PACO CAMPOS/EPA/ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΜΠΕΝ ΛΕΡΝΕΡ: Ο ΠΙΟ ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ NEWS 24/7

Έτσι τον χαρακτηρίζουν οι κριτικοί με αφορμή την «Αμερικανική αγωγή», το υποψήφιο για Πούλιτζερ μυθιστόρημά του που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Μια ακτινογραφία της κουλτούρας της τοξικής αρρενωπότητας και μια χειρουργικής ακρίβειας κριτική σε όσα οδήγησαν στην άνοδο της νέας Δεξιάς και του Τραμπισμού.

Τελευταίο μέρος μιας τριλογίας που, μετά από τρεις ποιητικές συλλογές, ξεκίνησε το 2011 με το «Leaving the Atocha Station», και συνεχίστηκε το 2014 με το «10:04», η «Αμερικανική Αγωγή» («The Topeka School») του Μπεν Λέρνερ που κυκλοφόρησε το 2019 στις ΗΠΑ και μόλις στην Ελλάδα (μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Δώμα) αποτελεί εύλογα το πιο πολυσυζητημένο του μυθιστόρημα, έχοντας μεταξύ άλλων υπάρξει φιναλίστ και για το βραβείων Πούλιτζερ.

«Απόγειο της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας» (The New York Times), «το καλύτερο ώς τώρα βιβλίο του πιο ταλαντούχου συγγραφέα της γενιάς του» (The New York Times Magazine), «ένα απόλυτα ισορροπημένο, ασύλληπτα ευφυές, πέρα ώς πέρα απολαυστικό μυθιστόρημα, δοσμένο με γενναιοδωρία και ευαισθησία» (The Times Literary Supplement), «σαρωτικό στην κοινωνική κριτική του, και τόσο χυμώδες στην πρόζα του, ώστε να προσεγγίζει την ποίηση» (The Paris Review), το πολυπρισματικό και εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο του 44χρονου σήμερα, καταξιωμένου ποιητή, πεζογράφου, υποτρόφου των ιδρυμάτων Fulbright, Guggenheim και MacArthur, και καθηγητή αγγλικής φιλολογίας στο Brooklyn College, διαδραματίζεται κατά βάση στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τότε που «παρά το υποτιθέμενο “τέλος της Ιστορίας” και το θρίαμβο του φιλελευθερισμού, τα νεαρά αρσενικά της βαθιάς Αμερικής δείχνουν αποπροσανατολισμένα. Ο εκνευρισμός είναι διάχυτος, οι ρωγμές εμφανείς. Επικρατεί ο φόβος ότι μια μεγάλη βία όπου νά ’ναι θα ξεσπάσει». Πρόκειται για «την ιστορία μιας οικογένειας σε μια εποχή τεκτονικών μετατοπίσεων, μια ακτινογραφία της κουλτούρας της τοξικής αρρενωπότητας, και μια αρχαιολογία της ανόδου της νέας Δεξιάς».

«Πολλοί αντιλαμβάνονται το βιβλίο μου σαν μια κριτική στη γενεσιουργό αιτία του Τραμπισμού» λέει ο Μπεν Λέρνερ στο Magazine. «Κάτι που εν μέρει ισχύει».

Ποιες είναι οι πρώτες σας σκέψεις κάθε φορά που μαθαίνετε ότι η «Αμερικανική αγωγή» μεταφράζεται σε μια άγνωστή σας γλώσσα και εκδίδεται σε μια χώρα που βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά από τις ΗΠΑ, όπως, καλή ώρα, η Ελλάδα;
Αρχικά πάντα απορώ για τον βαθμό στον οποίο μπορούν να μεταφραστούν οι αμερικανικοί ιδιωματισμοί του βιβλίου. Αμέσως όμως θυμάμαι ότι σε κάθε χώρα οι άνθρωποι αναρωτιούνται τι στο καλό συμβαίνει σήμερα στον δημόσιο διάλογο, που αποτελεί χρεοκοπημένη υπόθεση – ή τουλάχιστον έχει σίγουρα πέσει το επίπεδο εξαιτίας της ανόδου της ακροδεξιάς. Ούτως ή άλλως η γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού μοιάζει προ πολλού κενή νοήματος. Το συγκεκριμένο βιβλίο από τη μία αποτελεί μια πολύ προσωπική ιστορία, από την άλλη εγείρει κάποια ερωτήματα για τη σημασία του λόγου που εκφέρεται δημόσια. Οπότε φυσικά είμαι περίεργος για το κατά πόσο μπορεί όλο αυτό να μεταφερθεί και να γίνει κατανοητό σε κάποιο άλλο εθνικό και γλωσσικό πλαίσιο.

