“ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΑΡΟΥΣ” ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΙΑ
Ο Γιάννης Σκαραγκάς και η Έμιλυ Λουίζου μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση “Συμπτώματα από την έλλειψη βάρους” που θα παρουσιαστεί στη Μικρή Επίδαυρο στις 14 και 15 Ιουλίου.
Ο διεθνώς βραβευμένος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Γιάννης Σκαραγκάς εμπνέεται από τις “Ευμενίδες” του Αισχύλου και στο πλαίσιο των Contemporary Ancients του Φεστιβάλ Αθηνών γράφει το έργο “Συμπτώματα από την έλλειψη βάρους”, μια ιστορία για τη βαρύτητα της τραυματικής ανάμνησης, αλλά και για τον ανθρώπινο χαρακτήρα, που είτε σε έναν άλλο πλανήτη είτε σε μια νέα εποχή κουβαλάει το ίδιο, αφόρητο σκοτάδι.
Η Έμιλυ Λουίζου, μία νέα σκηνοθέτιδα με έδρα το Λονδίνο, αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία του και η παράσταση θα παρουσιαστεί στη Μικρή Επίδαυρο στις 14 και 15 Ιουλίου με πρωταγωνιστές τον Μελαχρινό Βελέντζα, τη Σύρμω Κεκέ, τη Νεφέλη Κουρή, τη Χριστίνα Μαξούρη, την Ελένη Μπούκλη και τον Αιμιλιανό Σταματάκη.
Tο βάρος της τραυματικής μνήμης και της απώλειας
Είναι η μοίρα μας μια δεύτερη ευκαιρία που μας πρόσφεραν; Μπορούμε να ξεφύγουμε από τον χαρακτήρα μας επειδή μας αγάπησαν πολύ;
19 Ιουλίου 1969: Δύο μέρες πριν την πρώτη προσεδάφιση του ανθρώπου στη Σελήνη, ο δικηγόρος ενός νεαρού που αθωώθηκε για τον φόνο της μητέρας του επισκέπτεται με τη γυναίκα του την εξοχική κατοικία της οικογένειας του πελάτη του. Αυτό που έμοιαζε αρχικά με ταξίδι αναψυχής εξελίσσεται σε μια βίαιη ψυχολογική ιστορία καλά κρυμμένων μυστικών και ανατροπών…
Πώς λειτούργησε το έργο του Αισχύλου σαν πηγή έμπνευσης του Γιάννη Σκαραγκά;
Ο ίδιος αναφέρει πως “οι Ευμενίδες, το τρίτο μέρος της Ορέστειας, είναι για μένα μια ανατριχιαστική υπόθεση κατάλυσης του ανθρώπινου και θείου νόμου, με αφορμή την αθώωση ενός μητροκτόνου με την υποστήριξη των θεών. Ήθελα να γράψω ένα νουάρ ψυχολογικό θρίλερ για το τι συμβαίνει μετά -για τον οδυνηρό απόηχο όλων αυτών των ψεμάτων και της σιωπής.
Λίγο πριν ο πρώτος άνθρωπος δοκιμάσει το βάρος του στο έδαφος της Σελήνης το 1969, ένας δικηγόρος και μια ψυχίατρος, ο Απόλλωνας και η Πυθία, δέχονται την πρόσκληση της οικογένειας του πελάτη, που αθώωσε στο δικαστήριο για τον φόνο της μητέρας του. Στη διάρκεια της παραμονής τους στην εξοχική τους κατοικία, όλα ανατρέπονται, γιατί όλοι κρύβουν μυστικά και ενοχές”.
Όσο για το συμβολισμό του τίτλου και ιδιαίτερα της έκφρασης “έλλειψης βάρους” ο Γιάννης Σκαραγκάς εξηγεί πως “πρόκειται για το βάρος της τραυματικής μνήμης και της απώλειας. Ο ήρωας της ιστορίας νομιμοποιεί τη βίαιη τροπή που επιλέγει, αποδίδοντας το ανθρώπινο κακό στο θύμα που γίνεται θύτης και αναπαράγει τον κύκλο του τραύματος”.
Αυτός είναι ο κόσμος των ανθρώπων. Το βάρος. Αυτό είναι η μοίρα μας, αυτό είναι το κακό που μας διαβάλλει. Όλα είναι φτιαγμένα για να πέφτουν και να διαλύονται. Οι άνθρωποι, τα αισθήματα, οι αναμνήσεις. Κοίτα το φεγγάρι. Μπορεί σε έναν πλανήτη χωρίς βάρος, η μοίρα μας να είναι αλλιώτικη. Μπορεί η ευτυχία μας να είναι απλώς ένα σύμπτωμα από την έλλειψη βάρους.
Όσο για τους ήρωές του και τη δυναμική τους ο βραβευμένος συγγραφέας αναφέρει: “Οι ήρωες και στα ελληνικά, αλλά και στα αμερικανικά μου κείμενα συγκρούονται συνήθως με κάποιο όριο, που αν δεν τους λυτρώνει, τους αφυπνίζει. Είτε γράφω λογοτεχνία, είτε θέατρο, είτε το «Κάνε ότι κοιμάσαι» για την ΕΡΤ, με ενδιαφέρει πάντα η επιμονή της ανθρωπιάς, αυτή η λιγοστή αντίσταση στο κακό που μπορεί να σε συντρίψει, αλλά θα σε συνδέσει με μια πανανθρώπινη εμπειρία και θα σου δώσει τη δύναμη να αλλάξεις τον κόσμο κάποιου άλλου με την αγάπη και την έγνοια, που εσύ στερήθηκες”.
Ένα καθαρτήριο με μνήμες ρευστές
Η παράσταση της Έμιλυ Λουίζου, μας μεταφέρει σ’ ένα καθαρτήριο, όπου οι ήρωες προσέρχονται για να εξαγνιστούν. Παρότι ο Άρειος Πάγος αθώωσε τον Ορέστη, η πραγματική δίκη φαίνεται ότι συμβαίνει τώρα, κεκλεισμένων των θυρών. Η μνήμη είναι ρευστή και οι Ερινύες πάντα παρούσες: όσο κι αν εξευμενιστούν, η ουλή θα παραμένει ανοιχτή, σαν αιώνια πληγή.
Η Έμιλυ Λουίζου εξηγεί τι ήταν αυτό που την γοήτευσε στο έργο του Γιάννη Σκαραγκά ώστε να το σκηνοθετήσει λέγοντας “είναι ένα έργο που ακροβατεί εξαιρετικά ανάμεσα στον ρεαλισμό και στο όνειρο. Από την πρώτη ανάγνωση με γοήτευσαν οι συμβολισμοί του Γιάννη και το πώς αξιοποιεί το μυθικό πλαίσιο και τα μυθικά πρόσωπα του Αισχύλου. Με κέρδισε όμως το ότι δεν πρόκειται απλώς για διασκευή των “Ευμενίδων” αλλά στην ουσία είναι ένα sequel, ένα καινούριο έργο, που ερευνά τι θα γινόταν μετά τη δίκη του Ορέστη, μετά την τριλογία του Αισχύλου”.
Και συνεχίζει: “Η ιστορία των Ατρειδών με συγκινούσε και με τρόμαζε πάντα. Τόσα τραύματα, τόσο μίσος, τόση δυστυχία. Πέρα από τη θεματολογία όμως του έργου, με γοήτευσε η πρόταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου να σκηνοθετήσω το συγκεκριμένο έργο γιατί είδα ότι αναγνώρισε σε αυτό μια αισθητική που είναι πολύ κοντά και στη δική μου. Αναγνώρισε στο έργο και τη δική μου αγάπη για το ονειρικό, το μπλέξιμο των συμβόλων και της ποίησης με τον ρεαλισμό”.
Μπορούμε άραγε να απαλλαχθούμε ποτέ από το βάρος των αναμνήσεων και των τραυμάτων μας;
Η Έ. Λουίζου απαντά πως “δεν ξέρω αν μπορούμε να απαλλαχθούμε ολοκληρωτικά από μια επώδυνη ανάμνηση, μία φοβία, ή ένα τραύμα, αλλά σίγουρα πιστεύω ότι μπορούμε να δουλέψουμε με τον εαυτό μας ώστε αυτό το βάρος να γίνει διαχειρίσιμο. Μέσα από τα “Συμπτώματα από την έλλειψη βάρους” εξερευνούμε το πώς γίνεται να σπάσει ένας κύκλος του κακού, ένας κύκλος βίας που διαιωνίζεται μέσα στους αιώνες. Έχουμε συζητήσει αρκετά στις πρόβες για το αν οι χαρακτήρες (η Ηλέκτρα και ο Ορέστης για παράδειγμα) είναι καταραμένοι, για το αν θα μπορούσαν ποτέ να ζήσουν χωρίς τα φαντάσματα, χωρίς τις τύψεις και τις Ερινύες; Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση. Αυτό που ξέρω όμως είναι πως πρέπει σαν ανθρωπότητα, σαν κοινωνία, αλλά και σαν γονείς να προσπαθούμε να προλαμβάνουμε τα τραύματα και την κακοποίηση – ψυχική και σωματική. Πρέπει να δημιουργούμε φως και όχι σκοτάδι. Η Ηλέκτρα και ο Ορέστης, όπως και οι υπόλοιπο χαρακτήρες του έργου, είναι παιδιά όχι καταραμένα, αλλά κατεστραμμένα, βουτηγμένα τόσο βαθιά στο μίσος και στο σκοτάδι, που πολύ δύσκολα καταφέρνουν να περπατήσουν προς το φως και την αγάπη.
Όσο για την “επικαιρότητα” του έργου η σκηνοθέτιδα τονίζει πως “δυστυχώς επικοινωνεί με το σήμερα στο επίπεδο του ότι σαν κοινωνία – ή σαν οικογένεια – ακόμα σπέρνουμε αρκετό μίσος και κατακραυγή. Μεγαλώνουμε παιδιά τραυματισμένα από την έλλειψη αγάπης, σεβασμού, θαυμασμού και αποδοχής. Η κοινωνία μας είναι κάπως παράλογη, γιατί από τη μία “πιέζει” όλες τις γυναίκες να γίνουν μάνες, χωρίς όμως να τις υποστηρίζουμε ή να τις αφήνουμε να πάρουν μόνες τους αυτήν την τόσο σημαντική απόφαση. Ενώ απαγορεύουμε σε άλλους ανθρώπους να γίνουν γονείς με πρόσχημα τη σεξουαλικότητα τους… Το έργο επικοινωνεί με το σήμερα και με έναν άλλο σπουδαίο τρόπο.
Ο Σκαραγκάς θίγει και το θέμα της δικαιοσύνης: ποιος έχει την εξουσία να επηρεάσει δικαστικές αποφάσεις, να σώσει, να καταδικάσει. Πόσο σαθρό είναι ένα σύστημα που επιτρέπει σε εγκληματίες και βιαστές να κυκλοφορούν ελεύθεροι;! Το σύμπαν της παράστασης ακροβατεί ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές – ανάμεσα στο όνειρο, στο μύθο και στην πραγματικότητα – και επιλέγουμε έτσι να συνομιλήσουμε τόσο με το μυθικό παρελθόν των ηρώων μας όσο και με τη σημερινή σύγχρονη έκφανσή τους”.