Στην Ελλάδα του 2022, η Αστυνομία και η Δημοσιογραφία απειλούν τη Δημοκρατία ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ // 24 MEDIA LAB

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 2022, Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΕΙΛΟΥΝ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Στη θεωρία, Αστυνομία και Τύπος είναι πυλώνες περιφρούρησης δικαιωμάτων κι ελευθερίας. Στην πράξη;

Ο κόσμος επέστρεφε βαριεστημένος στη δουλειά μετά από ένα δεύτερο σερί τριήμερο (μετά από δύο εβδομάδες που, μεταξύ μας, έμοιαζαν περισσότερο με σχολικές διακοπές), η παρατημένη to do list ξεπρόβαλε τερατώδης, τα μίτινγκ είχαν τη ζωντάνια ουγγρικού κινηματογράφου, άσε που χαλούσε κι ο καιρός. Η προηγούμενη Τρίτη ήταν η απόλυτη Blue Monday σε συσκευασία Τρίτης.

Ήταν από αυτές τις μέρες που θες απλά να τελειώσουν, από αυτές τις μέρες που τα νέα δε σε ενδιαφέρουν. Έτσι κι αλλιώς, η Ουκρανία έγινε συνήθεια, τα σπουδαία για το ρεύμα έπονταν με την ανακοίνωση των μέτρων στήριξης, η πανδημία έχει παραδοθεί άνευ όρων στο μεγάλο ελληνικό καλοκαίρι.

Αλλά, η επικαιρότητα ποτέ δε σε ρωτάει, για να σου χτυπήσει την πόρτα. Η απόφαση του δικαστηρίου για τον ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου και η δημοσιοποίηση της έκθεσης των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα φανέρωσαν τις δύο μεγάλες πληγές στο σώμα της δημοκρατίας για την Ελλάδα του 2022: την Αστυνομία που δε λογοδοτεί πουθενά και την Δημοσιογραφία που καλεί όλο και πιο σπάνια την εξουσία να λογοδοτήσει.

Δίκη Χρυσής Αυγής, δίκη Λιγνάδη, δίκη Ζακ/Zackie, δίκη Τοπαλούδη, δίκη Κορκονέα, δίκη Ηριάννας – ποτέ άλλοτε δεν παρακολουθούσαμε τα δικαστήρια όσο τα τελευταία χρόνια. Όπως παρατήρησε ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι οξύμωρο ότι οι σημαντικότερες δίκες της Μεταπολίτευσης διεξάγονται χωρίς συστηματική καταγραφή της διαδικασίας, κάνοντας απαραίτητη τη σύσταση παρατηρητηρίων. Και είναι τέτοια η κρίση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη που μετατρέπει τις αποφάσεις σε αντικείμενο δημόσια διαβούλευσης στα σόσιαλ μίντια. Από τη μία εκθέτοντας τον νομικό αναλφαβητισμό μας (να κάτι που λείπει από την εκπαίδευση) κι από την άλλη μετατρέποντας τις υποθέσεις περίπου σε κάτι σαν αμφισβητούμενες φάσεις πέναλτι. Για τις οποίες όλοι, ανεξάρτητα από το αν γνωρίζουν ή όχι τον ποινικό κώδικα, έχουν άποψη στη βάση του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Μόνο που τότε μιλάμε για λαϊκά, κι όχι ποινικά, δικαστήρια.

Δεν υπάρχει «σωστή» ή «λάθος» απόφαση. Υπάρχουν αποφάσεις που είτε μας «ικανοποιούν» είτε όχι, αναλόγως που στεκόμαστε ιδεολογικά και που βάζουμε τον πήχη όσον αφορά την απονομή της δικαιοσύνης. Δυο παρατηρήσεις, λοιπόν, για την υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου: α) 10 χρόνια φυλακή δεν είναι καθόλου λίγα. Ακόμα και για τους πιο ειδεχθείς δράστες, όπως ο Κορκονέας, ο Δημόπουλος (κοσμηματοπώλης) κι ο Χορταριάς (μεσίτης), δεν είναι καθόλου προοδευτικό να ζητάμε εξοντώσεις παίζοντας το ακροδεξιό παιχνίδι της αυστηροποίησης των ποινών, β) Στο κάδρο φυσικά υπάρχουν και οι 4 αστυνομικοί, τους οποίους το δικαστήριο απάλλαξε. Κι αν δεν στέκεται νομικά ότι συνέβαλαν σε δολοφονία, ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι έκαναν σωστά τη δουλειά τους; Μη αποκλείοντας τον χώρο, περιφέροντας με γυμνά χέρια ένα μαχαίρι (που δεν αποδείχθηκε ποτέ ότι ανήκε στον Ζακ), πατώντας στον λαιμό και κλοτσώντας έναν αιμόφυρτο εξουδετερωμένο πολίτη που καταφανώς δεν τους απειλεί.

Γιατί δεν ελέγχθηκαν λοιπόν πειθαρχικά οι 4 αστυνομικοί; Γιατί παίχθηκε για πολλοστή φορά η παρωδία του εσωτερικού ελέγχου με ένα αρχικό πόρισμα που πρότεινε την απόταξή τους, αλλά η ΕΔΕ δεν ολοκληρώθηκε ποτέ; Η ΕΛ.ΑΣ. εδώ και μια δεκαετία (όχι τυχαία, ταυτόχρονα με την άνοδο της Χρυσής Αυγής) μοιάζει αποχαλινωμένη και βαθιά εκφασισμένη. Μοιάζει να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμα η Μεταπολίτευσή της. Τα περιστατικά κατάχρησης αστυνομικής βίας διακοσμούν αφηγήματα περί «Νόμου και Τάξης», ενώ η υπόθεση Σαμπάνη τον περασμένο Οκτώβριο στο Πέραμα εξέθεσε την ύπαρξη μονάδων που λειτουργούν ως «εκδικητές/τιμωροί» αγνοώντας κεντρικές οδηγίες κι οδηγώντας μοιραία σε κωμικοτραγικές απόπειρες συγκάλυψης. Στην υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου, λοιπόν, το μήνυμα προς την κοινωνία είναι ότι οι αστυνομικοί που -στην καλύτερη γι’ αυτούς περίπτωση- δεν πήραν χαμπάρι το λιντσάρισμα κι άφησαν τον κοσμηματοπώλη να σκουπίζει μπροστά από το κατάστημα και να κάνει δηλώσεις στα κανάλια, δεν αντιμετώπισαν καμία συνέπεια. «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά», βέβαια αν υπήρχε κάποιο γατάκι στην υπόθεση, ίσως παρενέβαινε προσωπικά ο υπουργός.

Λίγο πριν βγει η απόφαση για τον Ζακ Κωστόπουλο, είχαμε μάθει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 108η θέση της παγκόσμιας κατάταξης όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου. 38 θέσεις χαμηλότερα από πέρυσι (70η το 2020), στην τελευταία θέση της Ευρώπης, χαμηλότερα από χώρες όπως το Μπουρουντί, η Μποτσουάνα και η Μογγολία. Με νωπές τις μνήμες από τη λίστα Πέτσα, με δεδομένη την σχεδόν απόλυτη μονοχρωμία του μιντιακού τοπιοίου υπέρ της κυβέρνησης, με ανεξιχνίαστη τη δολοφονία Καραϊβάζ, η κατάταξη ήρθε απλά να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι βλέπουμε. Χωρίς καν μάλιστα να έχει λάβει υπόψη της τις πρόσφατες περιπτώσεις παρακολούθησης των Μαλιχούδη-Κουκάκη.

Δεν άργησαν, βέβαια, οι πολύ διασκεδαστικές προσπάθειες αποδόμησης της λίστας. (Όχι τυχαία από πρώην δημοσιογράφους-νυν τσιρλίντερ που προσωποποιούν ακριβώς το πρόβλημα.) Ας πούμε ότι υπάρχουν θεοσκότεινα κέντρα που συκοφαντούν την κυβέρνηση ότι θέλει να ελέγξει την ενημέρωση σε μια χώρα που το ΑΠΕ υπάγεται στο γραφείο του Πρωθυπουργού, κι ας κοιτάξουμε τα κριτήρια με τα οποία συντίθεται κάθε χρόνο η λίστα: πλουραλισμός, ανεξαρτησία, περιβάλλον κι αυτο-λογοκρισία, νομοθετικό πλαίσιο, διαφάνεια, υποδομές κι επιθέσεις…Τι λέτε, μήπως η θέση 108 αρχίζει και φαίνεται τιμητική;

Στη θεωρία, Αστυνομία και Τύπος είναι πυλώνες περιφρούρησης δικαιωμάτων κι ελευθερίας. Στην πράξη, παντού και πάντα, με Αριστερά και με Δεξιά, είναι δύο πεδία ευάλωτα στη διαφθορά. Στην Ελλάδα του 2022, είναι δύο θεσμοί τόσο διαβρωμένοι που απειλούν πια τη Δημοκρατία…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
font