ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ INTERCITY ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ: ΓΙΑ ΤΟΥΣ 57 ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΑΝ ΠΟΤΕ
Μπήκαμε στο πρώτο δρομολόγιο από Αθήνα σε Θεσσαλονίκη μετά την τραγωδία με την ψυχή μαγκωμένη και το μυαλό σε όσους χάθηκαν 34 ημέρες πριν. Και ήταν πολύ δύσκολο.
Ημασταν 72 άτομα που αποφασίσαμε, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, να κάνουμε το ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη με το τρένο, το πρώτο μετά την αδιανόητη τραγωδία των Τεμπών. Το ημερολόγιο έγραφε 3 Απριλίου, είχαν περάσει δηλαδή 34 ημέρες από την κόλαση του μεγαλύτερου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στη χώρα το οποίο με κάποιον τρόπο θα μάς στοιχειώνει για πάντα. Ομως από κάπου θα έπρεπε να υπάρξει μία συνέχεια, μία νέα αλληλουχία γεγονότων που θα έβαζε έστω μία άνω τελεία στο τεράστιο κεφάλαιο που άνοιξε στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου.
Ανω τελεία; Μεγάλες κουβέντες. Ισως να μην μπει ποτέ άνω ή κάτω τελεία στην αιματοβαμμένη αυτή ιστορία, ωστόσο οι 72 συν το προσωπικό ήμασταν εκεί. Οπως ήταν εκεί, στο σταθμό Λαρίσης, τουλάχιστον πέντε τηλεοπτικά συνεργεία αφού η επανέναρξη της λειτουργίας της γραμμής θεωρήθηκε, όχι άδικα, μία είδηση η οποία θα μπορούσε να ενδιαφέρει τους τηλεθεατές. Η ερώτηση “ποια είναι τα συνασθήματά σας γι’ αυτό το ταξίδι” φορέθηκε πολύ, δείγμα του ότι ακόμα και στις πιο σκληρές στιγμές η καταφυγή στα κλισέ είναι πάντα μία άμυνα γι’ αυτόν που ρωτάει. Οχι όμως και γι’αυτόν που καλείται να απαντήσει.
“Θα
ξεχαστεί και αυτό, τα χρόνια θα περάσουν, ο χρόνος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο” όλα τα σβήνει μάς λέει ένας ηλικιωμένος κύριος που ταξιδεύει για Λάρισα έτσι ώστε να συνεχίσει μία σημαντική θεραπεία του. “Ευτυχώς δεν είχα ραντεβού εκείνες τις ημέρες, γιατί αλλιώς θα μπορούσα να ήμουν και εγώ στο τρένο” μάς εκμυστηρεύεται με μία έκδηλη, θα έλεγε κανείς, ανακούφιση στο γερασμένο πρόσωπό του.
“Θυμάσαι εκείνο το φοβερό δυστύχημα στα Τέμπη με το λεωφορείο και τα παιδιά πριν σχεδόν 20 χρόνια” ρωτάει; Παίρνει θετική απάντηση και συμπληρώνει ότι “πάντα η ζωή θα συνεχίζεται”. Μάς ακούστηκε σκληρό αλλά ποιος μπορεί να πει σ’ αυτόν τον άνθρωπο ότι δεν έχει δίκιο ή, ότι τέλος πάντων, ότι δεν έχει τελείως άδικο. Αλλωστε, ας είμαστε ειλικρινείς, όλοι αυτό σκεφτήκαμε όταν πατήσαμε το πόδι μας στο τρένο. “Η ζωή συνεχίζεται”. Γι’ αυτούς που ζουν, οπωσδήποτε συνεχίζεται…
“Καλό δρόμο” αντί πάμε και όπου βγει
Η φωνή του μηχανοδηγού στις 10:30 έσπασε μία περίεργη ησυχία στο βαγόνι μας, το τρίτο βαγόνι. Λίγος ο κόσμος, σχετικά πρωινή η ώρα, όρεξη για πολλές κουβέντες μεταξύ αγνώστων δεν υπήρχαν: “Καλημερα και σας ευχόμαστε ένα ευχάριστο ταξίδι”. Δεν ήταν τυπική η ευχή, δεν θα μπορούσε να είναι τυπική μετά τα γεγονότα της 28ης Φεβρουαρίου. Ο άνθρωπος αυτός που ανέλαβε την ευθύνη να οδηγήσει αυτό το τρένο με ασφάλεια στη Θεσσαλονίκη, ευχόταν για όλους μας και την ίδια ώρα προσπαθούσε να ξορκίσει το κακό που κάπου εκεί κρυβόταν, ίσως κάτω από τα όργανα που χειριζόταν.
Εκείνη την ώρα ακούστηκε και μία άλλη ευχή, από το ασύρματο του υπαλλήλου της Hellenic Train που περνούσε από δίπλα μας: “Καλημέρα. Καλό δρόμο συνάδελφοι”. Δεν γίνεται να μη σκεφτείς εκείνη την ώρα το “πάμε και όπου βγει” του μηχανοδηγού του μοιραίου τρένου που έμελλε να γίνει κάτι σλόγκαν θανάτου από την πρώτη φορά που μεταφέρθηκε στον τηλεοπτικό αέρα και μετά. “Καλό δρόμο” λοιπόν και όχι “πάμε και όπου βγει”. Που σημαίνει πάμε στα σίγουρα, πάμε εκεί που έχουμε σχεδιάσει.
Η κοπέλα στο τελευταίο κάθισμα ταξιδεύει για τη
Θεσσαλονίκη, θέλει να δει τους δικούς της. “Εντάξει, πλάνταξα στο κλάμα όταν μπήκα στο τρένο αλλά τώρα συνήλθα. Αλλά ήθελα να ταξιδέψω, όπως κάνω πάντω. Με δουλειά στην Αθήνα και γονείς στη Θεσσαλονίκη, το τρένο βολεύει όπως και να έχει”.
Ναι, αλλά δεν φοβάσαι; “Κοίτα, το ΚΤΕΛ είναι χάλια, δεν το μπορώ καθόλου. Το αεροπλάνο σήμερα που έχει κακοκαιρία το φοβήθηκα λίγο να σου πω την αλήθεια. Οπότε τρένο και πάλι τρένο” λέει και τρώει ένα από τα μπισκότα που έχει ανοίξει. Και τότε έρχεται μία ακαταμάχητη φράση: “Να σου πω κάτι; Στην
Ελλάδα όλα μπορούν να ξανασυμβούν, ακόμα και αυτό που έγινε στα Τέμπη. Δεν έχω εμπιστοσύνη. Αλλά εγώ ήθελα να ταξιδέψω”.
Ωστε στην Ελλάδα, όλα μπορούν να ξανασυμβούν…Τώρα που να το τοποθετήσεις και πως να το οριοθετήσεις αυτό το συμπέρασμα; Ρεαλιστικό; Ανατριχιαστικά κυνικό; Απολύτως δικαιλογημένο με βάση την εμπερία στη χώρα; Τα πάντα ταιριάζουν.
Είναι εμφανές ότι το προσωπικό του τρένου τραβάει τα δικά του ζόρια. Η παρουσία πολλών δημοσιογράφων αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται για το πρώτο ταξίδι μετά την τραγωδία προκαλεί νευρικότητα. Ανθρώπινο. Η δουλειά, ωστόσο, πρέπει να βγει και το αίσθημα εμπιστοσύνης στους επιβάτες να εμπεδωθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Ο έλεγχος των εισιτηρίων γίνεται πολύ γρήγορα από μία υπάλληλο που δύσκολα είναι παραπάνω από 25 ετών. Η ίδια μάς ενημερώνει ότι το τρένο έχει χωρητικότητα 350 θέσεων και ότι εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν από την άφιξη στην Οινόη βρίσκονταν στην αμαξοστοιχία 72 άτομα.
“Οι ψυχές να αναπαυτούν”
Την ίδια ώρα που τα ζωντανά των καναλιών μέσα από τα βαγόνια συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, οι δύο κοπέλες στο κυλικείο δεν μπορούν να κρύψουν την αμηχανία τους. Βρίσκονται πίσω από τη μηχανή και την πρώτη θέση και θυμούνται ότι κατά το δυστύχημα πολύς κόσμος βρισκόταν στον αντίστοιχο χώρο.
“Χάσαμε 11 άτομα προσωπικό εκείνη τη βραδιά. Εντεκα συνάδελφοί μας αλλά και πόσοι άλλοι έφυγαν τόσο άδικα. Θέλουμε να αναπαυτούν οι ψυχές τους, θέλουμε κάτι τέτοιο να μην ξαναγίνει ποτέ. Αλλά όπως και να το κάνουμε ένα σφίξιμο, ένα μούδιασμα το νιώθουμε τώρα” μάς λένε.
“Είστε δημοσιογράφος;” συνεχίζουν. “Ναι”. “Τότε δεν πληρώνεται σήμερα, υπάρχει σχετική εντολή, πάρτε το νερό και το σάντουιτς που παραγγείλατε”. Η αμηχανία μεταφέρθηκε αιφνιδίως. Τι ακριβώς προσπαθούσε να κάνει η διοίκηση της εταιρίας μ’ αυτήν την προσφορά; Γιατί να μην πληρώσουμε κανονικά γι’ αυτά που παίρνουμε; Μάλλον έχουμε γίνει περισσότερο καχύποπτοι από όσα χρειάζεται.
Στις 11:45 είμαστε ήδη στη Θήβα. Οι ταχύτητες είναι εμφανώς χαμηλές δεν χρειάζεται κανείς να έχει πλούσια σιδηροδρομική εμπειρία για να το καταλάβει, το ξέραμε από την αρχή άλλωστε. Στις 12:12 στη Λιβαδειά με τον καιρό να “κρεμάει” ολοένα και περισσότερο ένα αγγελοπουλικό τοπίο έξω από τα παράθυρα. Ψιλόβροχο και μία ομίχλη που σου έπιανε την ψυχή. Μα ήταν ανάγκη τέτοια μέρα σ’ αυτό το ταξίδι;
Ερχεται και η πρώτη κλήση από το σπίτι. “Πάρε με όταν μπορέσεις και εσύ ένα τηλέφωνο”. “Θα σε πάρω μόλις φτάσω μωρέ, όλα καλά”. Οι ίδιοι διάλογοι που έγιναν πάνω κάτω και στις 28 Φεβρουαρίου. “Πάρε με όταν φτάσεις”. “Εντάξει ρε μάνα, πώς κάνεις έτσι, πρώτη φορά ταξιδεύω;”. Τα πόδια, ελαφρώς, κόβονται, πραγματικά δεν είναι αστείο… Πρέπει κάποιος να είναι εξαιρετικά απαθής για να μείνει ανεπηρέαστος. Και στο μπροστά κάθισμα, κοιμούνται ρε φίλε. Μα πώς τα καταφέρνετε που να πάρει ευχή, που τα αγοράσατε αυτά τα σιδερένια νεύρα;
Οσα αργά χρειάζεται…
Στις 12:29 Τιθορέα. Μισή ώρα αργότερα, ακριβώς στη 1, στο Λιανοκλάδι. Ενημερωνόμαστε για δεκάλεπτη στάση “λόγω κυκλοφορίας”. Με απλά λόγια περιμένουμε το Intercity που έχει αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη να φτάσει στο σταθμό έτσι ώστε να φύγουμε εμείς με ασφάλεια. Κάθε κίνηση, κάθε σήμα του σταθμάρχη, κάθε θόρυβος του τρένου γεννούν πάντα την ίδια σκέψη. Γιατί δεν έγιναν όλα όπως προβλέπονταν εκείνο το βράδυ;
Δεν δίνει κανείς σημασία στο γεγονός ότι η καθυστέρηση κρατά τελικά σχεδόν 20 λεπτά και όχι 10. Δεν βιάζεται κανείς, όλοι ξέρουν ότι θα πάμε αργά. Οσο αργά χρειαστεί. Μάς έχουν πει ότι θα φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη περίπου στις 15:45 αλλά κανείς μας δεν το έχει πιστέψει. Μάς ενδιαφερει να φτάσουμε. Οχι το πότε θα φτάσουμε.
Στο τελευταίο βαγόνι τουρίστες (από ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ευρώπη) βρίσκονται ανακατεμένοι με Ελληνες ηλικιωμένους. Ενας από αυτούς δηλώνει εραστής του σιδηρόδρομου: “Τρένο, τελείωσε. Κάθε ταξίδι έχει ανασφάλεια, και το σημερινό και αυτό του γυρισμού. Ασφαλώς και γνωρίζω ότι θα μπορούσα να είμαι και εγώ στο μοιραίο τρένο. Αλλά επιμένω. Ανετο το ταξίδι, μπορώ να απλώσω τα πόδια μου, να τεντωθώ, να πάω και τουαλέτα. Στο ΚΤΕΛ μέχρι να κάνουμε στάση, κάθομαι σχεδόν ακίνητος. Βλέπεις;” μάς δείχνει έξω.
“Βλέπεις το υλικό που είναι παρατημένο; Κανείς δεν το πρόσεχε τόσα χρόνια, οι πάντες έκλεβαν” επιμένει όταν πράγματι βλέπουμε και εμείς σιδηροδρομικό υλικό δεξιά από τις ράγες. “Μα τι να πει κανείς;” αναρωτιέται κάτω από το άσπρο μούσι του ο κυριως με την εμφανώς βορειοελλαδίτικη προφορά.
Παλαιοφάρσαλο στις 13:57. Εχουμε κάποιους νέους επιβάτες. “Για Θεσσαλονίκη πάτε;” ρωτάμε ένα ζευγάρι. “Ναι, Θεσσαλονίκη”. “Ηταν δύσκολο να το αποφασίσετε, ειδικά σήμερα;”.
Ενα απαλό χαμόγελο της κυρίας και μία απάντηση γεμάτη αυτοπεποίθηση και θάρρος: “Οχι, καθόλου δύσκολη.Τι να φοβηθούμε άραγε σε ένα σχεδόν άδειο τρένο σε μία σχεδόν άδεια σιδηροδρομική γραμμή; Τι αλλο θα μπορούσε να συμβεί; Και στο κάτω-κάτω, αν είσαι τριτοκοσμική χώρα, αυτά τα τρένα θα έχεις. Σοκαριστήκαμε από το δυστύχημα, το δίχως άλλο. Αλλά δεν θα σταματήσουμε να ταξιδεύουμε ούτε θα καταργήσουμε το σιδηρόδρομο”. Σαφές; Σαφές.
“Δημοσιογράφος είπες ότι είσαι; Μα τι τραβάς και εσύ” συμπληρώνει με νόημα και ένα ανεπαίσθητα ειρωνικό μειδίαμα. Ακούστηκε σαν κριτική, ίσως και να ήταν. Την βάλαμε και αυτή στις αποσκευές μας. Ο κόσμος σήμερα δεν συμπαθεί τους δημοσιογράφους.
Η κόρνα σαν ουρλιαχτό
Φτάνουμε Λάρισα, στις 14:21. Ξέρουμε από πριν, έχουμε ενημερωθεί ότι στο σημείο του δυστυχήματος, ο μηχανοδηγός θα κόψει ταχύτητα. “Σε λίγα λεπτά θα περάσουμε από τη γέφυρα των Τεμπών” ακούμε το μήνυμα.Το βαγόνι του κυλικείου έχει μετατραπεί σε άτυπο τηλεοπτικό στούντιο. Κάμερες, φώτα, μικρόφωνα αλλά παρόλα αυτά επικρατεί ησυχία. Κανείς δεν μιλά, οι πάντες κοιτούν απ’ έξω, έχοντας ετοιμάσει κάμερες και κινητά τηλέφωνα. “Σβήστε τα φώτα” φωνάζει ένας καμεραμάν, “κάνει αντανάκλαση”.
Σβήνουν, βασικά, τα πάντα για τρία τέσσερα λεπτά. Ακόμα και ένα ξεχασμένο κινητό που χτυπάει δεν σπάει την αγωνία της στιγμής. Μα γιατί αγωνιούμε; Μήπως θα ξαναγίνει σύγκρουση; Το ξέρουμε ότι δεν θα ξαναγίνει αλλά η καρδιά μας χτυπάει γρήγορα, πολύ γρήγορα σαν να επίκεται ένα είδους τέλος. Το κορνάρισμα του μηχανοδηγού στο μικρό τούνελ κόβει το χρόνο στα δύο. Είναι το “σήμα” ότι “κοιτάξτε, εδώ σκοτώθηκαν 57 άνθρωποι”. Και ξαφνικά για μερικά δεύτερα, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία πέρα από αυτές τις 57 ψυχές. Σιωπή.
Σιωπή βέβαια, τι άλλο; Οτιδήποτε άλλο δεν θα το συγχωρούσαμε στους εαυτούς μας. Μόλις αυτός ο βουβός θρήνος τελειώνει, επιστρέφουμε στην πεζή πραγματικότητά μας. Δεν ήμασταν όμως ίδιοι καθώς μερικές στιγμές νωρίτερα είχαμε βαπτιστεί με το ιερό νερό της ανείπωτης θλίψης. Ηταν δικοί μας αυτοί οι άνθρωποι. Και ας μην τους ξέραμε.
Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε με 35λεπτη καθυστέρηση. Ουδείς παραπονέθηκε. Είχαμε φτάσει και αυτό είχε σημασία. Βγάλαμε από τις τσέπες τα κινητά μας και πήραμε τηλέφωνο. “Ελα, έφτασα” ψιθυρίσαμε, σχεδόν με ντροπή. Λες και δεν έπρεπε…
Ο Ανδρέας Παυλίδης, η Θώμη Πλακιά, η Χρύσα Πλακιά, η Αναστασία Πλακιά, η Κέλλυ Πορφυρίδου, ο Ντένις Ρούτσι, η Σοφία-Ειρήνη Ταχμαζίδου, ο Ιωάννης Τζοβάρας, η Αγάπη Τσικλίδου, η Ελένη Τσίντζα, η Αφροδίτη Τζιώμα, ο Γεώργιος Φωτόπουλος, η Ελισάβετ Χατζιβασιλείου, ο Παναγιώτης Χατζηραλάμπους, η Βασιλική Χλώρου, η Ελπίδα Χούπα, η Μάρθη Ψαροπούλου και άλλοι 40 άνθρωποι δεν απέκτησαν ποτέ αυτή τη δυνατότητα γιατί δεν έφτασαν ποτέ…