ΤΑ “ΝΟΥΜΕΡΑ” ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ – Η ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΡΙΝ ΜΑΤΕΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ
Η δημοσιογραφία τελειώνει εκεί που ξεκινά η δίψα για τηλεθέαση. Η περίπτωση της τραγικής ιστορίας του Κολωνού το απέδειξε περίτρανα.
Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες παρακολουθούμε μια ακόμα αποτρόπαια υπόθεση, του επανειλημμένου βιασμού ενός κοριτσιού 12 χρονών από αριθμό ενηλίκων ανδρών και μάλιστα με λογική οικονομικής εκμετάλλευσης. Για την υπόθεση καθαυτή μπορεί όποια/ος θέλει να αναζητήσει πληροφορίες στα πολυάριθμα ΜΜΕ, διαδικτυακά και μη, οπότε δεν θα επεκταθώ.
Στο κείμενο αυτό θα ήθελα να εστιάσω στο ζήτημα της κάλυψης του θέματος αυτού (και άλλων παρόμοιων) από μερίδα των ΜΜΕ, διαδικτυακών και μη.
Ας ξεκινήσουμε με μια «θετική» διαπίστωση: Ευτυχώς δεν είναι όλα τα ΜΜΕ ίδια, και παράλληλα με όσα ΜΜΕ «βιάζουν» με τον τρόπο τους το παιδί ξανά και ξανά (και πολλά άλλα θύματα έμφυλης, ρατσιστικής κλπ. βίας), υπάρχουν και Μέσα τα οποία προσπαθούν να διατηρήσουν μια λίγο-πολύ ισορροπημένη προσέγγιση του όλου θέματος, εστιάζοντας στην παρουσίαση ουσιαστικών πληροφοριών και εξελίξεων επί του συγκεκριμένου θέματος (π.χ. πώς εξελίσσεται η νομική διαδικασία, εάν τα παιδιά της οικογένειας τελούν υπό την προστασία της πολιτείας ή την επιμέλεια συγγενών, εάν και ποιες πολιτικές εφαρμόζονται προς αποφυγή εκδήλωσης ανάλογων εγκληματικών συμπεριφορών κλπ.).
Ας πάμε τώρα στα κακά μαντάτα. Ότι υπάρχει, δυστυχώς ακόμα, μια μεγάλη μερίδα Μέσων, τα οποία έχουν επιδοθεί σε έναν αχαλίνωτο αγώνα κιτρινισμού της όλης υπόθεσης -δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά- προκειμένου με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν στον «αγώνα της ενημέρωσης», βασικά δηλαδή να κερδίσουν τηλεθεατές/ακροατές/αναγνώστες.
Ήμουν 18 χρονών όταν το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου 1998, ένας δραπέτης, ο Σορίν Ματέι, εισέβαλε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στα Κάτω Πατήσια και κράτησε για ώρες ομήρους μια ολόκληρη οικογένεια. Η κατάληξη εκείνης της υπόθεσης γνωστή. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ένα Μέσο, τον τότε ΣΚΑΪ, με το Σταμάτη Μαλέλη στη διεύθυνση των ειδήσεων και τον νέο τότε δημοσιογράφο Νίκο Ευαγγελάτο στην παρουσίαση του κεντρικού δελτίου ειδήσεων να αναλαμβάνουν ούτε λίγο ούτε πολύ ρόλο διαμεσολαβητών με τον κακοποιό (σε ζωντανή σύνδεση φυσικά-φυσικά), αντί μιας ανίκανης και μη εκπαιδευμένης σε τέτοιες καταστάσεις -μέχρι τότε τουλάχιστον- αστυνομίας.
Ο βασικός τους σκοπός «τα νούμερα», η αύξηση της τηλεθέασης, την οποία και πέτυχαν, καθώς η τηλεθέαση του συγκεκριμένου δελτίου ειδήσεων έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Επί τέσσερις ώρες, οι τηλεθεατές παρακολουθούσαν μια υπόθεση ομηρίας να εκτυλίσσεται ουσιαστικά μπροστά στα μάτια τους σε ζωντανή σύνδεση, μέσω της τηλεφωνικής σύνδεσης Ευαγγελάτου-Ματέι.
Οι δύο δημοσιογράφοι έχουν υποστηρίξει ότι με την απόφασή τους αυτή προσπάθησαν να διευκολύνουν τη διαπραγματευτική διαδικασία και να αποτρέψουν την όποια αρνητική εξέλιξη. Μπορεί όντως να το πίστευαν και αυτό. Το βασικό τους μέλημα, όμως, ήταν η τηλεθέαση, η προσφορά «συναρπαστικού», «μοναδικού» θεάματος στους τηλεθεατές (βλ. ένοπλη ομηρία). Σε κάθε άλλη περίπτωση, και εάν όντως ήθελαν να βοηθήσουν ανιδιοτελώς την όλη κατάσταση, θα μπορούσαν είτε να μεταβιβάσουν την ευθύνη της επικοινωνίας άμεσα στην αστυνομία (ως καθ’ ύλην αρμόδια), είτε να συνεχίσουν την επικοινωνία χωρίς να τη μεταδίδουν ζωντανά πανελλαδικά. Αυτές, όμως, οι επιλογές δεν φέρνουν «νούμερα».
Τα «νούμερα» -είτε υπό τη μορφή τηλεθέασης/ ακροαματικότητας/ πωλήσεων φύλλων, είτε υπό τη μορφή «κλικς»- παίζουν πάντα ρόλο στην ενημέρωση. Έχουμε εξάλλου να κάνουμε ως επί το πλείστον με κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, οι οποίες πέρα και πάνω απ’ όλα μεριμνούν για την οικονομική τους επιβίωση ή/και ανάπτυξη. Και αυτό είναι ένα πολύ βασικό πρόβλημα. Ο εγγενώς κερδοσκοπικός χαρακτήρας των Μέσων κάθε άλλο παρά «ενθαρρύνει» την επιτέλεση της δημοσιογραφίας υπό τη λογική ενός κοινωνικά επωφελούς λειτουργήματος, που θα πρέπει να έχει σαν βασικό γνώμονα τη βελτίωση της δημόσιας συζήτησης, την προάσπιση τα δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκεύματος, σεξουαλικής ταυτότητας ή προσανατολισμού.
Γι’ αυτό και σε πλείστες περιπτώσεις συναντάμε εκφορά λόγου μίσους, υπερ-έκθεση πτυχών της ιδιωτικής ζωής ατόμων, απόπειρες απαξίωσης θυμάτων, δολοφονίας χαρακτήρων κ.α. (ενδεικτικά αναφέρω τη δολοφονία της Zackie Oh/Ζακ Κωστόπουλου).
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι πρακτικές αυτές φαίνεται να γίνονται ανεκτές, ου μην και να επιδοκιμάζονται από σημαντικό μέρος της κοινωνίας, το οποίο φαίνεται να είναι γαλουχημένο τόσο από τα ΜΜΕ, όσο και από συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες σε ανάλογου είδους συμπεριφορές. Ο φυλετικός ρατσισμός και η πατριαρχική λογική/συμπεριφορά με τα οποία ερχόμαστε σχεδόν καθημερινά αντιμέτωπες/οι αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Από το 1998 έχουν ήδη περάσει σχεδόν 25 χρόνια και, δυστυχώς, παρά τις επανειλημμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες ΜΜΕ έχουν «πατήσει επί πτωμάτων», προκειμένου να κερδίσουν τον αγώνα της προσέλκυσης όσο περισσότερων τηλεθεατών/αναγνωστών/ακροατών/επισκεπτών, η κατάσταση παραμένει ουσιαστικά η ίδια με εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου του 1998.
Περιπτώσεις όπως η κάλυψη του βιασμού του 12χρονου κοριτσιού στον Κολωνό μας δείχνουν ότι παρά τις άπειρες δημόσιες συζητήσεις, αρκετά ΜΜΕ εμμένουν στην ανθρωποφαγική τους λογική και ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας εξακολουθεί να ανέχεται ή και να επικροτεί ακόμα αυτές τις πρακτικές.
Καταλήγοντας, θα κάνω μια προσπάθεια να κλείσω με «θετικό» τρόπο, παρά τη δυσοσμία που αποπνέει η σύγχρονη μηντιακή και κατ’ επέκταση κοινωνική πραγματικότητα.
Στην αρχή του κειμένου ανέφερα ότι υπάρχουν και ΜΜΕ που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους με αξιοπρέπεια. Είναι και στο χέρι μας, ως κοινό, να ενθαρρύνουμε τέτοιου είδους προσπάθειες που έχουν στο επίκεντρό τους την έννοια της ερευνητικής δημοσιογραφίας, της δημοσιογραφίας με σεβασμό στον άνθρωπο. Να παρακολουθούμε τέτοια μέσα, να επισκεπτόμαστε τέτοιες ιστοσελίδες, να γινόμαστε συνδρομήτριες/ές στηρίζοντας οικονομικά τέτοιες προσπάθειες.
Να γυρίσουμε την πλάτη σε Μέσα τα οποία στο βωμό του όποιου κέρδους δεν διστάζουν να «ξαναβιάσουν», να «ξανασκοτώσουν», να «ξαναβασανίσουν» ανθρώπους, προκειμένου να προσφέρουν φτηνή διασκέδαση στο κοινό. Να «εκπαιδευτούμε» με τη βοήθεια της ποιοτικής δημοσιογραφίας στο να αναζητάμε ουσιαστική πληροφόρηση και όχι θέαμα επιπέδου αρένας.