ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ: “ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΣΧΑ ΩΣ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΑΛΑΣΝΙΚΟΦ ΔΡΟΜΟΣ”
Το τελευταίο βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου μιλά για τον κώδικα της ρωσόφωνης μαφίας και την αλήθεια, που δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται.
Διάβασα το τελευταίο, συναρπαστικό μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου “Vor Πέρα από τον Νόμο” (εκδ. Μεταίχμιο) στις διακοπές των Χριστουγέννων. Έχει ως κεντρικό θέμα τη δράση της ρωσόφωνης μαφίας, τους «καλούς» που καταδιώκουν τους «κακούς», κι έπειτα, σε δεύτερο επίπεδο, μιλά για την εξουσία, την πολιτική, το χρήμα και την αλήθεια, που είναι μια σειρά από πέπλα, τα οποία πρέπει να τραβήξεις για να πας παρακάτω.
Νωρίς το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ένας άνδρας δολοφονήθηκε στο Μοσχάτο. Η Αστυνομία λέει ότι το θύμα ήταν μέλος της ρωσόφωνης μαφίας, η αλλιώς των Vory V Zakone. Το μυθιστόρημα είχε προλάβει την πραγματικότητα. Ξανάπιασα το βιβλίο και τηλεφώνησα στη συγγραφέα για να ζητήσω τη συνέντευξη που θα διαβάσετε παρακάτω.
Οι Vory V Zakone (Κλέφτες με Κώδικα) είναι μια εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, απλώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. «Έγιναν οι νέοι Ρομανόφ. Έχτισαν μια αυτοκρατορία με γερανούς, πετρελαιοπηγές και καλάσνικοφ», διαβάζουμε στο βιβλίο. Κάποια στιγμή, ο Πατερούλης της φατρίας αποφασίζει να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στη Θεσσαλονίκη και η Ασφάλεια της πόλης πιάνει δουλειά.
Η Σοφία Νικολαΐδου μελέτησε ελληνικές και ρωσικές πρωτογενείς πηγές, δημοσιεύματα εφημερίδων, κυρίως όμως συνάντησε ανθρώπους που τής έδειξαν τα «χωράφια» τους. «Με εμπιστεύτηκαν, γιατί κατάλαβαν ότι σεβόμουν τον άνθρωπο που είχα κάθε φορά απέναντί μου και με ενδιέφερε πραγματικά να ακούσω όσα είχε να μου πει», λέει η ίδια στο Magazine.
Το βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα, όμως πίσω από την ιστορία διακρίνονται αληθινά πρόσωπα και γεγονότα. Η πλοκή αναπτύσσεται από τη Μόσχα και την Τιφλίδα ως τις Κάννες και το Μονακό, κι έπειτα είναι πάντα η Θεσσαλονίκη, η πόλη στην οποία ζει η συγγραφέας.
Υπάρχει η άποψη ότι οι «κακοί» έχουν ενδιαφέρον. Το είχατε αυτό στο μυαλό σας όταν ξεκινούσατε την έρευνα για το βιβλίο;
Σίγουρα οι «κακοί» έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τους «καλούς» – τουλάχιστον στη λογοτεχνία. Όμως, στο σύμπαν του μυθιστορήματος καλοί και κακοί δε χωρίζονται με το μαχαίρι. Στο βιβλίο υπάρχει η φράση που ξεστόμισε ένας Βορ, όταν μιλούσε για την ένταξή του στην οργάνωση: «Εσύ λες πως έγινα χειρότερος. Εγώ λέω πως έμαθα αυτά που πρέπει». Όταν άρχισα να αναζητώ αρχεία και πηγές για τους Vory V Zakone (Κλέφτες με Κώδικα), τη ρωσόφωνη εγκληματική οργάνωση στην οποία αναφέρεται το βιβλίο, ένιωθα πως αυτή είναι μια ιστορία που ήθελα να την πω. Έψαχνα τις ειδήσεις και τα πρωτοσέλιδα, τις ελληνικές εφημερίδες, τα βίντεο και τις φωτογραφίες που ανέβαζε η FSB στη Μόσχα, άκουγα τη μουσική των Βόρι κι αναζητούσα τα τατού και το γλωσσάρι τους, μελετούσα τις μονογραφίες. Καλή η έρευνα, αλλά δεν είναι ποτέ αρκετή. Χρειάστηκε να μιλήσω με ανθρώπους που δεν άνοιγαν το στόμα τους. Ήταν δύσκολο να τους προσεγγίσει κανείς, όμως αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους την ιστορία. Κι έπρεπε να με εμπιστευτούν.
