40 ΧΡΟΝΙΑ ΖΕΣΤΑ ΠΟΤΑ. “ΟΤΑΝ ΒΓΗΚΑΝ, ΟΙ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΙΟΙ ΕΦΑΓΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΚΡΑΞΙΜΟ”
Ντραμς μέσα σε τουαλέτες, σπρωξίματα, βόλεϊ με τα μικρόφωνα, ο “Φάνης” με μπαγλαμαδάκι αντί για “μεταλλιές”, η αναγνώριση από σκυλάδες αλλά όχι από έντεχνους, ο Ξεμαλλιάρης, ο Ανώριμος και ο Κύρος. Η τρικυμιώδης ιστορία του δίσκου μέσα από τα λόγια του θρυλικού Άκη Γκολφίδη.
Την 1η Απριλίου του 1985, ένας δίσκος που για χρόνια γυρνούσε από εταιρεία σε εταιρεία και όλοι τον απέρριπταν, βρήκε τον δρόμο του προς το μεγάλο κοινό. Ο Μανώλης Ρασούλης το πρότεινε -και επέμεινε-, η MINOS-EMI το δέχτηκε και έτσι ένα άλμπουμ που σήμερα είναι σαν να υπήρχε από πάντα, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μέσα στα Sierra Studios στη Μεσογείων.
Πίσω από την κονσόλα της ηχοληψίας, καθόταν ένας άλλος μεγάλος, ο 23χρονος τότε Άκης Γκολφίδης. Μαζί με ακόμη δύο αναντικατάστατους, τον Γιάννη Σπάθα και τον Νίκο Αντύπα, και την παραγωγή του δίσκου, δίνοντας έναν πρωτόγνωρο ήχο στα τραγούδια που έγραφαν οι αδερφοί Κατσιμίχα ήδη απ’ τα μέσα των ‘70s.
Τα “Ζεστά Ποτά”, ένα απ’ τα καλύτερα ντεμπούτα της ελληνικής δισκογραφίας, κλείνουν φέτος 40 χρόνια από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας τους.
Και μ’ αυτήν την αφορμή, ζητήσαμε από τον Άκη Γκολφίδη να μας πει ό,τι θυμάται από όσα έγιναν κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων. Τις ιδέες πίσω απ’ τα τραγούδια, τους πειραματισμούς, τις διαφωνίες, τις ασυνήθιστες πρακτικές, την πρωτότυπη ενορχήστρωση αλλά και την αποδοχή που άργησε να έρθει.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ
“Τους γνώρισα πολύ παράξενα. Ήταν ένα καλοκαίρι, όπου είχε χαλάσει το air condition στο στούντιο και ήμασταν με τα μποξεράκια, 40 ώρες κλεισμένοι μέσα εκεί, γράφοντας ένα άλλο session -ούτε που θυμάμαι ποιο.
Και μπαίνει ένας τύπος, “γεια σας”. “Γεια σου κι εσένα”. “Ποιος είναι ο Άκης ο Γκολφίδης;”. Λέω “εγώ”. “Μου είπαν να σου αφήσω αυτή την κασέτα”. Μου την αφήνει και φεύγει.
Ήταν η εποχή που έπαιρνα καμιά τριανταριά κασέτες την εβδομάδα να ακούσω κανά κομμάτι, μπας και γίνει καμιά παραγωγή. Ε, την άφησα στην άκρη όπως όλες τις άλλες.
Μετά από ένα τέταρτο ξανάρχεται. Κάτι ρωτάει για το τρόλεϊ, και μου κάνει κάπως εντύπωση. Και λέω “ρε παιδιά, μισό λεπτάκι” και βάζω την κασέτα να ακούσω. Και παίζει τον “Φάνη”.
Ο “Φάνης” ασφαλώς τότε δεν είχε καμία σχέση με τον “Φάνη” που ξέρουμε σήμερα, ήταν πολύ απλοϊκό. Αλλά είχε έναν στίχο… Και παθαίνω ήττα. Λέω “τι είναι αυτό;”.
Και σταματάω το session.
Την κασέτα μού την έφερε ο Χάρης, ο οποίος είναι ο πιο αντικοινωνικός άνθρωπος μετά τον Νικόλα τον Άσιμο. “Καλημέρα” του έλεγες, “άντε γαμήσου” σου απαντούσε.
