ΡΩΧΑΜΗΣ: Ο ΣΥΓΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΙΟΥ 5
Ο πλέον διαβόητος κακοποιός της μεταπολιτευτικής Ελλάδας αποτίει φόρο τιμής στον Θοδωρή Βενάρδο. Τον ήρωα των νεανικών του χρόνων
Αν ζούσε σήμερα ο Βενάρδος θα ήταν 65 χρονών. Σίγουρα γοητευτικός – όπως ήταν πάντα – και το πιθανότερο θα πήγαινε τα καλοκαίρια ως το Λευκάντι στα Βασιλικά Ευβοίας για να πιει ένα ουζάκι στο “Λιμανάκι του Ρωχάμη” με τον πρώην συγκρατούμενο του. Με την σειρά του θα τον καλούσε τους χειμώνες στο “Τζάκι” την δική του ταβέρνα που είχε φτιάξει η μάνα του η Φώτω και που τον περίμενε για την ξεκουράσει όταν θα έβγαινε από την φυλακή. “Του ‘λέγα: «Σου έχω μαγαζί γιε μου». Και εκείνος μου ‘λέγε: «Ναι μάνα»”.
Η ταινία όμως της ζωής του Θοδωρή δεν είχε happy end. O άνθρωπος που θαύμαζε και εκτιμούσε από μικρός ο Βαγγέλης Ρωχάμης, ο συγκρατούμενος από το κελί 5 είχε γίνει μία σκιά του εαυτού του τα τελευταία χρόνια της ζωής του. “Σαν ζώο που περιμένει την σφαγή του” όπως θα γράψει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του “Ισοβίτης ή δραπέτης” ο “πεταλούδας” των ελληνικών φυλακών. Ένα δυσεύρετο βιβλίο που ο εκδοτικός οίκος έχει σταματήσει εδώ και χρόνια να ανατυπώνει. Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από την αναδημοσίευση που επιμελήθηκε ο Γιάννης Ράγκος στο blog “Έγκλημα και Τιμωρία”.
“Ένα παιδί γεμάτο ζωή, ένα παιδί που τα έπαιζε όλα για την ελευθερία (σ.σ. ο Βενάρδος). Τον είχα γνωρίσει για πρώτη φορά στην Παλατιανή στην Αθήνα. Ήμουν τότε πιτσιρίκος. Καμιά φορά παίζαμε μαζί ποδοσφαιράκια. Εγώ τότε έμενα στην Πετρούπολη, εκεί πήγαινα και σχολείο. Θυμάμαι από τότε το Θόδωρο ότι ήταν ατίθασος και θαρραλέος. Είχε καλές σχέσεις με τους φίλους του και τα έδινε όλα γι αυτούς.
Η δεύτερη φορά που τον είδα μετά από πολλά χρόνια, ήταν στη φυλακή, το 1976. Έμενε στο 5 κελί της τρίτης πτέρυγας. Πήγα και τον είδα. Δεν με θυμόταν. Όταν όμως του μίλησα για Παλατιανή και Πετρούπολη, με θυμήθηκε αμέσως. «Ρε σπόρε, τι έκανες και σ’ έφεραν φυλακή;» Έβαλε τα γέλια, όταν του είπα ότι είχα διαρρήξει ένα ταχυδρομείο κι είχα πάρει ολόκληρο το χρηματοκιβώτιο. Από τότε κάναμε παρέα συνέχεια κι όλο με συμβούλευε: «Πρόσεχε, τώρα που θα βγεις μην κάνεις καμιά κουταμάρα πάλι, σπόρε, γιατί θα ξανάρθεις στη φυλακή κι όπως βλέπεις τα πράγματα είναι δύσκολα εδώ». Όταν του άνοιγα καμιά συζήτηση να μου πει για καμιά ληστεία, έβαζε τα γέλια. Όλο γελούσε. «Δεν λέγονται αυτά, σπόρε», μου έλεγε. Αν και δεν είχαμε μεγάλη διαφορά στην ηλικία, μ’ έλεγε σπόρο, επειδή του θύμιζα παλιές ιστορίες απ’ τη γειτονιά μας.
