάνατοι που συνέβησαν μέσα στο εικοστετράωρο, δηλαδή οι γυναίκες ερχόντουσαν σε τέτοιο κρίσιμο στάδιο που δεν μπορούσες να παρέμβεις και όλα αυτοί οι θάνατοι είναι απολύτως αποτρέψιμοι αν είχαμε νωρίτερα πρόσβαση, αλλά όταν μία γυναίκα μπορεί να αιμορραγεί επί τρεις μέρες, πάρα πολύ λίγα πράγματα μπορείς να κάνεις και μάλιστα με τα μέσα που έχουμε. Οι γυναίκες μπορεί να βιαστούν όταν πάνε να ψάξουν νερό, όταν πάνε να βρούνε ξύλα για να ανάψουν φωτιά να μαγειρέψουν το φαγητό τους, δηλαδή μπορούν να βιαστούν στην καθημερινότητά τους κάνοντας απλά πράγματα δεν είναι ανάγκη να είναι στην πρώτη γραμμή της εμπόλεμης ζώνης για να τους συμβεί κάτι. Και για πολλές από αυτές είναι κάτι που έχει επαναληφθεί και έχει γίνει πλέον βίωμα επιβίωσης. Για εμένα αυτό που είναι απόλυτα σοκαριστικό είναι ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής κάποιος τρόπος να αποφευχθεί, δηλαδή να προστατεύονται οι γυναίκες στην καθημερινότητά τους για παράδειγμα με κάποιο μηχανισμό διεθνή ή οτιδήποτε. Πάρα πολλές από τις περιπτώσεις που έχουμε εμείς είναι περιπτώσεις οι οποίες μπορεί να έρθουν στα νοσοκομεία μας και το περιστατικό να έχει γίνει λίγες ώρες πριν. Πολλές όμως από τις γυναίκες μπορεί να φέρουν τραύματα παλαιότερα που δεν τους έχει δοθεί η δυνατότητα ποτέ να τα διαχειριστούν γιατί η επιβίωση έρχεται πάντα μπροστά, πάντα πρώτη.
Για την κατάσταση που επικρατεί στους καταυλισμούς, η λέξη που την περιγράφει είναι “επιβίωση” καθώς μιλάμε για πρόσβαση στα βασικά, νερό και φαγητό. Υπάρχουν ολόκληρα μέρη στους καταυλισμούς τα οποία δεν υδροδοτούνται, ενώ οι ομάδες κάνουν συνεχώς γεωτρήσεις ώστε να βρεθούν καινούριες πηγές νερού. Το φαγητό και τα επίπεδα επισιτιστικής ανασφάλειας είναι κάτι το οποίο “εμάς συνεχώς μας κρατάει ξάγρυπνους” όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κα Ψαρρά. Στο Τσαντ γίνονται αυτόπτες μάρτυρες περιστατικών υποσιτισμού, αλλά δεν είναι τα περιστατικά της ακραίας επισιτιστικής κρίσης που συμβαίνει εντός Σουδάν, γιατί πολύ απλά εκεί δεν φτάνει η ανθρωπιστική βοήθεια. Το επόμενο διάστημα, με τη μείωση της ανθρωπιστικής βοήθειας από τη USAID και τα Ηνωμένα Έθνη, είναι άγνωστο το πόσο μπορεί να επιδεινωθεί η κατάσταση. Κρούει παράλληλα τον κίνδυνο για την περίοδο των βροχών που πλησιάζει, κάτι που σημαίνει πως η αδειοδότηση αλλά και καθεαυτή η πρόσβαση σε περιοχές θα είναι πάρα πολύ δύσκολη, καθώς θα αποκλειστούν και “οι δύο ώρες θα γίνουν μία μέρα”.
Ανάμεσα στους υποσιτισμένους βρίσκονται και άπειρα παιδιά που νοσηλεύονται στις κλινικές των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. “Όταν έχεις μωρά συνήθως είναι και μαμάδες που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν τρέφονταν σωστά” εξηγεί η κα Ψαρρά και επισημαίνει πως “ο μισός πληθυσμός του Σουδάν κινδυνεύει από υποσιτισμό”. Στο Τσαντ, η κα Ψαρρά είδε πάρα πολλές μαμάδες με υποσιτισμένα παιδιά και περιέγραψε την εμπειρία αυτή ως την πιο σκληρή. “Δεν ξέρω τι συναισθήματα βιώνουν εκείνη τη στιγμή αυτές οι μανάδες. Πρέπει να σκεφτούμε ότι μένουν στο νοσοκομείο με το υποσιτισμένο παιδί ευελπιστώντας ότι θα γίνει καλά. Να πούμε εδώ ότι αν το παιδί έρθει νωρίς, στα πρώτα στάδια του υποσιτισμού, ακόμη και να μην μπορεί να φάει, 8 στις 10 περιπτώσεις το παιδί γιατρεύεται, οπότε μένει στο νοσοκομείο για κάποιες μέρες μαζί με το παιδί. Αλλά έχει και άλλα παιδιά πίσω που είτε το μεγαλύτερο φροντίζει τα άλλα – αυτό μπορεί να είναι ένα παιδί 7 χρονών να είναι υπεύθυνο για άλλα 5 – ή μια άλλη μαμά προσέχει τα δικά της παιδιά για όσες μέρες είναι αυτή στο νοσοκομείο. Πραγματικά βλέπεις παιδάκια αδέρφια που μπορεί να είναι 6 χρονών και να έχουν την ευθύνη των υπολοίπων, τα βλέπεις να έχουν το αδερφάκι τους στην πλάτη. Οπότε ναι, η πιο σκληρή εικόνα είναι οι μάνας που φέρνουν το παιδί και είναι υποσιτισμένο. Δεν υπάρχει, δεν μπορώ να το χωνέψω.”