Κάποιοι άνθρωποι σας έδειξαν τα «χωράφια» τους. Πώς κερδίσατε την εμπιστοσύνη τους;
Ίσως έπαιξε ρόλο το ότι σεβόμουν τον άνθρωπο που είχα κάθε φορά απέναντί μου και με ενδιέφερε πραγματικά να ακούσω όσα είχε να μου πει. Νομίζω πως ο σεβασμός ήταν το κλειδί. Στην αρχή ήταν, φυσικά, επιφυλακτικοί. Κάναμε πολύωρες συζητήσεις. Κανείς δε μου επέτρεψε να ηχογραφήσω, κρατούσα σημειώσεις. Με εμπιστεύτηκαν και τους το χρωστάω. Mε έβαλαν σε ένα σύμπαν που ήταν τόσο έξω από το δικό μου. Καμιά φορά σκέφτομαι πόσο περίκλειστα ζούμε οι περισσότεροι: συναναστρεφόμαστε ανθρώπους που μας μοιάζουν κι αυτό κάπως μικραίνει τον ορίζοντα. Ίσως αυτό να ήταν, για μένα, το πιο σημαντικό: βούτηξα σε έναν κόσμο που δεν γνώριζα. Ύστερα όλες οι μικρές κλωστές και τα σκόρπια νήματα έγιναν αφήγηση και πλοκή. Η μυθοπλασία προσπάθησε να αποδώσει μια ορυκτή αλήθεια, την αλήθεια αυτών των ανθρώπων, των Βόρι και των διωκτών τους στην Ασφάλεια. Άλλωστε, αυτό δεν κάνει η λογοτεχνία; Μας επιτρέπει να περνάμε μέσα από τη φωτιά, χωρίς να καούμε. Δίνει το κλειδί, για να καταλάβουμε την ανθρώπινη κατάσταση.
Υπήρξε κάποια στιγμή έως σήμερα που φοβηθήκατε;
Νομίζω όταν βγήκε το βιβλίο. Ακούγεται χαζό, όμως μόνο όταν έπιασα το μυθιστόρημα στα χέρια μου αναρωτήθηκα: πού πήγες κι έμπλεξες τώρα; Αν το σκεφτόμουν νωρίτερα, δεν πιστεύω πως θα το έγραφα. Και από τότε, κάθε φορά που έρχεται το θέμα στις ειδήσεις – και έρχεται συχνά τελευταία- το ίδιο πράγμα σκέφτομαι: πού πήγες κι έμπλεξες; Μετά το ξεχνάω. Στο κάτω κάτω ένα μυθιστόρημα είναι.
Σε τι κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο δημιουργήθηκαν οι Βόρι;
Οι Βόρι γεννήθηκαν στα γκουλάγκ της Σοβιετικής Ένωσης, επί Στάλιν. Τότε ήταν η αντίσταση στο καθεστώς. Μπορεί οι Βόρι να θεωρούνταν επισήμως κλέφτες, όμως στη Ρωσία τους εμπιστεύονταν χίλιες φορές παραπάνω από τους αστυνομικούς. Αυτό ακούγεται ίσως παράξενο, όμως οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό των κατοίκων της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης, αν είχε κάποιο πρόβλημα, πήγαινε στους Βόρι για βοήθεια. Ο κώδικας τιμής της οργάνωσης ήταν αυστηρός: ποτέ δεν κλέβεις φτωχό, ποτέ δεν σκοτώνεις αθώο, ποτέ δεν συνεργάζεσαι με το κράτος, ποτέ δεν κάνεις παιδιά. «Ένας Βορ κοιτάει ψηλά, στοχεύει σ’ αυτούς που έχουνε πολλά. Να ρωτάς: Πώς έχει αυτός πιο πολλά από μένα; Και ύστερα να του τα παίρνεις. Δεν κλεβόμαστε οι φτωχοί μεταξύ μας. Να κλέβεις τον φτωχό είναι ατιμία. Το κράτος κλέβει τους φτωχούς, όχι οι Βόρι», κανοναρχεί ένας Βορ που γαλουχήθηκε με τις παλιές αρχές της οργάνωσης έναν νεότερο που κάνει κουρελόχαρτο τον κώδικα στο βιβλίο. Για πολλούς κατοίκους της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης, η οργάνωση είχε κώδικα τιμής και αρχές σε αντίθεση με το κράτος που δεν είχε μπέσα.
Τι άλλαξε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης;
Ό,τι συνήθως συμβαίνει, όταν γυρνάει ο κόσμος ανάποδα. Στις λαϊκές ξεπουλιόντουσαν τα παράσημα του ένδοξου Σοβιετικού στρατού για ένα λουκάνικο. Μια ολόκληρη χώρα έπεσε λιμασμένη στο φαΐ. Εργάτες αντάλλασσαν τις μετοχές που τους είχε δώσει το κράτος -τριάντα χρόνια δουλειά στο εργοστάσιο- για ένα πιάτο φαΐ. Η ευκαιρία ήταν μοναδική και οι επιτήδειοι φυσικά θησαύρισαν. Όταν γκρεμίζονται τα πάντα γύρω, κάποιοι κάνουν τις καλύτερες δουλειές. Εκείνη την εποχή στη Μόσχα όσοι έκαναν χρυσές δουλειές ήταν παράνομοι. Όλες οι τράπεζες είχαν κλεμμένα λεφτά. Αν ήθελες κάτι, το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να απειλήσεις, να χτυπήσεις, να σκοτώσεις. Τότε οι Βόρι ήρθαν ακόμη περισσότερο στα πράγματα. Έκαναν πλέον τις δουλειές στους στα φανερά. Στη Μόσχα οι Βόρι έγιναν οι νέοι Ρομανόφ. Έχτισαν μια αυτοκρατορία με γερανούς, πετρελαιοπηγές και καλάσνικοφ.
Γιατί επιλέχθηκε – στην πραγματικότητα και στο βιβλίο – η Θεσσαλονίκη ως πεδίο δράσης; Τι ιδιαίτερο συμβαίνει εκεί πάνω;
Η Θεσσαλονίκη (όπως και η Μόσχα, η Τιφλίδα, το Παρίσι, οι Κάννες και το Μονακό) είναι οι τόποι όπου κυκλοφορούν οι ήρωες του μυθιστορήματος. Το γιατί η Ελλάδα και μάλιστα η Θεσσαλονίκη αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιαστικό κομμάτι μιας αφήγησης που αφορά τη ρωσόφωνη εγκληματική οργάνωση των Βόρι, αυτό ελπίζω ότι το απαντά το ίδιο το βιβλίο. Σίγουρα έχει να κάνει με τη θέση της πόλης στον χάρτη, αλλά και με το νομικό μας σύστημα, στο οποίο η δράση της οργάνωσης αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένο και όχι ως διεθνές οργανωμένο έγκλημα, στην έλλειψη ουσιαστικών ελέγχων που διευκολύνει την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων και στη νομοθεσία που προβλέπει τις προϋποθέσεις της υφ’ όρων απόλυσης. Ο «Πατερούλης» της φατρίας στο μυθιστόρημα φαίνεται πως θέλει «με το τσεκούρι του να ανοίξει ένα παράθυρο στην Ευρώπη». Η Θεσσαλονίκη δείχνει να βολεύει. Από τη Μόσχα ως τη Θεσσαλονίκη είναι ένα καλάσνικοφ δρόμος.
Λιγότερο σημαντικοί, όχι όμως εντελώς αμελητέοι, είναι οι θρησκευτικοί δεσμοί ανάμεσα στα δύο κράτη. Στη Θεσσαλονίκη ο αέρας της ορθοδοξίας είναι πιο ισχυρός και η ορθόδοξη παράδοση της πόλης ακόμη έμπεδη. Αυτό για μια φατρία που η θέση του αρχηγού δηλώνεται με το τατού του εσταυρωμένου στο στήθος, ίσως και να έχει μια κάποια σημασία. Ίσως πάλι και όχι.
Με τα χρόνια οι Βόρι καταπατούν δικούς τους άλλοτε απαραβάτους κανόνες. Αλλάζει η μαφία; Μήπως «εκφυλίζεται»; Απλώς προσαρμόζεται στην εποχή;
Δίκιο έχετε. Οι άλλοτε απαράβατοι κανόνες καταπατώνται, ο κώδικας σιγά σιγά εγκαταλείπεται. Παλιά οι Βόρι κουβαλούσαν τη ζωή τους στο δέρμα τους. Τα τατού τους αφηγούνταν κατορθώματα αλλά και τη θέση του καθενός στην οργάνωση. Όταν ένας Βορ βρισκόταν στο ντους της φυλακής, δε χρειαζόταν να εξηγήσει κάτι, το δέρμα του αφηγούνταν κατορθώματα και οι συγκρατούμενοί του ήξεραν να τα διαβάσουν. Οι απαράβατοι κανόνες πάνε πλέον περίπατο, όπως γίνεται βέβαια με πολλούς κανόνες στις κάθε είδους κλειστές ομάδες, όταν αλλάζουν οι γενιές. Αυτή δεν είναι και η φορά των πραγμάτων; Οι μεγαλύτεροι μιλούν συνήθως για εκφυλισμό, οι νεότεροι για προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Αλλάζουν όλα γύρω μας. Αλλάζει, φυσικά, και το έγκλημα. Προσαρμόζεται στη νέα εποχή. Γίνεται ολοένα περισσότερο ψηφιακό. Όσο πιο οργανωμένο είναι, τόσο λιγότερο συμβαίνει στο δρόμο. Προτιμά τα μεγάλα κτίρια, με τα γρανιτένια πατώματα και τις κλειστές πόρτες.
Οι αναλυτές του οργανωμένου εγκλήματος λένε ότι «η μαφία σήμερα δεν σκοτώνει μόνο, αλλά επίσης επενδύει»; Τι άποψη έχετε;
Συμφωνώ. Ανέκαθεν συνέβαινε, όμως είναι πιο προφανές πλέον. Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα θέματα του μυθιστορήματος, που εστιάζει στις σχέσεις ανάμεσα στις εγκληματικές οργανώσεις, το χρήμα, την εξουσία, την πολιτική. Το χρήμα, και μάλιστα το ζεστό χρήμα, ανοίγει τις πόρτες. Όπως λέει και ένας Βορ στο βιβλίο «να βάλεις τα λεφτά να δουλέψουν. Να δουλέψουν για σένα».
Γιατί πιστεύετε ότι οι Βόρι δεν είναι μια ιστορία που αφορά τον στενό κύκλο των μαφιόζων και των διωκτών τους, αντίθετα έχει τόσο ενδιαφέρον ώστε να γίνει βιβλίο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό;
Γιατί είναι μια συναρπαστική ιστορία που περιέχει τα πάντα: έγκλημα, χρήμα, εξουσία, πολιτική, αγάπη και προδοσία, ανεξίτηλες φιλίες, σχέσεις αίματος που δένουν τους ανθρώπους με χοντρά σχοινιά, ίντριγκα αλλά και υπακοή, ζωή που βράζει. Οι συγγραφείς και οι αναγνώστες θέλουμε να διαβάσουμε μια ωραία ιστορία. Κι όταν κλείσουμε το βιβλίο, να μείνει η επίγευση, όπως με το κρασί. Κάτι που να κουβαλάμε μαζί μας – στις ευτυχισμένες στιγμές ένα νέο βλέμμα που θα μας αλλάξει την όραση του κόσμου. Γιατί αυτό κάνει το μυθιστόρημα, τουλάχιστον αυτό κάνει το μυθιστόρημα που αγαπώ να διαβάζω. Μας παίρνει από το χέρι και μας πηγαίνει σε μέρη που δύσκολα μπορούμε να πάμε. Προσφέρει εμπειρία που δύσκολα μπορούμε να αποκτήσουμε. Και κάποιες σπάνιες φορές, ανάβει όλα τα φώτα του μυαλού με μία κίνηση.