ADOLF SHAPIRO: “ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΖΕΙ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΣΘΕΝΟΥΝ”
Ο κορυφαίος Ρώσος σκηνοθέτης, Adolf Shapiro, συνεργάζεται για πρώτη φορά με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ανεβάζοντας “Πλατόνοφ” και έδωσε στο NEWS 24/7 μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη.
Ο διάσημος και πολυβραβευμένος Adolf Shapiro (Άντολφ Σαπίρο) δε συγκαταλέγεται τυχαία στους κορυφαίους Ρώσους σκηνοθέτες. Ήταν μαθητής και διάδοχος της Maria Knebel, η οποία με τη σειρά της, ήταν μαθήτρια και διάδοχος του Konstantin Stanislavsky. Η παγκόσμια φήμη του ωστόσο, οφείλεται κυρίως στη μελέτη, την ερμηνεία και τη σκηνοθεσία του πάνω στα έργα του Άντον Τσέχωφ.
Έχει ανεβάσει κείμενα του Τσέχωφ σε πολλές γλώσσες και χώρες, ωστόσο στη χώρα μας έρχεται με μία παγκόσμια πρωτιά. Θα ανεβάσει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά τον “Πλατόνοφ” -το πρώιμο έργο του Τσέχωφ, που βρέθηκε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα χωρίς τίτλο, οπότε καταχωρήθηκε με το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα- με Έλληνες ηθοποιούς.
Τον συνάντησα στην Ηλιούπολη, σ’ έναν χώρο που έκανε πρόβες μαζί τους ηθοποιούς και κάναμε μία μεγάλη συζήτηση γύρω από το θέατρο και τον Τσέχωφ με τη βοήθεια της διερμηνέα του, Ντίνας Σαράντη. Ήρεμος, γλυκός και εξαιρετικά προσηνής, είχε διάθεση να μιλήσει για όλα. Η κουβέντα μας ξεκίνησε από την πόλη της Αθήνας με την οποία δηλώνει γοητευμένος…
“Από την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα, η Αθήνα σαν πόλη έχει ομορφύνει πολύ. Νομίζω ότι είναι λίγο πιο καθαρή, έχουν “εμφανιστεί” σιντριβάνια και η ατμόσφαιρα είναι πολύ καλύτερη. Νιώθω πολύ άνετα εδώ, πολύ ελεύθερα. Υπάρχουν πόλεις στις οποίες νιώθω πως πρέπει να προσαρμοστώ. Κι υπάρχουν άλλες πόλεις σαν την Αθήνα, που έρχεσαι πρώτη φορά και νιώθεις σαν να είσαι στο σπίτι σου. Ένα πράγμα δεν μπορώ να καταλάβω. Πώς μπόρεσαν να χτίσουν την Ακρόπολη τον 5ο αιώνα. Κάθε φορά, όταν περπατάω κάτω από τον Ιερό αυτό Βράχο, νιώθω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα. Στο κεφάλι μου δεν μπορεί να χωρέσει αυτός ο συνδυασμός της ομορφιάς και της τεχνικής. Απλώς συγκλονίζομαι. Πώς μπόρεσαν να υπολογίσουν όλα αυτά και να φτιάξουν με αυτή την εξαιρετικά λεπτή αρμονία όλο αυτό πριν τόσους αιώνες;
είπε χαρακτηριστικά.
Η Ακρόπολη, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με το αστικό τοπίο, γιατί κακά τα ψέματα είναι μία άσχημη πόλη η Αθήνα…
Ναι, δεν μπορείς να την πεις όμορφη αυτή την πόλη, αλλά είναι γοητευτική. Αν σε έναν δρόμο παρατηρήσεις κάθε κτίριο και κάθε σπίτι χωριστά καταλαβαίνεις ότι είναι δεν είναι όμορφα, στο σύνολό του ο δρόμος παραμένει ωραίος. Όλες οι πόλεις που έχουν χτιστεί αναρχικά είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες πόλεις. Οι πιο πληκτικές πόλεις είναι αυτές που έχουν χτιστεί βάσει πλάνου.
