ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑ 4 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΦΕΡΝΟΥΝ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΥΓΗ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ

Σκότη, Περλέγκας, Σκεύας και Καλαβριανός μιλούν για τη σκηνοθετική τους εμπειρία.

Το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου πήρε φέτος μια σπουδαία πρωτοβουλία σε ό,τι αφορά τα έργα που θα παρουσιαστούν στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου. Τέσσερις σύγχρονοι συγγραφείς, η Αλεξάνδρα Κ*, ο Γιάννης Μαυριτσάκης, η Αμάντα Μιχαλοπούλου και ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, γράφουν με ανάθεση του Φεστιβάλ από ένα σύγχρονο έργο, συνομιλώντας με τη Μήδεια, τις Βάκχες και τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, και τις Τραχίνιες του Σοφοκλή. Τέσσερα νέα έργα, με ορίζοντα τέσσερις πρωτότυπες σκηνοθεσίες, που υπογράφουν οι Γιάννος Περλέγκας, Γιώργος Σκεύας, Γιάννης Καλαβριανός και Ελένη Σκότη, έρχονται στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου.

Πώς είναι να βρίσκεσαι σε διάλογο με το παρελθόν μέσα από την οπτική, τη ματιά και το λόγο του σήμερα; Τι διαφορετικό θα δούμε σε αυτές τις παραστάσεις αλλά και τι κάνει διαχρονικά τα θέματα των τραγικών και πόσο σημαντική είναι η πρωτοβουλία του Φεστιβάλ, μας εξήγησαν οι τέσσερις σκηνοθέτες του ενιαίου καλλιτεχνικού εγχειρήματος αυτού, αφού αποδέχτηκαν την πρόταση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Κατερίνας Ευαγγελάτου.

Ελένη Σκότη- Το σπίτι με τα φίδια του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη

«Η αρχική μου στάση απέναντι στην πρόταση του Φεστιβάλ ήταν επιφυλακτική, γιατί είχα πολλά πράγματα να κάνω. Αλλά είπα “Ναι, στείλτε μου να το διαβάσω” όταν έμαθα ότι το έργο είναι του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, που χρόνια τώρα τον έχω πλησιάσει πολλές φορές να συνεργαστούμε, και όντως μου άρεσε πολύ», εξηγεί η σκηνοθέτης της παράστασης «Το σπίτι με τα φίδια».

Όπως λέει από την πρώτη κιόλας ανάγνωση κατάλαβε ότι ο συγγραφέας: «ναι μεν ακολουθεί κάποια βασικά θέματα από το αρχαίο κείμενο αλλά δεν τον εγκλώβισε το έργο. Το έκανε δικό του. Από μόνο του έχει τη δική του δυναμική. Έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεση της γυναίκας».

Τοποθετημένο στο 1978 «μια εποχή με μεγάλο ενδιαφέρον, κυρίως επειδή δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα τότε», όπως εξηγεί και με τη Διηάνειρα να μετονομάζεται σε Ντιάνα, το έργο εστιάζει σε 6 πρόσωπα από τα οποία τα 5 είναι γυναίκες. Όσο για τη Ντιάνα, «αυτό που με ιντρίγκαρε είναι ότι παρ’ όλο που είναι μια σύγχρονη γυναίκα με τα όλα της, είναι κι αυτή σήμερα ανάμεσά μας μία γυναίκα εγκλωβισμένη μέσα από τον έρωτα κι εξαρτημένη από έναν άνδρα», σημειώνει η σκηνοθέτης.

«Αυτό είναι ακόμα ανάμεσά μας σαν κατάσταση, σαν θέμα. Η δύναμη και η επιρροή που μπορεί να έχει το ανδρικό πρότυπο πάνω στη γυναίκα, σήμερα. Πώς στην δική μας περίπτωση μία γυναίκα βλέπει τον εαυτό της μέσα σε αυτό το σπίτι και γιατί παρόλο που είχε όλα τα εφόδια, δεν τον χώρισε τον Ηρακλή; Ο Ηρακλής στο δικό μας κείμενο είναι ένας μεγάλος επιχειρηματίας που κάνει και σκοτεινές δουλειές κι είναι πολύ πλούσιος, κι έχει τη γυναίκα του εκεί κρυμμένη με την οικογένειά του στις Τραχήνιες χρόνια. Κι αυτή η γυναίκα όποτε γυρίζει είναι εκεί με τα όλα της, την ομορφιά της, την ερωτική της διάθεση, να τον ικανοποιήσει. Είναι ερωτευμένη αλλά εμμονικά. Αυτή η συνεξάρτηση είναι αρρώστια. Ακόμα κι όταν γράφτηκε το έργο του Σοφοκλή ήταν ένα θέμα του ο έρωτας και το πώς όταν είναι στην ακραία του μορφή, όταν δεν μπορεί κανείς να κινηθεί με τη λογική, με το μέτρο, δεν έχει τη σοφία να μπορεί να κρίνει καταστάσεις, θα καεί», εξηγεί για την υπόθεση του έργου.

