ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: TO “ΣΥΣΤΗΜΑ” ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ
Μια συζήτηση με τον καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ για τη δυναμική του «κυβερνητικού πυρήνα», την προβληματική διάκριση μεταξύ «συστημικών» και «αντισυστημικών», και το τρίπτυχο μιας ουσιαστικής πολιτικής ηγεσίας.
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Manchester και πρώην διευθυντής του Jean Monnet Centre of Excellence, σπάνια δίνει συνεντεύξεις σε ελληνικά ΜΜΕ. Η αποδοχή της πρόσκλησης για μια συνέντευξη στο News 24/7 ήταν συνεπώς μια ευχάριστη έκπληξη.
Αφορμή για την πρόσκληση αποτέλεσε η συμμετοχή του στο 8ο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών που πραγματοποιήθηκε στις 16-18 Μαρτίου στην Αθήνα. Παρακολουθώντας διαδικτυακά το πάνελ με τίτλο “Τα όρια του «συστημικού» και η προστασία της φιλελεύθερης δημοκρατίας”, στο οποίο συμμετείχε μαζί με τον πρώην υπουργό Πέτρο Ευθυμίου, τον πολιτικό επιστήμονα Τάκη Παππά και την επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης του ΕΚΠΑ, Λαμπρινή Ρόρη, ξεχώρισα την ψύχραιμη ανάλυση και την κριτική του διαύγεια.
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έχει διαγράψει μια εκτενή ακαδημαϊκή πορεία αποκλειστικά εκτός Ελλάδος, κάτι που έχει τη σημασία του για τον τρόπο με τον οποίο «βλέπει» τα πράγματα. Έχει θητεύσει σε ακαδημαϊκές θέσεις στο London School of Economics (LSE), στο Πανεπιστήμιο του Leeds και του Bradford, ενώ υπήρξε επισκέπτης ερευνητής στα Πανεπιστήμια του Princeton και του Yale, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο του LSE. Έχει δημοσιεύσει σειρά μελετών πάνω στην πολιτική οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις σχέσεις της ΕΕ με την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και για τη σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν αυτά που έχουν μεταφραστεί και στα Ελληνικά όπως Οι Τελευταίοι Οθωμανοί (εκδ. Αλεξάνδρεια, με τους K. Featherstone, A. Μαμαρέλη και Γ. Νιάρχο) και Τα Όρια του Εξευρωπαϊσμού (εκδ. Οκτώ, με τον K. Featherstone).
Η παρουσία του στα διεθνή ΜΜΕ ήταν έντονη, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ελλάδας. «Τα χρόνια των μνημονίων είχα γίνει, άθελά μου, μαϊντανός του BBC λόγω του έντονου διεθνούς ενδιαφέροντος. Είχα σχεδόν φτάσει να κοιμάμαι στα στούντιο του BBC. Δεν θα ήθελα να το ξαναπεράσω», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Το ερευνητικό ενδιαφέρον του Δημήτρη Παπαδημητρίου για την Ελλάδα εστιάζει ιδιαίτερα στο πώς ασκείται η εκτελεστική εξουσία και στη θεσμική εξέλιξη του «κυβερνητικού πυρήνα» στη μεταπολίτευση. Μετά από εκτεταμένο αρχειακό υλικό και δεκάδες συνεντεύξεις με κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες, ο Παπαδημητρίου συνέγραψε το Prime Ministers in Greece: Τhe Paradox of Power (Oxford University Press, 2015 (μεταφρασμένο και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Διάμετρος με τον Kevin Featherstone), φωτίζοντας τις ιδιομορφίες των Ελληνικών πρωθυπουργιών από το 1974 έως το 2009.
Με χαρά έμαθα από τον ίδιο ότι το νέο βιβλίο του, που συγγράφει και αυτή τη φορά με τον «μόνιμο συνεργάτη» Kevin Featherstone, επικεντρώνεται στις πρωθυπουργίες των μνημονιακών χρόνων από το 2009 μέχρι το 2019, διερευνώντας το πώς κινητοποιήθηκε ο κυβερνητικός πυρήνας στην διαχείριση διαδοχικών κρίσεων. Το νέο βιβλίο των Παπαδημητρίου και Featherstone, με τίτλο Greek Prime Ministers in the Eye of the Storm: Crisis Management and Institutional Change πρόκειται να κυκλοφορήσει από το Oxford University Press τον ερχόμενο Μάϊο στη Μ. Βρετανία.