Του είχε πει ο Νίκος Αντύπας να έρθει να με βρει. Τον παίρνω τηλέφωνο. “Ρε Νίκο, τι είναι αυτό;”. “Δεν είναι τρομεροί ρε; Θα τους κάνουμε;”. “Να τους κάνουμε”. “Ε, πάρε τον Ανώριμο”. Παίρνω τον Σπάθα. “Τι κάνεις;”. “Πλακάκια στην κουζίνα”. “Δεν έρχεσαι έτσι όπως είσαι στο στούντιο;”.
ΣΠΑΘΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΥΠΑΣ
Μου λείπουν πάρα πολύ και οι δύο, και ο Αντύπας και ο Σπάθας. Ο ένας ήταν ο “Ξεμαλλιάρης” και ο άλλος ο “Ανώριμος”. Ήμασταν “κολλητοί κολλητοί”.
Ήταν εντελώς αντίθετοι άνθρωποι. Ο Γιάννης ήταν φεύγα, δηλαδή πήγαινε να παίξει σε συναυλία και ήταν σε στυλ “α, κάτι ξέχασα”. “Τι ξέχασες;”. “Την κιθάρα”.
Κι ο άλλος ο Νίκος ήταν “να σου πω. Του χρόνου τον Φεβρουάριο την τάδε μέρα, τι κάνεις;”.
Καμία επαφή ο ένας με τον άλλον. Κι όμως, αυτά τα άτομα ήταν κολλητά.
Εγώ ήμουν το crossover. Ήμουν ο τροχονόμος.
Εκείνη την εποχή έγραφα και με τον Μάνο Χατζιδάκι. Όταν την επόμενη μέρα του είπα για τα Κατσιμιχάκια, μου λέει “είναι υπέροχα αυτά τα παιδιά! Υπέροχα!”.
Ο Μάνος δεν είχε πει ποτέ κακή κουβέντα για κάποιον, αλλά εδώ επέμενε.
Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟ ΘΕΩΡΕΙ ΧΑΜΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
Έρχεται ο Αντύπας, λοιπόν, έρχεται και ο Σπάθας και συνεννοούμαστε να κάνουμε τον δίσκο. Μου λέει ο Νίκος ότι δεν υπάρχει μπάτζετ από την εταιρεία γιατί δεν το πιστεύει κανένας το άλμπουμ. Το κάνουν έτσι για να γίνει. Για να τα πάει καλά η εταιρεία με τον Ρασούλη που τους έφερε τους Κατσιμιχαίους.
Αν ήταν σε στυλ “πάμε να κάνουμε κάτι για να πουλήσει” κτλ, δεν ξέρω αν έβγαινε αυτή η άνεση.
Ψάχνουμε, λοιπόν, πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που έχουμε στο μυαλό μας σε 80 ώρες. Σου βάζω σε παρένθεση ότι σήμερα σε 80 ώρες γράφεις ένα τραγούδι.
Η ιδέα μου ήταν να γράφουμε βράδια, 10 το βράδυ με 7 το πρωί. Οπότε να το χρεώναμε 10 με 4 για να γλιτώνουμε τρεις ώρες μέχρι να έρθει η καθαρίστρια. Δηλαδή να κάνουμε 120 ώρες και να χρεώσουμε 80 για να μπορεί να βγει το μπάτζετ. Και το δέχτηκαν.
Ήρθαν στην αρχή των ηχογραφήσεων, γνωριστήκαμε καλά και έγραψαν όλα τα κομμάτια τους: φωνή, κιθάρα και φυσαρμόνικα. Τίποτα άλλο.
Όσοι ήμασταν στο κοντρόλ, πάθαμε πλάκα όταν τραγούδησαν γιατί ακούσαμε ξαφνικά έναν διαφορετικό λόγο με διαφορετικό τρόπο.
Ήταν εντυπωσιακό -και τονικά και αρμονικά. Εννοούσαν κάθε στίχο. Ήταν πρωτόγνωρο όλο αυτό.
