ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ “ΛΑΜΠΕΙ” Η ΦΡΙΚΩΔΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ INSTAGRAM
Ο Δημήτρης Τάρλοου, η Λένα Παπαληγούρα και ο Γιώργος Χριστοδούλου σε μία μεγάλη συζήτηση γύρω από το Κουκλόσπιτο.
Το ραντεβού μου με τον Δημήτρη Τάρλοου και τους δύο πρωταγωνιστές του “Κουκλόσπιτου“, τη Λένα Παπαληγούρα και τον Γιώργο Χριστοδούλου. ορίστηκε ένα Σαββατιάτικο μεσημέρι στο μπαρ του Θεάτρου Πορεία.
Παντρεμένοι και οι τρεις τους και μάλιστα με παιδιά, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πως ο καθένας ξεχωριστά και ακολούθως όλοι μαζί, έχουν εμπλακεί με το βαθιά κλασικό αυτό έργο που μιλά με τόσο σύγχρονο τρόπο στις ζωές μας.
Το Κουκλόσπιτο σήμερα
Η συζήτησή μας ξεκίνησε από μία ερώτηση στα όρια του κλισέ, από το γιατί ο Δημήτρης Τάρλοου επέλεξε να ανέβασει στη σκηνή το κείμενο αυτό του Ίψεν. “Καταλαβαίνω ότι η συγκυρία, με τις συνεχείς κακοποιήσεις και δολοφονίες γυναικών, πιθανώς να εξηγεί και την επιλογή του έργου. Έχει τεράστια σημασία για μένα το πώς μεταφράζει κανείς ένα κείμενο, τι δικαιώματα έχει ο μεταφραστής πάνω στην ουσία του έργου, και ως εκ τούτου και τι ελευθερίες μπορεί να πάρει ο σκηνοθέτης ως προς την ανάγνωση που θα κάνει. Η δική μου άποψη είναι ότι μεταφραστής και σκηνοθέτης δεν έχουν απεριόριστο ηθικό δικαίωμα” απαντά ο Δημήτρης Τάρλοου.
Και συνεχίζει “για μένα, ωστόσο, το Κουκλόσπιτο συνιστά μία κατανόηση των ανθρώπινων σχέσεων, κυρίως μέσα στη συνθήκη του γάμου. Οι ηθοποιοί -που στην παράστασή μας έχουν την εμπειρία του γάμου- καλούνται να μιλήσουν για τη σύμβαση του γάμου, για τη φθορά του, για το αν αλλάζει η σεξουαλική ζωή του ζευγαριού, για το τι σημαίνει καταπίεση, για το αν η γυναίκα είναι υπεύθυνη για τον εγκλωβισμό της. Μας απασχολεί, επίσης, το ποια θα ήταν η Νόρα σήμερα. Πού ζει, τι δουλειά κάνει, τι δουλειά κάνει ο Τόρβαλντ, αν πράγματι κακοποιεί τη Νόρα.Όλοι αυτοί είναι επαρκείς λόγοι για να ξαναμεταφράσει και να ξαναδιαβάσει κάποιος το έργο αυτό”.
Θα δούμε ένα Κουκλόσπιτο με την υπογραφή “Δημήτρης Τάρλοου”;
“Τα κλασικά κείμενα δεν έχουν ανάγκη από δομικές αλλαγές για να φρεσκαριστούν, παρά μονάχα ελάχιστες προσαρμογές ίσως, ώστε να μην ακούγονται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου κάποια πράγματα. Χρειάζεται όμως σεβασμός στη γλώσσα τους, τον ρυθμό τους, το ύφος τους και κυρίως την ουσία όσων θέλει ο συγγραφέας να εκφράσει.
Η νέα πρωτοπορία είναι η προσωπική κατάθεση των συντελεστών και η ταπεινότητα. Η παραδοχή ότι είμαστε ένα τίποτα και τα πάντα επί σκηνής.
