ΑΠΑΓΩΓΕΣ, ΜΠΑΡΜΠΟΥΤΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΡΡΑ
Μια συζήτηση με τον συγγραφέα του βιβλίου, Θάνο Κανούση, εν μέσω ανέκδοτων φωτογραφιών του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή που έφυγε απ’ τη ζωή πριν από λίγους μήνες.
Ήδη από τις 16 Μαΐου η επίσημη βιογραφία του Βασίλη Καρρά κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις ‘Ταξιδευτής” στα βιβλιοπωλεία όλης της χώρας, γραμμένη απ’ το χέρι του -επί είκοσι χρόνια- φίλου και συνεργάτη του, Θάνου Κανούση.
“Καλησπέρα και καλή βραδιά” λέγεται, για προφανείς λόγους, και πέρα από τις σπάνιες και ανέκδοτες ιστορίες, περιέχει και ένα αρκετά ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό που για πρώτη φορά βγαίνει στο φως της δημοσιότητας.
Με τον Θάνο Κανούση μιλήσαμε για το βιβλίο του, για τη γνωριμία του με τον Βασίλη Καρρά και τις ιστορίες που είχε την τύχη να ακούσει από πρώτο χέρι, προτού ακόμα τις σταχυολογήσει, τις καθαρογράψει και τις περάσει στο χαρτί, για να φτάσουν και σε μας.
Και προτού προλάβω να κάνω την πρώτη ερώτηση, είχα ήδη την πρώτη απάντηση:
Η ζωή του Βασίλη είναι σαν ένα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Και πώς αλλιώς να τη χαρακτηρίσω όταν ένα παιδί 10 χρονών ξυπνάει 3 η ώρα τα μεσάνυχτα για να πουλήσει κουλούρια, μετά για να πουλήσει λαχεία, και αργότερα, και με τη βοήθεια της τύχης αλλά κυρίως της πολλης δουλειάς, έφτασε να είναι ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς τραγουδιστές.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του που το λέω παντού, είναι ότι όποιος γνωρίζει τον Βασίλη… Δεν ξέρω, τον έχει γνωρίσει;
Όχι, δεν τον έχω γνωρίσει.
Όποιος τον ήξερε θα καταλάβει αυτό που λέω. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ ευθύς. Αυτό που ήθελε να σου πει, θα στο ‘λεγε, δεν μάσαγε τα λόγια του.
Γι’ αυτό και παρότι τον γνώριζα 20 χρόνια, όταν έγραψα τις 30 πρώτες σελίδες είχα πολύ μεγάλη αγωνία γιατί ήξερα ότι αν δεν του άρεσε, θα μου το έλεγε.
Και έτσι όταν του τις διάβασα έτρεμα από την αγωνία μου. Και τον θυμάμαι να μου λέει (σ.σ. μιμείται τη φωνή του) “Νουβέλα με έκανες”.
Ο Καρράς γενικά διάβαζε;
Κοίταξε, τα δύο τελευταία μου βιβλία, τα είχε διαβάσει.
Εγώ τον γνώρισα το 2004 ως παραγωγός συναυλιών στη συναυλία των Πυξ Λαξ στο Λυκαβηττό. Και αργότερα δούλεψαμε και μαζί -συνεργαστήκαμε σε φεστιβάλ, όχι σε μπουζούκια, όπως αυτές οι συναυλίες που κάναμε για τα 40 χρόνια στο Θέατρο Πέτρας και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Η ιδέα για το βιβλίο ήταν δικιά σου ή δικιά του;
Αυτή η επαγγελματική μας σχέση εξελίχθηκε σε φιλία και πάντα, μεταξύ ποτού και καλαμπουριού, μου έλεγε διάφορες ιστορίες. Κι επειδή ήταν πολύ ωραίες του έλεγα ότι “πρέπει να τις συγκεντρώσουμε κάποια στιγμή. Πρέπει ο κόσμος να μάθει λίγο τη ζωή σου”.
Ε, αυτό έγινε πριν τρία χρόνια. Με πήρε τηλέφωνο, όταν ακόμα ήταν υγιέστατος δηλαδή, και μου λέει “έλα Θεσσαλονίκη, ξεκινάμε”.