Ήταν ωραίος τύπος ο Θόδωρος. Τον θαυμάζανε όλοι στη φυλακή και τον σεβόντουσαν. Δε χαλούσε ποτέ χατήρι σε κρατούμενο. Το κελί του το είχε κάνει γραφείο αιτήσεων. Όποιος ήθελε κάτι πήγαινε στο Θόδωρο, όποιος είχε πρόβλημα στο Θόδωρο. Και δε βαριόταν ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Όλο έγραφε. Βόλτες στο προαύλιο της φυλακής έκανε πολύ λίγες και μια συγκεκριμένη ώρα κάθε μέρα. Απ’ τις 9 το πρωί ως τις 10, και από τις 4 το απόγευμα ως τις 5. Όλες τις άλλες ώρες έγραφε.
Ήταν πανέξυπνος και πολύ ωραίος συζητητής. Όλοι κρεμόντουσαν απ΄ το στόμα του. Τι θα πει ο Θόδωρος ο Βενάρδος, που παντού ήταν μέσα, δεν έλειπε από πουθενά. Διάβαζε συνέχεια. Δεκάδες βιβλία υπήρχαν στο κελί του κι έδινε απ’ αυτά σ’ όλους τους κρατούμενους. Αλλά ο Θόδωρος μελετούσε πολύ την Ποινική Δικονομία και το Σωφρονιστικό Κώδικα. Απ’ αυτόν τον ενδιέφεραν πάντα τα δικαιώματά του στη φυλακή. Το ίδιος μάθαινε κι όλους τους άλλους κρατούμενους. Δεν του άρεσε ποτέ να εκμεταλλεύονται συγκρατούμενό του.
Στο κελί του ο Θόδωρος είχε τις πιο ωραίες φωτογραφίες και τις πιο όμορφες γυναίκες, που είχα δει σε φωτογραφία. Ήταν πάντα ντυμένος κομψά και πάντα μύριζε κάποιο καινούργιο άρωμα. Έτρωγε λίγο και συχνά. Όταν τον είχα ρωτήσει κάποτε γιατί, μου είχε απαντήσει πως έτσι πρέπει να τρώει όλος ο κόσμος για να μη χαλαρώνει το στομάχι του. Πρόσεχε πολύ τον εαυτό του. Ακόμα και το φαγητό που έτρωγε ήταν λίγο και εκλεκτό. Απ’ τα ναρκωτικά ήταν πολύ μακριά. Δεν ήθελε ούτε ν’ ακούει γι αυτά. Κι όποιον έβλεπε να κάνει χρήση ναρκωτικών, του έβαζε τις φωνές και του έλεγε να κάνει γυμναστική κι ότι η ζωή είναι ωραία δίχως τα ναρκωτικά κι έξω απ’ τη φυλακή.