Επιπλέον το βιβλίο είναι διαμορφωμένο γύρω από περιστατικά μεγάλης γλωσσικής έντασης, είτε πρόκειται για μερικούς περίεργους σχολικούς αγώνες ρητορικής, είτε για την ενδεχόμενη σιωπή σε μία ψυχοθεραπευτική συνεδρία. Είναι ένας ολόκληρος αστερισμός ακραίων γλωσσικών γεγονότων και φυσικά είναι μεγάλη μου τιμή όταν κάποιος προσπαθεί να το μεταφράσει όλο αυτό με συνέπεια σε μια εντελώς διαφορετική γλώσσα. Η ίδια η διαδικασία της μετάφρασης είναι προφανώς από μόνη της ένα ακραίο γλωσσικό γεγονός.

Η «Αμερικανική Αγωγή» μόλις κυκλοφόρησε λοιπόν στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ όμως μετρά ήδη τέσσερα χρόνια στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Υπάρχει κάποια παρανόηση γύρω από το βιβλίο -συνεπώς και γύρω από την τριλογία που ολοκληρώνει, αλλά και εσάς τον ίδιο ως συγγραφέα- που θα θέλατε να ξεκαθαρίσετε μια για πάντα;
Δε νομίζω ότι είναι δουλειά του συγγραφέα να ξεκαθαρίζει τα πράγματα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η έκδοση ενός βιβλίου σου συνεπάγεται κατά κάποιο τρόπο την παραίτησή σου από το μονοπώλιο του ελέγχου του έργου σου. Παρ’ όλα αυτά βρίσκω ενδιαφέρον ότι πολλοί αντιλαμβάνονται το βιβλίο μου σαν μια κριτική στη γενεσιουργό αιτία του Τραμπισμού, κάτι που εν μέρει ισχύει, όμως θεωρώ ότι το κάνω μέσα από ένα διαφορετικό χαρακτήρα της πλοκής σε σχέση με αυτόν που πιστεύει η πλειοψηφία. Δεν προσπαθώ να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, αλλά έχει ενδιαφέρον να παρατηρώ ότι στην προσπάθεια τους να βρουν πού και πώς έγκειται η κριτική του Τραμπισμού, τελικά την εντόπισαν σε άλλο μέρος από εκεί που νομίζω ότι την τοποθέτησα εξαρχής. Ξέρω ότι η «Αμερικανική αγωγή» είναι περίεργο έργο, πρόκειται για πρίκουελ των δύο βιβλίων της τριλογίας που προηγήθηκαν. Αφορά λοιπόν την προϊστορία μιας οικογένειας, μιας πολιτικής συγκυρίας και δύο προηγούμενων βιβλίων. Δεν έχουν όμως και τόση σημασία όλα αυτά τελικά. Όταν γράφεις και εκδίδεσαι πρέπει να είσαι προετοιμασμένος ότι θα παρεξηγηθείς.