Οι γυναίκες έχουμε μεγαλώσει με έναν τρόπο ώστε να πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς έναν άντρα στο πλάι μας.- Ελένη Σκότη

«Η Διηάνειρα και στο αρχαίο έργο είναι παθητική. Είναι αρκετά αφελής, αθώα, δεν σκέφτεται να εκδικηθεί την καινούργια ερωμένη, την Ιόλη, που έχει φέρει ο Ηρακλής στο σπίτι και στο αρχαίο έργο και στο δικό μας. Είναι εμμονική με τον Ηρακλή, είναι το οξυγόνο της. Αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον, αυτή η εξάρτηση που μπορεί κανείς να έχει, που δεν αφορά μόνο το φύλο των γυναικών φυσικά. Συνήθως όμως, ακόμα και σήμερα μπορώ να πω ότι οι περισσότερες τέτοιες σχέσεις, έρχονται από το γυναικείο φύλο. Γιατί έχουμε μεγαλώσει με έναν τρόπο να πιστεύουμε οι γυναίκες ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς έναν άντρα στο πλάι μας. Είναι το πατριαρχικό στοιχείο, που μπορεί να μην το βλέπουμε τόσο έντονα, αλλά και πάλι είναι εδώ».

Μέσα από την Ιόλη βλέπουμε και την υγιή πλευρά του έρωτα. «Τι είναι ο έρωτας, σε όλο του το μεγαλείο; Ναι μπορούμε να πούμε ότι η Διηάνειρα είναι εξαρτημένη αλλά βλέπουμε και την Ιόλη που είναι ερωτευμένη και μέσα από αυτόν τον έρωτα γίνεται καλύτερος άνθρωπος, είναι πιο ισορροπημένη μέσα της στο έργο μας», σημειώνει η Ελένη Σκότη.

Το «Σπίτι με τα φίδια» πραγματεύεται ακόμα το ζήτημα της κοινωνικής υποκρισίας αλλά και το θέμα του χρόνου στο οποίο επίσης στέκεται η σκηνοθέτης. «Η Ντιάνα μεγάλωσε στα 60s που όλοι ήταν πιο ελεύθεροι και ως προς τη σεξουαλικότητα. Και τώρα που έχουν μεγαλώσει και ζουν στα πλούτη, έχουν γίνει φαινομενικά ανοιχτόμυαλοι και προοδευτικοί αλλά στην πράξη είναι αρκετά συντηρητικοί και κλειστοί. Έχει έναν γιο που είναι ομοφυλόφιλος, που ναι μεν το δέχεται και δείχνει προοδευτική αλλά βλέπεις ότι υπάρχει και μία υποκρισία σε αυτό το σπίτι. Ο γιος δεν μπορεί να μιλήσει ανοιχτά με τον πατέρα του, γιατί ο Ηρακλής είναι πολύ macho και θέλει την προσοχή του κι η μητέρα του ναι μεν τον αποδέχεται αλλά δεν τον καταλαβαίνει», εξηγεί.

«Επιπλέον ασχολείται με το στοιχείο του χρόνου και πώς εκείνος καταστρέφει και το σώμα μας γιατί μεγαλώνουμε αλλά και το πώς ζούμε τη ζωή μας μέσα σε αυτόν. Ο χρόνος έχει βαλτώσει σε αυτό το σπίτι, δεν εξελίσσονται τα πράγματα απλώς γερνάει το όλο πράγμα. Βλέπεις μια εμμονή σε αυτή την οικογένεια με την ομορφιά και την καταστροφή της λόγω χρόνου. Σαν χορό έχουμε δύο γυναίκες, που κάποτε κατοικούσαν σε αυτό το σπίτι και έχουν πεθάνει κι είναι στο μυαλό της Ντιάνας, ουσιαστικά είναι ο εσωτερικός εαυτός της, και της μιλάνε και της δίνουν συμβουλές, αλλά σιγά σιγά το μυαλό της την εγκαταλείπει», προσθέτει.