Και για τρία χρόνια, όταν κι αυτός ερχόταν στην Αθήνα για δουλειά, πήγαινα στο ξενοδοχείο του και μιλούσαμε ατελείωτες ώρες. Το βιβλίο έχει βγει μέσα από πολλές συνεντεύξεις.
Πάντως στους κύκλους των δημοσιογράφων ήταν γνωστό ότι ο Καρράς δεν μιλάει πολύ. Γιατί το έκανε αυτό, ξέρεις;
Δεν γούσταρε, δεν ήθελε. Είδα πχ την τελευταία που έδωσε στον Χατζηνικολάου και με τα χίλια ζόρια μιλούσε.
Σε μένα ανοίχτηκε και αυτό είναι το καλό του βιβλίου. Ο Βασίλης εδώ μιλάει. Είπε πράγματα που δεν θα τα έλεγε ποτέ σε μια συνέντευξη.
Και λέει και πράγματα τα οποία κάποιοι άλλοι θα τα αποσιωπούσαν.
Για πες μου ένα παράδειγμα.
Η υγεία του. Είναι προσωπικό δεδομένο. Όχι μόνο λέει πώς ακριβώς ανακάλυψε ότι είχε καρκίνο αλλά με έβαλε και πήρα συνέντευξη και από τους τέσσερις θεράποντες γιατρούς του, οι οποίοι μου είπαν επακριβώς τι του συνέβη.
Βέβαια, μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις βγήκε και ένα άλλο στοιχείο: ο ασθενής Βασίλης Καρράς, που και αυτό έχει ενδιαφέρον.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι ένα κεφάλαιο που υπάρχει στο βιβλίο που μιλά για τους συναδέλφους του που αγαπούσε και εκτιμούσε. Κάποιους, λοιπόν, απ’ αυτούς τους ξέχασε να τους αναφέρει, και πού τους θυμήθηκε λες; Τους θυμήθηκε μέσα στην εντατική την πρώτη φορά που πήγε.
Ζήτησε απ’ τη νοσοκόμα ένα χαρτί και ένα μολύβι και άρχισε να γράφει για τον καθένα δύο λόγια. Εγώ αυτό το είδα σαν ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα για τους φίλους του. Γιατί αργότερα, όταν ο καρκίνος έκανε μετάσταση στα οστά, γνώριζε πάρα πολύ καλά την εξέλιξη του. Αν και πίστευε μέχρι την τελευταία στιγμή ότι κάτι θα αλλάξει. Το πάλευε.
Οι γιατροί του τον ενημέρωναν επακριβώς τι είχε. Γνώριζε τα πάντα.
Πίστευε στον Θεό ότι θα τον βοηθούσε;
Γενικά πίστευε πάρα πολύ. Ήταν πολύ θεοσεβούμενο άτομο. Πήγαινε δυο τρεις φορές στο Άγιο Όρος που είχε κάποιον πνευματικό, αλλά ποτέ δεν το έλεγε δημόσια όπως κάνουν κάποιοι.
Δεν το πούλαγε.
Ναι, όπως κι ένα πράγμα που μου απαγόρευσε να γράψω ήταν για τις φιλανθρωπίες που έκανε.
Μου έλεγε “δεν θα μιλήσεις καθόλου για αυτές γιατί ρε αδελφέ, αν αρχίσω εγώ τώρα να λέω ποιους ανθρώπους έχω βοηθήσει, αυτό δεν είναι φιλανθρωπία, αυτό είναι διαφήμιση του εαυτού μου”.
Ωστόσο, μέσα στο βιβλίο εσύ έβαλες ότι είχε βοηθήσει ανθρώπους;
Όχι, δεν γράφω, μου το απαγόρευσε. Υπάρχει μόνο μία ιστορία, αυτή που μου είπε χωρίς να το ξέρει κιόλας ο Στράτος Γκιάτας, ο μάνατζέρ του δηλαδή.
Ο “Φύλακας Άγγελος” του που τον λες.
Ναι, άμα δεις στο τέλος που μιλάει ο Στράτος υπάρχει αυτή η ιστορία που έχει σχέση με έναν άστεγο.