Πόσο δύσκολο ήταν να γράψετε ένα τόσο μεγάλο μέρος του βιβλίου με τη φωνή όχι απλά μιας γυναίκας αλλά της ίδιας σας της μητέρας, ώστε να αποκωδικοποιήσετε την οργή του λευκού άντρα, όπως έγραψαν χαρακτηριστικά οι New York Times;
Αυτό το βιβλίο με ψιλοτρέλανε. Το γράψιμό του κατέστη δυνατό εν μέρει εξαιτίας του ότι απέκτησα παιδιά. Μερικές φορές βιώνω την πατρότητα σαν να κοιτάζω ένα μπονσάι, όπως μου αρέσει να κάνω πηγαίνοντας στον βοτανικό κήπο εδώ στο Μπρούκλιν. Δεν ξέρω αν συμβαίνει σε όλους, εγώ πάντως όταν κοιτάζω ένα μπονσάι νιώθω σαν να είμαι κάτω από το δέντρο και ταυτόχρονα σαν να αιωρούμαι από πάνω του. Το παρατηρώ από δύο προοπτικές. Έτσι και με την πατρότητα. Ξαφνικά είσαι ο μεγάλος της υπόθεσης, ταυτόχρονα όμως θυμάσαι με λεπτομέρεια πώς είναι η ζωή για ένα μικρό παιδί. Δηλαδή σοκάρεσαι γιατί έχεις μεγαλώσει τόσο πολύ και ανήκεις σε μια γηραιότερη γενιά, αλλά ταυτόχρονα και γιατί ξαναγίνεσαι πιτσιρίκι. Θυμάμαι στην αρχή να μιλάω στα παιδιά μου και να βγαίνουν από το στόμα μου όλες αυτές οι μαλακίες που λένε οι πατεράδες. Δεν ήμουν εγώ, απλώς έλεγα όλα αυτά που νόμιζα ότι υποτίθεται ότι έπρεπε να πω. Εκτός όμως από το ότι νιώθεις μεγάλος και ταυτόχρονα παιδί, αποκτάς και μία επιπλέον οπτική: θυμάσαι την παιδική σου ηλικία μέσα από τα μάτια του δικού σου παιδιού.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου που είναι εμπνευσμένοι από τους γονείς μου (σ.σ. ψυχολόγοι και οι δύο, ενώ η μητέρα του, Χάριετ είναι και best-seller συγγραφέας) μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο για την εφηβεία μου. Κατά κάποιο τρόπο έτσι μπόρεσα να μιλήσω για την εφηβεία μου καλύτερα απ’ όσο αν έβαζα τον χαρακτήρα που είναι εμπνευσμένος από μένα να το κάνει. Είναι ένας περίεργος συνδυασμός: να είσαι γονιός στο παρόν, να θυμάσαι το παρελθόν σου μέσα από τα μάτια των γονιών σου και να νιώθεις ξανά παιδί γιατί έχεις αποκτήσει παιδιά. Γι’ αυτό σου λέω ότι το γράψιμο αποδιοργάνωσε το μυαλό μου. Έπρεπε να μπω στη θέση των γονιών μου και ταυτόχρονα να απομακρυνθώ από εκείνους. Έπρεπε να συνειδητοποιήσω ότι και εκείνοι δεν ήξεραν τι έκαναν όταν ήταν στη θέση που είμαι εγώ τώρα ως γονιός. Απ’ όλο αυτό προέκυψε μια νέα ένταση στην αγάπη μου για τη μητέρα μου και τον πατέρα μου. Αναγνώρισα ότι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Ταυτόχρονα όμως κατάλαβα ότι τελικά δεν υπάρχουν αυτό που λέμε «μεγάλοι». Όλοι κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, καθοδηγούμενοι από δυνάμεις που είναι μεγαλύτερες από εμάς, πέρα από τον έλεγχο μας, γι’ αυτό και παρατηρούνται επαναλαμβανόμενα μοτίβα από γενιά σε γενιά.

Προσπαθούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στην επιθυμία μου να δημιουργήσω ένα έργο τέχνης ακριβώς όπως το είχα στο μυαλό μου και στον σεβασμό και τη διακριτικότητα μου απέναντι στα αληθινά πρόσωπα και γεγονότα που περιλαμβάνω στην αφήγησή μου

Βιώνεις κάτι ψυχικά και συναισθηματικά επικίνδυνο όταν επιτρέπεις στη φωνή σου να ταξιδεύει μπρος πίσω από γενιά σε γενιά. Όσο προχωράει το γράψιμο γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να θυμηθείς ποιος είσαι. Φυσικά στο συγκεκριμένο βιβλίο το ρίσκο ήταν μεγάλο γιατί χρησιμοποίησα τη φωνή της μητέρας μου για να περιγράψω και την κακοποίηση που υπέστη από τον πατέρα της. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα ότι είχα τον έλεγχο και άλλες που αναρωτιόμουν τι σόι άνθρωπος είμαι για να αποκαλύπτω τέτοιες ιστορίες. Όμως νιώθω ευγνώμων γιατί το βιβλίο γράφτηκε σε συνεχή διάλογο με τους γονείς μου. Προσπαθούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στην επιθυμία μου να δημιουργήσω ένα έργο τέχνης ακριβώς όπως το είχα στο μυαλό μου και στον σεβασμό και τη διακριτικότητα μου απέναντι στα αληθινά πρόσωπα και γεγονότα που περιλαμβάνω στην αφήγησή μου.