Η μόδα των παραναγνώσεων ξεκινά με την έννοια της αποδόμησης, του μεταμοντερνιστικού κινήματος. Η ίδια η έννοια της πρωτοπορίας συνδέθηκε με αυτή την αυθαιρεσία. Με την κακοποίηση κειμένων των οποίων οι συγγραφείς δεν ζουν και δεν έχουν λόγο πάνω στο έργο πλέον. Αυτή η τάση είναι για μένα πλέον σε αποδρομή. Η νέα πρωτοπορία είναι η προσωπική κατάθεση των συντελεστών και η ταπεινότητα. Η παραδοχή ότι είμαστε ένα τίποτα και τα πάντα επί σκηνής. Ότι τα κλασικά έργα δεν μας έχουν ανάγκη, εμείς τα έχουμε για να ερμηνεύσουμε την ζωή μας, να την ομορφύνουμε επίσης. Η οίηση του εγώ είμαι ο τάδε σπουδαίος σκηνοθέτης και θα επιβληθώ του συγγραφέα αλλά και των ηθοποιών , είναι εκτός της δικής μου ιδιοσυγκρασίας.
Η εργασία μας δεν είναι χρυσή σφραγίδα γνησιότητας πάνω σε ένα προϊόν. Εγώ θέλω να ξανα – ανακαλύψω το έργο μαζί με τους συνεργάτες μου” απαντά ο Δημήτρης Τάρλοου.
Δύο πρωταγωνιστές παντρεμένοι με παιδιά. Τυχαία συγκυρία;
“Θα έλεγα πως δεν είναι τυχαίο που και οι τρεις έχουμε παιδιά. Έτσι, μπορούμε να κάνουμε μία συζήτηση πάνω στο πώς επηρεάζει τη ζωή μας ο έγγαμος βίος. Πολλοί από τους θεατές που θα έρθουν είναι παντρεμένοι. δε ζητούν και αυτοί μια απάντηση πάνω σε αυτό;” αναρωτιέται ο Δημήτρης Τάρλοου.
“Αυτός ο θίασος επιλέχθηκε για να μπορεί να κάνει μία τέτοιου είδους προσωπική κατάθεση. Βέβαια τον δρόμο τον δείχνω εγώ, αυτοεξεφτελιζόμενος συχνά πυκνά στους ηθοποιούς και αποκαλύπτοντας κάποιες πτυχές του χαρακτήρα μου και κάποια συμβάντα από τη ζωή μου που δεν είναι ούτε πολύ τιμητικά ούτε και ευχάριστα. Αυτή η εξομολογητικότητα είναι πολύ σημαντική, γιατί μόνο έτσι μπορείς να καταλάβεις τις πράξεις των ηρώων και να αγγίξεις το έργο με μία μεγαλύτερη αθωότητα, χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς ρετσέτες που είναι και της μόδας και άπτονται ενός υπαρκτού ολοκληρωτισμού που αποτελεί πλέον μία παγκόσμια τάση.
Γιατί, αν σαν Ευρωπαίοι δε σκεφτόμαστε πιο ανοιχτά στις γκρίζες περιοχές της ζωής μας, τότε πραγματικά αρχίζουμε και ρέπουμε προς έναν ολοκληρωτισμό. Είναι εύκολο να δείχνουμε ενόχους, βιαστές και κακοποιητές και να θεωρούμε τους εαυτούς μας αγίους της κοινωνίας. Όλοι όμως είμαστε μέρος του κοινωνικού γίγνεσθαι. Και ο κόσμος που θα έρθει να δει το έργο πρέπει να ανακαλύψει τις δικές του γκρίζες ζώνες” καταλήγει.
Η Λένα Παπαληγούρα σημειώνει με τη σειρά της πως “ο Δημήτρης έχει μία φοβερή διεισδυτική ματιά και έχει καταφέρει να εμπλέκονται τα πρόσωπα του έργου με τους ίδιους μας τους εαυτούς. Το γεγονός πως έχω το βίωμα του γάμου, με κάνει να αναπτύσσω άλλη σχέση με τη Νόρα. Δεν ξέρω πώς θα ήμουν σε σχέση με αυτό το έργο, αν δεν είχα παντρευτεί. Και ναι μεν τα πράγματα διαφέρουν ανάμεσα στην οικογένεια τη δικιά μου και του έργου, αλλά διακρίνω πολλά κοινά ψήγματα θεμάτων που ταιριάζουν με αυτά που περιγράφουν οι ήρωες του έργου. Παρ’ όλο δηλαδή που μιλάμε για μία πολύ συγκεκριμένη σχέση ανθρώπων που είναι εγκλωβισμένοι, μέσα από την προσωπική εμπειρία μας, μπορούμε να τους καταλάβουμε καλύτερα”.