Θες να την πούμε κι εδώ;
Όταν δούλευε στον “Διογένη”, έμενε στο Καβούρι και απέναντι από το ξενοδοχείο του ήταν ένας άστεγος, ο οποίος κρύωνε, ξέρεις, ήταν χειμώνας. Τον είδε μια, δυο, τρεις φορές… Και επειδή ο Βασίλης γενικότερα είχε θέμα με τη φτώχεια γιατί έζησε πολύ φτωχικά χρόνια, κάποια στιγμή σταματάει το αυτοκίνητο και έτσι όπως είχε πάρει το πακέτο με τα λεφτά από τον επιχειρηματία, λέει στο μάνατζερ του “πήγαινε και βάλτου το στην κουκούλα αλλά να μη σε πάρει χαμπάρι”. Ο άστεγος βέβαια το πήρε χαμπάρι και φαντάζεσαι το σοκ που θα έπαθε.
Τα λεφτά πόσα να ήταν;
Κάποιες χιλιάδες ευρώ θα ήταν. Αυτός ήταν ο Βασίλης. Έχει κάνει πολλά. Έχει βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο, αλλά δεν ήθελε να το κοινοποιούμε. Βοηθούσε υπό έναν όρο: “μην πεις ότι σε βοήθησα, θα σου κόψω τα πόδια”.
Αλλά μόλις έφυγε από τη ζωή πολλοί άνθρωποι αισθάνθηκαν την ανάγκη να μιλήσουν για το καλό που τους είχε κάνει.
Δεν μπορούσε να αντέξει τη φτώχεια, ότι ένας άνθρωπος δηλαδή δεν έχει να πληρώσει το νοίκι του ή να φάει. Και επειδή αυτό το ήξεραν όλοι, πήγαιναν και του ζητούσαν βοήθεια.
Μου έκαναν εντύπωση και άλλα πράγματα μέσα στο βιβλίο, που προφανώς είχες πάρει την έγκρισή του για να μπουν, γιατί κι εκεί φαίνεται ότι δεν φοβήθηκε να εκτεθεί. Για παράδειγμα αυτή η ιστορία με το πώς κόλλησε με το μπαρμπούτι.
Όταν φτάσαμε σε αυτό το σημείο του λέω “ρε Βασίλη, δεν είναι δυνατόν τώρα να το πούμε αυτό”. “Γιατί;”, μου λέει. “Κάνεις λάθος. Αυτό πρέπει να πούμε γιατί για μια δεκαετία κόντεψα να τινάξω την οικογένειά μου στον αέρα. Ο κόσμος πρέπει να μάθει από τα λάθη μας και να μάθει ότι ο τζόγος είναι κάτι πολύ κακό. Άμα δεν το μάθει από εμένα, από ποιον θα το μάθει;”.
Είχε τέτοιες απόψεις. Όπως ένα άλλο χαρακτηριστικό που δεν θα το δεις σε άλλες ελληνικές βιογραφίες είναι ότι μίλησε για τη νύχτα. Όσο μπορούσε, βέβαια, έτσι; Γιατί όπως είπε σε μια συνέντευξη, “μερικά πράγματα ούτε λέγονται με το όνομά τους ούτε γράφονται σε ένα βιβλίο”. Καταλαβαίνεις… Υπάρχει πχ η απαγωγή του στο βιβλίο, υπάρχουν πολλά.
Ναι, επειδή το διάβασα λίγο διαγώνια χθες το βράδυ, αυτή την απαγωγή δεν την πολυκατάλαβα. Για ποιον λόγο τον απήγαγαν. Για κάτι 80 χιλιάρικα σε δραχμές;
Όχι, κοίταξε. Τραγουδούσε σε ένα πανηγύρι εκεί στο Αγρίνιο, στο γήπεδο ενός χωριού. Εκεί κοντά σε δύο άλλα μεγάλα μαγαζιά τραγουδούσαν δύο άλλοι καλλιτέχνες. Επειδή όμως τότε ο Βασίλης ήταν πάρα πολύ εμπορικός και όλος ο κόσμος θα πήγαινε σ’ αυτόν, από τα άλλα μαγαζιά τον απήγαγαν για να μην τραγουδήσει εκείνο το βράδυ. Όπως και έγινε τελικά.