Ενδιαφερόταν πάντα για μια καλή απόδραση κι όλο γι αυτό κοιτούσε. Είχε κάνει τότε μία και κοίταγε για άλλη μία, αλλά τον φύλαγαν πολύ. Όταν το βράδυ έκλεινε το κελί του, έξω απ’ την πόρτα τον φύλαγε ένας φύλακας. Τις δύο ώρες που έβγαινε στο προαύλιο ποτέ δεν πήγαινε κοντά στη μάντρα για να μην τραβάει την προσοχή των φυλάκων. Του έλεγα να αποδράσουμε μαζί απ’ τη φυλακή και δεν ήθελε. Μου έλεγε ότι θα βγει με «ανήκεστο». Εγώ του έλεγα συνέχεια ότι έχω ετοιμάσει μια απόδραση απ΄ την τέταρτη ακτίνα κι αυτός μου έλεγε ότι δεν είναι καλό το σχέδιο. Επέμενα, αλλά ήταν ανένδοτος. Μου απέρριπτε το σχέδιο συνεχώς. Μια μέρα του λέω: «Είμαι έτοιμος. Όλα είναι έτοιμα. Πάρε τα πράγματά σου, άλλαξε αχτίνα κι έλα εκεί που είμαι εγώ». ‘Όχι’ μου λέει. «Καλά. Θα φύγω μόνος μου τότε». Και πράγματι έφυγα με μια δυναμική και πολύ θεαματική απόδραση και είχα πάρει μαζί μου και άλλους δύο. Ο Θόδωρος είχε τρελαθεί που δεν με είχε ακούσει. Όταν ξαναήρθα στη φυλακή, μετά απ’ τη σύλληψή μου, πήγα και τον είδα. Χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο. Ίσως αν είχαμε φύγει μαζί, να μη μας είχαν πιάσει.
Αρχίσαμε τότε και κάναμε σχέδια για άλλη απόδραση, αλλά πάνω που το φτιάχναμε με έστειλαν στην Κέρκυρα. Έτσι χαθήκαμε με το Θόδωρο για δώδεκα μήνες, μέχρι που αποφυλακίστηκα.
Τα υπόλοιπα χρόνια μάθαινα ότι ήταν καλά. Του είχα στείλει δύο γράμματα μόνο. Ένα απ’ την Κύπρο κι ένα απ’ το Βέλγιο. Του εξηγούσα ότι ήμουν καλά κι όταν θα γυρίσω θα προσπαθήσω να τον δω και να τον βοηθήσω σ’ ό,τι θέλει. Είχα λάβει ένα γράμμα δικό του όταν ήμουν στο Σαρλ Λερουά στο Βέλγιο, και μου έλεγε ότι όταν με ήθελε και μου έγραφε τη διεύθυνση του δικηγόρου του. Έπειτα δεν ξαναεπικοινώνησα μαζί του, μέχρι το 1980, που τον ξαναείδα στη φυλακή. Συζητήσαμε διάφορα κι αρχίσαμε πάλι να ετοιμάζουμε μια απόδραση, αλλά αυτή τη φορά έφυγε αυτός για το ψυχιατρείο. Έτσι έμεινε πάλι στη μέση η απόδραση. Εγώ συνέχισα να κάνω διάφορα σχέδια απόδρασης. Αργότερα έμαθα ότι ήταν κουρέας στο ψυχιατρείο. Από διάφορες εφημερίδες που διάβαζα, είχα πιστέψει ότι σύντομα θα αποφυλακιζόταν. Παρακαλούσα να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί άξιζε η αποφυλάκιση σ’ έναν άνθρωπο σαν το Θόδωρο, αλλά ούτε κι αυτό έγινε.