Ενώ γράφατε πόσες φορές πέρασε από το μυαλό σας ότι αργά ή γρήγορα θα διαβάσουν την «Αμερικανική αγωγή» και τα παιδιά σας;
Αφενός θέλω να τα προστατέψω από αυτά που γράφω. Αφετέρου θέλω να προστατέψω τον εαυτό μου και να διατηρήσω τη συγγραφική μου ακεραιότητα. Αν σε μέλλει μόνο να γράφεις βιβλία «ασφαλή» για τα παιδιά σου ή τον οποιονδήποτε, δεν θα κάνεις πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνία. Δεν μπορείς να είσαι ο καλύτερος γονιός του κόσμου όταν γράφεις. Δεν το λέω αψήφιστα. Σκέφτομαι διαρκώς ότι τα παιδιά μου μελλοντικά θα διαβάσουν τα βιβλία μου, οπότε γράφοντας είναι σαν να τους στέλνω ένα μήνυμα. Από την άλλη προσπαθώ να θυμάμαι διαρκώς ότι η τέχνη μου είναι ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο δεν χρειάζεται να είμαι υπεύθυνος για τη φροντίδα τους. Παρεμπιπτόντως μου κάνει εντύπωση ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μη ρωτήσουν μια συγγραφέα που έγινε πρόσφατα μητέρα: Πώς άλλαξε η μητρότητα τη ζωή σας; Ενώ στα ίδια πάνελ εμένα θα με ρωτήσουν για τον Έζρα Πάουντ.

Μεταξύ πολλών ακόμη διακρίσεων και φυσικά αμέτρητων διθυραμβικών κριτικών, το βιβλίο υπήρξε φιναλίστ για το Βραβείο Πούλιτζερ. Σας λείπει κάτι από την εποχή που δεν γνωρίζατε ότι τόσο πολλοί αναγνώστες και κριτικοί περιμένουν τόσο πολλά από εσάς; Οι μεγάλες προσδοκίες αλλά και η μέχρι σήμερα θετική ανταπόκριση στο έργο σας επηρεάζει τη δική σας αντίληψη για το ποιος είστε και τι κάνετε;
Ενστικτωδώς θέλω να πω ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Φυσικά όμως αλλάζουν τα πράγματα. Ο δικός μου τρόπος για να ισορροπήσω είναι ο εξής: Το επόμενο βιβλίο μου θα είναι μια μεγάλη, περίεργη ποιητική συλλογή. Προφανώς θα ήθελα να διαβαστεί από πολύ κόσμο. Όμως όταν γράφεις ένα ποίημα είναι σαν να βάζεις ένα σημείωμα σε ένα μπουκάλι και να το πετάς στον ωκεανό. Δεν ξέρεις πότε και πού θα φτάσει. Μερικές φορές δεν ξέρεις καν ποιο είναι το μήνυμα που στέλνεις. Είναι εντελώς διαφορετική η σχέση του ποιητή-πομπού με τον αναγνώστη-δέκτη. Χρειάστηκα 15 χρόνια για να ολοκληρώσω αυτή την ποιητική συλλογή. Αποφάσισα να προχωρήσω τώρα στην έκδοση της όχι για να απομακρυνθώ από την ένταση της δημοσιότητας εξαιτίας της «Αμερικανικής αγωγής» αλλά για να μπερδέψω λίγο την τράπουλα. Ξέρω ότι οι περισσότεροι απ’ όσους διαβάζουν τα μυθιστορήματά μου δεν έχουν καμία επαφή με τα ποιήματά μου. Θέλω να συνεχίσω να δημιουργώ έργα τέχνης περίεργα υπό την έννοια ότι θα ξεφεύγουν από τις προσδοκίες του κόσμου αλλά και του ίδιου μου του εαυτού για το τι θα έπρεπε να κάνω στο μέλλον για να παραμείνω επιτυχημένος. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ελπίζω να μη γίνω ποτέ προβλέψιμος. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι ένα βιβλίο μου θα διαβαστεί από μια χούφτα ανθρώπους και το άλλο από χιλιάδες.