Α, για να αναγκαστεί ο κόσμος να πάει στα δικά τους μαγαζιά.
Ε, βέβαια ναι. Ο Βασίλης ξύπνησε κάποια στιγμή -και άμα δεν έπινε το φραπεδάκι του δεν καταλάβαινε και το τι γινότανε- και εμφανίστηκαν δυο τύποι, που του συστήθηκαν σαν καπνέμποροι και του λένε “άρχοντα μου, θα σε πάμε εμείς στο χωριό”.
Ε, τον πήρανε λοιπόν, μπήκε στο αυτοκίνητο και όταν βγήκαν στον δρόμο τον επαρχιακό, κάνουνε δεξιά σε κάτι καρόδρομους, κι εκεί μέσα απ’ τα καλαμπόκια βγήκαν κάτι τύποι με πιστόλια και τον απήγαγαν.
Και είναι και ένα άλλο κομμάτι μέσα στο βιβλίο που έλεγε για έναν επιχειρηματία που επειδή δεν ήθελε να φύγει ο Καρράς απ’ το μαγαζί του, του έστησε ένα μπλόκο από αστυνομικούς στο αυτοκίνητό του.
Δούλευε πολλά χρόνια σε αυτό το μαγαζί, γι’ αυτό δεν λέμε και ονόματα. Ε, και κάποια στιγμή ήθελε να πάει αλλού, δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης να τραγουδάει στο ίδιο μαγαζί συνέχεια, έτσι δεν είναι; Να τραγουδήσει μια χρονιά, να τραγουδήσει δυο, ναι. Αλλά αυτός τραγουδούσε δέκα.
Ε, λοιπόν, ο επιχειρηματίας έστησε μαζί με τους αστυνομικούς αυτό το μπλόκο που του άνοιξαν το αυτοκίνητο και άρχισαν να το ψάχνουν. Λες και δεν ξέρανε ποιος ήταν ο Καρράς, που τότε στη Θεσσαλονίκη ήταν θεός.
Τον πείραξε πάρα πολύ που του έστησαν όλη αυτήν την πλεκτάνη για να τον πιέσουν να μην φύγει από το μαγαζί.
Τελικά έφυγε ή έμεινε στο μαγαζί;
Έφυγε.
Και στην Αθήνα πότε κατέβηκε πρώτη φορά;
Tο ‘90 νομίζω κατέβηκε, στο νέο Στορκ. Άργησε πολύ. Πρόσεξε να δεις, τον γνωρίζανε μέχρι τη Λάρισα, δεν τον γνωρίζανε παρακάτω. Ανέβηκε ο Αχιλλέας Θεοφίλου, ο μεγάλος αυτός παραγωγός της ΜΙΝΟΣ ΕΜΙ και τον έπεισε να κατέβει στην Αθήνα.
Όπως και τώρα υπάρχει σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα ένας ανταγωνισμός, έτσι υπήρχε και τότε. Οι Αθηναίοι ανέβαιναν πάνω για να κάνουν αρπαχτές αλλά κανείς Θεσσαλονικιός δεν τολμούσε να κατέβει να κάνει το ίδιο στην Αθήνα.
Είναι λοιπόν σε ένα γραφείο ο Βασίλης και έρχεται ένας τύπος που δεν θυμάμαι το όνομά του και του λέει κάποιου μάνατζερ “ποιος είναι αυτός ρε; Ωραίος τύπος”. Και του λένε είναι ο ιδιοκτήτης του νέου Στορκ.
Συστήνεται ο Βασίλης και του λέει “ποιος παίζει στο μαγαζί σου;”. “Ο Τζίμης Πανούσης”, του απαντάει. “Και πότε τελειώνει;”. “Α, λέει, τελειώνει το Σάββατο”. “Ε, λοιπόν, τη Δευτέρα έρχομαι να παίξω”. “Τι λες ρε αδερφέ; Πώς θα έρθεις χωρίς διαφήμιση;’. “Δεν πειράζει του λέει ο Βασίλης, εμείς είμαστε έτοιμοι. Βγάλτε δυο τρεις αφίσες, κάνε γνωστό ότι έρχομαι και μη σε νοιάζει”. Ούτε τα λεφτά δεν κανόνισαν. Έτσι λειτουργούσαν οι αρπαχτές.