Το ζήτημα του χρόνου ως προς τον διάλογο του χθες με το σήμερα η Ελένη Σκότη το βρίσκει πολύ σημαντικό. «Είναι πάρα πολύ σημαντικός αυτός ο διάλογος με το Αρχαία κείμενα. Από μικρή μου άρεσε πάρα πολύ να διαβάζω μυθολογία, μου άρεσε πολύ και ο Carl Jung με τα αρχέτυπα, αλλά το κομμάτι που παίρνω ένα αρχαίο κείμενο και αντλώ έμπνευση από αυτό, είναι που μας κάνει να συνειδητοποιούμε ότι τα θέματά του είναι εδώ, είναι ανάμεσά μας. Τόσοι συγγραφείς από τον Σαίξπηρ μέχρι οποιονδήποτε σύγχρονο πάρουμε, βλέπουμε ότι έχει εντάξει στο έργο του θέματα από αυτά τα κείμενα. Με αυτό που γίνεται φέτος έχω ενθουσιαστεί. Θα ήθελα και πάρα πολύ να κάνω κι ένα αρχαίο κείμενο αυτούσιο. Αλλά και πάλι θα ήθελα να βρω ένα νήμα επικοινωνίας με το τώρα. Τα αρχαία έργα είναι αρχετυπικά, είναι μέσα στο υποσυνείδητό μας. Είτε το πάρεις με την αρχαία του μορφή και ψάχνεις να βρεις κομμάτια μέσα σε αυτό μέσα από τα οποία θα μιλήσεις στον άνθρωπο, είτε υπάρχει έμπνευση από το αρχαίο και μιλάει στο τώρα», εξηγεί.

Το σπίτι με τα φίδια, 09/07 έως 10/07/2021 στις 21:30

Γιάννος Περλέγκας – γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ*

Η πρόταση στον Γιάννο Περλέγκα ήρθε μέσα από την Κατερίνα Ευαγγελάτου. «Είμαστε μαζί από τη σχολή, γνωριζόμαστε από 17 ετών. Με πήρε κάποια στιγμή τον χειμώνα ενώ εγώ έκλαιγα ακόμα τη Στέλλα (σ.σ. Η Στέλλα με τα Κόκκινα Γάντια ανέβηκε για μία παράσταση σε live streaming από το Εθνικό Θέατρο), και μου πρότεινε αυτό το έργο. Το διάβασα, μου πρότεινε να είμαι και με τη συγκεκριμένη πρωταγωνίστρια, την Έλενα Τοπαλίδου με την οποία εγώ καιγόμουν να δουλέψω. Ήταν ένα θετικό καταρχάς ότι ήταν η Έλενα, ήταν και αυτό το συγκλονιστικό κείμενο της Αλεξάνδρας Κ*», εξηγεί για τους λόγους αποδέχτηκε την πρόταση αυτή.

Μιλώντας για τη Στέλλα του επισημαίνω ότι το θέμα της γυναίκας δείχνει να τον απασχολεί στα έργα του. «Ασχολούμαι με το κομμάτι της γυναίκας με έναν τρόπο στις περισσότερες παραστάσεις που έχω κάνει κι έχω μεγάλη ευαισθησία με το ζήτημα », επιβεβαιώνει. Ο Γιάννος Περλέγκας βλέπει με έναν τρόπο το «γάλα, αίμα» ως μια προέκταση της Στέλλας.

«Η Αλεξάνδρα έχει τοποθετήσει τη δράση σε ένα χωριό της Πελοποννήσου το 1958 και κάνει μια μεταφορά μιλώντας λίγο και για τη δεκαετία του 50. Το γεγονός ότι και η Στέλλα μιλούσε λίγο για την Αθήνα εκείνης της εποχής, με οδήγησε αυτή τη φορά όπως είχα συνδέσει τη Στέλλα με τα ρεμπέτικα τώρα να συνδέσω τη Μήδεια με το δημοτικό τραγούδι. Και η μορφή του έργου της Αλεξάνδρας έχει έναν συνεχή κρυμμένο δεκαπεντασύλλαβο, είναι σαν τραγούδι όλο το έργο», επισημαίνει.

