ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΛΙΓΟ ΠΑΨΕ…
Ο συνθέτης, ο πολιτικός, ο ανθρωπιστής, ο καθοδηγητής. Η πάλη, οι ρήξεις, τα βασανιστήρια, η αντίσταση. Η πορεία, η συνέπεια, το πάθος, η παρακαταθήκη. Το Magazine αποχαιρετά έναν αιώνα Ελλάδας, έναν ήλιο που δε θα δύσει ποτέ.
Η ασυμβίβαστη ψυχή του Μίκη Θεοδωράκη είναι από μόνη της ένα έργο τέχνης. Μια ψυχή που έβγαλε την Ελλάδα από τα βιβλία και τους χάρτες και τη σκόρπισε με ένα σπάνιο λυρισμό στις παρτιτούρες του ονείρου, χαρίζοντάς της αιώνια διάσταση. Όμως η ακόμα μεγαλύτερη κατάκτηση του Μίκη, είναι ότι η κοινωνική και πολιτική του δράση, υπερβαίνει το ίδιο το πλαίσιο της τέχνης. Η αισθητική του καλπάζει και ταυτίζεται με την αφήγηση του πάθους, μετατρέπεται όμως – όποτε χρειαστεί – σε χείμαρρους απελευθερωμένης ανυπακοής και παρασύρει το κοινό του χωρίς την παραμικρή υποχώρηση σε ό,τι αφορά τη σαφήνεια και τη δύναμη της αντίστασης απέναντι στον εκάστοτε εχθρό.
Ο καλλιτέχνης (πρέπει να) είναι ένας καθοδηγητής και ο Μίκης υπήρξε πάντοτε συνεπής σε αυτό. Πέρασε από παντού και δε δίστασε να ξαναπεράσει, κάθε φορά που η συγκυρία ήταν κρίσιμη. Από την κατοχή μέχρι τη δικτατορία, δε φοβήθηκε ούτε στιγμή να χτυπήσει την πόρτα της κόλασης, “διαλαλώντας” τη θέληση ενός ελεύθερου και επαναστάτη “έφηβου” που γεννήθηκε για να γεμίζει ο χώρος και ο χρόνος από την ευωδιά της μαγείας του. Το πατριωτικό οδοιπορικό του υπήρξε μια ζωντανή δέσμευση που ποτέ δε γνώρισε όρια και περιορισμούς. Ο Μίκης ήταν πάντα καθηλωτικός στη σαφήνεια της ανάγνωσης, πείθοντας τους πάντες ότι η απελπισία ή η αισιοδοξία μπορούν να “παγιδευτούν” στο πεντάγραμμο.
Μέσα σε αυτό αποκρυπτογράφησε κάθε πιθανή αρμονία και κάθε ανώτερο συμβολισμό, σε έναν πρωτόγνωρο συνωστισμό “ακραίας” έμπνευσης, η οποία καθοδηγήθηκε από την προσωπική του επανάσταση απέναντι σε οτιδήποτε μη ανθρωπιστικό. Η μουσική του συνεχώς αναζητά τον άνθρωπο μέσα από μορφές, δονήσεις, εντάσεις, ρήξεις, νοήματα. Στη δική του, μοναχική πορεία, συνυπάρχουν το φως και το σκοτάδι, ο έρωτας και η άρνηση, η μοναξιά και η ελπίδα, το όνειρο και η απελπισία, η Ελλάδα και η οικουμένη. Πίνακες ζωγραφικής που βρίσκουν τη φυσική τους θέση στο χώρο και στο χρόνο, πάνω σε έναν καμβά αυθόρμητο, ιδεαλιστικό, ενθουσιώδη, ενστικτώδη, πολιτικό, διεισδυτικό, αγωνιστικό, θυελλώδη, ολοζώντανο.
Η δική του διαμαρτυρία είναι ακριβώς η αντίσταση απέναντι στον “κατακτητή”, χωρίς να υπολογίζει το κόστος και τις συνέπειες. Η πολιτική του στράτευση δεν αφορά τόσο την αυστηρά εννοούμενη ιδεολογική τοποθέτηση, όσο την αυθόρμητη αποστροφή του σε κάθε μορφή καταπίεσης και το όραμά του για κοινωνική απελευθέρωση, δικαιοσύνη και λαϊκή κυριαρχία. Τα τραγούδια του αποτελούν την ηχώ των αγώνων του, άλλοτε με θλίψη και άλλοτε με οργή, πάντοτε όμως με μια καταιγιστική ειλικρίνεια και συνέπεια. Ένας συνθέτης της μορφής και της ψυχής, που αφουγκράζεται όλους τους εξωτερικούς “κραδασμούς”, αποκρυπτογραφώντας το πεπρωμένο με αισθητικά και “εικαστικά” κριτήρια που αγγίζουν την τελειότητα.
“Στην ουσία παρέμεινα μόνος, ανεξάρτητος, αλλά αυτοστρατευμένος. Πίστευα μόνο στο μαζικό κίνημα, στον ενωμένο στη βάση του λαό. Πίστευα ακόμη ότι δεν παίζει ρόλο με ποιο τρόπο θα ενωθεί ο λαός. Φτάνει να ενωθεί”. Είναι τα δικά του λόγια, στην προσπάθειά του να εξηγήσει το χρέος που ένιωθε να υπερασπιστεί την Ελλάδα, την ελευθερία και τη δημοκρατία, ως άλλος Μακρυγιάννης. Η κατοχή, ο εμφύλιος, οι “Λαμπράκηδες”, η χούντα, σταθμοί όλοι ενός ασυμβίβαστου αγώνα, που συνδύασε κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές επιδιώξεις. Ο Μίκης χρησιμοποίησε τη μουσική ως πολιτική πράξη, κάνοντας ο ίδιος θεσμό τις λαϊκές συναυλίες, ώστε να υπάρχει άμεση επικοινωνία με τον απλό, καταπιεσμένο, περιφρονημένο λαό.
Δεν είναι άλλωστε τυχαία η στροφή του από τη δεκαετία του ’60 σε έργα που είναι προορισμένα να αγγίξουν τις ευαίσθητες χορδές του ακροατηρίου του και να το απεγκλωβίσουν από τα συμπλέγματα της υποταγής και της εξάρτησης. Αφήνει πίσω του τις κλασσικές συνθέσεις και καταπιάνεται με την ελληνική λαϊκή μουσική. Το αποτέλεσμα είναι μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση: “Η όμορφη πόλη” (1962), η “Φαίδρα” (1962) και ο “Επιτάφιος” (1963), είναι τρία μόνο αριστουργηματικά δείγματα της “μυθολογίας” του Θεοδωράκη, που πλέον συναντάει την αιωνιότητα. Οι κύκλοι τραγουδιών του ξεχειλίζουν από τα κύματα του Αιγαίου, από ανέμους, τρυφερότητα, καθάριο φως, χρώματα, ήλιους και απρόσιτες κορφές.
Οι παρτιτούρες του όμως αιμορραγούν και αγωνία, κραυγές, φωτιά, πόνο, βασανιστήρια, απελπισία και θάνατο, με μια “ασπρόμαυρη” ένταση πνευματικής ανταρσίας που συνεχώς αναζητά τον άνθρωπο, προσηλωμένη στα κλεμμένα όνειρα, την άρνηση της συμμόρφωσης, τον σπαραγμό των σκιών, το ανελέητο ψυχόδραμα, το φόβο για τη χαμένη ζωή. Η λίστα δεν έχει τελειωμό: “Αρχιπέλαγος”, “Πολιτεία Α & Β”, “Επιφάνια”, “Μαουτχάουζεν”, “Ρωμιοσύνη”, “Μαγική Πόλη”, “Η Γειτονιά των Αγγέλων”, “Ένας όμηρος”. Οριοθετεί ο ίδιος τη διαδρομή: “Ξεκίνησα με την απλή μορφή του Κύκλου Τραγουδιών για να πάω στη φόρμα της λαϊκής Τραγωδίας (Το τραγούδι του νεκρού αδελφού) και των Λαϊκών Ορατορίων (Το Άξιον Εστί)”.
Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών υποχρεώνει τον Μίκη να ξαναβγεί στην παρανομία. Οι εφιάλτες της Ικαρίας (1947) και της Μακρονήσου (1948) επιστρέφουν. Μετά το Βραχάτι και τη Ζάτουνα, όπου συνθέτει τις υπέροχες “Αρκαδίες”, σειρά έχει ο Ωρωπός και μετά η εξορία στη Γαλλία. Από εκεί περιοδεύει σε όλο τον κόσμο, μεταφέροντας μέσα από αμέτρητες συναυλίες το μήνυμα της αντίστασης ενάντια στη δικτατορία. Αυτή την περίοδο γράφει τα “Λαϊκά”, “Τα τραγούδια του Αντρέα”, τη “Νύχτα θανάτου”, τα “Επιφάνια Αβέρωφ”, την “Κατάσταση Πολιορκίας”, το “Πνευματικό εμβατήριο” και τη μουσική για την ταινία του Κώστα Γαβρά, “Ζ”. Όσο βρίσκεται στο Παρίσι, καταπιάνεται με δυο έργα σύμβολα. Το ένα είναι τα “18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας” σε στίχους του Ρίτσου.
Το άλλο είναι το ορατόριο “Canto General” πάνω στο επικών διαστάσεων έργο του Πάμπλο Νερούδα, τον οποίο γνωρίζει στη γαλλική πρωτεύουσα, μια πραγματική κραυγή ελευθερίας των τυραννισμένων αυτού του κόσμου. Ο Μίκης γνωρίζει πολύ καλά πώς να οδηγεί τις αισθήσεις στις διαστάσεις της διαπεραστικής αμεσότητας, “συμφιλιώνοντας” νότες και στίχους, συνθέτοντας εικόνες και ήχους, με έναν παθιασμένα εμπνευσμένο τρόπο. Η μουσική του υπηρετεί σπάνιας αισθητικής ποιήματα, πετυχαίνοντας να “εγκλωβίσει” στην παρτιτούρα την πλήρη κατανόηση πολλών “θαυμάτων”. Μελοποιεί την ποίηση που συνεχώς αναζητά τον άνθρωπο, πετυχαίνοντας με αφοπλιστική ειλικρίνεια να περιγράψει αληθινές στιγμές.
Προσηλωμένος στους “μορφασμούς” της ψυχής κάθε ενός από τους ποιητές και στιχουργούς με τους οποίους συνεργάστηκε, περιπλανιέται σε μια “παρανομία” λυρισμού και αυθορμητισμού, ψάχνει συμβολισμούς και προσωπικά μανιφέστα, για να τα αναδείξει στη συνέχεια, ανοίγοντας συνεχώς καινούργια κεφάλαια στην αέναη μουσική τροχιά του με νότες στις οποίες οι αισθήσεις δεν μπορούν να αντισταθούν. Επινοεί, εξερευνά, καταγράφει, εκπλήσσει, δημιουργεί, παραβιάζει, συμφιλιώνει, σμίγει, αιχμαλωτίζει, υπηρετεί, προκαλεί, αφηγείται, εμπνέει. Οι συγχορδίες του είναι μια ατέρμονη ταύτιση με τους ταπεινούς, ο ίδιος μεταμορφώνει την ποίηση σε εξιλέωση μέσα από την πιο γνήσια τελετουργία.
Ο Γιάννης Ρίτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Φώντας Λάδης, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Γιάννης Θεοδωράκης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Μποστ, ο Κώστας Βίρβος, ο Κώστας Τριπολίτης, ο Αλέκος Παναγούλης, ο Βαγγέλης Γκούφας, όλοι τους αφήνουν τους στίχους τους να πετάξουν και να ερωτευτούν τις νότες του Μίκη σε ένα ταξίδι που δίνει το φινίρισμα σε μια μουσική αυτονομία, η οποία διαρκώς επεκτείνεται, μετατρέποντας την αναζήτηση σε αιώνιο έργο τέχνης.
Ο Θεοδωράκης θέλει να μιλήσει στο λαό, να του “επιστρέψει” τους μεγάλους ποιητές μέσα από τις συνθέσεις του, που είναι το έργο μιας ζωής γεμάτης πίστη στον άνθρωπο και τα ιδεώδη της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Κάθε φορά που γράφει πάνω στο πεντάγραμμο, περνάει από τη θεωρία στην πράξη, εξυμνεί τη ζωή, την καθημερινότητα, τις απλές συνήθειες, τον έρωτα, τη φύση, το φως, το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, με μια “ακραία” τρυφερότητα, βασισμένη σε συνθετικές δομές που αποτυπώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου ως οι ωραιότερες και πληρέστερες σελίδες της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Όμως με την ίδια ένταση, αλλά τελείως διαφορετική διάθεση, “μαστιγώνει” την παρτιτούρα όταν χρειάζεται να καταγγείλει.
Η μυρωδιά του θανάτου, τα δάκρυα της αγωνίας, η άβυσσος της μοναξιάς, οι κραυγές των βασανισμένων, η ανελέητη καταδίωξη, το φάντασμα του φόβου, όλα αυτά “παγιδεύονται” στις παγωμένες συγχορδίες του Μίκη σα σκηνές από αρχαία τραγωδία που αναζητούν την κάθαρση μεταμορφώνοντας την ποίηση στις ανάσες των ζωντανών λείψανων μπροστά στο ακατανόητο του ακραίου, όποιο μανδύα και αν φοράει αυτό. Τα τραγούδια διαμαρτυρίας παρουσιάζονται με τέτοια δωρική ανατριχίλα, που μοιάζουν να χτίζουν οδοφράγματα στους δρόμους της απόγνωσης και του εφιάλτη. Είναι η ατίθαση και μανιασμένη άρνηση του συνθέτη ενάντια σε έναν τέτοιο κόσμο, αυταρχικό, βίαιο, φασιστικό.
Ο Μίκης είναι ελεύθερος πολιορκημένος στην εξορία, όμως η μουσική είναι το όπλο του και οι στίχοι των ποιητών οι σφαίρες του. Τα τραγούδια του εμπνέουν τον λαό, τον ενώνουν σε μια γροθιά, μεταμορφώνουν το πλήθος σε καταιγίδα αποφασισμένη να παρασύρει οτιδήποτε βρεθεί μπροστά στο δρόμο της. Ο ίδιος και καθετί δικό του, μπορεί να είναι αυστηρά απαγορευμένα στην Ελλάδα της δικτατορίας, όμως το όνειρο της αντίστασης μένει ζωντανό στις καρδιές των απλών ανθρώπων που σιγοψιθυρίζουν τις μελωδίες του, ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές στο οικοδόμημα της χούντας και προετοιμάζοντας την έκρηξη του Πολυτεχνείου. Το μήνυμα του Θεοδωράκη είναι ξεκάθαρο: “Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα, κακιά σκουριά δεν πιάνει”.
Μέσα του το πάθος για την πατρίδα και την αξιοπρέπειά της καίει άσβεστο, η αγωνιστική του κατεύθυνση έχει μόνο ένα τέρμα, τη συσπείρωση του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου με στόχο την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Αυτή είναι μια διαχρονική, συνεπής πορεία, είτε στις τάξεις του ΕΑΜ, είτε ως μέλος του ΚΚΕ, είτε ως αρχηγός των “Λαμπράκηδων”, είτε ως βουλευτής της ΕΔΑ, είτε ως σύμβολο του αγώνα κατά των συνταγματαρχών, ο Μίκης είναι ο απόλυτος εκφραστής της πατριωτικής δράσης. Δεν τον λυγίζει η βία της εξουσίας, δεν τον καταβάλλουν ούτε η Γενική Ασφάλεια, ούτε οι φυλακές Αβέρωφ, ούτε το στρατόπεδο στον Ωρωπό, ούτε το ξύλο, ούτε τα βασανιστήρια, ούτε η ίδια η απειλή του θανάτου.
Η επιστροφή του στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου του 1974 είναι η δικαίωση για έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε για δεκαετίες, σταθερός σα βράχος στις αρχές του. Η αντίσταση, η εθνική συμφιλίωση, το μαζικό κίνημα, η αντίθεση στον ολοκληρωτισμό και τον δογματισμό, η ειρήνη και ο πολιτισμός, όλα αυτά είναι αδιαπραγμάτευτοι πυλώνες της κοινωνικοπολιτικής φιλοσοφίας του. Ο Μίκης δε σταμάτησε να προκαλεί εκρήξεις, που στόχο είχαν την πνευματική επαγρύπνηση, μακριά από διχαστικά διλήμματα και συμπλέγματα υποταγής και εξάρτησης. Υπήρξε πρώτα ουμανιστής και μετά κομμουνιστής, διεθνιστής αλλά και Έλληνας με την πιο καθαρή έννοια της λέξης. Ο πιο ξεχωριστός, ο πιο δυνατός, ο πιο αληθινός που μας είχε απομείνει.
Ο Θεοδωράκης σαγήνευσε ολόκληρες γενιές με τη μελωδία του και τον “λόγο” του. Άγγιξε με μοναδική ευαισθησία τις “μυθολογίες” της σύνθεσης, περιπλανήθηκε στην αισθητική και την αρχέγονη δύναμη της μουσικής, στρατευμένος σε μια πάλη που ισορρόπησε με θαυμαστή συνέπεια ανάμεσα στην ευθύνη και την ανατροπή, την αρμονία και τη γνώση, την ένταση και τον λυρισμό. Αποκάλυψε την ίδια την ψυχή του με διαρκείς “αφηγήσεις” και δημιούργησε μοναδικά μοτίβα, μέσα στα οποία “έκλεισε” όλη την εσωτερική του φόρτιση, με μια ηχητική ακτινοβολία που δε θα σταματήσει ποτέ να λάμπει και να γοητεύει. Η πορεία του Μίκη ταυτίζεται με τη συνείδηση, το πάθος, την εκφραστικότητα και τη δέσμευση.
Ο Θεοδωράκης έφυγε μετά από 96 χρόνια ζωής. Σε αυτόν τον ένα σχεδόν αιώνα παρουσίας του, τον διέκριναν η άφθαρτη διαίσθηση, η αξιοπρέπεια του πνεύματος, η συγκλονιστική έμπνευση, η δημιουργική δυναμική, η διεισδυτική αναζήτηση, η εσωτερική απελευθέρωση, η αισθητική υπεροχή, η παρορμητική εσωτερικότητα, η επαναστατική συνείδηση, η ατίθαση περιπλάνηση. Ο Μίκης μάς παρέδωσε γενναιόδωρα, αναρίθμητα “μνημεία” τελειότητας, φτάνοντας βαθιά στον πυρήνα της τέχνης και αγγίζοντας με κάθε πιθανό τρόπο τη ζωντάνια της ψυχής μας, για να την οδηγήσει σε ονειρικές υπερβάσεις. Η ηχητική του μυσταγωγία επέτρεψε στον καθένα μας να γίνει “αυτόπτης μάρτυρας” της δικής του ενδοσκόπησης, οδηγώντας μας στην πηγή της μαγείας.
Ο Μίκης, ο δικός μας Μίκης, ο αιώνιος Μίκης, θα είναι πάντα εδώ, κοντά μας, δίπλα μας, ανάμεσά μας, τοποθετημένος με τον πλέον φυσικό τρόπο μέσα στο πιο ουράνιο πλαίσιο. Εναλλάσσοντας σύμβολα, εικόνες και μορφές, υπερέβη σε εμβέλεια κάθε γνωστή διάσταση και έγινε οικουμενικός. Άγγιξε όλες τις ευαίσθητες χορδές μέσα από τη συμφωνική του μουσική, τις καντάτες και τα ορατόρια, τα μπαλέτα και τις όπερες, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τους αθάνατους κύκλους τραγουδιών του, που πλέον αποτελούν την παρακαταθήκη του όχι μόνο στην πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, αλλά σε αυτή ολόκληρης της υφηλίου. Ο ονειρικός, μουσικός του γαλαξίας θα είναι για πάντα το σημείο όπου η αρμονία, η δημιουργία και η πολυμορφία συνάντησαν την τελειότητα.