Κατέβηκε, λοιπόν, στην Αθήνα και οι λουλουδούδες, ξέρεις που ήταν στο Στορκ; Δεν χωρούσαν μέσα στο μαγαζί. Ήταν απ’ έξω και σε δυάδες.
Είχε μαζευτεί πλήθος γιατί όλοι άκουγαν για το φαινόμενο “Καρράς” αλλά δεν τον είχαν δει λάιβ.
Πότε κατάλαβε ο Καρράς ότι είχε φτιαχτεί, ότι είχε γίνει πια όνομα; Πότε το ένιωσε αυτό;
Το κατάλαβε και από τη Θεσσαλονίκη, Ο Βασίλης Γκόγκος, ένας από τους πιο μεγάλους επιχειρηματίες στη Θεσσαλονίκη, μου έλεγε ότι όταν ο Βασίλης έπαιζε στην “Πολιτεία” ότι είχε τρεις χιλιάδες άτομα κάθε μέρα.
Ε, πως να μην καταλάβει την επιτυχία όταν έβαζαν μέσον για να τον δουν;
Εγώ εννοούσα πανελλήνια, ότι πια ήταν όνομα και στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα.
Αυτό έγινε όταν κατέβηκε στο Στορκ. Ήταν μεγάλο μαγαζί, χιλιάρι, και δεν χώραγε ο κόσμος, έμενε απ’ έξω.
Ξέρεις τι μου έκανε μεγάλη εντύπωση; Ότι η μητέρα του συνέχισε να δουλεύει καθαρίστρια ακόμη και στα ‘90s, όταν πια ο γιος της ήταν τόσο μεγάλο όνομα.
Ήταν πολύ δυναμική γυναίκα από ο, τι μου ‘λεγε η μάνα του, δεν καταλάβαινε τίποτα. Θρακιώτισσα. Και τραγουδούσε κιόλας. Ίσως από εκεί να πήρε και ο Βασίλης.
Ήταν μια περήφανη γυναίκα που έλεγε “γιατί; Επειδή ο γιος μου είναι διάσημος, εγώ θα σταματήσω να δουλεύω;”.
Της έλεγε ο Βασίλης, “ρε μάνα, μη με βάζεις τώρα να έρχομαι στη Σίνδο να σε παίρνω. Θα σου δώσω κάποια λεφτά να τη βγάζεις αφού πάμε καλά οικονομικά”. “Όχι, σιγά μην κρέμομαι από σένα”, του ‘λεγε.
Μιλάμε τώρα για κάπου το ‘95, έτσι; Όχι πχ το ‘80. Όταν πια ήταν πολύ μεγάλος σε όλη την Ελλάδα ο Καρράς. Και κάπου μέσα έγραφες ότι ήθελε να την παίρνει με τη Mercedes.
Ναι, της είχε πει ότι ότι “καλά μάνα, θα έρχομαι από το σπίτι να σε παίρνω”. “Όχι, του έλεγε, θα έρχεσαι να με παίρνεις από τη στάση”.
Ήθελε να βλέπουν ότι ο επώνυμος γιος της έρχεται και την παίρνει με τη Mercedes.
Δηλαδή “και θέλω να δουλεύω, είμαι περήφανη, αλλά και να φαίνεται ότι ο γιος μου τα έχει καταφέρει”. Πολύ περίεργο.
Απ’ την άλλη όμως ο πατέρας του δεν τον είδε μεγάλο όνομα γιατί πέθανε 45 χρονών. Κι αυτό ήτανε το δράμα του Βασίλη. Γιατί όλα τα βάρη έπεσαν πάνω σ’ αυτόν και στον αδερφό του, τον Δαμιανό.