Ο μύθος της Μήδειας θα μπορούσε να στέκει και τη δεκαετία του 50 και στην αρχαιότητα και σήμερα. «Τη συνθήκη ότι είμαστε στην εποχή του 50 τη χρησιμοποιώ και δεν τη χρησιμοποιώ. Ο μύθος είναι πολύ μεγάλος και επειδή γράφτηκε και στη φόρμα του δεκαπεντασύλλαβου, αποκτά το έργο μια τέτοια σύνδεση με τον ίδιο τον Ευριπίδη και με την ποίηση, με τον λόγο του δημοτικού τραγουδιού, με μία Παπαδιαμαντική χροιά που έχει το έργο, γιατί έχει κάποια κοινά με τη Φόνισσα η Μήδεια από τη στιγμή που το τοποθετεί σε ένα χωριό και η Αλεξάνδρα. Κάνουμε μια απόπειρα σύνδεσης όλων αυτών των πραγμάτων», εξηγεί ο σκηνοθέτης.

«Η γυναίκα και η θυσία της γυναίκας υπάρχει και στο δημοτικό τραγούδι πάρα πολύ, ενώ το πρόσχημα και εδώ είναι ένας γάμος. Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται επειδή ο Ιάσωνας έχει αφήσει τη Μήδεια και παντρεύεται τη Γλαύκη, την κόρη του Κρέοντα στην Κόρινθο. Η Αλεξάνδρα έχει επιτείνει πολύ το στοιχείο του γάμου. Μακριά από τη δράση που βλέπουμε την ηρωίδα να συναντά όλους τους χαρακτήρες του έργου, ακούγεται και εκτυλίσσεται η προετοιμασία του γάμου και το γλέντι. Και με έναν τρόπο όλα αυτά τα τραγούδια του γάμου εξελίσσονται σε τραγούδια του χάρου ακούγονται ως πολύ φοβιστικά τραγούδια που ενώ περιγράφουν μια μεγάλη χαρά από κάτω υποβόσκει μια τραγωδία και μία τρομακτική ένταση», συμπληρώνει ο Γιάννος Περλέγκας.

Η Μήδεια παρότι σκοτώνει τα παιδιά της, στην πραγματικότητα κι εκείνη τον εαυτό της σκοτώνει. – Γιάννος Περλέγκας

Η κοινωνία και το τραγούδι παίζουν τον δικό τους πρωταγωνιστικό ρόλο στο «γάλα, αίμα». «Εννοείται ότι τη διαδρομή της ηρωίδας παρακολουθούμε αλλά υπάρχει πολύ δυνατό το αίσθημα της κοινωνίας στο έργο της Αλεξάνδρας. Έχει πολύ να κάνει με τη γυναίκα και πώς την αντιμετωπίζει η κοινωνία. Η Μήδεια παρότι σκοτώνει τα παιδιά της, στην πραγματικότητα κι εκείνη τον εαυτό της σκοτώνει. Ο Ευριπίδης την βγάζει στον ήλιο, την παίρνει το άρμα του και είναι σαν να τη δικαιώνει. Κι εδώ έχουμε μια τεράστια δικαίωση απλά μέσω του θανάτου. Υπάρχουν στιγμές που το έργο της Αλεξάνδρας, νιώθω ότι δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει το έργο του Ευριπίδη», σημειώνει ο σκηνοθέτης και μιλά για τη γραφή της Αλεξάνδρας Κ*.

«Είναι μια πολύ δυνατή γραφή με πολύ εμπεδωμένη την αίσθηση της παράδοσης, μία βαθιά γνώση του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχει μία ιδιαίτερη ευαισθησία πάνω σε αυτό το θέμα από την Αλεξάνδρα και την αγωνία της να δώσει στο έργο αυτή τη μορφή, οπότε γίνεται μια απόπειρα σύνδεσης όλων αυτών των πραγμάτων και του μύθου αυτού που είναι από τους πιο πλούσιους αρχαίους ελληνικούς μύθους αν βάλουμε μέσα και το γεγονός της Αργοναυτικής εκστρατείας», επισημαίνει.

