ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΣΙΑ ΠΟΥ ΣΑΡΩΝΟΥΝ
Οι μικροί Έλληνες οινοπαραγωγοί που διεκδικούν μια θέση στην παγκόσμια αγορά αλλά και στο τραπέζι κάθε ψαγμένου foodie.
Το «Λημνιό» του Τάτση, ένα κόκκινο κρασί ήπιας φυσικής οινοποίησης και βιοδυναμικής καλλιέργειας, και η «Χαρούλα» από το οινοποιείο Αργατία, με ποικιλίες ξινόμαυρου, νεγκόσκας και μαυροδάφνης, ήταν δύο από τις είκοσι επιλογές του Eric Asimov για την ετήσια λίστα του «20 Wines under $20» στις σελίδες των New York Times στις αρχές του χρόνου. Ο φημισμένος κριτικός κρασιού επέλεξε τις παραπάνω ελληνικές ετικέτες από δύο οινοποιεία που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Μακεδονίας, βάσει όχι μόνο της εξαιρετικής τιμής τους αλλά και της γεύσης τους, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον τόπο που παράγονται. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Simov αναδεικνύει κρασιά από τον ελληνικό αμπελώνα, αφού σε άλλο άρθρο του επιλέγει 12 ερυθρούς οίνους που θα έπρεπε – κατά τη γνώμη του – να γνωρίσει και ο υπόλοιπος κόσμος. Το Krasis από το οινοποιείο Sant’Or, η Λημνιώνα Ζαφειράκη, το Οργίων του Σκλάβου, το Mater Natura του Βαϊμάκη είναι μερικές από τις ετικέτες που ξεχωρίζει.
Κρασιά ήπιας οινοποίησης, από βιοδυναμικές καλλιέργειες και σπάνιες ποικιλίες μπαίνουν στο παιχνίδι που θέτει τον ελληνικό αμπελώνα στο προσκήνιο, τόσο στην παγκόσμια αγορά όσο και στην εγχώρια σκηνή. Κάβες, μπαρ και εστιατόρια εστιάζουν στην ανάδειξη παραγωγών που επιλέγουν τον δύσκολο δρόμο – αυτόν της μικρότερης παραγωγής χωρίς πρόσθετα. Από την άλλη, υπάρχει μια υπολογίσιμη δύναμη στο αγοραστικό κοινό που αναζητά την έκπληξη – στοιχείο που υπάρχει πάντα σε ένα φυσικό κρασί και διευρύνει τους οινικούς του ορίζοντες. Μπορεί η Ελλάδα να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τους μεγάλους παίκτες στις εξαγωγές (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία) όμως το hype που έχουν προκαλέσει αρκετοί οινοπαραγωγοί δεν είναι αμελητέο.
Οι μικροί Έλληνες παραγωγοί στην αγορά της Αμερικής
“Ο Οικονόμου πρώτα έγινε γνωστός στην Αμερική και μετά τον έμαθαν στην Ελλάδα” μου είχε πει κάποια στιγμή ο Γιάννης Σιγανός, φίλος του κρασιού, έμπορος τρίτης γενιάς και δημιουργός του Mr. Vertigo – κάβα που προμηθεύει όλη την ελληνική αγορά. Όταν αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στις ρίζες του, ο Γιάννης Οικονόμου κατάφερε να στρέψει τα βλέμματα του οινικού κόσμου στη Σητεία της Κρήτης. Ο Dionysi Grevenitis, Partner, New York Market Manager της DNS Wines, μιας εταιρείας που έχει ως έδρα της την Καλιφόρνια και δίνει έμφαση στα μικρά, εναλλακτικά οινοποιεία της Ευρώπης, μοιράζεται μαζί μας στατιστικά από τις πωλήσεις.
“Μπορείς να δεις ότι δεν έχει περάσει χρόνος (εκτός του 2016) από το 2015 που να μην έχει προστεθεί τουλάχιστον ένας νέος προμηθευτής. Προσθέτουμε παραγωγούς με πιο γρήγορους ρυθμούς, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Covid. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των παραγωγών δεν παράγει περισσότερα από 40.000 μπουκάλια ετησίως. Μερικοί δεν παράγουν καν 3.000 ετησίως. Σκέψου το αυτό έναντι των 9.000.000 φιαλών που παράγει κάθε χρόνο η εταιρεία Τσαντάλη”.
Το αρχικό potfolio της DNS, το 2012 με 2014, περιλάμβανε τα οινοποιεία Τρουπή (Μαντινεία), Κουτσογιαννόπουλου και Χατζιδάκη από Σαντορίνη, Οικονόμου (Σητεία), Ζαφειράκη (Τύρναβος) και Νεραντζή (Σέρρες). Το 2015 προστέθηκαν αυτά των Σκλάβου (Κεφαλονιά) και Γκλίναβου (Ζίτσα Ιωαννίνων), το 2017, ο Τάτσης (Γουμέννισα), το 2018, το Domaine de Kalathas (Τήνος), το 2019 ο αμπελώνας Magoutes (Σιάτιστα), το 2020 η Ιλιάνα Μαλίχιν (Ρέθυμνο) και το Akra Chryssos (Σαντορίνη) ενώ το 2021 τα Markogianni Winery (Ηλία), Aoton (Αττική) και Nicoluzo Estate (Κέρκυρα).