Στον Guardian δηλώσατε ότι γράφοντας την «Αμερικανική αγωγή» αποφύγατε συνειδητά να χρησιμοποιήσετε τις αισχρότητες -φυλετικές, σεξουαλικές, κλπ- που χαρακτήριζαν τον τρόπο που μιλούσαν οι έφηβοι τη δεκαετίας του ’90, κάτι που σας οδήγησε σε μια καινοτόμα γλωσσική αναπαράσταση εκείνης της εποχής. Πώς νιώθετε όμως που εν έτει 2023 όλο αυτό μπορεί να παρερμηνευτεί από συγκεκριμένους κύκλους ως αυτολογοκρισία εξαιτίας του αμείλικτου πέλεκυ της πολιτικής ορθότητας και της woke κουλτούρας;
Είναι κάτι που σκέφτομαι πολύ. Οι alt-right κύκλοι που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τη δύναμη της γλώσσας, που δεν τους νοιάζει τι μπορεί να προκαλέσει, που αναπαράγουν αιώνες κακοποιητικών εκφράσεων, υποστηρίζοντας ότι τι να κάνουμε τώρα, έτσι μιλάει ο κανονικός κόσμος, δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Αυτό δε σημαίνει ότι η αυτολογοκρισία δεν μπορεί να είναι επικίνδυνη. Είναι διαφορετική όμως η «αποστείρωση» ενός έργου τέχνης από την επεξεργασία εκ μέρους του καλλιτέχνη της πολυπλοκότητας της γλώσσας και του κόσμου γύρω του.

Μαθαίνω πολλά για όλο αυτό διδάσκοντας αγγλική φιλολογία. Στο πλαίσιο του μαθήματος για την ποίηση για παράδειγμα φτάσαμε κάποια στιγμή στο Black Arts Movement, ένα μαχητικό κίνημα αφροαμερικανικής τέχνης των 60s, με τους ποιητές του να χρησιμοποιούν ιδιαίτερα βίαιη, πολεμική γλώσσα. Το ερώτημα λοιπόν είναι: Θα σταματήσεις για λόγους πολιτικής ευαισθησίας να διδάσκεις μια πολύ σημαντική στιγμή στην ιστορία της αφροαμερικανικής ποίησης; Το ενδιαφέρον είναι ότι πολλοί σπουδαστές μου είπαν ότι θέλουν να τα διαβάσουν κατά μόνας, αλλά δεν θα έπρεπε αυτά τα ποιήματα να διαβάζονται δημόσια. Σαν να λένε ότι ο προφορικός λόγος είναι πιο προσβλητικός από τον γραπτό.

Δεν χρειάζεται δηλαδή να ενστερνιστείς τα επιχειρήματα της alt-right που λέει ότι για όλα τα δεινά του κόσμου φταίει η πολιτική ορθότητα. Ούτε όμως από την άλλη να ενδιαφέρεσαι πρώτα για να «τικάρεις» όλα τα «ορθά» κουτάκια και μετά για την ουσία όσων γράφεις.

Πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από το υποτιθέμενο δίπολο μεταξύ της alt-right και της λεγόμενης woke κουλτούρας, γιατί καμία από τις δύο πλευρές δεν καταπιάνεται ουσιαστικά με την πολυπλοκότητα της γλώσσας και της σημασίας της για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Λέγοντας τα παραπάνω στον Guardian για το βιβλίο μου, δεν εννοώ απλώς ότι δεν χρησιμοποίησα μια συγκεκριμένη γλώσσα γιατί θα ήταν προσβλητική. Εννοώ ότι προτίμησα να μην το κάνω γιατί ένιωσα ότι το βιβλίο μου θα «πνιγόταν» εξαιτίας μιας προσπάθειας να αναπαραστήσω τις πιο ειδεχθείς πλευρές ενός εφηβικού γλωσσικού τοπίου. Έτσι το βιβλίο δεν θα πετύχαινε τους στόχους του. Δεν παράτησα δηλαδή μια εκδοχή φοβούμενος τι θα πει ο κόσμος. Πρόκειται για μια αισθητική μου επιλογή ώστε να μπορέσει το έργο να σταθεί στα πόδια του και να διατρανώσει όλα αυτά που θέλω να πω. Σίγουρα δεν ήθελα να καταλήξει το βιβλίο μου μια σαχλή κωμωδία για το πόσο κουφιοκέφαλοι είναι οι αμερικανοί έφηβοι που δεν ξέρουν καν να μιλήσουν χωρίς να βρίζουν.