Η Αργοναυτική εκστρατεία έρχεται στην δεκαετία του 50 και μεταμορφώνεται στον εμφύλιο πόλεμο. «Η Μήδεια και ο Ιάσωνας γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν παράφορα κατά τη διάρκεια μίας αδιανόητης εκστρατείας, η οποία απασχολεί και τον Ευριπίδη πολύ και την Αλεξάνδρα με έναν τρόπο. Αυτή η μεταφορά της αργοναυτικής εκστρατείας στη δεκαετία του 50 αντικατοπτρίζεται μέσα στο έργο της Αλεξάνδρας στο ότι ο Ιάσωνας ήταν αντάρτης. Αυτό εγείρει νέα ερωτήματα για το πώς συνδέεις αυτή τη σκέψη με το τι είναι ο Ιάσωνας πραγματικά και γιατί παρατάει τη Μήδεια μετά από αυτό, τι σήμαινε αυτό για τη δεκαετία του 50 και με ποιον τρόπο μπορούμε να συνδεθούμε σήμερα με την Αργοναυτική εκστρατεία για να καταλάβουμε και την πλευρά του Ιάσωνα», καταλήγει ο σκηνοθέτης.

Γάλα, αίμα 16/07 έως 17/07/2021 στις 21: 30

Γιώργος Σκεύας – Κρεουργία του Γιάννη Μαυριτσάκη

«Όλα ξεκινάνε από το κείμενο. Διαβάζοντάς το άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπάρχει μια περιοχή που με ενδιαφέρει σε σχέση με το κείμενο και το σύμπαν το οποίο πλάθεται μέσα σε αυτό. Φτιάχνει ένα σύμπαν με αναφορές υπόγειες αλλά σαφείς με ένα τρόπο στον κόσμο των Βακχών. Ο τρόπος που το έχει μεταφέρει σε ένα απόλυτα σύγχρονο περιβάλλον κι αυτές οι θεματικές που περνούν υπόγεια, αυτό με ενδιέφερε πάρα πολύ να το διερευνήσω. Θεωρώ ότι η σκηνοθεσία είναι μία διαδικασία ψαξίματος για να μπορέσεις να πας σε μία περιοχή όπου θα μπορείς να αισθανθείς. Για μένα πρώτιστο μέλημα είναι να μπορεί ο θεατής να αισθανθεί και μετά να καταλάβει, αν δεν αισθανθεί δεν μπορεί να καταλάβει. Πρέπει να μπει σε έναν κόσμο», σημειώνει ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας για τους λόγους που τον οδήγησαν να πει το «ναι» στην πρόταση της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας του Φεστιβάλ, Κατερίνας Ευαγγελάτου.

«Στην Κρεουργία τα πρόσωπα έχουν τα ονόματα των ηρώων των Βακχών. Το σήμα δίνεται από τον συγγραφέα, αφού το πρώτο πράγμα που διαβάζεις είναι τα πρόσωπα του έργου που είναι αυτά», σημειώνει για τη σύνδεση του κειμένου με αυτό των Βακχών. «Από εκεί και πέρα όλο αυτό δουλεύεται με έναν τρόπο πολύ υπόγειο, τουλάχιστον εγώ αυτό προσπάθησα κι αυτό νομίζω υπάρχει και στο κείμενο του Μαυριτζάκη. Το έργο είναι γοητευτικό, μυστηριώδες και προκλητικό υπό την έννοια ότι σε καλεί να βυθιστείς σε αυτό. Φτιάχνει ένα σύμπαν το κείμενο κι εγώ προσπαθώ βασιζόμενος πάνω του να φτιάξω ένα δικό μου σύμπαν μέσω της σκηνοθεσίας και να διερευνήσω πτυχές του με ό,τι αναπάντεχο συμβαίνει με το μυστήριο που κουβαλούν τα πρόσωπα, αλλά από την άλλη με μία καθαρότητα. Είναι στόχος η καθαρότητα στην αφήγηση για μένα», εξηγεί για το πώς διαμορφώνεται το νέο έργο «Κρεουργία».

