ΤΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ “ΚΟΥΡΕΛΙΑ” ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΑΚΟΜΑ
“Digger”, «Γυμνά Οστά», Κ.ΒΗΤΑ + Πόπη Αστεριάδη, Youth Valley - σε ένα ασφυκτικό τοπίο, αυτό που κάποτε λέγαμε «εναλλακτική σκηνή» προσπαθεί να επιβιώσει.
Το Digger συστήνεται ως «ελληνικό γουέστερν». Έχει καουμπόηδες, η αδίστακτη Εταιρεία που θελει να σκάψει το βουνό κι αναχαιτίζει τις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας είτε προσφέροντας περισσότερα από τριάντα αργύρια, είτε απειλώντας. Έχει και ινδιάνους, Μουρίκης – Πανταζάρας μοιάζουν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον στο ρόλο των απομακρυσμένων πατέρα-γιου. Κι έχει ως πεδίο της μάχης το δάσος. Τους ενώνει, τους διχάζει, εκείνο είναι που θα αποφασίσει στο φινάλε και για την έκταση της κάθαρσης. Το ντεμπούτο του Τζώρτζη Γρηγοράκη που σάρωσε στα «ελληνικά Όσκαρ» κερδίζοντας 10 βραβεία Ίρις είναι μια ταινία που τολμά να ξαναδώσει στο ελληνικό σινεμά αφηγηματικότητα. Γυρισμένο στην Κοζάνη και τη Χαλκιδική δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για τα σημεία αναφοράς του. Σε μια πανδημική κινηματογραφική συνθήκη σαν τη σημερινή, το Digger έκοψε πριν ένα μήνα 2500 εισιτήρια στο πρώτο τετραήμερό του σε 3 αίθουσες στην Αθήνα.
Τα Γυμνά Οστά είναι δύσκολο να περιγραφούν. Θα μπορούσε κανείς να ξεμπερδέψει με κάτι σαν «sci-fi ελληνικό κόμικ», αλλά ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος κι ο κομίστας Κανέλλος Cob τοποθετούν το διαχρονικό μοτίβο «Άνθρωπος vs. Μηχανή» σε ένα επίπεδο φιλοσοφικό, συμβιωτικό αλλά και, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, υπαρξιακό. Ένας ξεχασμένος πλανήτης, σαπισμένος από τη ραδιενέργεια, μια μάχη επιβίωσης ανάμεσα σε νεκροφάγους κι ανθρωποφάγες μηχανές, η επόμενη πίστα μετά την ωμή δυστοπία. Αφήνει μια αίσθηση ψυχεδελικού Mad Max, είναι επηρεασμένο βαθιά από την κουλτούρα των video games (δεινός παίκτης Warhammer 40K o Παπαμάρκος) και την αισθητική του Moebius (όπως έσπρωξε προς τα κει τα πράγματα ο Cob), το Γυμνά Οστά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Polaris (καλοβλέποντας και προς το εξωτερικό) σε πρώτο τιράζ 2500 αντίτυπα.
Το Ένα Παιχνίδι είναι ένα χαμένο αριστούργημα της ελληνικής δισκογραφίας. Η Πόπη Αστεριάδη τραγουδά Κωνσταντίνο Βήτα διατρέχοντας με την συγκλονιστική φωνή της την απόσταση από το Νέο Κύμα στo trip hop και τα breaks που ήταν το σκληρό ηλεκτρονικό νόμισμα της εποχής που κυκλοφόρησε σε CD το άλμπουμ. Δεν είναι μόνο η εκτέλεση στο «Ταξίδι στη Γη» (διαφορετική από την έτσι κι αλλιώς εμβληματική στιγμή της στέρεο Νόβα δισκογραφίας), αλλά και το άλμπουμ που το 1998 μπορούσατε να ακούσετε με τη μαμά σας και σήμερα θα το κάνετε με την κόρη σας. Χάρις στην Veego Records που τον κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε βινύλιο σε 300 κομμάτια (τσεκάρετε και τα δύο ακυκλοφόρητα τραγούδια του Σταύρου Λογαρίδη, ηχογραφημένα πριν 40 χρόνια, που μόλις βγήκαν από το ίδιο label).
Ο κόσμος των Youth Valley είναι παστέλ. Είναι ο ήχος του Accidentally Wes Anderson. Μια χαρούμενη indie pop με προφανείς αναφορές στα βρετανικά 90s (ίσως και πριν καν γεννηθούν), προγόνους στην ιστορική αθηναϊκή συλλογή Try A Little Sunshine και μεταχίψτερ σημερινό κοινό που δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τα σόσιαλ μίντια του γκρουπ. To ντεμπούτο επτάιντσό τους (όπως και οι «ομόλογοί» τους Ta Toy Boy) κυκλοφόρησε σε 275 αντίτυπα από την Make Me Happy Records που εξακολουθεί να «μεγαλώνει, μεγαλώνει» γερά, ευαίσθητα indie παιδιά.
Και δεν ειναι μόνο αυτοί. Είναι η Inner Ear που με τις κυκλοφορίες της κράτησε ζωντανή την «σκηνή» τα χρόνια της κρίσης (VASSILINA και Green Was Greener τα δύο νέα ονόματα που μας σύστησε πρόσφατα). Είναι ο Στυλιανός Τζιρίτας με τη μακρα εναλλακτική διαδρομή (μουσικός, παραγωγός, performer, γραφιάς και ραδιοφωνικός παραγωγός) που στο Μάστερ Μπαζίλ (εκδ. Στο Περιθώριο) φαντασιώνεται στο Χάραμα της Καισαριανής τον Τσιτσάνη και την Μπέλλου να κάθονται μαζί με τον Μπόουι και τον Πολάνσκι. Είναι κι ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος, άλλος ένας δημοσιογράφος που έκανε το συγγραφικό άλμα με την Ντοπαμίνη (εκδ. Βακχικόν) – μια φρενήρη προσπάθεια να μεταφέρει το πνεύμα των μυθιστορημάτων του Μπρετ Ίστον Έλις στην ταλαιπωρημένη Αθήνα του σήμερα (ή έστω του χθες)…
Πότε σταμάτησε ο,τιδήποτε εναλλακτικό να μουτζουρώνει έστω και λίγο την mainstream ατζέντα;
Πότε ακούσατε για τελευταία φορά τη λέξη «αλτερνατίβα»; Πότε διαβάσατε για τελευταία φορά την φράση «νέα αγγλόφωνη σκηνή» που κάποια στιγμή, λίγο πριν γίνουν κάθε επόμενες δύο εβδομάδες «κρίσιμες», ήταν το πιο σύνηθες αφιέρωμα των (χάρτινων ακόμα) ελληνικών media; Πού πάει το “greek weird wave” όταν πεθαίνει; Τι αισθανθήκατε όταν είδατε «The Boy + Παύλος Παυλίδης στο Ηρώδειο», αμηχανία ή ενηλικίωση; Πότε σταμάτησε ο,τιδήποτε εναλλακτικό να μουτζουρώνει έστω και λίγο την mainstream ατζέντα;
Από τότε που άρχισαν να μετριούνται εξωνυχιστικά όλα, είναι μια απάντηση. Τα analytics σκότωσαν τη φαντασία. Αλλα υπάρχουν ακόμα κάποια «εναλλακτικά κουρέλια» που το προσπαθούν ακόμα (ακόμα κι αν δεν κάνουν trap). Αξίζει να τους τσεκάρετε.