ΤΑ ΠΡΩΙΝΑΔΙΚΑ ΚΑΝΟΥΝ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ, ΟΧΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΚΤΙΒΙΣΜΟ
Είναι πασέ να ηθικολογούμε εναντίον της τηλεόρασης. Αλλά, όχι και να της επιτρέψουμε να ηθικολογεί εναντίον της κοινωνίας.
Αν κάτι μένει από το Τζούμας-gate, δηλαδή από τον τελευταίο ηθικό πανικό που μας ανέβασε στα ψηφιακά κάγκελα, είναι το χιλιοδιαπιστωμένο συμπέρασμα ότι (σχεδόν) τίποτα δε ζει στο ίντερνετ πάνω από 48 ώρες. Κι αν το συγκεκριμένο επεισόδιο ίσως κράτησε λίγο παραπάνω, αυτό οφείλεται στις «διευκρινιστικές» τηλεοπτικές εμφανίσεις του «κατηγορούμενου» (αν όχι ήδη) «ακυρωμένου» πρωταγωνιστή. Για τις οποίες αισθανθήκαμε άβολα όλοι οι υπόλοιποι, προφανώς, εκτός από εκείνους που συμμετείχαν.
Εξαγριωθήκαμε, ξεσπαθώσαμε, απαιτήσαμε «κεφαλή επί πίνακι», ξεθυμάναμε, προχωρήσαμε στο επόμενο.
Γιατί άραγε ταξιδεύει στον Άγιο Δομίνικο ο σύντροφος της Μαριέλλας Κουριεντή; Ω θεοί, γιατί; Θα είναι ίδιος ο Άγιος Δομίνικος μετά την άφιξή του; Θα υπάρξει ίσως «πακέτο σύνδεσης Σπύρου Μπιμπίλα» που να μοιράζει ισόποσα τον τηλεοπτικό του χρόνο ανάμεσα στα πρωινάδικα που τον διεκδικούν τώρα που γράφει καλά και «οικουμενικά»; Θα περάσουν άραγε όλοι οι άτεκνοι επώνυμοι Έλληνες από την ιερά εξέταση του Γρηγόρη Αρναούτογλου προκειμένου να απολογηθούν επειδή δε συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού όπως συνέβη με τον Γιώργο Αλκαίο;
Αυτή είναι η ελληνική τηλεόραση, αυτή ήταν πάντα και προφανώς δεν είναι η μοναδική στον κόσμο που κατακλύζεται από ριάλιτι, μεσημεριανάδικα κι «ελαφριές» εκπομπές. Είναι ανώφελο να κουλτουρολόγούμε θρηνώντας ότι «για κάθε έναν που είδε Φαραντούρη κι Αλκίνοο στο “Μουσικό Κουτί’, άλλοι έξι έβλεπαν Survivor». Είναι κι εντελώς πασέ να ηθικολογούμε για το «χαμηλό επίπεδο» της τηλεόρασης, ειδικά τώρα που οι διαθέσιμες επιλογές την έχουν κάνει ως και περιττή.
Αλλά, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε και στην τηλεόραση να ηθικολογεί έναντι της κοινωνίας. Μια τηλεόραση που εν έτει 2022 εξακολουθεί να είναι εκείνο το μέρος που συμπεραίνει «τι πιο σύνηθες από έναν Αλβανό με όπλο…».
Ας γυρίσουμε στην υπόθεση Τζούμα. Όσο ευνοϊκά διακείμενος κι αν είναι κάποιος -εγώ- που τον συναντά κάθε μέρα για μια δεκαετία (στην αλλαγή της πρωινής ραδιοφωνικής βάρδιας), η ατάκα για τις «φλύαρες γυναίκες» και τις γυναικοκτονίες δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά ατυχής κι άστοχη – ένα αναχρονιστικό φάουλ που δε διορθώνεται με τίποτα.
Τώρα που την πέσαμε ομαδόν σε έναν 78χρονο (ας πρόσεχε) που δεν μπαίνει ποτέ στο ίντερνετ (δηλαδή «δε θα στείλει»), ας ανοίξουμε και μια-δυο ακόμα -ίσως πιο ουσιαστικές – συζητήσεις.