Όταν τραγούδησε λοιπόν για πρώτη φορά σε ένα μαγαζί στον “Πρόσφυγα”, 17 χρονών, ο πατέρας του άργησε να πάει. Και αυτό το έφερε βαρέως ο ο Βασίλης.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, του λέει “θα ‘ρθω απόψε, κλείσε μου ενα τραπέζι”. Αλλά του λέει “υπό έναν όρο. Θα μου πεις τη Μανόλια στα τούρκικα”. “Εντάξει ρε πατέρα”, του λέει ο Βασίλης.
Πήγε, λοιπόν, ο πατέρας του με τους φίλους του, αλλά δεν έκατσε πάρα πολύ γιατί ήταν άρρωστος. Σκέψου ότι μετά από λίγο καιρό πέθανε.
Να σε ρωτήσω κάτι γιατί το είδα και στο βιβλίο: όταν λέμε “άρρωστος”, τι είχε δηλαδή;
Δεν ξέρω ακριβώς τι αρρώστια είχε ο πατέρας του. Ήταν πολύ βασανισμένος άνθρωπος από την πολλή δουλειά.
Εν πάση περιπτώσει, ήρθε και δάκρυσε που είδε τον γιο του να τραγουδάει, έφυγε συγκινημένος. Και μετά την άλλη μέρα του λέει “έχεις την ευχή μου, παιδί μου”.
Γιατί τώρα μιλάμε για μια οικογένεια η οποία ζούσε μέσα στη φτώχεια, ο πατέρας του δεν μπορούσε να καταλάβει τι πάει να πει να γίνει τραγουδιστής. Καταλάβαινε μόνο από μεροκάματο, γιατί αυτός δούλευε στις οικοδομές. Βόθρους άνοιγε, κατάλαβες; Και έβαζε και τα παιδιά του να δουλεύουν.
Και αυτή ήταν η μοναδική φορά που πατέρας τον είδε να τραγουδάει.
Και του ‘χε σπάσει και ένα μαντολίνο που είχε πιο μικρός;
Ε, πιο πολύ το έκανε γιατί ο Βασίλης δεν ήξερε να παίζει. “Ντριγκι ντριγκι”, του ‘σπαγε τα νεύρα. Ε, και το έσπασε.
Έχει πάει και δραματική σχολή ο Βασίλης. Για ηθοποιός.
Ναι το είδα που το έγραφες και μου ήρθε πολύ ξαφνικά, δεν έβλεπα κάπως ότι η ιστορία πάει προς τα εκεί. Έσκασε ξαφνικά η δραματική σχολή.
Είχε πάει στη σχολή του Μάλαμα, την ίδια σχολή που έβγαλε και η Νίκη Τριανταφυλλίδη, η μεγάλη αυτή ηθοποιός.
Είχε ανησυχίες ο Βασίλης. Όπως δεν σου έκανε εντύπωση ότι κάποια στιγμή άρχισε να ζωγραφίζει;
Ξέρεις τι άλλο άκουσα όταν πέθανε; Ότι ήθελε να γίνει και χορευτής.
Μα χόρευε ποντιακούς χορούς και ήταν και πολύ καλός. Είχε πάρει και βραβείο.
Κοίταξε. Ήταν ένας άνθρωπος του οποίου του άρεσε η τέχνη γενικότερα.
Και γιατί δεν έγινε ηθοποιός; Γιατί το παράτησε;
Ο Μάλαμας του είπε ότι έπρεπε να πάει στη Γαλλία, αλλά πώς να πάει στο εξωτερικό; Πρώτον έπρεπε να μάθει γαλλικά και δεύτερον πού να αφήσει την οικογένεια που κρεμόταν και από το δικό του μεροκάματο;
Θέλω να μου πεις και αυτήν την ιστορία, πώς βγήκε το επίθετό του.
Α, αυτό έγινε στο Can-Can στις Σέρρες. Ως γνωστόν το όνομα του ήταν “Βασίλης Κεσογλίδης”. Τότε τα ονόματα τα κολλούσαν με ταινίες, οι οποίες ζεσταίνονταν με το νερό και έπεφταν. Πάει λοιπόν ένα Σάββατο με τον μετρ και δεν βλέπει το όνομά του στην ταμπέλα. Βλέπει να γράφει: “λαϊκή βραδιά: Βασίλης Καρράς”.