Αν σαν Ευρωπαίοι δε σκεφτόμαστε πιο ανοιχτά στις γκρίζες περιοχές της ζωής μας, τότε πραγματικά αρχίζουμε και ρέπουμε προς έναν ολοκληρωτισμό. Είναι εύκολο να δείχνουμε ενόχους, βιαστές και κακοποιητές και να θεωρούμε τους εαυτούς μας αγίους της κοινωνίας. Όλοι όμως είμαστε μέρος του κοινωνικού γίγνεσθαι.
“Το πιο ενδιαφέρον στη διαδικασία αυτή για μένα είναι πως πρέπει να μιλήσεις για πράγματα που δε σου αρέσουν ή για αυτά που δεν αρέσουν ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτό απαιτεί μια γενναιότητα, αλλά έτσι μόνο μπορείς να καταθέσεις κάτι αυθεντικό” προσθέτει ο Γιώργος Χριστοδούλου. “Για παράδειγμα ο Τόρβαλντ ταλανίζεται από το θέμα της επιτυχίας, την ανάγκη του να φτάσει ψηλά και αυτό το θεωρώ πολύ σύγχρονο. Ακόμη και εγώ που είμαι 36 χρόνων, είμαι μέσα στη διαδικασία αυτή και θέλω να εξασφαλίσω την επαγγελματική μου εξέλιξη και ανέλιξη”.
Ο γάμος είναι μία σύμβαση. Πόσο εμείς οι ίδιοι εγκλωβιζόμαστε σε αυτή;
“Εγώ νιώθω πως οποιαδήποτε σύμβαση σε οδηγεί στο να εγκλωβιστείς σε έναν χώρο που δεν είσαι ολόκληρος. Σε αυτή την κατηγορία βάζω και τον γάμο εννοώντας πως οτιδήποτε φτιάχνουμε και αφήνουμε τον εαυτό μας απ’ έξω μπορεί να αποβεί πολύ εγκλωβιστικό. Πρέπει στη σχέση σου με τον άλλο να βρίσκεις σχήματα και τρόπους για να παραμένεις ολόκληρος. Αν αυτά τα σχήματα παραμείνουν σχήματα και εσύ μείνεις έξω από αυτά, παραμένεις σε μία συνθήκη εγκλωβισμού. Για να μη συμβεί αυτό, θέλει πολλή δουλειά και με τον σύντροφό σου και με τον εαυτό σου. Και όταν έχεις παιδιά και μία καθημερινότητα αμείλικτη, είναι ακόμη πιο δύσκολο. Πάντως προσωπικά, δε θα επέλεγα ποτέ να γυρίσω στην προ του γάμου φάση. Παρόλο που είχα περισσότερες ελευθερίες. Δεν έχω μετανιώσει που έκανα οικογένεια”, σημειώνει η Λένα Παπαληγούρα.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου προσθέτει “είμαι με τη γυναίκα μου 12-13 χρόνια μαζί. Όχι σε γάμο, σε σχέση τα περισσότερα. Δεν θα πω ψέματα. Πολλές φορές έχω σκεφτεί πως και η πολυγαμία και η συνθήκη του γάμου με παιδιά είναι σχεδόν παρά φύσιν. Νιώθω πως όλη αυτή η συνθήκη πρέπει να είναι μία διαδικασία που είναι σε κίνηση. Και το λέω αυτό γιατί νιώθω τη Νόρα και τον Τόρβαλντ να βιώνουν μια στασιμότητα, σαν να έχουν πεθάνει. Σαν αυτό που συμβαίνει μεταξύ τους να είναι μία κονσέρβα από τα παλιά”.
Δεν θα πω ψέματα. Πολλές φορές έχω σκεφτεί πως και η πολυγαμία και η συνθήκη του γάμου με παιδιά είναι σχεδόν παρά φύσιν.
“Το κλειδί της συζήτησης νομίζω είναι αυτό” αναφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου. “Όταν δηλαδή κάτι είναι σε εξέλιξη, τότε δεν κακοφορμίζει. Αν κάτι κλειδώσει, τότε παγιώνεται και αρχίζει η φθορά του. Ο ίδιος ο γάμος έχει και μία έννοια παγίωσης μέσα του και αν καταλήξει να είναι μια εγκλωβιστική συνθήκη που επαναλαμβάνεται, τότε οδηγεί στην τελμάτωση.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν κάνει καμία δουλειά με τον εαυτό τους, δεν ξέρουν γιατί είναι μαζί, γιατί μεγαλώνουν παιδιά. Και κυρίως δεν μπορούν να καταλάβουν τις δυσκολίες που υπάρχουν και συναισθηματικά και σεξουαλικά μετά τη γέννηση παιδιών. Αυτό δεν το έχω δει να σχολιάζεται. Και εγώ έχω δει πως αλλάζει σαφέστατα η σεξουαλική συμπεριφορά του ζευγαριού μετά τη γέννηση των παιδιών”.