Από την στιγμή που η θαρραλέα Σοφία Μπεκατώρου άνοιξε την πόρτα για το ελληνικό #metoo, είναι ολοφάνερη μια αγωνία να εφαρμόσουμε με το ζόρι cancel culture στο μικρό βαλκανικό χωριό μας. Επιτέλους θα πει κανείς, η Ελλάδα είναι ένα μέρος που ποτέ δεν υπέφερε από πολιτική ορθότητα (δεν μπορείς να υποφέρεις από κάτι που δεν υπάρχει), όπως ίσως συμβαίνει σε άλλα μέρη του κόσμου που η «κουλτούρα της ακύρωσης» τείνει να απονευρώσει τα πάντα με πρώτη πρώτη την αιρετική σκέψη και δημιουργία. Άλλωστε, ευτυχώς πάλι, καιρός ήταν να ανοίξουν τα στόματα και να αποκαλυφθούν υποθέσεις – Λιγνάδης, Φιλιππίδης, Παναγιωτόπουλος – με ποινικό σκέλος που λιγότερο ή περισσότερο «όλοι ήξεραν, όλοι γνώριζαν».
Όμως είναι διαφορετικό να είσαι σεξουαλικός κακοποιητής, ένοχος για revenge porn και κάποιος που είπε μια σεξιστική πατριαρχική κουταμάρα. Είναι όλα καταδικαστέα, αλλά δεν είναι όλα το ίδιο. Το τελευταίο, αυτό που αρκετά συμπεριληπτικά μπαίνει κάτω από την ομπρέλα «ρητορική μίσους» -μέχρι τώρα τουλάχιστον- ήμασταν εκεί, διαθέσιμοι και διατεθειμένοι να το αντιμετωπίσουμε. Κι όχι τελικά να γίνουμε μεγάφωνά του, απαιτώντας να σωπάσει όποιος λέει κάτι που δε μας αρέσει (ακόμα κι αν είναι απαράδεκτο). Ή να θέλουμε, μαϊμουδίζοντας την υπόθεση Κέβιν Σπέισι, να αφαιρεθούν οι σκηνές του Φιλιππίδη από τα παλιά επεισόδια των «Απαράδεκτων» – ευτυχώς έσβησε νωρίς αυτή η κουβέντα. Παιδιά, αγαπητοί social justice warriors ξανασκεφτείτε το, αν το βουλώσουν όσοι διαφωνείτε θα χρειαστεί να κάνετε shut down…
Κι έπειτα, είναι και το θέμα ποιος ξεκινά κάθε δεύτερη μέρα και μια διαφορετική ηθική σταυροφορία; Σε ποιους εμπιστευόμαστε να κρατάνε την ηθική πυξίδα της κοινωνίας; Σε αυτούς που στέλνουν ένα «παιδί» να ρωτήσει στο περίπου «κύριε Τζούμα, μπορείτε να μας πείτε κάτι ακραίο να γίνει της πουτάνας;»; Σε αυτούς που μετά το συσκευάζουν και το διαδίδουν κάνοντας τους σοκαρισμένους; Λες κι ανοίξαμε χθες την τηλεόραση και δεν ξέρουμε ποιοι έκαναν casual τον ρατσισμό/σεξισμό στη μικρή οθόνη όταν συμπεριφέρονταν σε κάθε σέξι κοπέλα ως βίζιτα (αδιάφορο αν ήταν κι εκείνη στο κόλπο) ή καλούσαν τους Χρυσαυγίτες στο στούντιο ως «παιδιά της διπλανής πόρτας».
Όχι, λοιπόν, «τα πρωινάδικα δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων» τον τελευταίο χρόνο. Απλά είδαν προς τα που φυσάει ο άνεμος, μυρίστηκαν αίμα κι έστησαν ένα υποκριτικό πανηγύρι. Με μοναδικό σκοπό να γίνεται φασαρία. Γιατί η φασαρία κάνει νούμερα. Και τα νούμερα φέρνουν δύναμη.
Το επόμενο «σκάνδαλο» που θα μας απασχολήσει (φυσικά όχι περισσότερο από ένα 48ωρο) δε θα αργήσει. Είναι αρκετά παρήγορο κι ελπιδοφόρο που πια ακαριαία εντοπίζουμε το «άδικο». Ίσως χρειάζεται να προσέξουμε και που δίνουμε το «δίκιο».