Επιλογή βάσει αισθητικής… εγγύτητας
Σας αρέσει που δουλεύετε με Έλληνες;
Πραγματικά όλα είναι υπέροχα. Δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω γενικά τους Έλληνες σαν λαό, αν και έχω κάνει πολλά εργαστήρια με τη Ντίνα (εννοεί τη Ντίνα Σαράντη, τη διερμηνέα του) στην Ελλάδα. Έχουμε πάει στα Μετέωρα, στους Δελφούς, στη Σύρο. Πήγαμε στο Περιβόλι, στο χωριό της, ένα πανέμορφο μέρος πάνω από τα Γρεβενά. Γνωρίζω δηλαδή περισσότερο τους Έλληνες ηθοποιούς και πρέπει να σας πω πως είναι πάρα πολύ ταλαντούχοι.
Τώρα, στον “Πλατόνοφ” έχουμε μαζευτεί μια παρέα εξαιρετική. Συχνά λέω πως δεν μπορώ να δουλεύω με κακούς ανθρώπους. Γι’ αυτό όταν κάνω κάστινγκ επιλέγω όχι μόνο βάσει ταλέντου, αλλά και βάσει ήθους.
Στις εξετάσεις στο Θεατρικό Πανεπιστήμιο στη Ρωσία, όταν στο τέλος έχουν μείνει μόνο δύο υποψήφιοι και πρέπει να επιλέξω έναν από τους δύο, δε θα κάτσω να υπολογίσω ποιος έχει καλύτερη φωνή, ποιος έχει καλύτερα μάτια ή ποιος χορεύει καλύτερα. Δεν είναι αυτός ο υπολογισμός που πρέπει να κάνω. Απλώς κοιτώ και την τελευταία στιγμή κάνω στον εαυτό σου την ερώτηση: “Με ποιον θα ήθελα να περνάω πρωί και βράδυ;” Και αυτόματα επιλέγω.
Άρα όλα γίνονται βάσει ενστίκτου;
Θα έλεγα βάσει αισθητικής εγγύτητας. Όταν κάποιος είναι κατανοητός, τότε παύει να έχει ενδιαφέρον. Όταν τον περιβάλλει κάποιον ένα μυστήριο, τότε θες να τον προσεγγίσεις και να το λύσεις.
Άρα το αυτό συνέβη και τώρα;
Φυσικά. Χάρηκα που έχω επιλέξει τους συγκεκριμένους ηθοποιούς, όλοι είναι πολύ ταλαντούχοι και πολύ ωραίοι στην επικοινωνία τους.
Ο Πλατόνοφ
Πώς επιλέξατε να παρουσιάσετε τον Πλατόνοφ;
Δεν επέλεξα εγώ το έργο. Ήταν πρόταση του Λευτέρη Γιοβανίδη που τότε ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και με ήξερε από τα εργαστήριά μου. Συμφώνησα αμέσως γιατί έχω ανεβάσει όλα τα έργα του Τσέχωφ, αλλά τον Πλατόνοφ ποτέ. Ούτε κάποιο απόσπασμά του.
Το φοβόσασταν σαν έργο;
Όχι καθόλου. Είχα ανεβάσει τον “Ιβάνοφ” και ο Πλατόνοφ είναι σαν να προετοιμάζει τον Ιβάνοφ. Και βέβαια έχω ανεβάσει πάρα πολλά έργα του Τσέχωφ σε πολλές γλώσσες και σε διάφορες ηπείρους.
Αυτό το έργο καταλαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση ωστόσο. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ένας συγγραφέας σε εφηβική σχεδόν ηλικία ανακαλύπτει διαισθητικά και ορίζει όλα τα θέματα τα οποία αργότερα θα αναπτυχθούν στα άλλα έργα του.
Πριν ξεκινήσω να δουλεύω τον Πλατόνοφ, δεν είχα υποψιαστεί ότι μπορεί κάποιος να βρει τόσα πολλά παρακλάδια να ξεκινούν από αυτόν τον κορμό. Το έργο επικοινωνεί και με τον Βυσσινόκηπο και με τις Τρεις Αδελφές… Και αυτήν την αίσθηση θέλω να τη μεταφέρω και σκηνογραφικά, για αυτό στο σκηνικό μας θα δείτε μία βυσσινιά.
Μάλιστα έχω πει στον εαυτό μου ότι αυτό το πρώτο έργο του Τσέχωφ, πρέπει να το ανεβάσω σαν να ήταν το τελευταίο του.