Και λέει στην ιδιοκτήτρια του μαγαζιού “τι γελάς ρε ψώνιο; Πού είναι το όνομά μου. Ποιος είναι αυτός ο Βασίλης Καρράς;”. “Ρε Βασίλη, του λέει, επειδή ήταν πολύ μεγάλο το όνομά σου, δεν χωρούσε στην ταμπέλα και καθώς είσαι μαύρος, κατάμαυρος, το ‘βαλα ‘Βασίλης Καρράς’”. Του άρεσε. Δεν είπε κάτι.
Βέβαια, για ένα εξάμηνο στο όνομα “Καρράς” δεν απαντούσε, αλλά έτσι βγήκε το επίθετό του και έμεινε για μια ζωή.
Μου άρεσε πάρα πολύ και η ιστορία με τον Καραμανλή. Που δεν ξύπνησε για να πάει να παίξει μαζί του γκολφ.
Λοιπόν άκου τώρα: είναι στο Ποσειδώνιο και ξαφνικά μπουκάρουν καμιά δεκαριά γαλονάδες -όχι αστυνομικοί απλοί, ήταν γεμάτοι αστέρια. Πάνε στον Βασίλη και του το λένε και εκείνος φοβήθηκε, τόσοι πολλοί αστυνομικοί και μάλιστα υψηλόβαθμοι, σου λέει κάτι συμβαίνει. Μπαίνουν λοιπόν και του λένε “γεια σου, είμαστε η φρουρά του Προέδρου”. Και τους κάνει πλάκα, τους λέει “ποιανού προέδρου; Του Ιωνικού;”. “Όχι, του λένε, του Καραμανλή”. “Και τι θέλει ο Πρόεδρος;”. Τότε το σουξέ του ήταν το “Κάτω τα χέρια σου”. “Θέλει, του λένε να του το γράψεις σε μια κασέτα μαζί με μια αφιέρωση”.
Τους δίνει την κασέτα και την άλλη μέρα τους ξαναστελνει ο Καραμανλής και του λένε να πάει την άλλη μέρα στις 10 το πρωί να τον βρει στο γκολφ της Γλυφάδας. Πού να ξυπνήσει 10 η ώρα ο Βασίλης, αφού 7 η ώρα πήγαινε για ύπνο.
Και το μετάνιωσε. Δεν γνώρισε τον Καραμανλή γιατί δεν μπορούσε να ξυπνήσει.
Υπάρχει κάτι που να το έβαλες χωρίς εκείνος να ήθελε αρχικά; Κάτι που να επέμεινες πάρα πολύ;
Όχι, το αντίθετο έγινε. Κάποια πράγματα που δεν ήθελα εγώ να μπουν, μού τα επέβαλε. Κοίταξε, υπάρχουν και κάποια πράγματα -γιατί μιλάμε τώρα για πολλές ώρες κουβέντα- τα οποία δεν θέλαμε τελικά να τα βάλουμε και τα βγάλαμε.
Υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες οι οποίες δεν βγήκαν και είναι λογικό. Πόσο να το κάναμε το βιβλίο; 500 σελίδες;
Έγραψες την αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου με τον οποίον ήσασταν φίλοι. Πώς κατάφερες να κρατήσεις μια ισορροπία ώστε να είναι όσο πιο αντικειμενικό γίνεται το αποτέλεσμα;
Εμένα με εκτιμούσε ο Βασίλης για δύο πράγματα. Πρώτα από όλα είχε ένα θέμα με αυτό που λέμε “έντεχνο-ροκ”. Στην αρχή με σύστηνε ως “ο φίλος μου ο έντεχνος” γιατί εγώ ήμουν για χρόνια με τον Θάνο Μικρούτσικο. Άκουγε τη γνώμη μου και στην αρχή του βιβλίου είναι και αυτή η ιστορία με την “Πιρόγα”, πώς είπα στον Μικρούτσικο ότι θέλει να την πει ο Βασίλης και του έδωσε την άδεια.
Δεν βλεπόμασταν κάθε μέρα αλλά όταν πήγαινα στα μπουζούκια, πήγαινα στο καμαρίνι του και πάντα μου έβαζε τέτοια τραγούδια και τα ακούγαμε.