Κουκλόσπιτο. Ένα μαυσωλείο αισθημάτων
Τι θα λέγατε πως είναι το Κουκλόσπιτο;
“Θα έλεγε κανείς πως είναι η φυλακή της Νόρας” αναφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου, “αλλά νομίζω πως είναι κι ένα μαυσωλείο αισθημάτων. Αυτό σημαίνει πως τα αισθήματα αυτά κάποτε νεκρώθηκαν και οι άνθρωποι άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν να μην έγινε αυτό. Αυτό είναι το Κουκλόσπιτο. Το να κάνεις πως δεν έχει αλλάξει κάτι, ενώ έχει αλλάξει. Κι αυτό, αν δεν το συζητήσεις, γίνεται πρόβλημα”.
Το γεγονός πως η Νόρα εγκαταλείπει ακόμη και τα παιδιά της δεν είναι εξαιρετικά ακραίο;
“Για μένα η κίνηση αυτή, επειδή έχω κι η ίδια παιδιά, μου φαίνεται ασύλληπτα δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά θεωρώ πως η Νόρα φεύγει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Πιστεύει πως δεν είναι κατάλληλη να παραμείνει με τα παιδιά της και πως διασώζοντας τον εαυτό της, διασώζει και αυτά” λέει η Λένα Παπαληγούρα. “Δε θεωρώ πως η πρόθεσή της είναι κακοποιητική. Νιώθω πως είναι εγκλωβισμένη σε μία συνθήκη που δεν υπάρχει άλλος δρόμος”.
“Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να εκληφθεί ως κακοποιητική η εγκατάλειψη αυτή των παιδιών, όμως νιώθω πως η Νόρα έχει μία μεταφυσική διαύγεια που δε συναντάς εύκολα στους ανθρώπους”συμπληρώνει ο Γιώργος Χριστοδούλου. “Μάλλον θα τους έκανε κακό δηλαδή αν έμενε”.
“Εφόσον μιλάμε όμως στο σήμερα, να φέρουμε στο σήμερα και τη συζήτηση” προσθέτει ο Δημήτρης Τάρλοου και συνεχίζει “οι γονείς που τελευταία μάθαμε ότι κακοποιούσαν τα παιδιά τους μπορεί να ανήκουν σε κάποιες περιπτώσεις σε ένα λούμπεν προλεταριάτο. Αυτό όμως δεν είναι ικανό από μόνο του να εξηγήσει αυτές τις πράξεις.
Η ουσιαστική αδιαφορία του ζεύγους Χέλμερ για τα παιδιά του, μας πείθει περί αυτού, καθότι ανήκει σε μια μέση ανώτερη αστική τάξη. Η αδιαφορία και η εγκατάλειψη είναι επίσης κακοποιητικές, ακόμα και στην περίπτωση που δεν συνιστούν εγκλήματα που διώκονται. Η ίδια η αποχώρηση της Νόρας είναι μια πράξη σκληρότητας που άπτεται ασφαλώς της αυτογνωσίας, όμως καταδεικνύει και έναν κατακερματισμό, μια αποσάθρωση των ανθρώπινων σχέσεων.
Οι γονείς που τελευταία μάθαμε ότι κακοποιούσαν τα παιδιά τους μπορεί να ανήκουν σε κάποιες περιπτώσεις σε ένα λούμπεν προλεταριάτο. Αυτό όμως δεν είναι ικανό από μόνο του να εξηγήσει αυτές τις πράξεις.
Η Νόρα έφυγε γιατί συνειδητοποίησε, εκτός της καταπίεσης, την ψευτιά μέσα στην οποία γαλουχήθηκε. Τα κίβδηλα ιδεώδη για τα οποία εργάστηκε. Το μοντέλο της επιτυχημένης συζύγου, επιτυχημένου golden boy. Την απόλυτη κενότητα αυτού του τρόπου ζωής. Είπε ως εδώ η ψευτιά. Ακόμα κι αν η αποχώρηση της υπήρξε εξαιρετικά πληγωτική για τους γύρω της. Το ερώτημα αν είχε το δικαίωμα, πλανάται για όλους μας. Γι’ αυτό είναι σπουδαίο έργο”.