Το παρελθόν είναι ενεργό με έναν τρόπο. Δεν το βλέπω ως κάτι μακρινό που κάποια στιγμή το θυμόμαστε και ασχολούμαστε με αυτό.- Γιώργος Σκεύας

Για τον Γιώργο Σκεύα έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι θα παρουσιάσει ένα σύγχρονο έργο σε ένα χώρο δεμένο με το Αρχαίο Δράμα. «Αυτό και μόνο το στοιχείο έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γι’ αυτό και η πρωτοβουλία του Φεστιβάλ και της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας νομίζω ότι έχει έναν στόχο. Ο συνδυασμός αναφορών σε σπουδαία κείμενα του παρελθόντος της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, μέσα από ένα πολύ σύγχρονο πρίσμα και μια επέκταση κι ένα άνοιγμα της προβληματικής στο τώρα και στο μέλλον θεωρώ (γιατί στο έργο το οποίο σκηνοθετώ νομίζω ότι γίνεται και μία προβολή στο μέλλον), και με αυτόν τον χώρο, το Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου που αγαπώ πάρα πολύ, νομίζω ότι κάνει ένα δέσιμο ιδιαίτερο. Μου φαίνεται ότι αυτό από τη φύση του κάνει την πρωτοβουλία κάτι που αξίζει να αγκαλιάσει κανείς και να έρθει και να δει τι μπορεί να συμβεί μέσα από μια τέτοια συνθήκη», τονίζει.

«Επιπλέον για μένα είναι πολύ σημαντικό το ότι ασχολούμαι με ένα κείμενο που πρώτη φορά θα παρασταθεί στη σκηνή. Μου δίνει χαρά, γεννιέται κάτι γιατί κι ένα κείμενο ολοκληρώνεται με την παρουσία του στη σκηνή. Αυτό είναι το θέατρο», προσθέτει ο σκηνοθέτης.

Η δική του σχέση με το παρελθόν είναι πάντα ενεργή κι αυτός ο διάλογος με αυτό πρέπει να μένει ανοιχτός για να προχωράμε. «Για μένα το παρελθόν είναι ενεργό με έναν τρόπο. Δεν το βλέπω ως κάτι μακρινό που κάποια στιγμή το θυμόμαστε και ασχολούμαστε με αυτό. Το παρελθόν εισβάλει στο παρόν και καθορίζει το μέλλον. Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει μια σύνδεση διαρκής. Όλα αυτά τα στοιχεία τα φέρουμε, είναι μια κληρονομιά τόσο ζωντανή και τόσο σπουδαία, δεν είναι τυχαίο που αυτά τα πράγματα μπορούν να εμπνέουν νέους δημιουργούς διαρκώς και δεν θα σταματήσουν», σημειώνει και προσθέτει: «Βλέπω το παρελθόν ως κάτι πολύ ενεργό που δεν χρειάζεται να το ανακαλεί κανείς, από τη φύση του το περιέχουμε και πρέπει να το αποδεχθούμε αυτό και να δούμε τι μας δίνει για το παρακάτω».

Κρεουργία, 23/07 έως 24/07/2021 στις 21:30

Γιάννης Καλαβριανός – Η Φαίδρα καίγεται της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Ο χρόνος είναι αυτός που έκανε ερεθιστική την πρόταση του Φεστιβάλ να σκηνοθετήσει το έργο «Η Φαίδρα καίγεται» της Αμάντας Μιχαλοπούλου για τον Γιάννη Καλαβριανό. «Το ζήτημα του χρόνου εμένα με απασχολεί τουλάχιστον στις τελευταίες μου παραστάσεις. Στο συγκεκριμένο μύθο η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές κι ο έρωτας που ξεσπά ανάμεσά τους ήταν το πρώτο ερέθισμα. Από την άλλη η διαφορετική διαχείριση του έρωτα στο σήμερα σε σχέση με τα χρόνια του Ευριπίδη επίσης ήταν πολύ ερεθιστικό. Έχουμε τη γνωστή ιστορία του Ιππόλυτου και της Φαίδρας, αλλά πάντα μέσα από την οπτική της εποχής που γράφτηκε και τότε ήταν ένας έρωτας ανεπίτρεπτος, σκανδαλώδης. Ήταν κι ένας έρωτας μέσα στην οικογένεια, μην το ξεχνάμε, ήταν ο γιος του συζύγου της. Στις μέρες μας δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα», σημειώνει.