Επίσης εγώ ήμουν ειλικρινής. Του Βασίλη του άρεσε πάρα πολύ να είσαι ειλικρινής, με εκτιμούσε, και γι’ αυτό και οργάνωσα τις συναυλίες για τα 40 χρόνια του και δεν το οργάνωσε η εταιρία του ή κάποιος άλλος. Μου είχε εμπιστοσύνη.
Όσον αφορά την ερώτησή σου, εγώ προσπάθησα να είμαι αντικειμενικός, αλλά στο βιβλίο μιλά ο Βασίλης. Βεβαίως παρεμβαίνω, ήταν φίλος μου. Νομίζω πάντως πως προσπάθησα να είμαι όσο πιο δίκαιος μπορούσα απέναντι του.
Από τα τραγούδια που είχε γράψει ο ίδιος, ποιο αγαπούσε περισσότερο, ποιο ξεχώριζε;
Δεν ξεχώριζε κανένα, τα αγαπούσε όλα.
Το ξέρεις ότι αυτήν την στιγμή υπάρχουν τουλάχιστον εκατό τραγούδια του στο συρτάρι; Τελειωμένα; Η ΜΙΝΟΣ ΕΜΙ από ό, τι καταλαβαίνω θα βγάλει πολλά απ’ αυτά.
Δεν έχω δει πιο εργατικό άνθρωπο από εκείνον. Από το πρωί μέχρι το βράδυ ασχολιόταν με το τραγούδι -ακόμα και στην εντατική. Έγραψε στίχους μέσα στην εντατική. Ήταν ερωτευμένος με αυτό.
Τελευταία ερώτηση: έχω σημειώσει την τελευταία φορά που τον συνάντησες, ήταν 18 Δεκεμβρίου 2023. Θες να μου πεις για κείνη τη μέρα;
Ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για μένα. Με πήρε ο Στράτος και μου λέει “έλα πάνω, σε θέλει ο Βασίλης”. Το βιβλίο είχε τελειώσει. Περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει με την υγεία του για να το εκδώσουμε.
Όταν μπήκα λοιπόν στο σπίτι του, ήταν ξαπλωμένος στο νοσοκομειακό κρεβάτι και μου λέει “έλα κάτσε κοντά μου, στην καρέκλα. Σε παρακαλώ, διάβασε μου το βιβλίο”. Και φώναξε τη γυναίκα του, τον ξάδερφό του και τον Στράτο και τώρα πρόσεξε, δες λίγο την εικόνα: ήταν ένας άνθρωπος που εμμέσως πλην σαφώς ξέραμε και οι δύο ότι μπορεί και να μην συναντιόμασταν ποτέ ξανά. Και να ξέρεις εκείνη τη στιγμή ότι πονάει πάρα πολύ, γιατί η μετάσταση στα οστά είναι ό, τι πιο δύσκολο μπορεί να σου συμβεί. Δεν πιάνουν ούτε παυσίπονα ούτε τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, είχε ένα καταπληκτικό χαμόγελο. Ρούφαγε κάθε λέξη και κάθε εικόνα που του έλεγα.
Εγώ από την άλλη πλευρά έπρεπε να είμαι ψύχραιμος αλλά δεν σου κρύβω ότι πολλές φορές έσπασε ο λόγος μου. Δεν μπόρεσα να είμαι ψύχραιμος γιατί ο Βασίλης μέσα από το δικό μου λόγο ήταν σαν να ξαναγεννιόταν.
Πολύ δύσκολο όντως. Να πούμε και για την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου;
Θα γίνει στις 17 Ιουνίου, τη Δευτέρα, στο Άλσος του Πεδίου του Άρεως, στις 8 η ώρα το βράδυ.
Ακόμη το πάνελ δεν έχει οριστικοποιηθεί, αλλά λογικά θα είναι μεταξύ άλλων ο Φοίβος, ο Φίλιππος Πλιάτσικας και η Μαργαρίτα Μάτσα. Θα είναι άνθρωποι της μουσικής και περιμένουμε να έρθει πολύ κόσμος.