Και κάτι ακόμα όσον αφορά την αυτολογοκρισία. Κάποιοι λένε: Δεν θα πω ακριβώς αυτό που πιστεύω γιατί φοβάμαι το Twitter. Υπάρχει όμως και μια πιο σύνθετη προσέγγιση: Δεν γνωρίζω απόλυτα τι πιστεύω και θέλω να γίνω κομμάτι μιας δόκιμης συζήτησης γιατί αυτό οδηγεί σε εμπεριστατωμένες πολιτικές και αισθητικές επιλογές. Δεν χρειάζεται δηλαδή να ενστερνιστείς τα επιχειρήματα της alt-right που λέει ότι για όλα τα δεινά του κόσμου φταίει η πολιτική ορθότητα. Ούτε όμως από την άλλη να ενδιαφέρεσαι πρώτα για να «τικάρεις» όλα τα «ορθά» κουτάκια και μετά για την ουσία όσων γράφεις – είναι κι αυτός ένας τρόπος για να δημιουργήσεις βαρετή τέχνη.

Εφόσον μιλάμε με αφορμή ένα βιβλίο που πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, το «τέλος της Ιστορίας» στα τέλη των 90s και την κρίση ταυτότητας των νέων και οργισμένων λευκών αντρών που δεκαετίες αργότεραοδήγησε στον Τραμπισμό, θα ρισκάρετε σήμερα μια πρόβλεψη για το προσεχές μέλλον της αμερικανικής πολιτικής σκηνής;
Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ, η κατάσταση εδώ είναι ζοφερή. Δυστυχώς και οι Δημοκρατικοί έχουν μετατραπεί σε θέατρο του παραλόγου. Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά χρησιμοποιούν μία γλώσσα όχι μόνο απαρχαιωμένη -μακάρι δηλαδή να ήταν αυτό το πρόβλημα- αλλά είναι σαν όλοι να επιδίδονται σε μία κατακερματισμένη, σχεδόν ντανταϊστική γλωσσική παράσταση. Προφανώς υπάρχουν κάποιοι που δεν είναι τρελοί και ασχολούνται με τα κοινά για τους σωστούς λόγους. Είναι όμως προφανές ότι κατά κανόνα οι πολιτικοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ολοένα και συχνότερες κρίσεις – όσον αφορά το κλίμα, την αστυνομική βία, οτιδήποτε. Παγιώνεται η αίσθηση ότι το μεγάλο πολιτικό αρχιτεκτόνημα έχει χρεοκοπήσει και γι’ αυτό σε τοπικό επίπεδο αρκετοί πια πολίτες αυτοοργανώνονται, είναι εντυπωσιακό να βλέπεις μικρές κοινότητες να αντιμετωπίζουν στο βαθμό που τους αναλογεί μια κρίση -πχ την περίθαλψη μεταναστών- που είναι παγκόσμια.

Μάλλον δεν είμαι αισιόδοξος, γι’ αυτό προσπαθώ, παρατηρώντας τον πλανήτη να καταστρέφεται εξαιτίας του νεοφιλελευθερισμού, να σκέφτομαι κάτι που υποστηρίζει ένας 90χρονος, σπάνιας ευρυμάθειας φίλος μου: Το χάος αποτελεί ταυτόχρονα και ελπίδα. Πάντως αν ένας εξωγήινος έριχνε μια ματιά στην αμερικανική πολιτική σκηνή, θα εκπλησσόταν από το πόσο μεγάλοι σε ηλικία είναι όλοι αυτοί οι τύποι. Μια χώρα που καλώς ή κακώς αποτελούσε επί δεκαετίες πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της λεγόμενης «νεανικής κουλτούρας» έχει καταλήξει θέατρο Β’ διαλογής για να ανεβαίνει η ίδια και η ίδια παράσταση με πρωταγωνιστές γερασμένους, ξεπερασμένους από την εποχή τους και, το κυριότερο, σχεδόν αποκλειστικά λευκούς άντρες. Ακόμη!