Αν η Νόρα ήταν μία σύγχρονη γυναίκα, θα χρειαζόταν αφύπνιση από τη φίλη της;
“Δεν ξέρω πραγματικά, γιατί και σήμερα υπάρχουν πολλές γυναίκες σαν τη Νόρα που αφήνουν πίσω την προσωπική τους ανέλιξη, γιατι δεν γίνεται να συντηρηθεί αλλιώς η οικογένεια. Όμως, όταν έχεις τη δυνατότητα να έχεις και μία ξεχωριστή ζωή, αυτό σε κρατά σε επαφή με ένα κομμάτι του εαυτού σου που σε κάνει να είσαι πιο παρών στα πράγματα. Δεν είσαι τόσο εγκλωβισμένος δηλαδή. Κι ένα από τα θέματα που θέτει το έργο είναι πως η Νόρα δεν έχει επαφή με ότι συμβαίνει έξω. Και αυτό διεκδικεί και στο τέλος” εξηγεί η Λένα Παπαληγούρα.
“Πάντως στο δικό μας έργο, η Νόρα είναι μία σύγχρονη γυναίκα. Ζει στη σύγχρονη Αθήνα και μάλιστα έχει σπουδάσει σε δραματική σχολή και κάνει σπικάζ και μεταγλωττίσεις. Εάν της το είχε επιτρέψει ο άνδρας της μπορεί να είχε ανέβει και επί σκηνής” προσθέτει ο Δημήτρης Τάρλοου και συνεχίζει λέγοντας: “Στο τέλος, όταν γίνονται οι αποκαλύψεις, εμένα μου θυμίζει πολύ έναν ηθοποιό επί σκηνής που ξαφνικά ο παρτενέρ του σηκώνεται και φεύγει, ενώ η παράσταση είναι σε εξέλιξη. Και είναι πολύ λογικό να ρωτήσει ο ηθοποιός: «συγγνώμη, δεν έχει τελειώσει η παράσταση, πώς φεύγεις. Περίμενε τουλάχιστον την υπόκλιση». Και απαντά ο άλλος: «Όχι δεν μπορώ να περιμένω να γίνει υπόκλιση, γιατί φοβάμαι πως θα γίνει κάτι κακό». Αυτό ακριβώς γίνεται και στο έργο.
Ο υπαρξιακός πυρήνας του έργου
Έχει αλλάξει κάτι από το τότε στο σήμερα;
“Φυσικά και έχει αλλάξει, όπως έχει αλλάξει από την εποχή του Μακμπέθ και του Άμλετ” λέει ο Δημήτρης Τάρλοου. “Ο Ίψεν νομίζω ασχολείται με υπαρξιακά ζητήματα, όχι τόσο με κοινωνικά. Μας είναι πιο εύκολο να βλέπουμε τις κοινωνικές προεκτάσεις, όμως αν δε δεις το Κουκλόσπιτο ως ένα υπαρξιακό έργο, καλύτερα να μην ασχοληθείς μαζί του. Ας πούμε ο τρόμος του άντρα στην εγκατάλειψη για μένα είναι προαιώνιος. Δεν είναι κοινωνικό στοιχείο της εποχής του Άμλετ”.
Αλήθεια, Γιώργο, πώς αισθάνεσαι στη σκηνή της εγκατάλειψης;
“Μου ξυπνάει πολύ υπαρξιακά ζητήματα αυτή η σκηνή. Με κάνει και αισθάνομαι γενικότερα την εγκατάλειψη, ακόμη και της μητέρας, Το πόσο μόνος μπορείς να νιώσεις και υπαρξιακά μία στιγμή. Για μένα παίζει σημαντικό ρόλο πως η αφύπνιση στον Τόρβαλντ γίνεται τόσο ξαφνικά. Τη μία στιγμή είναι μέσα στο ζωτικό του ψεύδος και την επόμενη στιγμή διακυβεύονται όλα όσα έχει επενδύσει και μένει μόνος. Και η σκηνική μοναξιά μου πυροδοτεί πολλά”.