Τα τελευταία χρόνια, οι προσπάθειες του Dionysi έχουν οδηγήσει στην ανάδειξη των μικρών ελλήνων οινοπαραγωγών. “Έχουν εμφανιστεί νέοι, μικροί εισαγωγείς, που μιμούνται την επιτυχία του DNS, και μάλιστα Αμερικανοί, που δεν έχουν κανένα υπόβαθρο στο ελληνικό κρασί, άρχισαν να εισάγουν έλληνες παραγωγούς, καθώς η Ελλάδα θεωρείται τώρα μία έγκυρη, ακόμη και μία σημαντική επιλογή για κρασιά μικρής παραγωγής, με terroir.
Η ανάπτυξη οφείλεται σε διαφορετικούς παράγοντες, όμως είναι δύσκολο να πούμε ποιος είναι ο πιο σημαντικός χωρίς λεπτομερή ανάλυση. Τούτου λεχθέντος υπάρχουν τρεις παράγοντες: η έκρηξη εκλεκτών εστιατορίων σε μεγάλες πόλεις που έχουν μεγάλη ανάγκη για καλό κρασί (λέω καλό κρασί, και όχι ακριβό, μπορεί να είναι και τα δύο, αλλά δεν είναι συχνά το ίδιο), η ισχυρότερη παρουσία σε καταστήματα λιανικής σε εθνικό επίπεδο και η αποδοχή από τους Αμερικανούς σομελιέ ότι η Ελλάδα έχει κάτι να προσφέρει και συνεπώς συμπεριλαμβάνονται ελληνικά κρασιά ως επιλογές σε μη ελληνικά εστιατόρια. Κάθε ένας από αυτούς τους τρεις παράγοντες είναι από μόνος του πολύπλοκος και εμπεριέχει περαιτέρω ανάλυση” καταλήγει ο Dionysi.
Γιάννης Σιγανός, Γιώργος Χασιώτης, Μιχάλης Παπατσίμπας και Γιοβάννα Λύκου επιλέγουν τις ελληνικές ετικέτες που σκίζουν
Τα νούμερα μπορούν να δείξουν αν ένα κρασί σαρώνει στην αγορά και αυτό διαμορφώνει εν μέρει την εμπορικότητά του. Εν προκειμένων όμως, η έννοια του «σαρώνει» είναι διττή. Δεν είναι μόνο οι αριθμοί αλλά και το hype που δημιουργεί ένα κρασί, στην περίπτωσή μας στην εγχώρια αγορά, όπως για παράδειγμα του Domaine de Kalathas από την Τήνο. «Τα πολύ hot γαστρονομικά σημεία αυτή τη στιγμή θέλουν να έχουν ή έχουν στο μαγαζί τους τα κρασιά του Jerome Binda. Το οινοποιείο του Πετρακόπουλου ας πούμε δεν έχει μεγάλη παραγωγή, αλλά είναι εξαιρετικό. Πολύ καλά στις πωλήσεις μου πάει ο Ροδίτης από τον Τετράμυθο, ένα easy going κρασί και πολύ οικονομικό. Θα έλεγα σίγουρα το Μεταγειτνίων του Σκλάβου, γιατί με το που βγαίνει εξαφανίζεται στην παγκόσμια αγορά. Παλαιώνει τόσο όμορφα το Βοστιλίδι που το θέλουν όλοι. Βγαίνουν σύνολο δύο χιλιάδες φιάλες τον χρόνο και στην ελληνική αγορά μένουν οι μισές. Αλλά ο αντίκτυπος που έχει σε σχέση με τις φιάλες είναι τεράστιος. Και η επίδραση που έχει στο πώς φτιάχνουν άλλοι οινοπαραγωγοί τα κρασιά τους. Γι’ αυτές τις δύο χιλιάδες φιάλες που εξαφανίζονται σε έναν μήνα, μαλώνουν Γαλλία, Αμερική, Ιαπωνία και Ελλάδα” καταλήγει ο Γιάννης Σιγανός.
Ο Γιώργος Χασιώτης από την Trinity Wines ξεχωρίζει έξι ετικέτες, με πρώτη αυτή του οινοποιείου Τρουπή, το route gris 111, ένα “σύνθετο κρασί με έντονα τα χαρακτηριστικά των ποικιλιών και των αμπελοτόπων” όπως λέει. “Το όνομά του παραπέμπει στον παλιό επαρχιακό δρόμο που συνδέει τις περιοχές της Νεμέας και της Αιγιαλείας όπου καλλιεργούνται οι δύο πιο σημαντικές ερυθρές ποικιλίες της Πελοποννήσου. Το Αγιωργίτικο από τη Νεμέα και τη Μαυροδάφνη από την Αιγιαλεία. Ωριμασμένο για 6 μήνες σε μεταχειρισμένα δρύινα βαρέλια από το δάσος Nevers, εμφιαλώνεται χωρίς φιλτράρισμα και χωρίς άλλη επεξεργασία”.
