ΣΑΡΛΟΤ ΓΚΕΝΣΜΠΟΥΡΓΚ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΠΛΟΚΜΠΑΣΤΕΡ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΟ!”
Το Magazine μίλησε με την διάσημη ηθοποιό στο 63ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία "Νυχτερινοί Επισκέπτες", τα αξέχαστα γουίκεντ στο σπίτι του πατέρα της πίσω στα ‘80s, και τον Λαρς φον Τρίερ.
Έχει πλάκα κάποιες φορές. Όσο κι αν ξέρουμε μέσα μας πως οι ηθοποιοί είναι αυτό ακριβώς, ηθοποιοί, και πως οι ρόλοι που παίζουν είναι αυτό ακριβώς, ρόλοι, η πραγματικότητα και πάλι μπορεί να μας εκπλήσσει.
Για πολλούς ας πούμε η Σαρλότ Γκενσμπούργκ είναι η πρωταγωνίστρια διαφόρων προκλητικών δημιουργών, από τον Λαρς φον Τρίερ ως τον Γκασπάρ Νοέ, κι είναι φυσικά κόρη του Σερζ Γκενσμπούργκ και της Τζέιν Μπίρκιν. Μουσικός, ηθοποιός, παιδί διασήμων καλλιτεχνών και συνεργάτης αντισυμβατικών δημιουργών– δεν ξέρουμε τι υποθετική εικόνα μπορεί να σχηματίζει κανείς μες στο μυαλό του για το άτομο που θα συναντήσει μπροστά του.
Πάντως η Σαρλότ Γκενσμπούργκ που συναντήσαμε εμείς ένα απόγευμα στη Θεσσαλονίκη, κατευθείαν μετά από πτήση και λίγο πριν μεταβεί στο Ολύμπιον για την πρεμιέρα της νέας της ταινίας (στο πλαίσιο του 63ου φεστιβάλ κινηματογράφου), ήταν εντυπωσιακά ευγενική, χαμηλών τόνων και επίσης εξαιρετικά συναισθηματική.
Ίσως αυτό το τελευταίο να είχε πολύ να κάνει και με την ταινία που συζητούσαμε. Οι Νυχτερινοί Επισκέπτες του Μίκαελ Ερς (που κυκλοφορεί σήμερα στις αίθουσες από την One from the Heart) μας ταξιδεύουν πίσω στα ‘80s παρατηρώντας με τρυφερότητα και κατανόηση τις μικρές στιγμές στην καθημερινότητα μιας χωρισμένης μητέρας που συναντά μια αποξενωμένη έφηβη, με φόντο την εκλογή του Μιτεράν.
Με μια θαμπή εικόνα και χρώματα που παραπέμπουν σε μια ξεχασμένη ‘80s διήγηση, ο Ερς εμπιστεύεται τους χαρακτήρες του και τους ηθοποιούς του χωρίς να εκβιάζει τα συναισθήματα ή να μας μπουκώνει με στιγμές μελοδραματισμού. Κι είναι αυτή ίσως ακριβώς η απλότητα που έκανε την Γκενσμπούργκ όχι μόνο να θέλει τον ρόλο, αλλά το να αποτελέσει αυτό ο ρόλος ένα αναμνησιακό όχημα για την ίδια ώστε να γυρίσει πίσω σε μια εποχή που όπως μας λέει ήταν «τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου».
Ήταν τα χρόνια που πήγαινε και πέρναγε τα Σαββατοκύριακα με τον πατέρα της, τον είχε «όλο δικό μου» όπως λέει, μια εποχή που ένιωθε να ανακαλύπτει τον κόσμο και να βιώνει τεράστιες αλλαγές στην κοινωνία έστω κι αν πέρασαν λίγα χρόνια μέχρι να καταλάβει ακριβώς πόσο σημαντική περίοδος ήταν αυτή που ζούσε.
Με αφορμή λοιπόν αυτούς τους Νυχτερινούς Επισκέπτες, η διάσημη ηθοποιός άνοιξε την καρδιά της και μας μίλησε για όλα αυτά τα κειμήλια μιας περασμένης εποχής, για τη σχέση της με τον πατέρα της και το πώς βίωσε την περίοδο Μιτεράν, αλλά και το τι λέει ο ρόλος της στην ταινία για την αλλαγή του ρόλου των γυναικών στη Γαλλία από τη μια γενιά στην επόμενη.
Κι η κουβέντα φτάνει φυσικά, αναπόφευκτα μέχρι και τον Λαρς φον Τρίερ, καθώς μας εξηγεί το είδος των κινηματογραφικών κόσμων στους οποίους θέλει να ανήκει, πριν ομολογήσει άθελά της πως δεν μπορεί καν να θυμηθεί ποιο είναι το χολιγουντιανό μπλοκμπάστερ στο οποίο είχε παίξει λίγα χρόνια πριν. Δεν την αδικούμε– κι εμείς σπάγαμε το κεφάλι μας αλλά δεν μπορούσαμε να το ανασύρουμε.
Τι σε έφερε σε αυτό τον χαρακτήρα; Βρήκες συγκεκριμένα στοιχεία που άρπαξες ή σε ιντρίγκαραν; Ήταν τα ’80s που έπαιξαν ρόλο;
Με συγκίνησε το σενάριο, ήταν από την αρχή κάτι πολύ ευαίσθητο κι αυτό μου άρεσε. Είναι πολύ ιδιαίτερο φιλμ γιατί δεν είναι ας πούμε μια μεγάλη ιστορία με πράγματα που συμβαίνουν όλη την ώρα. Είναι δύσκολο να εξηγήσω το ρεζουμέ του– είναι απλά μια οικογένεια που ζει τα ‘80s. Παίζω μια γυναίκα με τα πάνω της, με τα κάτω της, που ανακαλύπτει την εργασία, που την αφήνει ο άντρας της… μικρά πράγματα.
Αυτό είναι το φιλμ. Μικρά αγγίγματα. Με προσέλκυσε πολύ ο ίδιος ο Μίκαελ σαν σκηνοθέτης. Είναι πολύ ντροπαλός, δεν λέει πολλά, οπότε με ιντρίγκαρε ο κόσμος του. Είδα μια ταινία του…
Το Αμάντα;
Ναι! Το Αμάντα. Το λάτρεψα. Ήταν πολύ… σαν αυτόν. Μιλούσε για κάτι τεράστιο αλλά το έκανε με μικρά αγγίγματα, με χαρακτήρες που συγκινούσαν, κάτι πολύ ήρεμο και λεπτοφτιαγμένο. Αυτό με προσέλκυσε στο ρόλο. Κι ίσως επειδή ήταν τα ‘80s, που για μένα είναι μια στιγμή στο χρόνο που φυλάω μέσα μου σαν θησαυρό. Γιατί είναι η εφηβεία μου. Η εφηβεία που βλέπουμε στο φιλμ είναι η ηλικία μου στα ‘80s, οπότε ήταν μια παράλληλος που με άγγιξε.
Φαίνεται πως έχεις μια λατρεία για τα ‘80s που έχει να κάνει με κάτι πολύ προσωπικό. Πώς βρίσκεις την προσέγγιση της εποχής σε αυτή την ταινία; Γιατί υπάρχουν τόσοι τρόποι να προσεγγίσεις μια εποχή, υπάρχει ας πούμε αυτό το ‘80s boom τα τελευταία χρόνια που μπορεί να είναι πολύ επιφανειακό, νιώθω.
Ναι, ας πούμε το Stranger Things… Πφφφτ! [κάνει έναν ήχο με τη γλώσσα της] Έχει πλάκα γιατί η κόρη μου τραγουδάει κάθε τραγούδι που ήξερα στα ‘80s. Κι είναι τόσο περίεργο κι αστείο!
Αυτό που βρήκα εδώ συγκινητικό είναι ότι αφορά τα χρόνια που πραγματικά ανακάλυψα τον πατέρα μου. Γιατί το 1980 οι γονείς μου χώρισαν οπότε πήγαινα σπίτι του πατέρα μου τα Σαββατοκύριακα και τον είχα όλο για τον εαυτό μου. Ήταν λοιπόν μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος. Ήμουν 12 χρονών το 1983 και κάπου τότε άρχισα να κάνω ταινίες και μουσική με τον πατέρα μου, οπότε και πάλι– πρόκειται για πολύ συγκεκριμένες αναμνήσεις και είναι νομίζω τα χρόνια που… ίσως όχι το να είμαι 12, αλλά εκεί στα 16-17, αυτά ήταν τα καλύτερά μου χρόνια.
Επειδή… δεν ξέρω, επειδή ανακάλυπτα τη ζωή, νομίζω. Ήμουν περίεργη να μάθω. Το θέμα είναι πως όταν ήμουν 19 χρονών ο πατέρας μου πέθανε, κι όλος μου ο κόσμος καταστράφηκε. Οπότε μου πήρε πολύ καιρό να επουλωθούν οι πληγές. Γνώρισα τον Ιβάν [σσ. ο σκηνοθέτης Ιβάν Ατάλ] που είναι κι ο πατέρας των τριών παιδιών μου, έχουμε περάσει 31 χρόνια μαζί. Οπότε φυσικά είχαμε μια ολόκληρη ζωή με σπουδαία πράγματα που συνέβησαν. Αλλά η εφηβεία μου στα ‘80s είναι στην πραγματικότητα το πιο καθοριστικό μου διάστημα.
Τότε ανακάλυψα τόσα πράγματα. Και στο φιλμ υπάρχουν αυτά, το φιλμ ας πούμε μιλάει πολύ για την πολιτική της εποχής, επειδή για τον Μίκαελ τα ‘80s ήταν πολύ σημαντικά σε σχέση με το σοσιαλιστικό κίνημα, με τη νίκη του Μιτεράν. Για μένα ήταν σημαντικό, αλλά απέκτησε τη σημασία του αργότερα. Θα έλεγα γύρω στο ‘84-’85 συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό ήταν, αλλά όχι τη στιγμή που εξελέγη.
Κι όταν πήγα στο διαμέρισμα της οικογένειας της ταινίας ήταν επίσης πολύ συναισθηματική στιγμή. Φυσικά στα ντεκόρ είχαν βάλει και ένα πακέτο Gitanes που ήταν του πατέρα μου τα τσιγάρα. Οπότε κάθε αντικείμενο μου τον θύμιζε. Και ένιωθα ξαφνικά τόσο μεγάλη! Γιατί οι νέοι ηθοποιοί που έπαιζαν τους έφηβους κοίταγαν όλα αυτά τα αντικείμενα, τα VHS, τα ηλεκτρονικά της εποχής…
Και τα ήξεραν μόνο μέσα από σειρές!
Ναι! Ήταν πολύ αστείο να τους κοιτάω καθώς κοιτάζαν τα πάντα, σα να είναι αντίκες.
Το κλισέ είναι πως για τους ηθοποιούς το να παίζουν είναι σαν ψυχανάλυση, αλλά από το πώς μιλάς για αυτό δείχνει πως για σένα είναι σαν κουτί με αναμνήσεις.
Ήταν! Γιατί κοίταγα εφημερίδες, περιοδικά που διάβαζα εκείνη την εποχή… Επειδή ο Μίκαελ είναι μεγάλος φαν του σινεμά, είχαμε περιοδικά όπως Studio, Premiere, τα οποία αγόραζα εκείνη την εποχή.
Είναι 40 χρόνια πίσω! Ακούγεται τόσο παλιά. Αλλά εδώ ζωντάνεψε. Ακόμα και τα χρώματα του διαμερίσματος. Τα χρώματα του φιλμ γενικά. Δεν είναι κλισέ, είναι αληθινό. Κι έχει σημασία πως δεν είναι τα ‘80s τα δικά μου ή τα ‘80s των γονιών μου. Είναι τα ‘80s μιας οικογένειας που δεν είναι ούτε πλούσια ούτε φτωχή. Απλώς, στο μέσον. Σε ένα Παρίσι στο οποίο μικρή δεν έδινα σημασία. Κτίρια που τότε έβρισκα πολύ άσχημα, σήμερα τα βρίσκω όμορφα.
Η οικογένεια απεικονίστηκε με πολύ αυθεντικό τρόπο. Ακόμα και τα κουστούμια, τα μαλλιά, το μακιγιάζ. Πράγματα που δεν είχαν καν να κάνουν με το ντεκόρ, αλλά με τον σχεδιασμό των χαρακτήρων. Η γυναίκα που έκανε τα κουστούμια στην ταινία διασκέδαζε πολύ, πήρε κάτι μπότες άσχημες, πολυφορεμένες… σήμερα κάνεις μια ταινία και οι περισσότεροι παίρνουν καινούρια ρούχα, είναι πολύ βαρετό.
Λατρεύω να βλέπω στο σινεμά εμφανώς φορεμένα ρούχα, πράγματα που μοιάζουν κάπως φθαρμένα, χαλασμένα…
Ακριβώς. Τα καλύτερα φιλμ είναι έτσι. Όπως η ταινία που είχα κάνει με τον Τοντ Χέινς, I’m Not There, που ήταν σπουδαίο. Είχαν πραγματική οπτική στο τι θέλανε, αισθητικά.
Όπως και στο Αμάντα, έτσι κι εδώ υπάρχει κάτι που πολιτικά και κοινωνικά είναι τεράστιας σημασίας και συμβαίνει οριακά εκτός κάδρου, στα περιθώρια, ενώ το φιλμ κοιτάζει μικρές λεπτομέρειες καθημερινότητας των χαρακτήρων. Όπως ανέφερες προηγουμένως, είναι σαν κάτι που ζουν οι χαρακτήρες αλλά δεν βιώνουν όλη του τη σημασία εκείνη τη στιγμή.
Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Γενικά αυτή η μετατόπιση. Γιατί στην ταινία παίζω μια γυναίκα που ήταν έφηβη στα ‘60s και άρα δεν θα ήταν καθόλου ίδια με μια έφηβη στα ‘80s. Ειδικά μια γυναίκα εκείνη την εποχή. Το πόσο ντροπαλός είναι ο χαρακτήρας μου, μου θύμισε το γεγονός ότι δεν μεγάλωσε με την ιδέα πως θα έπρεπε κάποια στιγμή να δουλέψει. Ήταν από μια άλλη γενιά γυναικών, που θα γίνονταν σύζυγοι κι αυτό ήταν όλο.
Το ότι έπρεπε η ηρωίδα μου να αντιμετωπίσει μια νέα πραγματικότητα, ότι ξαφνικά πρέπει να δουλέψει, ότι ας πούμε δεν έχει αρκετά χρήματα για τα παιδιά της, κι όλα αυτά είναι απλώς μικρά δράματα που συμβαίνουν στη ζωή της. Στη μεγάλη εικόνα των ‘80s, είναι απλώς μια γυναίκα που παλεύει να τα φέρει βόλτα. Είναι σαν η ίδια να μην ανήκει ακριβώς στην εποχή της. Τα παιδιά της, ναι. Η ίδια όχι. Και το βρήκα όλο αυτό συγκινητικό.
Είναι ένας πιο ρεαλιστικός χαμηλών τόνων ρόλος από ό,τι ενδεχομένως περιμένουμε από εσένα, όπου παίζεις με μικρά, απλά καθημερινά πράγματα. Κι είναι κάτι που αναρωτιέμαι. Γενικά όταν ηθοποιοί, όπως εσύ, κάνουν συχνά και πιο προκλητικές ταινίες και ρόλους, με πιο προβοκάτορες σκηνοθέτες, νιώθω πως τότε τείνουν στη συλλογική συνείδηση να είναι για πάντα συνδεδεμένοι περισσότερο με εκείνες τις ταινίες, όσο κι αν στο ενδιάμεσο κάνεις ταινίες όπως αυτή. Έχεις βρει πως ισχύει κάτι τέτοιο;
Είναι αλήθεια. Για να είμαι ειλικρινής με εξέπληξε που αυτό το φιλμ είχε καλή υποδοχή στη Γαλλία γιατί όταν προσπαθώ να μιλήσω για αυτό, δεν βρίσκω να πω πολλά, όπως σου έλεγα και πριν. Είναι μια γλυκιά ιστορία, γαλήνια, κι αυτό που βρήκα συγκινητικό είναι οι στιγμές ανάμεσα στο δράμα. Την αφήνει ας πούμε ο άντρας της, αλλά η σημαντική σκηνή έρχεται μετά, που είναι μόνη της– όχι το ίδιο το δράμα. Είναι τα πάντα τόσο προσωπικά σε αυτό το φιλμ.
Αλλά είναι αλήθεια αυτό που λες. Τείνουν ας πούμε όλοι να θυμούνται τον Λαρς φον Τρίερ. Και είναι κάτι που το θέλω αυτό για να είμαι ειλικρινής. Μου αρέσει να με σπρώχνουν στα άκρα μου. Αλλά είναι σημαντικό για μένα να γνωρίζω και σκηνοθέτες σαν τον Μίκαελ, και σημαντικό να μπαίνω σε κόσμους διαφορετικών σκηνοθετών, που όμως έχουν όλοι κόσμους που είναι δικοί τους. Αυτό είναι τελικά που έχουν κοινό.
Σήμερα πολύ συχνά τείνουμε να δεχόμαστε ταινίες και σειρές βάσει ενός θέματος αλλά ο σκηνοθέτης μπορεί να είναι απλά ανταλλάξιμος. Σκηνοθέτες που ξέρουν πώς να εκτελέσουν κάτι καλά και ως εκεί. Βρίσκω πως μας λείπουν σκηνοθέτες με δυνατή προσωπικότητα. Οπότε είναι η εποχή των σειρών. Και το γεγονός πως τείνουμε να αναδεικνύουμε την αποδοτικότητα έναντι της προσωπικότητας.
Εγώ αγαπώ να συναντώ σκηνοθέτες που έχουν δυνατή προσωπικότητα, που με φέρνουν στον κόσμο τους όπου πρέπει εγώ να κάνω κόπο για να μπω σε ό,τι είναι αυτό που έχουν στο μυαλό τους. Αυτό βρίσκω ενδιαφέρον.
Ενώ το να κάνω απλά κάτι επειδή θα είναι αποδοτικό, επειδή θα έχει επιτυχία… [κάνει ένα μορφασμό βαριεστημάρας και μετά κατευθείαν χαμογελάει και προσθέτει] Προσπάθησα! Προσπάθησα να κάνω ένα… Μου άρεσε η εμπειρία δηλαδή, δεν πέρασα δυσάρεστα. Αλλά προσπάθησα να κάνω ένα σούπερ μπλοκμπάστερ και δεν ήταν καθόλου καλό. Έκανα… Merde…
[κοιτάει με ένα βλέμμα αγωνίας σα να μου λέει «βοήθα με!»]
Πώς είναι το όνομα του φιλμ… Ένα μεγάλο αμερικάνικο; Έκανα ένα! Πώς το λέγανε. Ήταν ένα «νούμερο 2».
Πραγματικά έχω κολλήσει, δεν θυμάμαι ούτε εγώ.
Ήταν ένα… chaos film… εε… ταινία καταστροφής…
[προσπαθούμε έκπληκτοι να θυμηθούμε, αδυνατούμε]
Ουφ, θα το βρεις! Τελοσπάντων, προσπάθησα! Και… ήταν τόσο κακό! [γελάει] Δεν είμαι φτιαγμένη για αυτά τα φιλμ!