«Μια γυναίκα 50 χρονών στις μέρες μας μπορεί άνετα να ερωτευτεί έναν άνδρα 25 ετών και να ζήσει μαζί του. Ο χρόνος δεν γράφει μέσα μας με τον χρόνο που έγραφε παλιότερα. Οι άνθρωποι σήμερα στα 50 τους μπορούν να ντύνονται όπως στα 40 ή στα 30 τους, δεν υπάρχει κάποια συγκλονιστική αλλαγή στις επιλογές τους. Γερνάμε πιο αργά πια, οπότε δεν μας φαίνεται και τόσο παράξενο να ερωτευόμαστε ανθρώπους με διαφορά ηλικίας. Συν το ότι μου δόθηκε ένα κείμενο της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που την ήξερα σαν πεζογράφο και ήταν ένα κείμενο που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον κι έτσι είπα το “Ναι”», συμπλήρωνε ο σκηνοθέτης.

Ο μύθος είναι η εκκίνηση και σε αυτή την περίπτωση για όσα θα δούμε στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου. «Πραγματικά το έργο μιλάει για μία γυναίκα στο σήμερα. Ο μύθος είναι η αφορμή των συγγραφέων γι’ αυτά τα έργα που γίνονται στη Μικρή Επίδαυρο. Δεν είναι απαραίτητο ότι θα κρατηθούν τα πρόσωπα και η πλοκή, εμείς ας πούμε δεν έχουμε Θησέα στην παράσταση, δεν εμφανίζεται ο σύζυγος της Φαίδρας. Όπως σημειώνει και η Αμάντα Μιχαλοπούλου, πιο πολύ έχει εμπνευστεί από τη Φαίδρα της Τσβετάγιεβα παρά από αυτή του Ευριπίδη», όπως επισημαίνει ο σκηνοθέτης.

Το να δίνονται παραγγελίες σε συγγραφείς για να γράφονται καινούργια έργα είναι πάρα πολύ σημαντικό.- Γιάννης Καλαβριανός.

Η διαχρονικότητα των έργων αυτών έγκειται για τον σκηνοθέτη στο γεγονός ότι ασχολούνται με ζητήματα ανθρώπινα, που μάλλον πάντα θα παραμένουν άλυτα. «Είναι ιστορίες αυτές, που ακριβώς επειδή τα ζητήματά τους είναι αφενός πανανθρώπινα άρα διαχρονικά, έτσι κι αλλιώς μας αφορούν. Τα θέματα τα οποία πραγματεύονται οι Τραγικοί είναι σύγχρονα γιατί είναι θέματα των ανθρώπων και τα ζητήματα αυτά δεν αλλάζουν μέσα σε 2000 χρόνια και ίσως και ποτέ. Το αρχικό υλικό είναι τόσο πολυποίκιλο και ενδιαφέρον, που δίνει αφορμές για πράγματα στο σήμερα. Το να δοθεί η ανάθεση σε αυτούς τους τέσσερις συγγραφείς να γράψουν έργα είναι έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρον. Φαντάζομαι ότι στις πολύ νεαρές ηλικίες ίσως να είναι και πιο οικεία τα σύγχρονα έργα, όταν δεν έχουν τριφτεί με τη γλώσσα και τη φόρμα των τραγικών. Αλλά όχι ότι δεν θα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή αν έβλεπαν τον κανονικό Ιππόλυτο, αν παίζαμε την κανονική ιστορία», εξηγεί.

Για τη σημασία αυτής της πρωτοβουλίας, ο Γιάννης Καλαβριανός συμπλήρωνει: «Είναι μία διαφορετική πρόταση γι’ αυτό και είπα εύκολα “ναι”. Δεν βλέπουμε συχνά τέτοιες απόπειρες και επίσης το να γράφονται έργα με ανάθεση είναι πολύ χρήσιμο για τη σύγχρονη δραματουργία. Τέτοιοι θεσμοί πρέπει να υποστηρίζουν τους νέους συγγραφείς, να τους δίνουν τέτοια ερεθίσματα για να γράφουν. Όλοι ξέρουμε ότι στο ελεύθερο θέατρο είναι πολύ πιο δύσκολο να συστήσεις ένα καινούργιο έργο, ακόμα κι ενός αναγνωρισμένου συγγραφέα. Το να δίνονται παραγγελίες σε συγγραφείς για να γράφονται καινούργια έργα είναι πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί τώρα έχουν το κύρος ενός θεσμού που τους δίνει ήδη μια διαφορετική εκκίνηση. Το να δίνεται ένα βήμα και μάλιστα σε τέτοιο επίπεδο είναι πολύ σημαντικό».

Η Φαίδρα καίγεται, 30/07 έως 31/07/2021 στις 21:30

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα