ΣΠΥΡΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ΣΤΟ NEWS 24/7: “Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΝΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΤΑΜΠΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΑΣ”
Ο σκηνοθέτης του Black Stone, της κωμωδίας-έκπληξης του φετινού καλοκαιριού, μιλάει στο Magazine για τα μεγάλα ταμπού της σύγχρονης Ελλάδας και για τη συνεργασία με τον Νέγρο του Μοριά.
Για τον Σπύρο Ιακωβίδη, υπάρχουν κάποια πράγματα ταμπού στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, που σχεδόν κανείς δεν τα πιάνει με τον διερευνητικό (αλλά και τον κεφάτο, και τον δραματικό) τρόπο που τους αρμόζει. Από τις περιπέτειες που τραβά κανείς στο δημόσιο μέχρι τις συναρπαστικές δυναμικές της ελληνικής οικογένειας και την κεντρική φιγούρα της Ελληνίδας Μάνας, υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα φοβερό ζουμί. «Δεν ξέρεις από πού να την πρωτοπιάσεις!», όπως μας είπε κι όταν μιλήσαμε μαζί του. «Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, είναι δώρο!», λέει καθώς ολοκληρώνουμε τη μεγάλη μας κουβέντα γύρω από τα παντός τύπου σύγχρονα ελληνικά φαινόμενα με αφορμή την απολαυστική κωμωδία Black Stone, που μόλις κυκλοφόρησε στα σινεμά.
Στο Black Stone η Χαρούλα αναζητά τον δημόσιο υπάλληλο γιο της που εξαφανίστηκε δίχως να αφήσει ίχνη, κι ενώ κατηγορείται για χρηματική απάτη. Η Χαρούλα είναι φυσικά σίγουρη πως το παιδί της είναι ένας παρεξηγημένος άγγελος και ψάχνει να τον βρει καθώς οι κάμερες δύο κινηματογραφιστών την ακολουθούν- εκείνοι ξεκίνησαν να κάνουν ένα γύρισμα για το Δημόσιο και συνάντησαν τυχαία την Χαρούλα, οπότε τώρα άλλαξαν πλάνο κι ακολουθούν αυτήν, και την αναζήτηση του γιου της.
Σε αυτή την αναζήτηση, η Χαρούλα (μια αδιανόητη ερμηνεία από την Ελένη Κοκκίδου) θα αρχίσει να έρχεται σε επαφή με κομμάτια της νέας ελληνικής πραγματικότητας που την συγχύζουν, την μπερδεύουν, την κάνουν να απορήσει. Έξω από το σπίτι της, όπου έχει περάσει όλη τη ζωή της φροντίζοντας τους άντρες της οικογένειάς της, βρίσκεται μια χώρα που όχι απλά δεν αναγνωρίζει, αλλά ούτε καν φαντάζεται. Κεντρικό ρόλο στην αναζήτησή της θα παίξει ένας ελληνοαφρικανός ταξιτζής γεννημένος στην Κυψέλη, ο Μιχάλης, τον οποίο παίζει φανταστικά ο ράπερ Νέγρος του Μοριά.
Με την κυκλοφορία του Black Stone στις αίθουσες, βρήκαμε τον σκηνοθέτη Σπύρο Ιακωβίδη στο zoom για να μιλήσουμε για τα νεοελληνικά ταμπού, για την ελληνική οικογένεια, για το πόσο χαρισματικός είναι δυνατόν να είναι ο Νέγρος του Μοριά, για την ελπίδα σε μια Ελλάδα που αλλάζει, και για την σειρά που γράφει τώρα και ακούγεται σαν κάτι που θέλουμε να δούμε αμεσότατα, ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Από πού ήρθε ιδέα; Έχει ενδιαφέρον γιατί ακόμα κι η ίδια η ταινία μοιάζει να ξεκινά από ένα σημείο και στην πορεία να βρίσκει κάτι άλλο. Πώς την εντοπίσατε εσείς;
Η ιδέα της ταινίας ξεκίνησε από δύο πράγματα. Πρώτον, ήθελα πολύ να κάνω ένα mockumentary, και δεύτερον με ενδιέφερε πολύ η ελληνίδα μάνα σαν χαρακτήρας. Αυτά ήταν τα δύο πρώτα στοιχεία.
Αυτόν τον χαρακτήρα, της μάνας, δεν τον πιάνει κανείς. Ή συνήθως αποτυπώνεται ως μια φοβερή καρικατούρα, με ταπεράκι, με ζακετάκι. Αλλά ουσιαστικά δεν τον ακουμπάει κανείς. Κι είναι ένας τρομερός χαρακτήρας, με τεράστιο αποτύπωμα στην κοινωνία μας. Οπότε ήθελα να ψάξω αυτό τον χαρακτήρα.
Η ταινία μες στην ταινία, με το συνεργείο που κάνει το ντοκιμαντέρ για τα φαντάσματα του δημοσίου και πέφτει τυχαία πάνω στη μάνα, αυτό όλο ήρθε μετά. Γενικά μας ενδιέφερε η ελληνική οικογένεια κι η ελληνικήπραγματικότητα. Θέλαμε να προσπαθήσουμε να βάλουμε διάφορα πράγματα από την ελληνική πραγματικότητα, κάτι που τελικά ήταν δύσκολο γιατί είναι τόσο σύνθετη και τόσο πλούσια που δεν ξέρεις από πού να την πιάσεις. Δύσκολο πράγματα!
Είναι όντως μια φιγούρα τόσο κεντρική που ό,τι άλλο συμβεί στην ταινία θα προκύπτει σε σχέση με αυτήν. Και είναι φοβερή στην ταινία, νιώθεις ως θεατής ότι τα πάντα είναι αναγνωρίσιμα πάνω της. Εμπεριέχει και στοιχεία καρικατούρας αλλά έχει και μια τρομερή βαρύτητα και τραγικότητα.
Καταρχάς η Κοκκίδου είναι απίστευτη, είμαι φοβερά τυχερός που τη βρήκα και μπήκε σε αυτό το πράγμα που κάναμε. Δεν μπορώ να φανταστώ πού αλλού θα έβρισκα τέτοια ηθοποιό. Έχει το χάρισμα της μεταμόρφωσης. Το έχει κάνει και στο θέατρο εξάλλου. Η Ελένη μπορεί πολύ απλά να γίνει μια άλλη γυναίκα. Είναι τρομερό, μπορεί να παίξει οτιδήποτε. Και δεν έχει καμία προσκόλληση με την εικόνα του εαυτού της. Παίζει τεράστιο ρόλο αυτό. Ως ηθοποιός, είναι ένα άδειο δοχείο.
Το άλλο σημαντικό είναι ότι αυτό τον χαρακτήρα τον ψάξαμε πάρα πολύ. Αυτές τις γυναίκες δηλαδή που για γενιές γενιές ζούσαν μέσα από τις ζωές των άλλων. Των παιδιών τους, των συζύγων τους. Από τη μία υπάρχει εκεί ένας βαθύς φόβος του να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου αλλά προφανώς κι οι συνθήκες είναι τρομερά δύσκολες, μέσα σε κατεξοχήν πατριαρχικές κοινωνίες. Είναι πράγματα που δε σε αφήνουν να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου τελικά, κι αυτό εμένα με συναρπάζει, μου κάνει φοβερή εντύπωση.
Και είναι μια φιγούρα έτσι κι αλλιώς πολύ κεντρική στην ελληνική κουλτούρα.
Πάρα πολύ! Το αποτύπωμα αυτών των γυναικών είναι τεράστιο. Φαντάσου μια πατριαρχική κοινωνία όπου όλοι οι άντρες είναι μεγαλωμένοι από αυτές τις γυναίκες. Κι έχει ενδιαφέρον κάτι που λένε αρκετοί κοινωνιολόγοι, ότι η ελληνίδα μάνα και κατ’επέκταση η ελληνική οικογένεια, υποκαθιστά το ελληνικό κράτος. Δίνει την ασφάλεια, δίνει αυτό που δεν δίνει το κράτος διαχρονικά σε αυτή τη χώρα.
Το βλέπουμε και στην ταινία, το πώς λειτουργεί τελικά με αυτή την ασφυκτική αγάπη, που δεν σε αφήνει να αναπτυχθείς. Από τη μία έχουμε ένα κράτος που δε σε φροντίζει κι από την άλλη μια οικογένεια που σε φροντίζει τόσο πολύ που μετά δεν ξέρεις εσύ τι να κάνεις;
Ναι, είναι αυτή η ακραία αντίθεση. Είναι κάτι που το αναγνωρίζεις αμέσως, και φτάνει πολύ βαθιά γιατί υπάρχουν τελικά αυτοί οι ρόλοι. Κι είναι κάτι παγκόσμιο αυτό, όλες οι οικογένειες έχουν ρόλους, που δίνονται και παίρνονται συνειδητά και υποσυνείδητα. Κι έτσι δημιουργείται ένα σύστημα. Στην ταινία μας ας πούμε ο ανάπηρος γιος αυτοθυσιάζεται κατά κάποιο τρόπο για να συντηρήσει το ρόλο της μάνας που είναι να προσέχει αυτό το παιδί σαν μωρό κάθε μέρα. Ο άλλος γιος μπαίνει στο ρόλο του συντρόφου, δηλαδή ο μπαμπάς έχει πεθάνει οπότε είναι ο γιος ο πρωτότοκος που συντηρεί την οικογένεια με το εισόδημα. Δημιουργείται λοιπόν αυτό το σύστημα για να επιβιώσει η οικογένεια.
Η ερώτηση λοιπόν η μεγάλη που κάναμε στους εαυτούς μας όταν το γράφαμε ήταν: Τι θα γίνει αν σπάσει αυτό το σύστημα; Αν φύγει ο ένας; Αυτό ήταν το what if μας. Έτσι δημιουργήθηκε αυτή η ιστορία.
Ταυτόχρονα, μέσα από την αναζήτηση του γιου έρχεται σε επαφή με πολλά πράγματα της σημερινής Ελλάδας, από συμπεριφορές του δημοσίου και το ότι δε σταματάει ταξί να τους βοηθήσει μέχρι την πολυπολιτισμικότητα που δεν της περνάει καν από το μυαλό ότι υπάρχει γύρω μας.
Είναι αυτός ο νέος κόσμος. Η ελληνική κοινωνία αλλάζει. Αργά, αλλά αλλάζει. Κι αυτό μας ενδιέφερε, το πώς χάνουν τον ρόλο τους οι άνθρωποι αυτής της γενιάς σε μια χώρα που αλλάζει. Τι θα γινόταν σε μια τέτοια κλασική οικογένεια αν ξαφνικά εισέλθει ο Κέβιν; Ο Νέγρος του Μοριά δηλαδή, που παίζει τον εαυτό του στην ουσία, γιατί δεν είναι ηθοποιός, μπαίνει στην ταινία ως ο εαυτός του, έχει γεννηθεί εδώ, μεγαλώσει εδώ, πάει σχολείο εδώ. Είναι από την Γκάνα κι έχει πάει μια φορά- και μάλλον δεν θέλει να πάει ξανά. Είναι έλληνας.
Υπάρχει αυτός ο φανταστικός διάλογος που τον ρωτάνε από πού είσαι, και λέει από την Κυψέλη. «Ναι αλλά πού γεννήθηκες;». Και τους κάνει, «…στην Κυψέλη».
Ναι! [γελάμε] Είναι αυτοί οι δύο κόσμοι. Της Χαρούλας και του Κέβιν. Κι έχει ενδιαφέρον αυτό. Αλλάζουν τα πράγματα, αλλάζει η χώρα. Το ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να το πιστέψουν αυτό, αλλά αλλάζει. Υπάρχει μια νέα ελληνική πραγματικότητα και θέλαμε να δούμε πώς λειτουργούν όλα όσα ξέραμε, αλλά τώρα πια μέσα σε αυτήν.
Κι είναι κι οι Μπλακ Πάνθερς που εγώ τους λατρεύω, κι ελπίζω να μην παρεξηγούνται στην ταινία. Δεν προσπαθούμε να γελοιοποιήσουμε αυτή τη νέα γενιά που ψάχνει κάποια πράγματα, το αντίθετο. Όλη η ταινία για μένα έχει να κάνει με την ταυτότητα. Κι είναι αυτά τα νέα παιδιά, φοιτητές, που μένουν με τους γονείς τους, σε ένα περιβάλλον σαν αυτό της Χαρούλας, δεν έχουν δουλειά, προσπαθούν να βρουν την ταυτότητά τους, ποιοι είναι, κλπ. Κι όταν κανείς δεν έχει τίποτα, ο πιο εύκολος τρόπος να βρει μια ταυτότητα είναι να ασπαστείς μια ιδεολογία. Αυτό είναι μια ταυτότητα. Από την άλλη, έχεις τον Μιχάλη, ένα παιδί που ψάχνει να βρει το ρόλο του στην ελληνική πραγματικότητα- και θα σου πει κι ο ίδιος τι περνάνε αυτά τα παιδιά σε αυτή τη χώρα με την ξενοφοβία, είναι ασύλληπτο. Οπότε εκεί υπάρχει και το ότι στην καθημερινότητά του έχει να αντιμετωπίσει όλα τα σκατά και να επιβιώσει. Είναι σαν σύο διαφορετικοί κόσμοι.
Με τον Νέγρο του Μοριά πώς προέκυψε η συνεργασία; Μιας και δεν είναι ηθοποιός. Στην ταινία πώς ήρθε;
Ήμουν πάρα πολύ τυχερός γιατί έψαχνα να βρω αυτόν τον ελληνοαφρικανό ταξιτζή κι είχα δει κάποιους, δεν είχα καταλήξει. Κι είδα μιε μέρα μια φωτογραφία του, δεν τον ήξερα, δεν ήξερα τίποτα, είδα απλά μια φωτογραφία του σε ένα άρθρο που κρατάει κομπολόι και φοράει μια φανέλα, μια ας πούμε πολύ ελληνική εμφάνιση. Κι ειλικρινά, ένιωσα ότι αυτός είναι. Τον προσέγγισα κι ήμουν τυχερός γιατί είναι απίστευτα χαρισματικό παιδί. Και σαν μουσικός αλλά και σαν περφόρμερ. Αυτός έχει άστρο, τον βάζεις μπροστά σε μια κάμερα κι αυτό που συμβαίνει είναι απίστευτο.
Το ζητούμενο για μένα ήταν να μην παίξει, εγώ σαν σκηνοθέτης τον κρατούσα σε απόσταση από οτιδήποτε έκανα με τους άλλους ηθοποιούς, γιατί δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να ΠΑΙΞΕΙ, να νιώσει ότι πρέπει να κάνει κάτι. Θέλαμε να είναι ο εαυτός του. Τον γνώρισα στους άλλους στις πρόβες, γιατί έτσι κι αλλιώς αυτό που κάνω εγώ δεν είναι ακριβώς πρόβα αλλά περισσότερο όλοι γνωρίζονται, αποκτούν χημεία, μπαίνουν στο κλίμα, κλπ. Κι υπήρξε πολύ ωραία χημεία μεταξύ τους, οπότε μετά στο γύρισμα δεν του έλεγα τίποτα. Γιατί δεν έπρεπε! Και το βλέπεις το αποτέλεσμα. Αυτός ήταν απλά ο εαυτός του. Έχει χάρισμα με την κάμερα.
Ούτε τίποτα στητό είχε, τίποτα. Απλά μίλαγε. Και τον παρακολουθούσες συνέχεια.
Έχω ξαναδουλέψει με μη ηθοποιούς κι η συνήθης συμπεριφορά είναι υπερωολική κίνηση, είναι όλα υπερβολικά. Γιατί στο μυαλό τους νιώθουν ότι πρέπει να παίξουν. Αυτός το τύπος έχει το αντίθετο. Ήταν όλες του οι κινήσεις πάρα πολύ μικρές, μικροσκοπιές. Που αυτό είναι μάθημα υποκριτικής στο σινεμά. Είναι το αντίθετο του θεάτρου. Όλα πρέπει να είναι μικρά. Κι αυτός το έκανε! Είναι πανέξυπνος και φοβερά στοχοπροσηλωμένος. Έχω καταχαρεί που τον γνώρισα, ήταν μεγάλο δώρο για την ταινία.
Και με έναν τρόπο η ταινία ακολουθεί τελικά κι αυτόν.
Που είναι ενδιαφέρον γιατί στην αρχή στο σενάριο είχε πολύ μικρότερο ρόλο, τον είχαμε βάλει απλώς ως ένα κομμάτι της νέας ελληνικής πραγματικότητας. Και μετά όταν ξεκινήσαμε, είχαμε ερωτευτεί τον χαρακτήρα κι αρχίσαμε να τον μεγαλώνουμε. Και παίρνει τελικά μεγάλη διάσταση στην ταινία, δεν είναι πια εξωτερικός παράγοντας. Γίνεται σημαντικό κομμάτι της ταινίας, για δύο χαρακτήρες από τόσο διαφορετικούς κόσμους που βρίσκονται μαζί.
Θεωρείς ότι υπάρχει αισιοδοξία εν τέλει; Και στην ταινία αλλά και στην κοινωνία.
Εγώ ναι. Και θα σου πω.
Αρχικά, στα πρώτα draft, δεν τελείωνε έτσι η ταινία, τελείωνε πιο απαισιόδοξα. Και σιγά σιγά αρχίσαμε να το αλλάζουμε, και τώρα νιώθω πως είναι πολύ ελπιδοφόρο το τέλος παρότι γίνεται με σκληρό τρόπο. Μου αρέσει πολύ αυτό, αντανακλά τη δική μου φύση. Γιατί είμαι τρομερά αισιόδοξος. Ή τελοσπάντων έχω την ελπίδα. Έτσι, όσο μεγαλώνω όλο και περισσότερο ελπίζω. Οπότε ναι. Εγώ πιστεύω στην ελπίδα.
Η ελληνική οικογένεια, κι αυτό το σύστημα που έχει ταλαιπωρήσει τόσες γενιές, αυτό το πράγμα θα αλλάξει τελικά και θα αλλάξει προς το καλύτερο. Ιδίως προς τις γυναίκες που έχουν υποστεί όλο το βάρος, που έχουν περάσει τα πάνδεινα σε αυτή την κοινωνία. Θέλω να πω, δε μπορεί να γίνει χειρότερο από πριν. Κι όλα αυτά τα παιδιά που ευνουχίζονται σε αυτό το σύστημα, θα σπάσει αυτό σιγά σιγά με κάποιο τρόπο. Θα έχουμε άλλα προβλήματα βέβαια, δεν φεύγουν ποτέ όλα, αλλά είναι μια εξέλιξη που θεωρώ ελπιδοφόρα και θετική.
Πώς έχεις δει την αντίδραση του κόσμου, των θεατών, ως τώρα; Γιατί είναι μια ταινία στην οποία αντιδρά ο κόσμος από τα ως τώρα δείγματα.
Για μένα είναι μια πολύ προσωπική ταινία. Δε μπορεί να το ξέρει κάποιος αυτό αλλά είναι βαθιά προσωπική. Αυτό το ταξίδι εδώ και 7 χρόνια είναι μαγικό και απίστευτο. Αυτό που δε ξεχάσω ποτέ είναι οι αντιδράσεις του κοινού. Απίστευτες αντιδράσεις από ελληνικό και ξένο κοινό, που είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί δεν ξέραμε πώς θα δουλέψει έξω η ταινία. Άνθρωποι βγαίνουν και κλαίνε από συγκίνηση, γελάνε, δεν ξέρω πώς το κάναμε. Δηλαδή γράφουμε τώρα το επόμενο και προσπαθούμε να καταλάβουμε τι κάναμε στο προηγούμενο. [γελάει]
Δεν φανταζόμασταν ότι θα αγγίζαμε έτσι το κοινό. Κι όλες τις ηλικίες μάλιστα. Δεν υπάρχει ηλικιακός περιορισμός. Οι νέοι λένε αυτή είναι η μάνα μου, έρχονται μεγάλοι και λένε είναι η αδερφή μου, είναι η θεία μου, η γιαγιά μου. Βλέπουν την Χαρούλα κι όλοι ταυτίζονται. Και έχει ενδιαφέρον και με το ξένο κοινό. Γιατί ΟΚ, κάποιες χώρες μοιάζουν με εμάς. Αλλά στη Γερμανία ας πούμε; Μας λέγανε α, η Χαρούλα είναι κυρία Άννα, που πάμε διακοπές κάθε χρόνο στη Τζιά. [γελάει]
Το επόμενο που ανέφερες; Υπάρχει λοιπόν κάτι στο οποίο ήδη δουλεύετε;
Έχουμε πολλά μέτωπα με τον Ζίαντ [σσ. Ζίαντ Σεμάαν, ο συν-σεναριογράφος του Black Stone]. Γράφουμε μια μεγάλου μήκους και γράφουμε και μια σειρά με την οποία έχω πωρωθεί. Για τη μεγάλου είναι νωρίς, δε θα σου πω κάτι γιατί είναι νωρίς, το ψάχνουμε. Αλλά η σειρά έχει ενδιαφέρον, είναι ένας συνδυασμός ελληνικής πραγματικότητας με βάρος στο ελληνικό δημόσιο, με Black Mirror και Twilight Zone.
Μαγικά πράγματα είπες τώρα.
Όταν λέω Black Mirror δεν εννοώ την τεχνολογική πλευρά, όσο την υπερβολή κάποιων στοιχείων της πραγματικότητας. Περισσότερο Twilight Zone. Οπότε είναι το ελληνικό δημόσιο, αλλά με ένα τέτοιο twist, λίγο μεταφυσικό, λίγο αστείο, πάντα με πολύ χιούμορ. Αυτό με ενδιαφέρει, χιούμορ και δράμα μαζί. Κι οι μικρού μήκους μας έχουν πάλι black humor. Αλλά θα δούμε τώρα. Δεν μας το έχει ζητήσει κανείς, εμείς το γράφουμε. Κι η μεγάλου μήκους είναι για την ελληνική οικογένεια πάλι. Αλλά δεν θα πω κάτι παραπάνω.
Αυτό για το δημόσιο φαίνεται κι από το Black Stone ότι ήταν κάτι που ήθελες πολύ να το βάλεις μέσα, να σε ιντριγκάρει.
Δεν το συζητάω. Και να σου πω κάτι; Εγώ δε μπορώ να πιστέψω πώς γίνεται να μην το πιάνει κανείς. Είναι απίστευτο. Μία φορά να έχεις πάει σε μια δημόσια υπηρεσία να κάνεις μια δουλειά, βγαίνουν τρεις ταινίες. Είναι απίστευτο το πράγμα που συμβαίνει εκεί μέσα. Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποια ταμπού. Η ελληνίδα μάνα για μένα είναι ταμπού, δε μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Γιατί δεν την έχει πιάσει κανείς. Ή το δημόσιο. Είναι ιερές αγελάδες που δε τις αγγίζει κανείς, γιατί φοβάσαι να το κάνεις, φοβάσαι τι αντίκτυπο θα έχεις στους άλλους. Δε μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς.
Υποθέτω επειδή είναι κομμάτι της πραγματικότητας όλων.
Είναι και πλούσιο θέμα, και σύνθετο, και δεν ξέρεις από πού να το πρωτοπιάσεις. Ισχύει αυτό! Την ελληνική πραγματικότητα δεν ξέρεις από πού να την πρωτοπιάσεις. Είναι μαύρη τρύπα. Αλλά πρέπει να την πιάσουμε ρε γαμώτο, γιατί είναι εντελώς μοναδική! Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, είναι δώρο. Και θέλω να ασχοληθώ. Θέλω να μπω εκεί μέσα.