ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Θα ήθελες να μου μιλήσεις για το χειρότερο καλοκαίρι που θυμάσαι; Ή για εκείνο που δεν θες να θυμάσαι.
Καλοκαίρι ή αλλιώς η εποχή της χαλάρωσης και της ξεγνοιασιάς. Ωστόσο, για κάποιους, το καλοκαίρι δεν συνδέεται μόνο με όμορφες στιγμές, διακοπές και χαμόγελα, καθώς η λέξη αυτή κουβαλά σκληρές μνήμες και δυσάρεστες καταστάσεις του παρελθόντος.
Σε αυτό το ρεπορτάζ, πέντε άτομα μου μιλούν για το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής τους. Χειρότερο, όχι γιατί δεν πέρασαν φανταστικά στις διακοπές τους, αλλά γιατί εκείνο το καλοκαίρι τους τάραξε, τους τσάκισε, τους άλλαξε και τελικά τους έκανε να μιλούν για καλοκαίρια που δεν θα ήθελαν να είχαν ζήσει ποτέ.
Από ξαφνικές απώλειες, μέχρι προσωπικές μάχες με την ψυχική υγεία και οικονομικά αδιέξοδα, μέσα από τις παρακάτω αφηγήσεις αποκαλύπτεται η σκληρή πραγματικότητα που μπορεί να κρύβεται πίσω από τις πιο ηλιόλουστες ημέρες των ανθρώπων.
ΠΟΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ;
“Το καλοκαίρι που έπρεπε να δραπετεύσουμε”
Γιώργος, 24 ετών.
Το πιο δύσκολο καλοκαίρι της ζωής μου ήταν το καλοκαίρι του 2014, όταν χώρισαν οι γονείς μου και έφυγα με τη μάνα μου από το σπίτι. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών.
Ο πατέρας μου ήταν κακοποιητικός. Έπινε σχεδόν καθημερινά και ξεσπούσε πάνω μας. Οι καυγάδες ήταν σύνηθες φαινόμενο, με αποκορύφωμα εκείνες τις φορές που χτύπησε τη μάνα μου.
Ένα βράδυ, μετά από ένα ακόμη βίαιο ξέσπασμά του, η μητέρα μου αποφάσισε ότι δεν το αξίζουμε όλο αυτό. Μαζέψαμε λίγα πράγματα και φύγαμε βιαστικά, χωρίς να ξέρουμε το πού θα πάμε.
Οι πρώτες μέρες ήταν τρομακτικές. Κοιμόμασταν σε φίλους και γνωστούς, με τον φόβο ότι ο πατέρας μου θα μας βρει. Η μητέρα μου προσπάθησε να βρει δουλειά και μόνιμη στέγη. Σύντομα, αντιλήφθηκα ότι έχω μόνο τη μάνα μου και η μάνα μου έχει μόνο εμένα.
Την ευχαριστώ που έφυγε απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί με βοήθησε να μην γίνω σαν κι αυτόν. Αν δεν φεύγαμε απ’ αυτό το σπίτι, δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μας. Σίγουρα χειρότερη απ’ ό,τι τώρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το καλοκαίρι. Ήταν καθοριστικό για τη ζωή μας. Τότε έμοιαζε με μαρτύριο, τώρα μου φαίνεται ως το starting point της σωτηρίας μας.
“Το καλοκαίρι που χάσαμε τον daddy”
Ιωάννα, 35 ετών.
Το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής μου ήταν το καλοκαίρι του 2008 που χάσαμε τον πατέρα μου. Ήταν 16 μήνες άρρωστος, 3 μήνες στο νοσοκομείο.
Μια ζεστή μέρα του Ιουνίου, μας πήρε η γιατρός του για να μας πει ότι η υγεία του έχει επιδεινωθεί. Παρά τις προσπάθειες, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, βρέθηκα αντιμέτωπη με την απώλεια του πιο σημαντικού ανθρώπου στη ζωή μου. Κάθε μέρα εκείνου του καλοκαιριού ήταν γεμάτη δάκρυα και πόνο στην ψυχή μου.
Η απουσία του ήταν αισθητή παντού: στο άδειο κάθισμα στο τραπέζι, στη σιωπή του σπιτιού, στις αναμνήσεις των στιγμών που περάσαμε μαζί, οι οποίες έρχονταν κάθε μέρα στον νου.
“Το καλοκαίρι που πέρασα μόνος μέσα στο σπίτι μου”
Νίκος, 28 ετών.
Το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής μου ήταν εκείνο του 2019, που μου το πέρασα κλεισμένος στο σπίτι. Στην αρχή είχα δυσκολία να σηκωθώ για να πάω στη δουλειά, να βγω έξω για έναν καφέ, να πάω super market, μέχρι που δεν είχα κουράγιο να σηκωθώ από το κρεβάτι. Οι μέρες περνούσαν αργά και βασανιστικά. Δεν είχα ενέργεια και κίνητρο για τίποτα.
Οι κρίσεις πανικού μπήκαν στην εξίσωση, κάνοντας την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση, η καρδιά μου άρχιζε να χτυπά δυνατά, η αναπνοή μου γινόταν δύσκολη και ένιωθα ότι θα λιποθυμήσω. Όλη μέρα. Μόνο ο ύπνος με έκανε να ηρεμώ. Πολύ στενάχωρο να περιμένεις τον ύπνο για να ηρεμήσεις. Η αίσθηση αυτή με τρομοκρατούσε και με έκανε να φοβάμαι να βγω από το σπίτι. Έτσι, αποφάσισα να μείνω μέσα, αποφεύγοντας κάθε πιθανό ερέθισμα που θα μπορούσε να προκαλέσει μια κρίση.
Οι μέρες ήταν μονότονες. Ξυπνούσα το πρωί, καθόμουν στον καναπέ ή στο κρεβάτι και έβλεπα σειρές και ταινίες. Κάθε απόπειρα να βγω έξω κατέληγε σε αποτυχία, με τον πανικό να με καθηλώνει και να με κάνει να γυρίζω πίσω στην “ασφάλεια” του σπιτιού.
Η απομόνωση με έκανε να νιώθω ακόμα πιο μόνος και αβοήθητος. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν για το τι περνούσα, φοβούμενος ότι δεν θα με καταλάβαιναν ή ότι θα με έκριναν. Έτσι, απέφυγα τις κοινωνικές επαφές και αποτραβήχτηκα από φίλους. Στην οικογένειά μου δεν είπα τίποτα για να μην στεναχωρηθούν.
Το καλοκαίρι πέρασε χωρίς καμία βελτίωση. Ήμουν παγιδευμένος σε έναν φαύλο κύκλο θλίψης και πανικού, χωρίς να μπορώ να βρω διέξοδο. Μόνο προς το τέλος του καλοκαιριού κατάφερα να ζητήσω βοήθεια, ξεκινώντας θεραπεία με ειδικό.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η αρχή για μια δύσκολη περίοδο. Μετά από ατελείωτες ώρες ψυχοθεραπείας, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, τα πράγματα πάνε καλύτερα. Sorry για τη μαυρίλα. Καλό καλοκαίρι!
“Το καλοκαίρι που κάπως πέσαμε πολύ…”
Νεφέλη, 27 ετών.
Πάνε κάπου τρία χρόνια από ένα πολύ κακό καλοκαίρι που είχα περάσει. Είχα παραδώσει την πτυχιακή εργασία μου έπειτα από μια δύσκολη χρόνια covid που στοίχησε σε όλες μας σε επίπεδο επισφάλειας, οικογενειακών προβλημάτων και ζητημάτων ψυχικής υγείας, με το πανεπιστήμιο κλειστό και την αστυνομία προ των πυλών.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν εμφανή τα σημάδια της πίεσης της προηγούμενης χρονιάς, με αποτέλεσμα να έχω χάσει ένα μέρος των μαλλιών μου, και έτσι το καλοκαίρι με βρήκε με ένα μαντήλι στα μαλλιά.
Δεν ήταν ότι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί, αλλά σίγουρα περιόρισε τη διάθεση για ξέγνοιαστες διακοπές, για βουτιές στη θάλασσα, την αίσθηση του να σε φυσάει αέρας, κάποιος να σου χαϊδεύει τα μαλλιά και σίγουρα την αυτοεικόνα μου ως θηλυκότητα, όχι αυτό που λέμε hot girl summer.
Έτσι λοιπόν, έχοντας κάποιες οικονομικές δυσκολίες και ίσως μια διάθεση παραίτησης, πέρασα το καλοκαίρι στην πόλη, κάνοντας βόλτες με τις φίλες, ακούγοντας μουσικής, κάνοντας παράλληλα ψυχοθεραπεία προκείμενου να αντιμετωπίσω το ψυχικό αδιέξοδο που βίωνα.
“Το καλοκαίρι που δεν είχα φράγκο ούτε για να φάω”
Στέφανος, 29 ετών.
Κάποιες φορές, αν θες πραγματικά να την κάνεις από μια κατάσταση, απλά κλείνεις την πόρτα και φεύγεις. Κι όταν είσαι παιδί ακόμα, αθώο και ξέγνοιαστο, λες οκ κάπως θα βγει η φάση, ακόμη κι αν φοβάσαι ότι δεν θα έχεις σχεδόν κανέναν για να σε στηρίξει.
Ήταν ένα καλοκαίρι λοιπόν που κατάλαβα ότι θα πρέπει να ενηλικιωθώ. Λίγο απότομα. Και βίαια. Ήμουν 20 χρονών. Οκ, θα μου πεις υπάρχουν και χειρότερα. Εννοείται πως υπάρχουν. Ε, εγώ τώρα αυτό έχω, αυτό θα πω.
Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, άνοιξα την πόρτα και έφυγα από τη φωλιά της οικογένειας, γιατί πολύ απλά ήμουν αρκετά κουρασμένος. Κουρασμένος να τους ανέχομαι, κουρασμένος με το να πρέπει να δέχομαι την τοξικότητα, την κακομεταχείριση και τις παρανοϊκές απαιτήσεις.
Tired as fuck και φτωχός as fuck, έπρεπε να σταθώ μόνος στα πόδια μου. Θέλοντας και μη, έπρεπε. Έψαξα για δουλειά, μου πήρε 4 μήνες να βρω. Μέχρι τότε, η φάση ήταν λίγο δυσκολεμένη και κάποιες μέρες δεν είχα ούτε 5 ευρώ για να φάω κάτι.
Τότε που τα περνούσα, ένιωθα τα χειρότερα συναισθήματα. Απόγνωση, φόβο. Α και πείνα… Τώρα, όμως, που τα γράφω, 9 χρόνια μετά, νιώθω πολύ winner. Και πολύ ok με τις επιλογές μου. Και πολύ περήφανος που κατάφερα να είμαι αυτόνομος και ελεύθερος. Τους πήγα τάπα που λέει και μια ψυχή…