Το 1983 περίπου, έμαθα το άσκημο που θα μπορούσα ν’ ακούσω για το Θόδωρο. Είχε γίνει πρεζάκιας. Κατάλαβα ότι είχε τελειώσει η ζωή του εδώ. (…) Το 1984 συνάντησα το Θόδωρο πάλι στον Κορυδαλλό. Είχε πάει στην αγροτική φυλακή και είχε φύγει πάλι. Οι λόγοι δεν έγιναν ποτέ γνωστοί, ούτε πώς πήγε, ούτε πώς έφυγε, ούτε κι εγώ τον ρώτησα ποτέ. Δεν ήθελα να είμαι μαζί του αδιάκριτος. Τον εκτιμούσα σαν άνθρωπο, όπως και τον κάθε κρατούμενο, αλλά ποτέ δεν ρωτάω κανέναν για τίποτα. (…) Φώναξα το Θόδωρο στο κελί μου και του θύμισα πώς ήταν κάποτε το κελί του και τη θέση του στη φυλακή. Από το Θόδωρο είχα πάρει ορισμένες αρχές και νοοτροπίες. Μοιάζαμε σε πολλά πράγματα! Ήταν ευχαριστημένος στο χώρο του κελιού του. Έβλεπες βιβλία, καθαριότητα, λουλούδια, άφθονα χαρτιά, και όλα αυτά του θύμιζαν τον εαυτό του κάποτε. ‘Άκου φίλε’ του λέω. ‘Δεν είμαι ο σπόρος που μου ‘λεγες κάποτε. Ξέρεις πόσο σε σέβομαι και σε εκτιμώ, και θα μπορούσα να κάνω ο,τιδήποτε για σένα. Θα σου δώσω μια συμβουλή λοιπόν, και θα μου δώσεις το λόγο σου ότι θα τη βαστήξεις. Όσο για μένα σου υπόσχομαι τώρα αμέσως ότι, εάν ξεφύγεις από τα ναρκωτικά, θα σε βγάλω εγώ ο ίδιος έξω από τη φυλακή. Αλλά θα χρειαστεί υπομονή και θέληση μεγάλη. Ξέρω ότι και θέληση έχεις και υπομονή. «Δεν είσαι ο Θόδωρος που ήξερα κάποτε. Πρέπει να αλλάξεις τακτική, γιατί θα σε εξοντώσουν τα ναρκωτικά στη φυλακή. Αυτά είναι για τους αδύνατους Θόδωρα, που θέλουν να φύγουν από την πραγματικότητα της φυλακής. Εμείς όμως είμαστε από τους ανθρώπους που αντίθετα από τους άλλους, πρέπει να ζούμε και να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα όποια κι αν είναι. Επομένως δεν επιτρέπονται αδυναμίες σε μας. Πρέπει να ζούμε και να διατηρούμε το ηθικό των συγκρατούμενών μας. Μας έχουν ανάγκη, είμαστε το κουράγιο του κάθε κρατούμενου, του κάθε βαρυποινίτη». Τα καταλάβαινε όλα αυτά, αλλά στο αίμα του είχε ήδη μπει η άτιμη η πρέζα. Τον είχαν κάνει τοξικομανή και ήταν δύσκολο να ξεφύγει από κει. Θα προσπαθούσα όμως όσο μπορούσα, θα του συμπαραστεκόμουνα. Όσο ήταν κοντά μου δεν θα τον άφηνα ποτέ μόνο του, ό,τι κι αν γινόταν, γιατί αυτόν τον άνθρωπο τον θαύμαζα, αλλά δίχως να τον ζηλέψω ποτέ μου. Ήταν ο ήρωάς μου κάποτε και θα παραμείνει πάντα στη σκέψη μου έτσι.
Όπου βρεθώ και όπου σταθώ θα μιλάω πάντα για το Θόδωρο, γιατί εκτός από ένας καλός άντρας, ήταν και ένα παιδί που αγαπούσε τον κόσμο, την κοινωνία που ζούσε, και είμαι σίγουρος ότι και η κοινωνία του συμπαραστάθηκε με το δικό της τρόπο. Βρέθηκαν πολλοί άνθρωποι να τον βοηθήσουν. Αν δεν τους άκουγε ή δε δέχτηκε τη συμπαράσταση κανενός ήταν γιατί είχε ο ίδιος διαλέξει τον τρόπο για να σκοτώσει τον εαυτό του και ποτέ δεν θέλησε να βασανίσει τους άλλους. Αν ορισμένοι βασανίστηκαν από το Θόδωρο, σ’ αυτό δεν έφταιξε ποτέ ο ίδιος γιατί ούτε τη συμπαράστασή τους ζήτησε ούτε και τη βοήθειά τους. Αν έσβησε όπως έσβησε, ήταν γιατί ζούσε συνεχώς στην αμφιβολία και είχε πάψει να εμπιστεύεται τους ανθρώπους. Η αλήθεια είναι ότι τον είχαν κάνει να νιώθει σαν ζώο που περιμένει τη σφαγή του. Είχε αντιδράσει μέσα από την πίεση που ζούσε. Είχε πολεμήσει πολύ σκληρά για να σταθεί στα πόδια του, ταλαιπωρώντας τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί πίστευε ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα τον ακούσουν ίσως. Είχε εξαντλήσει τα όρια της υπομονής του και της λογικής του για να τον προσέξουν, για να τον ακούσουν και το είχε πετύχει -είχε όμως τελειώσει ο ίδιος.