Δεύτερη επιλογή το Chardonnay από το Κτήμα Κατσαρός, όπου παράγεται στην Κρανιά Ολύμπου. “Εκεί, ο Λαρισαίος γιατρός Δημήτρης Κατσαρός και η σύζυγός του Στέλλα παράγουν στο μικρό οικογενειακό οινοποιείο τους κρασιά που καθρεφτίζουν το terroir τους”. Το Amuse blanc Μαλαγουζιά από το Κτήμα Μουσών μπαίνει επίσης στη λίστα ενώ σειρά έχει το Μοσχούδι Ασύρτικο από το Κτήμα Παπαργυρίου. “Στην κοιλάδα των Μουσών, που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Θήβας, η οικογένεια Ζαχαρία δημιουργεί κρασιά που καθρεφτίζουν πλήρως το οικοσύστημα και το μικροκλίμα της περιοχής από το 1946” λέει ο Γιώργος και συνεχίζει: “Το 1978, ο γεωπόνος Αριστείδης Παπαργυρίου έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία του Κτήματος Παπαργυρίου. Σήμερα το Κτήμα διαθέτει αμπελώνες σε διαφορετικά υψόμετρα (ο παλαιότερος στα 240 μ και οι υπόλοιποι στα Σοφιανά Κορινθίας στα 800 μ.) ένα στοιχείο που δίνει τη δυνατότητα να στον Γιάννη και την Ελπίδα να πειραματίζονται με πολλές ποικιλίες σταφυλιού, δημιουργώντας αξιόλογες και πρωτοποριακές ετικέτες”. Τελευταία ετικέτα η Πύλη Λευκός από το Κτήμα Μιχαηλίδη, το οποίο βρίσκεται στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας. “Μια εύφορη περιοχή κοντά στους αρχαίους Φιλίππους, όπου τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν την καλλιέργεια της αμπέλου αλλά και τη χρήση πατητηριού ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους. Το 1992, η οικογένεια Μιχαηλίδη ξεκίνησε την εγκατάσταση ιδιόκτητου αμπελώνα με τη φύτευση 8 στρεμμάτων, ενώ σήμερα η συνολική έκταση ξεπερνά τα 100 στρέμματα. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι Ασύρτικο, Μαλαγουζιά, Chardonnay, Sauvignon Blanc, Gewurztraminer, Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc, Merlot και Syrah”.
Μέσα από το Materia Prima, ο Μιχάλης Παπατσίμπας δίνει βήμα σε μικρούς παραγωγούς και αναδεικνύει κρασιά ήπιας παρέμβασης. Στις πέντε ετικέτες που ξεχωρίζει ο ίδιος είναι ο Ερημίτης (2019, Μοσχάτο, Άθικτοι Οίνοι, ΕΟΣ Σάμου), το Sainte Obéissance (Άσπρο Ποταμίσι- Ροζακί, Domaine de Kalathas, Τήνος), το Migma Pet Nat, (2020, Μοσχάτο-Μαλαγουζιά, Χατζηβαρίτη, Γουμένισσα), το Orange (2020, Σαββατιανό, Νικολούζο, Αττική) και η Σαντορίνη (2014, Ασύρτικο, Αθηνά).
Η περίπτωση της Μαλαγουζιάς
“H Μαλαγουζιά είναι μία ποικιλία που αποδεικνύει πως το να είσαι ‘εμπορικός’ σημαίνει αγαπητός και όχι mainstream. Δε φοβάται τον ανταγωνισμό από καμία άλλη λευκή ελληνική ποικιλία και όσοι παραγωγοί κι αν παίξουν μαζί της, όσες νέες ετικέτες κι αν κάνουν την είσοδό τους στην αγορά, πάντα υπάρχει μία θέση στα ποτήρια των καταναλωτών γι’ αυτήν. Αρωματική, ντυμένη στα φλοράλ με πηγαίο φρουτένιο ταμπεραμέντο είναι μια από τις πιο αγαπημένες επιλογές. Η Μαλαγουζιά από το Κτήμα Γεροβασιλείου είναι το top selling λευκό κρασί του House of Wine σε αναλογία τιμής/ποσότητας για το 1ο εξάμηνο του 2021» λέει η Γιοβάννα Λύκου, sommelier, wine instructor και drinks editor, ενώ ξεχωρίζει με τη σειρά της και το Ασύρτικο Cuvee Monsignori 2018 από το Κτήμα Αργυρού. “Έχει μονοπωλήσει την προσοχή των καταναλωτών με πολλούς τρόπους: για την εξαιρετική του ποιότητα, τη μοναδική του προσωπικότητα αλλά και την αντιστοιχία τιμής. Είναι όμως κι ένα κρασί που οι καταναλωτές το αναζητούν γιατί συνεχώς σαρώνει στις βραβεύσεις και διακρίσεις τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων”.