Ο «ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ» ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 1974 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, στο πλαίσιο της μακρόχρονης έρευνάς του για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, χρησιμοποιεί τον όρο «κυβερνητικός πυρήνας» για να περιγράψει το σύνολο θεσμών και προσώπων που περιστοιχίζουν τον πρωθυπουργό, τόσο σε επίσημο (π.χ. Προεδρία της Κυβέρνησης, θέσεις γενικών γραμματέων, υφυπουργών παρά τω πρωθυπουργώ και υπουργών Επικρατείας) όσο και σε άτυπο επίπεδο (προσωπικοί σύμβουλοι, εξωτερικά δίκτυα επιρροής). Η βασική του διαπίστωση είναι ότι, σε αντίθεση με χώρες όπως η Βρετανία, η Ελλάδα δεν διέθετε ιστορικά μια ισχυρή, μόνιμη επιτελική δομή υπαγόμενη στην πρωθυπουργό.
«Στη Βρετανία, η σειρά “Yes, Prime Minister” δείχνει πώς η γραφειοκρατία μπορεί να παγιδεύει να περιορίσει την δύναμη του πρωθυπουργού», παρατηρεί ο Παπαδημητρίου.
«Στην Ελλάδα βρισκόμασταν στο ακριβώς αντίθετο άκρο: μέχρι και το 2010 το Μέγαρο Μαξίμου δεν διέθετε οργανωμένη, μόνιμη επιτελική υποδομή. Κάθε φορά που άλλαζε ο πρωθυπουργός, η καρδιά της κυβέρνησης ξεκινούσε σχεδόν από το μηδέν. Αυτό εξηγεί γιατί, παρά την συνταγματική παντοδυναμία του πρωθυπουργικού αξιώματος, αυτό που διεθνείς οργανισμοί ονομάζουν «μεταρρυθμιστική ικανότητα» της Ελλάδας παρέμενε πολύ χαμηλή. Στην ουσία οι μεταρρυθμίσεις προχωρούσαν ή κολλούσαν σχεδόν αποκλειστικά με βάση την προσωπικότητα και το στυλ διακυβέρνησης του εκάστοτε ηγέτη».
Όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, αυτό το παράδοξο έχει ιστορικές ρίζες, ήδη από την απαρχή της μεταπολίτευσης.
«Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974 λειτούργησε σχεδόν σαν ερημίτης, σαν ένας μοναχικός Αίαντας, με πέντε μόνο υπαλλήλους στο γραφείο του. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι κοιμόταν με τους πρωθυπουργικούς φακέλους δίπλα στο κρεβάτι του. Κατόρθωσε, βέβαια, ένα μικρό θαύμα: την ομαλή μετάβαση στη Δημοκρατία. Όμως, το μοντέλο διακυβέρνησης που εισήγαγε ήταν προνεωτερικό. Αυτό το μοντέλο επιβίωσε, με παραλλαγές, καθ’ όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης».
Στο Prime Ministers in Greece: The Paradox of Power, οι Παπαδημητρίου και Featherstone εμβαθύνουν στο παράδοξο της πρωθυπουργικής δύναμης: οι συνταγματικές υπερεξουσίες δεν συνοδεύονται από τα κατάλληλα θεσμικά εργαλεία που θα μπορούσαν να τις μετουσιώσουν σε μία εφαρμοσμένη και εφαρμόσιμη πολιτική μεταρρυθμίσεων. Το αποτέλεσμα υπήρξε ένα «ασύμμετρο» μοντέλο, στο οποίο ο αρχηγός της κυβέρνησης εμφανιζόταν πανίσχυρος «στα χαρτιά», αλλά συχνά στεκόταν σαν «γυμνός αυτοκράτορας» απέναντι στις υπουργικές γραφειοκρατίες. Το σύστημα έγινε στην πράξη ακραία υπουργοκεντρικό, χωρίς τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις «κεντρικού» σχεδιασμού και συντονισμού.
Σύμφωνα με τον Παπαδημητρίου, το σύστημα αυτό, αν και έγινε αντικείμενο σκληρής κριτικής από τους δανειστές της Ελλάδας, παρέμεινε αξιοπερίεργα ανθεκτικό και κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
«Η προώθηση επίπονων και εξαιρετικά περίπλοκων μεταρρυθμίσεων υπήρξε βασικό συστατικό των μνημονιακών υποχρεώσεων στην βάση της χρηματοδοτικής αιρεσιμότητας. Παρά τα υπαρξιακά διακυβεύματα για την χώρα, κανείς από τους πρωθυπουργούς της κρίσης [Γιώργος Παπανδρέου, Λουκάς Παπαδήμος, Αντώνης Σαμαράς, Αλέξης Τσίπρας] δεν κατάφερε να εισαγάγει ένα θεσμοθετημένο και διατηρήσιμο μοντέλο διακυβέρνησης στα πρότυπα άλλων, συγκρίσιμων με την Ελλάδα, ευρωπαϊκών χωρών.
Ο Παπαδημητρίου καταλήγει, «ευρισκόμενη μπροστά σε θανάσιμους κινδύνους, η πολιτική ηγεσία προτίμησε να ακολουθήσει την πεπατημένη μίας βαθιά ριζωμένης πολιτικής κουλτούρας. Να σβήσει την φωτιά μέσα από κλειστά δίκτυα εμπιστοσύνης, βασιζόμενη στα πρότυπα της ηρωικής ηγεσίας. Αυτό το μοντέλο μπορεί τελικά να αποσόβησε τα χειρότερα, αλλά σίγουρα δεν έκανε την Ελλάδα να αλλάξει πίστα σε θέματα διακυβέρνησης».
Ο Παπαδημητρίου θεωρεί ενδιαφέρον πως η ενδυνάμωση του κυβερνητικού πυρήνα μπήκε πιο επιτακτικά στην εσωτερική ατζέντα μετά το τέλος της μνημονιακής επιτήρησης. «Αυτό που επιχειρήθηκε το 2019 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η συγκρότηση ενός πιο θεσμοθετημένου κυβερνητικού πυρήνα με τη νομοθετική σύσταση της Προεδρίας της Κυβέρνησης και τη θέσπιση του λεγόμενου «επιτελικού κράτους. Πλέον, υπάρχουν μερικές εκατοντάδες μόνιμοι υπάλληλοι που, θεωρητικά, διασφαλίζουν καλύτερο προγραμματισμό και συντονισμό ανάμεσα στις υπουργικές γραφειοκρατίες».
Υπάρχουν όμως και προβλήματα. «Σήμερα υπάρχουν τρία επίπεδα πολιτικά διορισμένων στελεχών στην κορυφή της Προεδρίας: ένας υπουργός επικρατείας, τρεις υφυπουργοί παρά τω πρωθυπουργώ και πέντε γενικοί γραμματείς. Όλα τα στελέχη αυτά θα αλλάξουν με την επόμενη κυβέρνηση και με αυτό το δεδομένο, παραμένει αβέβαιο αν οι μεταρρυθμίσεις στον κυβερνητικό πυρήνα θα αντέξουν και αν όντως θα υπάρξει κρατική συνέχεια. Πόσο υψηλόβαθμο θα είναι το στέλεχος της γραφειοκρατίας που θα υποδεχθεί τον νέο πρωθυπουργό στο Μαξίμου;», αναρωτιέται ο Παπαδημητρίου.
Η μεταρρύθμιση στην καρδιά της κυβέρνησης δεν έτυχε διακομματικής συναίνεσης.
«Η αντιπολίτευση επικρίνει το μοντέλο ως υπερσυγκεντρωτικό και η σύσταση της Προεδρίας έγινε μέρος τους αφηγήματος περί συστήματος-Μητσοτάκη. Το σκάνδαλο των υποκλοπών έδρασε επίσης απονομιμοποιητικά για το όλο εγχείρημα. Ο πρωθυπουργός φέρει, δυστυχώς, ευθύνη γι’ αυτό», τονίζει ο Παπαδημητρίου. Έτσι, είναι άδηλο αν το επιτελικό σχήμα που δημιουργήθηκε θα επιβιώσει σε περίπτωση ενός νέου συσχετισμού δυνάμεων. «Τα πάντα θα κριθούν από την κρίση και την προσωπικότητα του επόμενου πρωθυπουργού. Δεν αποκλείεται να δούμε το ξήλωμα της Προεδρίας και να γυρίσουμε στο παλιό αποκεντρωμένο μοντέλο ή κάποια παραλλαγή του».
Εκεί εντοπίζεται, σύμφωνα με τον Παπαδημητρίου, και η ουσία του προβλήματος. Ένας «κούφιος» κυβερνητικός πυρήνας υπονομεύει την κρατική συνέχεια και την κυβερνησιμότητα της χώρας.
«Τα κλειστά δίκτυα εμπιστοσύνης και οι προσωποπαγείς μηχανισμοί μπορεί να παρέχουν μία ψευδαίσθησή ασφάλειας στον πρωθυπουργό, αλλά δεν τον εξοπλίζουν επαρκώς με τα θεσμικά εργαλεία ώστε να πετύχει στην αποστολή του. Σε κάθε περίπτωση, τέτοια προσωποπαγή δίκτυα μπορούν να δράσουν διαλυτικά αν χρειαστεί να συνυπάρξουν στην εξουσία παραπάνω του ενός κόμματα. Όμως το ενδεχόμενο κυβερνητικών συμμαχιών φαντάζει σήμερα ως το πλέον πιθανό σενάριο μετά τις επόμενες εκλογές. Ελλοχεύει, λοιπόν, μεγάλος κίνδυνος», λέει ο Παπαδημητρίου.
Στην τελική μου ερώτηση εάν το «επιτελικό κράτος» αποτελεί συνεπώς ρήξη με το παρελθόν, ο Παπαδημητρίου απαντά ότι «στην πρωθυπουργία Μητσοτάκη συνυπάρχουν δείγματα θεσμικής καινοτομίας με πιο παραδοσιακές αντιλήψεις προνεωτερικού αρχηγισμού».
Στην παρούσα φάση είναι δύσκολο να πούμε αν το σημερινό μοντέλο είναι διατηρήσιμο: «νομίζω πως η χώρα εξακολουθεί να πάσχει από το σύνδρομο του πρωθυπουργού-σωτήρα και σε αυτή την βάση δεν θα έπαιρνα όρκο πως οι πρόσφατες θεσμικές καινοτομίες αποτελούν την οριστική ήττα του ηρωικού μοντέλου διακυβέρνησης».
«ΣΥΣΤΗΜΙΚΑ» ΚΑΙ «ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΑ» ΚΟΜΜΑΤΑ: ΜΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τη διάκριση «συστημικά – αντισυστημικά» όταν πρόκειται για τον χαρακτηρισμό κομμάτων και πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Επικαλείται παραδείγματα της μεταπολίτευσης, επιμένοντας ότι η ιστορική πορεία πολλών κομμάτων αποδεικνύει πως η ταμπέλα του «αντισυστημικού» δεν είναι στατική αλλά ρευστή.
Θυμίζει πως το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στα τέλη της δεκαετίας του ’70 υιοθετούσε ριζοσπαστική ρητορική («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο»), μέσα σε λίγα χρόνια εξελίχθηκε σε κυρίαρχο πυλώνα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Παρόμοια διαδρομή, σε πιο πρόσφατη περίοδο, ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ, που αρχικά προβλήθηκε ως «αντισυστημική» δύναμη αλλά εφάρμοσε, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, τις μνημονιακές πολιτικές που προηγουμένως είχε καταγγείλει.
Ο Παπαδημητρίου εξηγεί ότι η ίδια η κοινωνία δεν ευθυγραμμίζεται ποτέ μονοσήμαντα με τα λεγόμενα «συστημικά» ή «αντισυστημικά» στρατόπεδα. Στη βάση υποστήριξης ενός κόμματος μπορεί να συνυπάρχουν τάσεις προς τον ριζοσπαστισμό μαζί με περισσότερο θεσμικές θέσεις, ενώ παράλληλα κόμματα που εμφανίζονται συστημικά εξακολουθούν να αντλούν «αντισυστημικούς» ψηφοφόρους σε ορισμένα ζητήματα.
«Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η άρνηση εμβολίων, το θέμα των ταυτοτήτων ή η εναντίωση σε διεθνείς συμφωνίες, όπως αυτή των Πρεσπών, τα οποία βρήκαν πρόθυμο κοινό τόσο σε αριστερά όσο και σε δεξιά κόμματα». Αντιστρόφως, κόμματα με ρητορική ρήξης μπορούν να αποδεχτούν, μετά την ανάληψη της εξουσίας, θεμελιώδη χαρακτηριστικά του «συστήματος», όπως η διαπλοκή με ολιγαρχικά συμφέροντα ή η συνέχιση πελατειακών πρακτικών.
Κατά την οπτική του, αυτή η διαρκής εξέλιξη της φυσιογνωμίας των κομμάτων κάνει τα μεγάλα αναλυτικά σχήματα, τύπου «συστημισμού – αντισυστημισμού», προβληματικούς φακούς για την ουσιαστική ανάλυση πολιτικής συμπεριφοράς. Ενίοτε μπορεί να τα καταστήσει και αποπροσανατολιστικά. «Δεν είναι αντισυστημικό να ζητάς μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και διαφάνεια από την εκτελεστική εξουσία, ούτε να απαιτείς μεγαλύτερη ταχύτητα και ανεξαρτησία από την δικαιοσύνη», σημειώνει, υπογραμμίζοντας ότι η απλοϊκή ετικέτα «αντισύστημα» μπορεί να γίνει ανάχωμα σε γνήσιες μεταρρυθμιστικές πιέσεις και να μεγαλώσει τη δυσαρέσκεια των πολιτών έναντι του «συστήματος ή την ικανότητα του να αυτοδιορθώνεται».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο των μνημονίων αναδύθηκε έντονη κριτική απέναντι στο «σύστημα», το οποίο πιέστηκε αλλά δεν έσπασε. «Το 2019 η Ελλάδα, μετά από δέκα χρόνια οξείας οικονομικής κρίσης, είχε μικρότερη αντισυστημική εκπροσώπηση στην Βουλή από ότι στις περισσότερες Ευρωπαικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων και των μεγαλύτερων δανειστών μας».
Όπως μας θυμίζει ο Παπαδημητρίου, αρκετά κόμματα στην Ελλάδα που αυτοπαρουσιάστηκαν ως αντισυστημικά την περίοδο της κρίσης υιοθέτησαν εντέλει τις θεμελιώδεις δομές του συνταγματικού μας πλαισίου, αλλά και της ευρωπαϊκής επιτήρησης. Ο ίδιος επισημαίνει ότι αυτή η απόσταση ανάμεσα στη ρητορική και την πραγματικότητα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς απέναντι στη στερεοτυπική ταμπέλα «αντισυστημικός».
Το πραγματικό διακύβευμα, σημειώνει, δεν είναι να εντοπίσουμε ποιος είναι περισσότερο αντισυστημικός, «Να επικεντρωθούμε περισσότερο στα βασικά αιτούμενα για αλλαγή και λιγότερο στους αγγελιοφόρους τους, ώστε να δούμε εάν και πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τη λειτουργία της δημοκρατίας μας».
Τονίζει ότι η εμμονή στο δίπολο «συστημικό – αντισυστημικό» συχνά θολώνει τη συζήτηση για τις θεσμικές αδυναμίες που έχει η χώρα, ανάμεσά τους η περιορισμένη διαφάνεια, η ανεπαρκής λογοδοσία και έλλειψη αποτελεσματικής διοίκησης. Αντί, λοιπόν, να φωτίσει τα δομικά ζητήματα, η ανακύκλωση αυτού του δίπολου ενίοτε αποπροσανατολίζει από την αναγκαία θεσμική ανανέωση και καινοτομία.
Ο Παπαδημητρίου τονίζει πως δεν αρνείται την ύπαρξη ακραία αντισυστημικών φωνών που αμφισβητούν θεμελιακά την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όμως, κατά την άποψή του, «πρέπει να αποφεύγεται η γενικευμένη χρήση του όρου αντισυστημικός, ο οποίος τελικά γενικεύει τόσο πολύ τα προβλήματα, ώστε να μην επιζητεί ποτέ συγκεκριμένες λύσεις».
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΜΙΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
Στη τρίτο και τελευταίο μέρος της εκτενούς συνέντευξης, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου εστιάζει στον «πολεμικό» χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα.
Ερωτώμενος εάν αυτή η συγκρουσιακή «ενέργεια» θα μπορούσε να μεταβολιστεί σε κάτι θετικό για το πολιτικό σύστημα της χώρας, απαντά καταφατικά, προσθέτοντας ότι κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο πολιτικής συνύπαρξης που μετατρέπει τις συγκρούσεις σε δημιουργική διαδικασία. Σύμφωνα με τα λόγια του, στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν υπάρχει ένα «κοινό νόμισμα» αξιολόγησης των προτεινόμενων λύσεων.
«Στον κόσμο των επιχειρήσεων, τα κέρδη είναι ένα σαφές, μετρήσιμο κριτήριο. Όταν βρεις χρηματοδότηση κι αποδείξεις ότι το προϊόν ή η υπηρεσία πουλάει, επιβεβαιώνεται η καινοτομία. Στην πολιτική δεν έχουμε κάτι ανάλογο. Η επιτυχία ή αποτυχία χαίρει πολλαπλών αναγνώσεων».
Ο Παπαδημητρίου αναγνωρίζει ότι η αντιπαράθεση είναι εγγενές στοιχείο της δημοκρατίας, ωστόσο αν αυτή δεν πλαισιωθεί από στοιχειώδη εμπιστοσύνη στους βασικού θεσμούς και στους κανόνες του παιχνιδιού, τότε το «όλα ή τίποτα» καταλήγει σε έναν «ολοκληρωτικό πόλεμο». Όπως σχολιάζει, «στην Ελλάδα, λόγω της ήδη χαμηλής εμπιστοσύνης έναντι των θεσμών, η πόλωση γίνεται απόλυτη. Δεν υπάρχει κοινώς αποδεκτός διαιτητής ή κοινό σημείο αναφοράς που να εξοστρακίζει ανεπίτρεπτες συμπεριφορές. Το σύστημα είναι επίσης βαθιά συντηρητικό και αποστρέφεται την αλλαγή και την καινοτομία».
«Κάθε προσπάθεια μετατόπισης του status quo αμφισβητείται αυτόματα από τους πολιτικούς αντιπάλους, ενώ οι πολίτες δυσκολεύονται να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για το τι ωφέλησε ή δεν ωφέλησε τη χώρα. Κατ’ επέκταση, όταν κάθε συζήτηση καταλήγει σε απόλυτο διχασμό, «η ενέργεια» που παράγουν οι διαφορετικές ιδέες σπαταλιέται σε πολωτικές συνθήκες, χωρίς να μετουσιώνεται σε γόνιμη κινητοποίηση».
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Παπαδημητρίου, προς το τέλος της κουβέντας μας, μιλά για το «τρίπτυχο» της πολιτικής ηγεσίας που ενδεχομένως να μπορέσει να ξεπεράσει τον στείρο διχασμό ή την καθαρή τεχνοκρατία.
Το πρώτο συστατικό είναι η στοχοθεσία: «ο ηγέτης χρειάζεται να χαράσσει ένα αφήγημα και να ορίζει ρεαλιστικούς, χρονικά προσδιορισμένους στόχους. Αυτό είναι ένα κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής ως παιδευτικής διαδικασίας».
Το δεύτερο είναι η οργανωτική και διοικητική επάρκεια, δηλαδή «η ικανότητα του κυβερνητικού σχήματος να εφαρμόσει στην πράξη ένα στρατηγικό σχέδιο με αποτελεσματικότητα και συντονισμό, αλλά και με σεβασμό στα θεσμικά αντίβαρα της εκτελεστικής εξουσίας και την συνέχεια του κράτους. Χωρίς την κατάλληλη οργάνωση, ακόμα και η πιο εμπνευσμένη στοχοθεσία μένει μετέωρη».
Το τρίτο, κάτι που ο Παπαδημητρίου θεωρεί καθοριστικό, είναι η ενσυναίσθηση, η ικανότητα δηλαδή του ηγέτη να «αφουγκράζεται τα αισθήματα της κοινωνίας και να μεταβολίζει τη δυσαρέσκειά της σε παραγωγική ενέργεια, αντί να την αφήνει να τροφοδοτεί την πόλωση».
Ο ίδιος συμπληρώνει ότι, μέχρι σήμερα, τα ελληνικά πολιτικά πράγματα αρκέστηκαν πολλές φορές στην «ηρωική» ή «προσωποκεντρική» μορφή ηγεσίας, όπου ένας χαρισματικός πρωθυπουργός έθετε τόνο και ρυθμό. «Το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτός ο ηγέτης δεν διαθέτει έναν σταθερό μηχανισμό υποστήριξης ή δεν μπορεί να επικοινωνήσει στο ευρύ κοινό γιατί οι στόχοι του είναι σημαντικοί». Γι’ αυτό επιμένει ότι το «τρίπτυχο» στοχοθεσία- οργάνωση-ενσυναίσθηση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τα προσωποκεντρικά ή στενά τεχνοκρατικά μοντέλα. Μόνο όταν μια ηγεσία έχει και τα τρία αυτά στοιχεία σε κάποια ισορροπία μπορεί να αξιοποιήσει την «ενέργεια» της πολιτικής διαμάχης, μετατρέποντάς την σε δημιουργική διαδικασία.