Αυτό που λέτε κρύβει μεγάλη ευθύνη μέσα του…
Βέβαια. Και σκέφτομαι θα βρεθούν 3000 ή 5000 άτομα να θεωρήσουν ενδιαφέρον αυτό που για μένα έχει ενδιαφέρον; Δε θέλω παραπάνω. Δεν θέτω άλλωστε την υποψηφιότητά μου για Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Νομίζω, όμως, πως αυτοί που θα θεωρήσουν ενδιαφέρον τον Τσέχωφ είναι εξαιρετικοί άνθρωποι.
Γιατί το λέτε αυτό;
Γιατί είναι οι άνθρωποί που θα μπορέσουν κάτι να μεταφέρουν, να μεταδώσουν αυτή τη γνώση και αίσθηση και σε άλλους ανθρώπους. Και το κέρδος αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Το θέατρο ξέρετε απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους μορφωμένους. Θα το ονόμαζα μαζικό μεν, ελιτίστικο δε θέαμα..
Μια μαζική, αλλά ελιτίστικη Τέχνη
Πάντως ειδικά μετά τον κορονοϊό, τα θέατρα, τουλάχιστον στην Ελλάδα γεμίζουν και μάλιστα με νέους ανθρώπους. Μήπως αυτό αποτελεί μία ευκαιρία για το θέατρο να γίνει και πάλι μαζική Τέχνη;
Αυτό δεν μπορεί να συμβεί λόγω της κλίμακάς του. Ξέρετε όμως γιατί επιστρέφει το κοινό στο θέατρο; Το καλό θέατρο δεν μπορεί να επιβιώσει σε μία χώρα που οι άνθρωποι είναι υπερήφανοι για το σπίτι τους, για τη σημαία τους, για την αστυνομία τους, για τα δικαστήριά τους, για τα προϊόντα τους. Γι αυτό και στην Αμερική ανεβάζουν μιούζικαλ, γι΄αυτούς είναι πιο διασκεδαστικό το θέατρο. Σου το λέω αυτό γιατί έχω ανεβάσει πολλές παραστάσεις στην Αμερική και το έχω σκεφτεί πολύ.
Στην Ιντιάνα για παράδειγμα δεν πατάνε σχεδόν ποτέ το πόδι τους τουρίστες. Είναι η χώρα του καλαμποκιού. Κάθονται εκεί, πίνουν ουίσκι. Πλήξη απίστευτη, η ζωή όλων είναι πλούσια. Λόγω αυτής της πλήξης και της έλλειψης συναισθημάτων κάθονται και βλέπουν ταινίες τρόμου. Είναι χορτασμένοι άνθρωποι και επιζητούν ακόμη και να τρομάξουν, αρκεί να νιώσουν κάτι.
Το θέατρο “ζει” εκεί όπου οι άνθρωποι ασθενούν. Γι’ αυτό και στη διάρκεια του κορονοϊού, όταν οι άνθρωποι ένιωσαν ότι αύριο μπορεί να έρθει το τέλος, πυροδοτήθηκε η αίσθηση της αξίας της ζωής και πολύς κόσμος ξαναπήγε στο θέατρο. Μπορώ να σας πω με σιγουριά πως στο θέατρο οι άνθρωποι πάνε όταν δεν είναι καλά, όταν είναι καλά, δεν το έχουν τόσο ανάγκη. Παράδοξο, αλλά έτσι είναι.
Πώς βλέπετε το θέατρο από τότε που ξεκινήσατε να δουλεύετε μέχρι σήμερα;
Το θέατρο έχει υποστεί αλλαγές και μάλιστα απότομες. Και μάλιστα τώρα αλλάζει πολύ πιο απότομα και πιο γρήγορα απ ότι παλιότερα. Γιατί και η ζωή αλλάζει. Δεν μπορεί το θέατρο να είναι στατικό. Αν βρίσκεστε δύο άτομα σε ένα δωμάτιο και σε μια γωνία καπνίσει ο ένας, στην άλλη γωνία θα νιώσει ο άλλος τη μυρωδιά του καπνού. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
Το θέατρο εξαρτάται από τις αλλαγές της ζωής, από τις αλλαγές στην κοινωνία.
Σήμερα νιώθω πως η εικόνα έχει γίνει πλέον πιο σημαντική από τον λόγο. Ο βασικός στόχος ενός σκηνοθέτη είναι πλέον να μην αφήσει τους θεατές να κοιμηθούν. Και αυτό είναι τελείως αμερικανισμός. Ξέρετε, ρωτούσα τους Αμερικανούς γιατί δεν προβάλλονται στην Αμερική ευρωπαϊκές ταινίες. Και μου έλεγαν πως δεν πάει το κοινό, γιατί ενώ έχουν ωραία υπόθεση, ο ρυθμός τους δεν είναι καλός. Είναι αργές.
Όταν ο Αντονιόνι πήγε στην Αμερική να δουλέψει, δεν είναι τυχαίο πως άρχισε να γυρίζει άλλες ταινίες, διαφορετικές.
Η τηλεόραση έμαθε τον άνθρωπο να βλέπει συνέχεια, τον έκανε δέσμιο της εικόνας. Είναι τεράστιο λάθος που οι κυβερνήσεις δεν εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη δύναμη της τηλεόρασης για ειρηνικούς σκοπούς. Πραγματικά πιστεύω πως αν επί ένα μήνα τους δείχναμε μόνο καλές ταινίες και καλή μουσική, θα άλλαζε ο κόσμος. Φανταστείτε τη μια μέρα να άκουγαν Σοπέν και την άλλη Τσαϊκόφσκι. Τώρα δυστυχώς η τηλεόραση υπάρχει μόνο για χάρη της διαφήμισης.
Όταν το φως έπεσε μέσα στον άνθρωπο
Οι ήρωες του Τσέχωφ πόσο σύγχρονοι είναι;
Απεχθάνομαι τη λέξη σύγχρονο. Συνήθως με τη λέξη αυτή εννοούν κάτι που είναι της μόδας. Το σύγχρονο θέατρο είναι αυτό που γίνεται τώρα και περιλαμβάνει και όλες τις αηδίες που βλέπουμε και όλες τις καλές παραστάσεις. Απλώς νομίζω πως αν το μακρινό σερβιριστεί σωστά στο κοινό, θα γίνει πολύ κοντινό.
Δηλαδή τι σχέση έχει ο Άμλετ με το κοινό που τον παρακολουθει σε μία αίθουσα; Είναι ένας Πρίγκιπας ο Άμλετ.
Όμως τους ήρωες του Τσέχωφ τους αισθανόμαστε πιο κοντά μας….
Ναι, γιατί ο Τσέχωφ γράφει για τους ανθρώπους και όχι για τους ήρωες. Για το ποιες τραγωδίες βιώνει ο άνθρωπος στην κανονική συνηθισμένη του ζωή. Και είναι πολύ προσεκτικός με αυτό. Δεν καλεί το κοινό να γίνει ήρωας.
Η παλαιότερη δραματουργία ασχολιόταν πάντα με τις εξτρίμ καταστάσεις. Γιατί δήθεν σε αυτές διαφαίνεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Αλλά μετά εμφανίστηκε μια άλλη δραματουργία, αυτή του Τσέχωφ που έριξε το φως μέσα στον άνθρωπο. Γι αυτό και είναι πολύ σημαντική στα έργα του η εσωτερική μουσική. Οι άνθρωποι κάθονται, πίνουν τσάι και εκείνη την ώρα επιλύονται οι τύχες τους. Θεωρείται κοντινός μας γιατί μιλάει για την τραγωδία της καθημερινής ζωής, της καθημερινότητας.
Έχετε αδυναμία σε κάποιους συγκεκριμένους ήρωές του;
Είναι πολύ δύσκολο να επιλέξω. Ο Τσέχωφ επεδίωκε να μην επιλέγει ο θεατής άλλωστε. Δεν έχει ανθρώπους κακούς στα έργα του. Ακόμα και ο Λοπάχιν, ο άνθρωπος που αγοράζει τον Βυσσινόκηπο δεν είναι κακός. Μπορεί να κάνει λάθη, αλλά κακός δεν είναι. Ο Τσέχωφ ένα πράγμα μισεί, τη χυδαιότητα.