Ο Βενάρδος υπήρξε το παράδειγμα στην ιστορία των φυλακών. Προσπάθησε με όλους τους τρόπους να επιβιώσει και να ακουστεί. Να φωνάξει ότι ‘δεν είμαι κακός. Δεν είμαι εγκληματίας. Δεν αντέχω άλλο το βάσανο’. Έτσι ζητούσε συγγνώμη ο Βενάρδος -καταπίνοντας γλόμπους, κεραίες από ράδια, πρόκες και τόσα άλλα. Και οι καλοθελητές άπλωναν το ξυράφι και κάθε φορά του αφαιρούσαν και μέρος από τα σπλάχνα του, κομμάτια από τη σάρκα του, και η ζωή του όλο και λιγόστευε, ώσπου έπαψε να ζει.
Ο Βενάρδος δεν είχε χτυπήσει ποτέ στη φυλακή συγκρατούμενό του. Ποτέ δεν είχε μαλώσει με υπαλλήλους των φυλακών. Ποτέ δεν είχε μαχαιρώσει άνθρωπο. Πάντα ήταν άτομο που συμμεριζόταν τους άλλους, που σεβόταν τους πάντες. Δεν υπήρξε ποτέ βίαιο άτομο και δεν έδειξε ποτέ τέτοιες διαθέσεις. Αγαπούσε τους ανθρώπους, αλλά ήταν πολύ λίγοι αυτοί που μπορούσαν να τον καταλάβουν. Πριν πέσει στα ναρκωτικά ο Βενάρδος και καταρρακωθεί, ασχολιόταν με τη γυμναστική, με το γράψιμο, με ωραίες συζητήσεις. Του άρεσαν πάντοτε οι όμορφες γυναίκες και δινόταν εύκολα σ’ αυτές με τον καλό του εαυτό. Πάντα ήταν απόλυτος στις σχέσεις του με τους οποιουσδήποτε ανθρώπους. Του άρεσε η διασκέδαση, οι δημόσιες σχέσεις. Του άρεσε να τον ακούν και να τον προσέχουν, να τον αγαπούν και να τον σέβονται. Ήταν πανέξυπνος και πολύ ευφυής, οργανωτικός και πολύ ειλικρινής. Ήταν στοιχείο αγωνιστικό και πάντα του άρεσε να πρωτοστατεί, και γενικά ήταν άτομο που συμπεριφερόταν καλά. Δεν προσποιόταν ποτέ, έλεγε πάντα αυτό που ένιωθε και ήταν άτομο που σπάνια έκανε λάθη. Αγαπούσε την οικογένειά του και ιδιαίτερα την αδελφή του. Μου μιλούσε συνεχώς γι αυτή. Υπολόγιζε πάντα στην αδελφή του, πίστευε σ’ αυτή και πάντα την άκουγε. Είχε ένα είδος ιδιαίτερης αδυναμίας, που μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Σε όλα τα σχέδιά του ήταν μέσα και η αδελφή του, η οποία του συμπαραστάθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, σ ό,τι κι αν της ζήτησε. Πολλές φορές ο Θόδωρος μου έλεγε: «Έλα να σου γνωρίσω την αδελφή μου». Δεν το επεδίωξα όμως ποτέ, δεν ξέρω γιατί”.
Διαβάστε επίσης: Οταν ο Βενάρδος χτυπούσε το κουδούνι του Κώστα Καββαθά