Τα παιδιά έρχονταν 5 η ώρα το πρωί, τραγουδούσαν και 6 η ώρα φεύγανε. Και δεν είχαν τη διάθεση “αχ, τι ώρα είναι αυτή” κτλ.
Και για τα δέκα τραγούδια, το σύνολο των ωρών της ηχογράφησης των φωνών να ήταν πέντε- έξι ώρες, τη στιγμή που μια τραγουδίστρια που θεωρείται τοπ, χρειάστηκε 110 ώρες για ένα μόνο τραγούδι.
Και αφού παίξανε τα παιδιά, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τον ήχο.
Λέγαμε και οι τρεις μας (εγώ, ο Αντύπας και ο Σπάθας) διάφορες ιδέες. Ήμασταν τρία παιδάκια, στην κυριολεξία, που παίζαμε. Φαντάσου ότι όταν κολλούσαμε, στήναμε μαζί με τους βοηθούς μου τις βάσεις των μικροφώνων μέσα στο στούντιο και παίζαμε βόλεϊ.
Ο “ΦΑΝΗΣ” ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ
Και αρχίσαμε και γράφαμε. Τσακωθήκαμε χοντρά με τα Κατσιμιχάκια. Και εγώ και ο Γιάννης και ο Νίκος. Αλλά συνήθως έτσι γίνεται στους δίσκους. Μιλάμε για σπρωξίδι, όχι μόνο στα λόγια.
Μια αιτία για να μαλώσουμε ήταν για παράδειγμα ο “Φάνης”. “Μας κατέστρεψες το κομμάτι”. Αυτό μας το ‘παν, επειδή αλλάζουν πολλοί ρυθμοί, αλλάζει το σχήμα και όλο αυτό ήταν ιδέα του Νίκου. Και μετά το πήρε ο Γιάννης και του άλλαξε τα φώτα.
Θα σου πω την υπόθεση με το μπαγλαμαδάκι για να καταλάβεις πόσο παρεΐστικα γινόταν όλο αυτό.
Ήταν να γράψει κάτι μεταλιές ο Γιάννης στον “Φάνη”. Δίπλα στο control έχει ένα δωματιάκι που οι μουσικοί αφήνουν τα όργανα τους για να μην τα κουβαλάνε αν είναι να γράψουν την άλλη μέρα. Εκεί ο Γιάννης είχε αφήσει την κιθάρα του και δίπλα της είχε αφήσει ένα μπαγλαμαδάκι ο Μαργιολάς, ένας μπουζουξής,
Πάει, λοιπόν, ο Γιάννης να πάρει την κιθάρα και βγαίνει με το μπαγλαμαδάκι. “Ρε κοίτα αυτό”, μου λέει. Και αρχίζει και παίζει. “Έτσι όπως είσαι, δεν πας στο μικρόφωνο;”, του λέω.
Μπαίνει στο στούντιο, και ενώ είχα το μικρόφωνο στημένο για φωνή, αντί να το κατεβάσει σήκωσε το μπαγλαμαδάκι στο ύψος του μικροφώνου, και έπαιξε απευθείας, χωρίς καν να φορέσει ακουστικά.
Και ηχογραφεί μία και έξω.
Και κάπως γελώντας, μου λέει “έλα, σβηστό”. Του λέω “δεν κατάλαβες, χάλασε το μαγνητόφωνο, έτσι θα μείνει”. “Τι θα μείνει ρε μαλάκα; Εγώ μπαγλαμαδάκι;”.
Μισούσε τα μπουζούκια. “Μην το ακούσει ο Αντύπας”, μου λέει. Τέλος πάντων, έρχεται ο Αντύπας. Πάω να του το βάλω και ο Σπάθας κάνει κάτι κινήσεις με το χέρι, σε στυλ “πω, τι θα ακούσω τώρα από τον Ξεμαλλιάρη”… Το ακούει ο Αντύπας, “γαμάει”.
Και το κρατήσαμε. Αυτό που υπάρχει στο κομμάτι είναι one take.
Ό, τι ιδέα και να είχε ο καθένας μας, κανείς δεν του έλεγε “όχι”.
Η σχέση μας ήταν “ωχ γαμώτο, πάλι βλακεία θέλει. Αλλά αυτό θέλει; Πάμε να το κάνουμε”.
Και ποτέ “αυτό ήταν δικιά μου ιδέα”. Όχι. Ήταν ομαδική ιδέα.
ΝΤΡΑΜΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ
Για το “Μια βραδιά στο Λούκι” είχε βγει ο Αντύπας στη Μεσογείων, 2 η ώρα το βράδυ και έψαχνε βίτσα. Και αφού τη βρήκε, γύρισε και τη γράψαμε. Αυτή ακούγεται πάνω στα τύμπανα.
Στις “Προσωπικές Οπτασίες”, ο Νίκος ήθελε να παίξει το hi-hat (σ.σ. πιατίνι στα ντραμς) μέσα στις τουαλέτες. Δηλαδή σε ένα στούντιο που σαν ακουστική είναι από τα καλύτερα στον κόσμο, ένας τεράστιος ντράμερ, ήθελε να παίξει το hi-hat στις τουαλέτες του. Και έτσι έγινε.
Ένα άλλο παράδειγμα. Γράφουμε το “Ρίτα Ριτάκι” και από πάνω στο β’ στούντιο έγραφε ο Φίλιππος Τσεμπερούλης ο σαξοφωνίστας. Και κατεβαίνει κάτω να μας πει ένα “γεια”. Η ώρα ήταν τέσσερις παρά πέντε. Τέσσερις η ώρα έμπαινε ο Αντώνης Βαρδής να γράψουμε για εκείνον.
Τότε μιξάραμε τα κανάλια στο “Ρίτα Ριτάκι”. Και τα κανάλια στην αναλογική ταινία είχαν γεμίσει. Δεν είχαμε άλλο κανάλι. Ωστόσο, του λέω “ρε συ Φίλιππε, δεν μπαίνεις μέσα να παίξεις ένα σαξόφωνο;. “Πού να παίξω; Και τι τόνο;”. “Βάζεις τα ακουστικά σου, του λέω, και με το που θα σου κάνω νόημα, παίζεις”.
Και το σαξόφωνο στο φινάλε είναι έτσι. Δεν ήξερε κανένας ότι θα μπει. Απλώς ήρθε να μας πει ένα “γεια”.
Και το γέλιο που ακούγεται στο τέλος του τραγουδιού είναι δικό του. Έπαιζε συνέχεια και περίμενε να του πω να σταματήσει. Αλλά εγώ έκανα fade out και δεν τον έβλεπα καλά, και μου έκανε νόημα σε στυλ “πες μου πότε τελειώνει” και γελούσε.
Δεν ισχύει ότι το “Ρίτα Ριτάκι” δεν το ήθελαν οι Κατσιμιχαίοι και ότι τους το επέβαλε η εταιρεία. Ο Νίκος επέμενε να μπει και οι Κατσιμιχαίοι ήταν σε στυλ “αφού το θες, δεν γαμιέται. Πάμε”.
Ήταν και λίγα τα κομμάτια για τον δίσκο, οπότε χρειαζόταν και κάτι για να συμπληρωθεί, για να γεμίσει. Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς δηλαδή, θα το βάζανε.
Η ενορχήστρωση και στο “Ρίτα Ριτάκι” ήταν επίσης ιδέα του Νίκου. Το τραγούδι ενορχηστρώθηκε, γράφτηκε και μιξαρίστηκε μέσα σε 1,5-2 ώρες. Είχε ένα casio ο Νίκος, βάλαμε κι ένα μικρόφωνο, γράψαμε το τέμπο και μετά ένας ένας μουσικός άκουγε αυτό το τέμπο και έπαιζε.
Εν τω μεταξύ, αυτή την ατμόσφαιρα, τα Κατσιμιχάκια δεν τη ζούσαν γιατί δεν ήταν εκεί. Κι έτσι όταν έρχονταν άκουγαν ένα άλλο κομμάτι απ’ αυτό που μας είχαν δώσει.
Αυτοί ήταν στην αρχή και λίγο πριν το τέλος.
“Σ’ ΕΝΑ ΥΠΟΓΕΙΟ ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟΥΤΟ”
Εμένα το αγαπημένο μου τραγούδι του δίσκου, και ενορχηστρωτικά και ηχοληπτικά, που μου έκανε πάρα πολύ καλό στην καριέρα μου, είναι “Το υπόγειο”.
Αυτό είναι ένα αριστούργημα που μπορεί να συγκριθεί με οποιοδήποτε άκουσμα από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και από οποιοδήποτε εποχή.
Δηλαδή η ιδέα του Νίκου να φορέσει ακουστικά, να παίξει ένα hi-hat το οποίο να ακούν οι άλλοι αντί για μετρονόμο και μετά να παίξει κάτι κόγκας και να βάζει κι άλλα μέχρι που να χτιστεί το κομμάτι… Ούτε ο Σπάθας ούτε εγώ καταλαβαίναμε τι είναι αυτό που πάμε να κάνουμε. Έγραφε διάφορους ρυθμούς που δεν έμειναν, αλλά πάνω σε αυτούς τους ρυθμούς έπαιζαν όλοι οι υπόλοιποι που τους άκουγαν. Και στο τέλος αφαίρεσε τους ρυθμούς και βγήκε ένα χ άκουσμα.
Αυτό για μένα ήταν πρωτόγνωρο. Ούτε στα βιβλία δεν το είχα διαβάσει.
Το κάνω μάθημα στους καινούργιους ηχολήπτες και εντυπωσιάζονται, παρότι με τη σημερινή τεχνολογία μπορεί να είναι πιο εύκολο να γίνει. Είναι αυτή η έννοια που λέμε σήμερα “groove delay”.
Τότε δεν υπήρχε ούτε σαν έννοια. Και σήμερα τους το μαθαίνω με τρία πράγματα: με το “Υπόγειο”, με Sting και με Prince.
ΣΤΙΧΟΙ
Υπήρξαν και στίχοι ή τίτλοι που άλλαξαν στην ηχογράφηση. Καταρχάς θυμάμαι πως όταν το “Υπόγειο” ήταν στο trackset, είχε τον τίτλο “Η λίμνη του Λιμόζ”. Έτσι λεγόταν στην αρχή. Ακόμα το έχω.
Στο “Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα” όλη η εισαγωγή άλλαξε. Ή στο “Ρίτα Ριτάκι”, όλη αυτή η εισαγωγή που είχε (“παλεύει το ποτάμι στη θάλασσα να μπει” κλπ) μπήκε πολύ μετά.
Μας είπαν ότι θέλουν να κάνουν μια διορθωσούλα, ήρθαν, το γράψανε και μετά με ψαλίδι μπήκε αυτό το κομμάτι στην αρχή του τραγουδιού.
Κόπηκαν και στίχοι. Για παράδειγμα στο “Γέλα πουλί μου”, υπήρχαν κι άλλοι αλλά ο Αντύπας επέμενε να είναι μόνο ρεφρέν στο τέλος, να είναι αυτό το αντίο του δίσκου. Οπότε κόπηκαν αρκετοί στίχοι.
Σε ένα κομμάτι, δεν θυμάμαι ποιο, είχε γίνει κάτι πολύ αστείο.
Κάτι είχε γίνει και ο προηγούμενος ηχολήπτης είχε αφήσει ένα εφέ στο μικρόφωνο και σε μια λέξη που ήταν να ακουστεί “σ” ακούστηκε “κ”. Ας πούμε ότι το “ξεκίνησες” ακούστηκε δηλαδή σαν “κεκίνησες”. Τότε δεν υπήρχε η ψηφιακή τεχνολογία που παίρνεις το “κ” και το κολλάς.
Ήμασταν στο στάδιο της μίξης, τα Κατσιμιχάκια είχαν φύγει οπότε εμείς ήμασταν σε μια κατάσταση “ωχ. Και τώρα τι κάνουμε;”.
Και του λέω του Αντύπα “μπες πίσω από το μικρόφωνο και λέγε μόνο ‘σ'”. Και εγώ με το fader έβλεπα το κείμενο και όπου υπήρχε λέξη με “σ”, ανέβαζα τον ήχο για να μπει το “σ” στη θέση του “κ”.
Ο ΡΑΣΟΥΛΗΣ
Όταν βγήκε ο δίσκος είδα στο εξώφυλλο να γράφει “παραγωγή Μανώλης Ρασούλης”. Η παραγωγή ήταν: Αντύπας, Σπάθας, Γκολφίδης. Με τη σειρά που σου λέω. Οι άλλοι από 45% και εγώ ένα 10%. Αυτή είναι η παραγωγή.
Από τις 120 ώρες στο στούντιο, 30 ώρες ήταν οι Κατσιμίχες και μία ώρα ο Ρασούλης για τη φωτογράφηση. Ήταν σε στυλ “πώς και από δω ρε Μανώλη;”. “Ήρθα να βγάλω τις φωτογραφίες”.
Γιατί όμως έγραφε “παραγωγή Ρασούλης”; Γιατί πάντα έτσι ήταν. Αφού φαντάσου, έκανα παραγωγή της Ελένης (σ.σ. Δήμου, είναι και η σύζυγός του) όπου δεν ήταν κανένας στο στούντιο και όταν έβγαινε ο δίσκος, έβλεπα ονόματα άλλων.
ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΘΑΨΙΜΟ
Όταν τελείωσε ο δίσκος όλοι -κυριολεκτικά όλοι- έλεγαν “είναι απαράδεκτο να βγει αυτή η μαλακία από αυτό το στούντιο”.
Όλοι ήταν εναντίον. Οι ηχολήπτες λέγανε “ρε συ Γκολφιδη, δεν είχες τα κέφια σου”, ο άλλος έλεγε δεν θα πουλήσει… Η εταιρεία έλεγε “δεν το συζητάμε καν”.
Άνθρωποι του ραδιοφώνου μου έλεγαν ότι είναι αστείο, ότι δεν μπορεί να παιχτεί 7λεπτο και 8λεπτο κομμάτι. Δεν θέλω να πω ονόματα. Όλοι. Και μερικοί που δεν ζουν.
Στην ερώτηση πώς γίνεται να μην είχαν καταλάβει τι αριστούργημα έχουν μπροστά τους, θα σου πω ότι γίνεται. Ήταν τόσο διαφορετικό για τότε. Άκου παραγωγές από το ‘84-’85, όχι μόνο από την Ελλάδα, από παντού. Και μετά άκου τα “Ζεστά Ποτά”.
Εσύ το βλέπεις μετά από δέκα χρόνια το τι γινόταν, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν πχ “χωρίς μπάσο ρε; Είναι δυνατόν;”. Η μπότα δεν ήταν πάντα στο ένα, δηλαδή ακούς μια μπότα και λες τι γίνεται; Ήταν στον αέρα όλα.
Πράγματι ο δίσκος δεν είχε και καθόλου μπάσο. Ο Ζηκογιάννης ήταν φιλαράκι, δηλαδή άμα του έλεγα θα ερχόταν και τζάμπα. Δεν ήταν θέμα οικονομικό. Ήταν ότι ο Αντύπας και ο Σπάθας είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο άκουσμα στο μυαλό τους.
Δηλαδή περισσότερο Σαλίφ Κεϊτά θύμιζε παρά Κατσιμίχες. Ήταν σαν αφρορόκ, έπαιρνε ένα παράξενο άκουσμα.
Ο δίσκος κυκλοφορεί, δεν πουλάει καθόλου, και τρώμε κράξιμο. Στιχουργικά, συνθετικά, ενορχηστρωτικά και ηχοληπτιικά. Κράξιμο σου μιλάω. Ένας μουσικοκριτικός ο Αργύρης Ζήλος το τι έγραψε.
Αφού έλεγε ο Σπάθας, “ρε μπας και έχουν δίκιο;”. Ο Αντύπας ήταν ακέραιος. “Δεν το συζητάμε, δεν είναι έτσι”.
Όπως και τα Κατσιμιχάκια. Ο Χάρης ήταν “δεν είναι έτσι”. Ο Πάνος ήταν “να το συζητήσουμε”.
Όχι, δεν μας είπαν τότε οι Κατσιμίχες “μας καταστρέψατε, μας χαλάσατε τον δίσκο” κλπ. Όταν ολοκληρωνόταν ο δίσκος είχαν ενταχθεί πια και αυτοί στην παρέα. Παίζανε και αυτοί μαζί μας βόλεϊ στο στούντιο.
Και ήταν ακόμα πιο τρελοί από μας. Για παράδειγμα ήθελαν reverse στις φωνές. Δηλαδή ενώ στην αρχή δυσκολεύτηκαν να κουρδίσουν με το καινούργιο τους άκουσμα, μετά ήθελαν ακόμα πιο τρελά πράγματα.
Για παράδειγμα στο “Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα”, ο Χάρης ήθελε να βάλει την ταινία να παίζει ανάποδα. Του έλεγα “δεν θα ακούγεται, δεν θα καταλαβαίνουν τον στίχο”. “Δεν με νοιάζει”, μου έλεγε.
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
Ο δίσκος άρχισε να πουλάει μετά από κανά επτάμηνο, οκτάμηνο, όταν βγήκε η δεύτερη έκδοση που έγραφε απέξω “Περιέχει την επιτυχία Ρίτα Ριτάκι”.
Μέχρι και σήμερα μου ζητάνε ήχο Κατσιμιχαίων. Η απάντηση που τους δίνω είναι “ασφαλώς και μπορεί να γίνει”. “Για λέγε πώς”. “Φώναξε τον Νίκο και τον Γιάννη”.
Και εν ζωή όταν ήταν, το ίδιο έλεγα.
Στο οπισθόφυλλο του δίσκου, στις ευχαριστίες, με αναφέρουν ως Κύρο. Γιατί Κύρος; Έμπαινε ο άλλος να τραγουδήσει, άκουγε το αποτέλεσμα και μετά έλεγα “αφήστε με λιγάκι” και το έφτιαχνα κάπως. Οπότε όταν ερχόταν ξανά, άκουγε ένα άλλο πράγμα από αυτό που είχε ηχογραφήσει. Για την εποχή δεν ήταν συνηθισμένο.
Παρεμπιπτόντως, ο Σπανός με φώναζε “Γκόλφω” και ο Σπάθας “Βαρεμένο”.
Δεν πληρώθηκε κανένας μας τότε. Δεν ξέρω αν αργότερα που άρχισε να πουλάει ο δίσκος έβγαλαν λεφτά ο Νίκος και ο Γιάννης, γιατί και αυτοί χύμα του κερατά ήτανε. Δηλαδή αν πληρώνονταν τα λεφτά που έπρεπε, η μισή Αθήνα θα ήταν δικιά τους.
Εμένα με είχε πάρει τηλέφωνο ο Γιώργος Κυβέλoς, στέλεχος της εταιρείας, και μου είχε πει ότι είναι να γίνει μία παραγωγή του Ρασούλη. Του είχα πει όμως “δεν είμαι σε φάση” γιατί εκείνη την εποχή έγραφα Μουσικές Ταξιαρχίες και ήμουν σε άλλη διάθεση, πιο ροκ.
Μιλήσαμε για λεφτά αλλά του είπα ότι δεν είναι θέμα χρημάτων. Όχι ότι ήμουν πλούσιος, μισθωτός ήμουν, 28.000 δραχμές τον μήνα δηλαδή και αυτά που μου έδινε για να το κάνω ήταν πέντε μισθοί.
Δέχτηκα όμως μετά, μέσω Αντύπα. Στον Αντύπα, ασφαλώς και λες ναι. Και όχι να πληρωθώ, να πληρώσω κιόλας. Γιατί αυτό έγινε στο τέλος. Και τα παιδιά δεν πληρώθηκαν. Έτσι να τα λέμε κι αυτά. Ούτε τους καφέδες δεν πληρωθήκαμε.
Αλλά και ο χρόνος να γυρνούσε πίσω, το ίδιο θα έκανα γιατί με άφησαν τα παιδιά να βάλω μέσα στα τραγούδια ό, τι ιδέες είχα και να τις ακούσω μετά. Αλλά και εκείνοι είχαν ένα άτομο που μπορούσε να τους καταλάβει.
Ήταν μια πρόταση, ένα παιχνίδι μιας παρέας που βγήκε και έκανε δυστυχώς μόδα. Και λέω “δυστυχώς” γιατί η μόδα όταν παραφοριέται μετά είναι ντεμοντέ.
Μετέπειτα πήρε τη σκυτάλη ο Βαρδής και ήθελε ως παραγωγός στη Sony όλες οι παραγωγές να έχουν την άποψη από τα “Ζεστά Ποτά”. Και χρησιμοποιούσε πολύ έντονα την τριάδα αυτή.
Και αργότερα υπήρξε ένας άλλος ενορχηστρωτής εκείνης της εποχής που έκανε αυτά που λέμε σήμερα “σκυλάδικα”, κάποιος Νέστωρ Δάνας που το υιοθέτησε. Που φαντάσου δηλαδή, “σκυλάς” και έπαθε πλάκα και ήθελε να έχει αυτό το αποτέλεσμα. Και οι “έντεχνοι” είπαν “τι μαλακία είναι αυτό;”.
Τα Κατσιμιχάκια δεν σνόμπαραν ποτέ την άλλη πλευρά. Πρέπει να το πω αυτό. Για παράδειγμα, έγραφα Μουσαφίρη κάποια στιγμή και μου έλεγε ο Χάρης “ρε συ, να έρθω να τραγουδήσω Μουσαφίρη;”.
Και τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο μέσω Κατσιμιχαίων τον άκουσα πρώτη φορά.
Τα “Ζεστά Ποτά” άλλαξαν όχι μόνο τον ήχο, την ενορχήστρωση, το στίχο αλλά και την άποψη της καλής ελληνικής δισκογραφίας. Τον σεβασμό μου στα τέσσερα αυτά άτομα -τα δύο δεν υπάρχουν πια- που μας κρατάνε ακόμα έφηβους”.
ΥΓ. Η ιστορική φωτογραφία του εξωφύλλου ανήκει στον φωτογράφο Henri-Paul Coulon, ο οποίος ζει πια μόνιμα στην Αίγινα. Μιλώντας μαζί του τηλεφωνικά, μου εξήγησε ότι η ιστορία πίσω απ’ το θρυλικό καρέ είναι μικρή. Δεν γνώριζε το δίδυμο των τραγουδοποιών. Τους γνώρισε το ίδιο το απόγευμα της φωτογράφησης, έξω απ’ το βενζινάδικο της φωτογραφίας, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους στο Μπραχάμι. Δεν θυμάται κάποιο ιδιαίτερο περιστατικό απ’ αυτήν τη λήψη, εκτός απ’ το εξής: τοποθέτησε ένα φως στο έδαφος, ώστε να δίνει την αίσθηση ότι τα φώτα από κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο έπεφταν πάνω στους αδερφούς Κατσιμίχα.
Ήταν ένα απ’ τα δέκα εξώφυλλα που έκανε εκείνη την περίοδο για την MINOS-EMI.
UPDATE
Η Ναταλία Ρασούλη, κόρη του Μανώλη Ρασούλη επικοινώνησε μαζί μας και επιθυμεί να διατυπώσει και τη δική της θέση πάνω στο ζήτημα της παραγωγής του δίσκου, η οποία είναι η εξής:
“Δεν εννοεί την τεχνική μουσική παραγωγή το εξώφυλλο του δίσκου. Εννοεί την ανάληψη ευθύνης της παραγωγής με την ελληνική σημασία του δίσκου.
Και αν δεν ήταν ο Μανώλης Ρασούλης, ο δίσκος δεν θα έβγαινε. Διότι εκείνος επέμεινε
Ο τρόπος λοιπόν που αναφέρεται ο κύριος Γκολφίδης, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί τη διαφορά τεχνικής παραγωγής και ανάληψη παραγωγής, παρουσιάζοντας το Μανώλη Ρασούλη σα να πέρασε απ’ έξω, είδε φως και μπήκε, είναι δυστυχώς, άκομψος.
Έζησα την ιστορία από κοντά. Ήταν συνέχεια μαζί. Ήταν πάνω απ’ όλα φίλοι. Και πίστεψε με όλη του την καρδιά στο ταλέντο και τα τραγούδια τους. Και κυνήγησε με πάθος να βγεί ο δίσκος αυτός.
Οι ίδιοι αδελφοί Κατσιμίχα μιλούν για τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο του Μανώλη. Φυσικά και θα έπρεπε να ειναι στη φωτογραφία και το όνομά του να βρίσκεται στο εξώφυλλο.
Δεν ήταν κάνας τυχαίος”.