Θα ήθελα να μιλήσουμε για την κωφή νταντά των παιδιών που ερμηνεύει η Όλγα Δαλέκου, γιατί είναι και η πρώτη φορά που ένα ιδιωτικό θέατρο περιλαμβάνει στην διανομή του κωφό άτομο.
“Δεν είμαι υπέρ των πολιτικά ορθών επιλογών που γίνονται μόνο και μόνο για να είσαι μέρος μιας μόδας. Πράγματι όμως η συγκεκριμένη επιλογή είναι μια πρόκληση για όλους. Ένα στοίχημα.
Επίσης, ένας κωφός ηθοποιός δε μιλά ή η ομιλία του είναι αποσπασματική. Αυτό δημιουργεί μία περίεργη συνθήκη που οτιδήποτε ανείπωτο από τους υπόλοιπους εκφράζεται με μία τεράστια δύναμη από αυτή τη γυναίκα. Και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον αυτό. Πώς δηλαδή ο πιο αδύναμος ρόλος, ο ταξικά χαμηλότερος, βγάζει την υπαρξιακή κραυγή όλων με τον δικό του τρόπο” αναφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου και συνεχίζει “τα δε παιδιά έρχονται σε επαφή με μία πραγματική ομιλία και ίσως είναι τυχερά. Γιατί έρχονται σε πραγματική επικοινωνία με έναν άνθρωπο”.
Η ζωή ως lifestyle. Χωρίς την παραμικρή ποίηση. Μια φρικώδης ομορφιά δίχως κανένα βάθος. Αυτό είναι το Instagram. Διαρκής αυτοθαυμασμός.
Η Λένα Παπαληγούρα προσθέτει: “στο δικό μου μυαλό το πρόσωπο αυτό φέρει έναν πολύ έντονο ψυχικό κόσμο. Όταν στην τελευταία πράξη λέω πως τα παιδιά θα είναι με την Ελένη, πραγματικά το εννοώ. Θα είναι σε καλά χέρια…
Τα παιδιά του ζέυγους Χέλμερ ουσιαστικά “ζουν” μέσω των τάμπλετ. Τίθεται δηλαδή το καίριο ερώτημα για το ποιος είναι τελικά ο ουσιαστικός χρόνος που περνάμε με τα παιδιά μας και τι τους κληρονομούμε…
“Έχω τεράστια ανησυχία. Χθες έφτιαξα ένα κουτί που έγραψα ΟΧΙ και είπαμε με τη γυναίκα μου πως θα βάζουμε εκεί μέσα τα κινητά μας, όταν μπαίνουμε σπίτι. Αισθάνθηκα πως έχουμε έναν ακόμη άνθρωπο μέσα στο σπιτι που πρέπει να τον οριοθετήσουμε. Είτε είναι αυτό τηλεόραση είτε κινητό που τρέχεις να τσεκάρεις τα μέιλ σου είτε υπολογιστής. Και την ίδια στιγμή το παιδί σου στέκεται και σε παρατηρεί. Πολύ άγρια εικόνα” παρατηρεί ο Γιώργος Χριστοδούλου.
“Δεν είναι μόνος ένας ο άνθρωπος. Ο καθένας πλέον έχει τον άνθρωπό του. Αλλά το έργο θίγει και ένα άλλο θέμα, αυτό που αφορά την εικόνα. Το πόσο καλείσαι να είσαι συμβατός με την εικόνα που ο άλλος έχει πλάσει για σένα. Που στη σύγχρονη εποχή είναι όλο αυτό που έχει να κάνει με το Instagram…” λέει η Λένα Παπαληγούρα.
Η σύγχρονη δουλεία της εικόνας
Έχετε δει πόσοι τέλειοι άνθρωποι υπάρχουν στο Instagram; (ρωτά ο Δημήτρης Τάρλοου)
“Η σύγχρονη δουλεία είναι η εικόνα” απαντά ο ίδιος. “Ένα από τα θέματα της παράστασης είναι το πώς απαιτεί ο άντρας από τη γυναίκα, αλλά και η γυναίκα από τον άντρα να είναι τέλειοι, περιποιημένοι, με πούρα και ποτά στο χέρι.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς ο σκηνικός χώρος μετατρέπεται σε μαυσωλείο. Οι επιδιώξεις δεν αφορούν την ουσία, αλλά το φαίνεσθαι. Ένας τεράστιος πίνακας φλαμανδικής νατουραλιστικής τέχνης του 17ου αιώνα δεσπόζει στο βάθος. Μια σύνθεση φρούτων και νεκρών ζώων, (ή μήπως ζωών;) που ως σύνολο φαντάζει καλόγουστη, αλλά αν συνειδητοποιήσεις τις επι μέρους απεικονίσεις, εμπεριέχουν μια φρίκη. Τη φρίκη της νέκρας, αλλά και της απόλυτης φωτογραφικής ακρίβειας. Η ζωή ως lifestyle. Χωρίς την παραμικρή ποίηση. Μια φρικώδης ομορφιά δίχως κανένα βάθος. Αυτό είναι το Instagram. Διαρκής αυτοθαυμασμός. Αίσθηση ότι ζεις φωτογραφιζόμενος, με τον φόβο μήπως το φουλάρι σου δεν είναι άψογο, οι μύες σου όχι τέλειοι, και μήπως μπεις κατά λάθος σε κάποιο στρατόπεδο ιδεών που δε θα έπρεπε. Ολοκληρωτισμός δηλαδή. Είναι ένα από τα ζητήματα του έργου…
Αυτό έχει αντίκτυπο και στην Τέχνη του θεάτρου;
“Ναι, τελικά πρέπει να μιλήσουμε και για την ιδια την Τέχνη μας. Θέλουμε να είναι μία τέχνη αυτοέκθεσης ουσιαστικής ή θέλουμε να είναι μία τέχνη όπου πέντε εκατοστά μπουτιού κοστίζουν μερικές χιλιάδες ευρώ παραπάνω; Πρέπει να μας απασχολήσει σαν κλάδο αν θέλουμε η δουλειά μας να είναι μία δουλειά αυτοέκθεσης και αυτοεξομολογητικότητας ή αν θέλουμε να είμαστε επί σκηνής άνθρωποι αναγνωρίσιμοι που πουλάμε εκατοστά ποδιών. Και δεν είναι ανάγκη να μιλάμε μόνο για άλλους κακοποιητές που κάνουν πράγματα φρικτά. Μπορούμε να μιλάμε και για τον εαυτό μας. Γιατί αν εμείς οι ίδιοι κακοποιούμε το επάγγελμά μας πώς περιμένουμε οι άλλοι να το εκτιμήσουν;” αναρωτιέται ο Δημήτρης Τάρλοου.
Δεν είναι ανησυχητικό που υπάρχουν 3000 παραστάσεις τον χρόνο και είναι μετρημένες οι παραστάσεις που έχουν άλλη στόχευση; Και είναι θέμα μιας περιρρέουσας πραγματικότητας που όλο και περισσότερο καθιερώνεται και πατά στο αναγνωρίσιμο και στην πατέντα.
Για μένα πάντως είναι σοβαρό και το θέμα πως ελάχιστοι πια παίρνουν σαφή θέση πάνω στα έργα τους…
Αυτό πρέπει να το λέμε. Γιατί τελικά έχεις και το κοινό που σου αξίζει. Πρέπει να είμαστε σαφείς. Δεν θέλουμε ανθρώπους που βλέπουν έτσι το θέατρο. Είναι επιλογή μας να κάνουμε θέατρο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ακόμη και με ηθοποιούς που δεν έχουν παίξει στην τηλεόραση ή δεν έχουν χιλιάδες followers. Και όσοι έρχονται στο θέατρο πρέπει να καταλάβουν πως ο στόχος μας είναι διαφορετικός.
Δεν είναι ανησυχητικό που υπάρχουν 3000 παραστάσεις τον χρόνο και είναι μετρημένες οι παραστάσεις που έχουν άλλη στόχευση; Και είναι θέμα μιας περιρρέουσας πραγματικότητας που όλο και περισσότερο καθιερώνεται και πατά στο αναγνωρίσιμο και στην πατέντα. Είναι και αυτό στο πλαίσιο ενός ολοκληρωτισμού της εικόνας. Το θέατρο γίνεται παρελκόμενο της τηλεορασης και των διαφόρων αηδιών της. Αυτό είναι ντροπή και πρέπει να το σταματήσουμε άμεσα. Και θα σταματήσει, όταν εμείς και κάποιοι ακόμη πάρουν μια σαφή θέση. Αλλιώς δεν έχουμε λόγο ύπαρξης, πρέπει να αποσυρθούμε”.