Η Ρανέφσκαγια (η κτηματίας/ ιδιοκτήτρια του Βυσσινόκηπου) μου αρέσει πολύ. Είναι μία γυναίκα που δεν έχει βλέψεις για κάτι, δεν είναι συμφεροντολόγος, είναι ανόητη, αλλά γοητευτική. Και βρέθηκε τελικά χωρίς κήπο, ενώ θα μπορούσε να τον σώσει. Ο Λοπάχιν της πρότεινε κιόλας σχέδιο- επειδή είχε παιδικές αναμνήσεις από εκείνη- της έκανε το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να της χαρίσει ένας καπιταλιστής: της είπε να χωρίσει τον Βυσσινόκηπο σε οικόπεδα και να τα δώσει στους παραθεριστές. Και αυτή είπε, “όχι δεν μπορώ”. Για εκείνη ο βυσσινόκηπος είναι σύμβολο της νιότης και της ευτυχίας της. Δεν θέλει να τον εκμεταλλευτεί. Και την καταλαβαίνω. Είναι σαν να της προτείνει κάποιος να διώξει την πολυθρόνα της γιαγιάς, γιατί δε χωράει στο καινούργιο σπίτι. Δεν ταιριάζει και κανείς δεν κάθεται πια σ’ αυτή την πολυθρόνα. Και λέει όχι. Ε πάνω σε αυτό χτίζεται όλος ο Βυσσινόκηπος. Κάποιος μπορεί να πετάξει την πολυθρόνα της γιαγιάς ή να κόψει το δέντρο. Κι άλλος όχι. Γιατί;
Ποια είναι η ανάμνηση που μετά από τόσα χρόνια καριέρας σας γυρνά πάντα στο θέατρο;
Θυμάμαι πολύ πιο έντονα τις παραστάσεις που είχα πάει σαν παιδί. Πρώτη φορά πήγα σε μία όπερα. Θυμάμαι με λεπτομέρειες το πώς κινιόταν η αυλαία, τον ήχο που είχε, το πώς κουρδίζει τα όργανα η ορχήστρα, το άρωμα του ειδικού υγρού που βάζουμε στο βιολί, ότι πέρασε μπροστά μου ένας κύκνος (ήταν μέρος του σκηνικού), τις καρέκλες που ήταν ντυμένες με βελούδο. Όλα αυτά τα αρώματα, οι μυρωδιές. Όταν από τον δρόμο ξαφνικά βρίσκεσαι σαν παιδί στο θέατρο όλα είναι μαγικά. Όταν εγώ για πρώτη φορά είχα ανεβάσει όπερα, ήθελα να αποκαταστήσω εκείνη την αίσθηση που είχα όταν πήγα για πρώτη φορά στην όπερα. Αυτή η πρώτη αίσθηση δε φεύγει ποτέ…
Συντελεστές
Κείμενο: Άντον Τσέχωφ
Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Adolf Shapiro
Μετάφραση: Ευγενία Κριτσέφσκαγια
Διερμηνέας: Ντίνα Σαράντη
Σκηνικά- Κοστούμια: Maria Tregubova
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδόσης Σκαρβέλης
Διανομή:
Πλατόνοφ: Γιώργος Χριστοδούλου.
Άννα Πετρόβνα: Παναγιώτα Βλαντή
Σεργκέι Βοϊνίτσεφ: Όμηρος Πουλάκης
Σοφία: Έρρικα Μπίγιου
Σάσα: Ειρήνη Καζάκου
Νικολάι Τριλέτσκι: Γιώργος Ηλιόπουλος
Πορφύρι Γκλαγκόλεφ: Κώστας Φλωκατούλας
Τιμοφέι Μπουγκρόφ: Θανάσης Ζερίτης
Ιβάν Τριλέτσκι: Θανάσης Βλαβιανός
Γεράσιμ Πέτριν: Δημήτρης Καραμπέτσης
Μαρία Γκρέκοβα: Ιώβη Φραγκάτου
Πάβελ Σερμπούκ: Σπύρος Ιωάννου
Info
Ημέρες & ώρες παραστάσεων
Τετάρτη 19:00
Πέμπτη & Παρασκευή 21:00
Σάββατο 17:30 & 21:00
Κυριακή 19:00
Προπώληση εισιτηρίων:
https://www.more.com/theater/platonof-tou-anton-tsexof-1/