Ben Lerner Beowulf Sheehan

Μήπως γιατί κατά κανόνα αποτελεί υπόθεση λευκών αντρών θεωρείτε την ιδέα του μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος στην καλύτερη περίπτωση πομπώδη και επιτηδευμένη, όπως έχετε πει, και στη χειρότερη ότι αποτελεί αληθινό πολιτικό κίνδυνο;
Το λεγόμενο μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα έγκειται σε κάποιο βαθμό στη διαρκή επανάληψη του δομικού λάθους του αμερικανικού πειράματος, που δεν είναι άλλο από το να λες ότι αποσκοπείς σε ίσα δικαιώματα για όλα τα μέλη της κοινωνίας, ενώ στην πραγματικότητα αναφέρεσαι κυρίως σε λευκούς άντρες. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η λογοτεχνία έχει και πολιτική διάσταση και έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι τουλάχιστον στις ΗΠΑ εν μέρει εξαντλείται στην επαναβεβαίωση αυτού του είδους της λευκής, αντρικής οικουμενικότητας. Εκτός αυτού αντιτίθεμαι στην ιδέα ότι πρέπει οπωσδήποτε ένα εξαιρετικό έργο τέχνης να σβήσει από τον χάρτη όλα τα άλλα. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι υπάρχουν πολλά, διαφορετικά και περίεργα έργα τα οποία συναντάμε σε διαφορετικές στιγμές της ζωής.

Τελικά το πλαίσιο του μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος έχει να κάνει και με τον αμερικανικό εξαιρετισμό, μια ιδέα πολύ γερασμένη, βαρετή και, ειδικά σήμερα, εντελώς ανεδαφική. Ξέρεις τι άλλο συμβαίνει; Δεν είναι λίγοι αυτοί που σήμερα προσπαθούν να γράψουν ένα μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα «τικάροντας», όπως είπα νωρίτερα, όλα τα «σωστά» κουτάκια. Σκέφτονται: Θα πω ακριβώς το σωστό για ζητήματα όπως η φυλή, το φύλο, το κλίμα, οτιδήποτε. Λες και το επόμενο μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα θα γραφτεί τελικά από έναν αλγόριθμο.

Τώρα που αναφέρατε τη λέξη αλγόριθμος…
Θα με ρωτήσεις αν η τεχνητή νοημοσύνη θα μου φάει τη δουλειά;

Νομίζω ότι είναι για να φοβηθούν οι συγγραφείς;
Αυτό που ξέρουμε μέχρι τώρα είναι ότι μέσω ChatGPT μπορεί να παραχθεί στιγμιαία και ανέξοδα ένα κείμενο που είναι απλώς εντάξει. Είναι ενδιαφέρον ότι πια υπάρχει η κατηγορία του μη ανθρώπινου γραφιά. Δηλαδή οι καλλιτέχνες του γραπτού λόγου έχουν να αντιμετωπίσουν μια νέα πρόκληση: να ξεχωρίσουν ως δημιουργοί από τον αλγόριθμο. Έχει πλάκα ότι υπάρχει μια μακρά παράδοση avant garde λογοτεχνίας που ανέκαθεν βαυκαλιζόταν την απελευθέρωση από τα δεσμά του ανθρώπινου μυαλού και την οικειοποίηση των μηχανών. Και τώρα οι συγγραφείς, όπως όλοι καλλιτέχνες, αρχίζουν να ανησυχούν ότι όντως θα μπορούσε αυτό να συμβεί. Το χρήσιμο στην πίεση που μπορεί να νιώσει ένας συγγραφέας ώστε να διαφοροποιηθεί από τον αλγόριθμο είναι ότι ελπίζω επιτέλους να γίνει αντιληπτό ότι είναι εντελώς ηλίθιο να γράφεις αυτά τα βιβλία που πατάνε όλα τα σωστά κουμπιά και δεν φέρνουν κανένα σε άβολη θέση. Έχουμε πια την τεχνολογία για να κάνει κάτι βαρετό. Ας κάνουμε κάτι πιο ουσιαστικό οι άνθρωποι με τη γλώσσα. Φαντάζεσαι πώς μπορεί να ένιωθαν οι άνθρωποι όταν ο Έντισον γύρισε τον διακόπτη και το σκοτάδι έγινε ηλεκτρικό φως; Θα ήταν σαν κοσμογονία. Με εφαρμογές σαν το ChatGPT παίζουμε και είναι σαν να έχουμε άλλο ένα τρολ στην οθόνη μας που παράγει μέτριο περιεχόμενο. Μπορούμε και καλύτερα.


Το μυθιστόρημα «Αμερικανική αγωγή» του Μπεν Λέρνερ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα