ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΨΑ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑΕΙ ΑΚΟΜΑ ΖΩΝΤΑΝΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΓΛΟΥ
Η παραλίγο συνάντηση με τον Λέοναρντο Κοέν στην Ύδρα και η περίοδος που σκεφτόταν να τα παρατήσει όλα αλλά έμεινε από πείσμα και τρέλα σε τούτη τη χώρα. Ο σπουδαίος τραγουδοποιός ανοίγει την καρδιά του στο Mag.
Αν είχε ήχο η τελεία, θα την άκουγα. Τόσο καλή ήταν η σύνταξη του. Αυτό το σπάνιο προσόν κάποιων ανθρώπων να μιλούν όπως γράφουμε οι υπόλοιποι, να βάζουν τις λέξεις στην ιδανική σειρά τη μία δίπλα στην άλλη, δεν έχω σταματήσει να το ζηλεύω απ’ την πρώτη μέρα που συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να το κάνω.
Αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία εντύπωση που μου έμεινε από τον Νίκο Πορτοκάλογλου, και ας είπαμε στο ενδιάμεσο ένα σωρό μικρά και μεγάλα πράγματα. Από τις μέρες του με τους Φατμέ -πώς θα μπορούσαμε αλλιώς- και τα δύσκολα πρώιμα ‘90s, μέχρι τις μετακομίσεις του, κυριολεκτικές και μεταφορικές.
Και είπαμε και για τη συναυλία του στις 20 Σεπτεμβρίου στο Βεάκειο, όπου μαζί με τη Ρένα Μόρφη στηρίζει έμπρακτα το έργο του MDA Ελλάς “Σωματείο για τη φροντίδα των ατόμων με Νευρομυϊκές Παθήσεις”. Αυτή ήταν και η αφορμή αυτής της συζήτησης, που ξεκίνησε κάπως έτσι:
Είδα μια εκπομπή από το 2000 όπου λέγατε ότι βλέπετε συνέχεια όνειρα ότι μετακομίζετε. Τα βλέπετε ακόμη;
Ναι, συνεχίζω και σήμερα.
Πώς το έχετε εξηγήσει μέσα σας, γιατί συμβαίνει;
Διαισθητικά, νομίζω ότι συμβαίνει επειδή συνεχώς στη δουλειά που κάνω -στη δουλειά του καλλιτέχνη δηλαδή- υπάρχει μια συνεχής αλλαγή πίστας. Ποτέ δεν μένεις στάσιμος γιατί αν μείνεις στάσιμος απλώς πεθαίνεις, απλώς χάνεις την επαφή με αυτό που συμβαίνει γύρω σου.
Οπότε είναι η φύση της δουλειάς τέτοια που συνεχώς καλείσαι να δοκιμάσεις καινούργια πράγματα, να δοκιμάσεις ένα νέο τραγούδι… Στη δική μου περίπτωση αυτό συνέβη και με το να αρχίσω ξαφνικά να κάνω τηλεοπτικές εκπομπές, που ήταν κάτι που δεν το φανταζόμουν ποτέ.
Οπότε φαντάζομαι ότι η αγωνία, το υπόγειο άγχος που υπάρχει για όλες αυτές τις αλλαγές, μεταφράζεται και σαν μια μετακόμιση σε ένα νέο σπίτι.
Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό το όνειρο, σχηματοποιείται πολύ ωραία αυτή η ανάγκη. Βλέπετε και όνειρα ότι μετακομίζετε από στούντιο σε στούντιο, ότι θέλετε να κάνετε άλλη εκπομπή;
(γελάει) Όχι, αλλά η πλάκα είναι ότι για πολλά χρόνια αυτό το όνειρο της μετακόμισης το ζούσα και στην πραγματική μου ζωή. Για κάποιον λόγο από τότε που έφυγα από το πατρικό μου μέχρι να καταλήξω σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι εδώ και 20 χρόνια, όλο το προηγούμενο διάστημα μετακόμιζα σχεδόν ανά ένα ή δύο χρόνια είτε μόνος μου είτε αργότερα με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
Δηλαδή αυτό το μικροαστικό όνειρο που είχαν οι προηγούμενες γενιές να αποκτήσουν ένα δικό τους σπίτι, δεν σας ενδιέφερε;
Καταρχάς, το όνειρο του να αποκτήσεις ένα δικό σου σπίτι δεν θεωρώ ότι είναι μικροαστικό. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη απολύτως κατανοητή. Θες να αποκτήσεις το δικό σου κάστρο, το δικό σου κομμάτι ελευθερίας.
Απλώς για πολλα χρόνια δεν περνούσε απ’ το μυαλό μου ότι θα μπορούσα να αγοράσω σπίτι κι έτσι θεωρούσα ότι σε όλη μου τη ζωή θα ζω στο νοίκι και δεν είχα κανένα πρόβλημα μ’ αυτό. Απλώς κάποια στιγμή τα κατάφερα.
Μιας και λέμε για μετακομίσεις, γενικά έχετε πολλά τραγούδια για ταξίδια, για διαδρομές, περιπλανήσεις, “πάμε εδώ”, “πάμε πάνω απ’ τα σύννεφα, (σ.σ. τον ακούω που γελάει)… Γιατί; Τι σας γοητεύει τόσο πολύ σ’ αυτό ;
Κοίτα… (σ.σ. κάνει μια παύση να σκεφτεί). Πάντα έβλεπα τη ζωή μας -είναι κλισέ τώρα αυτό που θα πω αλλά είναι η αλήθεια- σαν ένα ταξίδι επιστροφής, σαν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επιστροφής στην πατρίδα της ψυχής μας.
Οπότε είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, είναι πολύ έντονο στα τραγούδια μου το στοιχείο αυτό του ταξιδιού, της περιπλάνησης, όχι όμως του ταξιδιού με την έννοια “Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν” ή “Πάμε για τρέλες στις Σεϊχέλες”, που δεν τα υποτιμώ αυτά τα τραγούδια, ίσα ίσα έχουν και πολλή πλάκα.
Δεν εννοώ ένα ταξίδι για να ξεφύγουμε και να ξεχάσουμε. Εννοώ ένα ταξίδι για να θυμηθούμε.
Καλά, έτσι κι αλλιώς πάντα λάτρευα και τα road movies, τα τραγούδια που μιλάνε για τον δρόμο, όπως πολλά τραγούδια του Ντίλαν ή του Κοέν παραδείγματος χάριν. Και η Οδύσσεια, άλλωστε, είναι η αγαπημένη μου ιστορία όλων των εποχών.
Έχετε γράψει και τραγούδια πάνω στον δρόμο;
Ναι, βέβαια.
Μπορείτε να μου πείτε κάποια;
Το “Ταξίδι” για παράδειγμα άρχισα να το γράφω στις περιοδείες με τους Φατμέ. Το ολοκλήρωσα σπίτι μου αλλά θυμάμαι να αρχίζω να γράφω τους στίχους ταξιδεύοντας.
Επίσης υπάρχουν τραγούδια που γράφτηκαν στην κυριολεξία μέσα σε πούλμαν περιοδείας όπως είναι το “Γίνε κομμάτια” ή το “Ταξίδι του πούλμαν” όπως είναι προφανές.
Πώς θα περιγράφατε τον στίχο σας; Σίγουρα είναι βιωματικός όπως και όλη αυτή η γενιά της δεκαετίας του ‘80 είχε αυτό το στοιχείο έντονα, αλλά ο δικός σας πώς πιστεύετε ότι ξεχωρίζει; Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό του;
Αν και το “βιωματικό” είναι λίγο περιοριστικό, όντως ένα χαρακτηριστικό της γενιάς μας είναι ότι μιλήσαμε σε πρώτο πρόσωπο. Η γενιά του ‘80 πέρασε από τον πολύ συλλογικό στίχο του πολιτικού τραγουδιού της δεκαετίας του ‘70 σε ένα πολύ πιο βιωματικό και άμεσο στίχο, και είμαι ευτυχής που ανήκω εκεί.
Θα ‘λεγα, όμως, με τον κίνδυνο να ακουστώ λίγο βαρύγδουπος, ότι είναι υπαρξιακός ο στίχος μου. Ούτε πολιτικός με τη στενή έννοια ούτε και ερωτικός με τη στενή έννοια… Δηλαδή ακόμα και σε τραγούδια που ακούγονται σε πρώτο επίπεδο σαν ερωτικά, υπάρχει και δεύτερο επίπεδο.
Όπως το “Ρίσκο”;
Ναι… Ακόμη και στα “Καράβια μου καίω”, αν ακούσει κανείς τα κουπλέ, μπορεί να σκεφτεί ότι είναι ένα ερωτικό τραγούδι…
Αλλά τι είναι τελικά;
Είναι ερωτικό αλλά όχι με τη στενή έννοια, δεν θα το συνέδεες με ένα πρόσωπο για παράδειγμα αλλά με έναν τόπο. “Και ας μη μου ‘χεις χαρίσει ποτέ ένα χάδι ως τώρα, πάντα εδώ θα γυρνώ”.
Η αλήθεια είναι ότι τα πρώτα χρόνια της κρίσης πολλοί το νοηματοδότησαν και αλλιώς, το εισέπραξαν κι αλλιώς αυτό το τραγούδι. “Να φύγω απ’ τη χώρα μου ή να μείνω”, κάπως έτσι.
Ναι, δεν είναι “αλλιώς” γιατί και αυτό μέσα στο τραγούδι ήταν, γιατί και εγώ όταν το ‘γραφα πριν από 30 χρόνια, έπαιζε και αυτό μέσα στο κεφάλι μου, ήμουν σε μια φάση που αναρωτιόμουν αν άξιζε τον κόπο να μείνω και να το παλέψω ή να φύγω.
Απλώς μέσα στην κρίση ένιωσαν και πολλοί άλλοι άνθρωποι το ίδιο οπότε έγινε συλλογικό το τραγούδι, ενώ ήταν στενά προσωπικό τότε που το έγραψα.
Αυτό είναι το μυστήριο και η απίστευτη ομορφιά των τραγουδιών, ότι μπορεί να εξαφανίζονται για κάποιο διάστημα και να αναδύονται πάλι με καινούργιο νόημα μετά από χρόνια.
Ξέρω ότι θαυμάζατε πάρα πολύ τον Κοέν. Σας έχει επηρεάσει στιχουργικά;
Ναι…. Μακάρι, βέβαια, να έγραφα σαν τον Κοέν.
Είναι κάπως πιο καθημερινός, δεν έχει και τόσο αυτές τις αφαιρετικές εικόνες…
Ε, ναι ο Κοέν είναι ένας ποιητής της καθημερινότητας αλλά ταυτόχρονα είναι και βαθιά ποιητικός. Χωρίς να είναι φλου αρτιστίκ, χωρίς να είναι ψευτοέντεχνος.
Έχετε πάει ποτέ στο σπίτι του στην Ύδρα, έχετε περάσει απ’ έξω;
Είχα πάει στην Ύδρα να τον βρω όταν ήμουν 18 χρονών γιατί είχα ακούσει ότι ζει εκεί. Είχα γράψει τότε τα πρώτα μου τραγούδια και ήθελα να πάω να τον βρω να του τα παίξω (γελάει).
Πήγα στην Ύδρα, τον είδα μπροστά μου στον δρόμο -ήταν με ένα μαύρο πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι-, πάγωσα, κόπηκαν τα πόδια μου και έφυγα χωρίς να του μιλήσω ποτέ.
Και τελικά πήγατε στον Σαββόπουλο;
Ναι, όσο θαύμαζα τον Κοέν, τόσο θαύμαζα και τον Σαββόπουλο.
Γενικά με τον χρόνο τα είδωλά σας έχουν αποκτήσει έτσι ανθρώπινη διάσταση ή έχουν παραμείνει μυθοποιημένα ακόμα;
Όσο μεγαλώνω αισθάνομαι ότι όλοι οι καλλιτέχνες που θαυμάζω είναι η νοερή μου οικογένεια. Δηλαδή λέω “για κοίτα, ο θείος Πολ ακόμα γράφει και κάνει περιοδείες” ή “ο θείος Κιθ κάνει δίσκο πάλι”.
Αλλά ταυτόχρονα παραμένουν για μένα πάντα άπιαστοι, παραμένουν πάντα γοητευτικοί και μυστηριώδεις, όπως τους έβλεπα και στην εφηβεία μου.
Μυστηριώδεις γιατί καμιά φορά που βάζω ακόμα παλιούς δίσκους να τους ακούσω μου φαίνονται ανεξήγητα μυστήρια, δεν μπορώ να καταλάβω πως το έκαναν αυτό, πώς οι Beatles για παράδειγμα έγραψαν το Sgt Peppers. Εξακολουθώ να το ακούω με την ίδια απορία και με το ίδιο πεσμένο σαγόνι που είχα στα 12 μου.
Είδα σε μια εκπομπή που λέγατε ότι και με το White Album είχατε πάθει πλάκα.
Αυτό ήταν το πρώτο, ναι. Και ειδικά αυτό ήταν για μένα οδηγός χωρίς να το καταλαβαίνω τότε. Ήταν το πρώτο πράγμα που με μάγεψε, το πρώτο άλμπουμ που άκουσα τόσες εκατομμύρια φορές.
Πάντως, έχετε ζήσει κι εσείς ανθρώπους που μυθοποιήθηκαν μετά τον θάνατο τους, τους έχετε δει στην ανθρώπινη διάστασή τους, και μιλάω και για τον Σιδηρόπουλο. Υπάρχει κάτι που το προσέδωσαν μετά θάνατον -οι φανς, τα περιοδικά, όλοι- που εσείς όμως δεν το είχατε δει να υπάρχει όσο παίζατε μαζί του;
Νομίζω ότι εδώ μπαίνει πάντα ο παράγοντας της μυθοποίησης. Ο Παύλος ήταν ένας εξαιρετικός τραγουδιστής, ένας πολύ ιδιαίτερος τραγουδοποιός, και πολύ καλός περφόρμερ πάνω στη σκηνή. Εγώ όμως που τον ζούσα από κοντά και κάναμε συναυλίες (μας είχε αγκαλιάσει με έναν τρόπο, ήμασταν λίγο προστατευόμενοί του στο ξεκίνημα, μας έπαιρνε κοντά του σε φεστιβάλ κλπ), έβλεπα από κοντά πόσο δύσκολα περνούσε.
Βασανιζόταν;
Βασανιζόταν και σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σε καλλιτεχνικό. Ένα μικρό κοινό τον ακολουθούσε και τον θαύμαζε, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έγινε μετά τον θάνατό του, που μπορεί να έχεις την εικόνα ότι θα έπαιζε σε γεμάτα στάδια κτλ.
Είναι ειρωνεία αυτό που συμβαίνει. Δεν αναγνωρίστηκε η αξία του όσο ζούσε και μυθοποιήθηκε μετά τον θάνατό του.
Ο Παύλος τότε έπαιζε στο “Ροντέο”, ένα μαγαζί που χωρούσε 200 άτομα μάξιμουμ.
Είπατε ότι ήσασταν λίγο προστατευόμενοί τους και υπάρχει ένα περιστατικό που όντως ήταν πολύ προστατευτικός μαζί σας. Μιλάω για εκείνο το λάιβ που “τολμήσατε” να παίξετε ένα τραγούδι που δεν ήταν 100% ροκ…
Ναι, παίξαμε τον “Πάντα Μετρημένο”. “Είμαι μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος”…
Αυτό έγινε σε μια συναυλία στην Πάτρα που έπαιξαν διάφορα συγκροτήματα και όπου παίξαμε εμείς αυτό το τραγούδι, το οποίο δεν το είχαμε ηχογραφήσει ακόμα κιόλας, και το ανήγγειλα εγώ ως ένα “πανκ ζεϊμπέκικο”.
Λίγο το ζεϊμπέκικο, λίγο ο στίχος “είμαι μετρίως μέτριος”, δεν άρεσε και τόσο στους ροκάδες και μας φιλοφρόνησαν με αυγά. Και θυμάμαι τη στήριξη που μας έδειξε εκείνη τη μέρα, τη ζεστασιά του.
Μου φαίνεται πολύ περίεργο αυτό πάντως, ότι τη δεκαετία του ‘80 πήγαινε κάποιος σε συναυλία κρατώντας αυγά.
Ναι, γινόταν. Τώρα, βέβαια, έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο να ανάβουν καπνογόνα, όχι για να επιτεθούν στον καλλιτέχνη αλλά για να τον δοξάσουν, με αποτέλεσμα όμως να είναι κίνδυνος- θάνατος για τους διπλανούς τους.
Ξέρετε έχω ένα μικρό κόλλημα με τον Παπάζογλου και πάντα όταν μιλάω με ανθρώπους που είχαν συνεργαστεί μαζί του, προσπαθώ να πάρω οποιαδήποτε πληροφορία μπορώ, μικρή ή μεγάλη. Θέλετε να μου πείτε λίγο πώς βρεθήκατε εσείς, οι βέροι Αθηναίοι, στη Θεσσαλονίκη για να ηχογραφήσετε το “Ρίσκο” στο στούντιο του;
Με τον Νίκο είχαμε βρεθεί πρώτη φορά το ‘83, είχαμε παίξει μαζί σε μια συναυλία στα Γιάννενα. Εμείς ήμασταν στο ξεκίνημά μας, ο Νίκος είχε κάποια χρόνια περισσότερα στη δουλειά αλλά ουσιαστικά τότε ξεκινούσε κι αυτός με το συγκρότημά του, την Ταχεία Θεσσαλονίκης. Εμείς ήδη αγαπούσαμε πολύ τα τραγούδια του, και εκείνα που είχε κάνει μαζί με τον Ξυδάκη και τον Ρασούλη -την “Εκδίκηση της γυφτιάς”, “Τα δήθεν”, κλπ…
Και είδαμε τον Παπάζογλου με μια μπάντα που ήταν σαν να έπαιζαν οι Rolling Stones μαζί με τον Ζαμπέτα. Ενθουσιαστήκαμε γιατί αυτό γουστάραμε κι εμείς τότε. Και αυτό εξακολουθώ να γουστάρω ακόμα και αυτό κάνω και στο Μουσικό Κουτί.
Οπότε γνωριστήκαμε εκεί και μετά από δύο χρόνια που είχαμε το υλικό για τον τρίτο δίσκο μας, ο Φαληρέας μας ενθάρρυνε -ή και μπορεί να μας έδωσε και την ιδέα, δεν θυμάμαι- να πάμε να το ηχογραφήσουμε στο στούντιό του στη Θεσσαλονίκη.
Να πω εδώ για τον Φαληρέα ότι ήταν ο άνθρωπος χάρη στον οποίο μπήκαμε στο στούντιο και κάναμε τον πρώτο μας δίσκο. Μπορεί αν δεν βρισκόταν αυτός ο άνθρωπος στον δρόμο μας να αργούσαμε δέκα χρόνια να κάνουμε δίσκο. Σ’ αυτόν τα χρωστάω όλα.
Και είχε πλάκα αυτό γιατί σε μια εποχή που οι μπάντες απ’ τη Θεσσαλονίκη κατέβαιναν στην Αθήνα να ηχογραφήσουν, εμείς πήγαμε ανάποδα. Αλλά το χαρήκαμε πολύ που συνεργαστήκαμε με τον Νίκο, ο οποίος ήταν και παραγωγός και ηχολήπτης στον δίσκο μας. Έκανε και φωνητικά στο “Ρίσκο”.
Είδα κάπου που λέγατε ότι παλιότερα γράφατε για τον εαυτό σας αλλά ότι αργότερα φτιάξατε κάποιους ήρωες και γράφατε για αυτούς. Το θυμάστε αυτό; Το είπατε για το “Μπραζιλέρο” αλλά ότι ισχύει και γενικά. Κάπως σαν να φτιάχνετε χαρακτήρες και να λέτε “τι θα σκεφτόταν τώρα αυτός, τι θα έλεγε σε αυτήν την κατάσταση;” και πάνω εκεί να γράφετε τραγούδια.
Ναι, αυτό προέκυψε πιο πολύ στις ταινίες, όπου διάβαζα το σενάριο και έμπαινα στη θέση του ήρωα. Βέβαια, το υλικό είναι πάντα τα δικά μου βιώματα, τα δικά μου συναισθήματα, έτσι;
Από εκεί αντλώ. Δεν μπορώ να γράψω έτσι γενικώς και θεωρητικά για κάποιον άλλον.
Απλά μου φάνηκε πολύ γοητευτικό ότι για παράδειγμα μπορεί να έχετε πέντε χαρακτήρες και να λέτε “ποιον να βγάλω τώρα μπροστά; Τι τραγούδι να έγραφα για αυτόν;”. Και αναρωτιόμουν αν στις αρχές του ‘90 που τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο καλά ως προς την αποδοχή, αν είχατε σκεφτεί κάποιο άλλο τέχνασμα να ενεργοποιήσετε λίγο την έμπνευσή σας.
Μα αυτό που έκανα ήταν ότι όσο έβλεπα ότι δεν φτάνουν τα τραγούδια μου στον κόσμο, να γράφω με όλο και περισσότερο πείσμα -γιατί “από πείσμα και τρέλα”- με μεγαλύτερη ένταση και μεγαλύτερη προσπάθεια. Άλλωστε και αυτό το τραγούδι “Τα καράβια μου καίω”, τότε γράφτηκε.
Αυτή ήταν η άμυνά μου και αυτός ήταν και ο τρόπος της θεραπείας μου γι’ αυτό που περνούσα.
Η ειρωνεία είναι ότι σε εκείνη τη φάση, μέσα στους τρεις πρώτους δίσκους γράφτηκαν καμιά δεκαριά τραγούδια που θεωρούνται σήμερα ως τα πλέον κλασικά μου.
Για κάποιον μυστηριώδη λόγο τότε, πέρασαν απαρατήρητα.
Παρότι είχαν γίνει βιντεοκλίπ, παρότι προωθήθηκαν όσο μπορούσαν;
Άλλα ναι άλλα όχι. Δηλαδή το “Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό” δεν είχε γίνει ούτε βιντεοκλίπ ούτε σινγκλ ούτε τίποτα. Ούτε είχα πάρει εγώ χαμπάρι τη δύναμη που είχε αυτό το κομμάτι. Ο Μάνος Ξυδούς μου είπε όταν βγήκε ο δίσκος ότι “δεν έχεις καταλάβει… Αυτό το τραγούδι είναι η μεγάλη επιτυχία”.
Πώς προέκυψε αυτό; Είχατε περάσει τότε αυτήν τη φάση που διαβάζατε Νίτσε, διαβάζατε φιλοσοφία, τέτοια πράγματα;
Ναι, από μικρός είχα μεγάλη αγάπη στο διάβασμα, κυρίως στην πεζογραφία. Αγαπούσα πάντα ιδιαίτερα το μυθιστόρημα γιατί αγαπώ τις ιστορίες, την αφήγηση αλλά διάβαζα και φιλοσοφικά βιβλία. Ο Νίτσε ήταν απ’ τους αγαπημένους μου.
Άσχετο, αλλά έχετε δώσει στους τύπους που παίζουν κιθάρα στην παραλία έναν από τους δυο τρεις ύμνους τους, το “Καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά”. Θα θέλατε να ζητήσετε συγγνώμη από τους λουόμενους που ακούνε αυτό το τραγούδι σε τόσες κακές εκτελέσεις μονίμως τόσα χρόνια από wannabe κιθαρίστες καρδιοκατακτητές; Είναι ένα απ’ τα δύο τρία που στάνταρ παίζουν στην παραλία, χωρίς να το θέλετε εσείς.
(Γελάει ευτυχώς) Ποιος σου είπε ότι δεν το θέλω; Εγώ φταίω για αυτό, και χαίρομαι πολύ που φταίω. Ξέρεις, στην Αγγλία τα μουσικά καταστήματα έχουν μια ταμπέλα μέσα που λένε στα παιδιά που πάνε να δοκιμάσουν κιθάρα: “Απαγορεύεται να παίξετε το ‘Stairway to heaven’ και το ‘Smoke on the water’”.
Ελπίζω να μην απαγορευτεί και το “Καλοκαιράκι”.
Θέλετε να μου πείτε λίγο για το “Δεν είμαι από δω”, πώς το γράψατε, τι σκεφτόσασταν; Νομίζω είναι το αγαπημένο μου τραγούδι σας.
Α, ναι; Και για μένα είναι πολύ αγαπημένο και ξεχωριστό γιατί είναι απ’ τα τραγούδια που αισθάνομαι ότι γράφτηκαν όχι μόνο με το δικό μου βίωμα και τις δικές μου μνήμες, αλλά και τις μνήμες του πατέρα μου και του παππού μου.
Επειδή είχαν έρθει απ’ τη Μικρά Ασία;
Ναι, υπάρχει μέσα όλος αυτός ο πόνος του ξεριζωμού και όλο αυτό το δύσκολο πράγμα του να είσαι ξένος σε μια χώρα που καλείσαι να ξεκινήσεις μία νέα ζωή. Πράγματα που τα ζήσανε και ο παππούς μου και ο πατέρας μου.
Το ‘χα πάρει λίγο πιο μεταφορικά το τραγούδι, πίστευα ότι έχει να κάνει με το πόσο αλλάζει μία πόλη στην οποία ήδη ζεις.
Ναι, ακριβώς. Αυτό είναι το δικό μου βίωμα.
Και ποιοι “πήραν” την πόλη, για ποιους μιλούσατε τότε που το γράφατε;
Όχι, δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Είχε να κάνει περισσότερο με τις εποχές που νιώθεις ότι έχεις αποξενωθεί, έχεις απομονωθεί και δεν έχεις πια σχέση με την αληθινή ζωή. Είσαι στο περιθώριο. Το οποίο μπορεί να συμβαίνει και για εκατοντάδες λόγους.
Αυτή η “Δίψα” που λέτε και στο τραγούδι σας, υπάρχει ακόμα; Αυτή σας κινητοποιεί και κυρίως πώς τη συντηρεί κανείς;
Πραγματικά δεν ξέρω πώς τη συντηρεί κανείς. Είναι μια φλόγα που είτε καίει είτε κάποια στιγμή σβήνει. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω.
Μοιάζει λίγο σαν να είναι συγκοινωνούν δοχείο με το άλλο τραγούδι σας το “τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά”;
Όλα τα τραγούδια μου συγκοινωνούντα δοχεία είναι. Πάντως η δίψα δόξα τω Θεώ είναι κάτι που με κρατάει ζωντανό ακόμα και ανυπομονώ να μπω στο στούντιο να γράψω τα καινούργια μου τραγούδια.
Για πότε το βλέπετε το νέο άλμπουμ;
Δουλεύω τα κομμάτια που είχα ξεκινήσει πριν αρχίσει η εκπομπή. Έχω τη μεγάλη χαρά να συνεργάζομαι ξανά με τον Χρυσόστομο Μουράτογλου με τον οποίο έχουμε 20 χρόνια να δουλέψουμε μαζί. Ήταν παραγωγός, ενορχηστρωτής και μουσικός σε μερικούς απ’ τους καλύτερους μου δίσκους μου, απ’ τον “Άσωτο υιό” και το “Βαλκανιζατέρ” μέχρι τη “Δίψα”.
Δεν είχα σκοπό να σας ρωτήσω για την επικαιρότητα, δεν μ’ αρέσει που “χρησιμοποιούν” τους καλλιτέχνες ως σχολιαστές των πάντων αλλά δεν μπορώ να προσπεράσω αυτό που έγινε χτες το βράδυ (σ.σ. η συνέντευξη έγινε στις 7 Σεπτεμβρίου) με τον άνθρωπο που τον πέταξαν απ’ το πλοίο και τον έπνιξαν. Το είδατε;
Είναι αδιανόητο…
Και διαβάζω όλα αυτά που γράφονται τώρα για την αποκτήνωση της κοινωνίας, ότι αυτά συμβαίνουν γιατί οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο απάνθρωποι, πιο σκληροί. Δεν ξέρω εσάς τις σκέψεις σας δημιούργησε αυτό το περιστατικό.
Οι σκέψεις που μου δημιούργησε είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι απάνθρωποι…
Ξέρετε, δεν μ’ αρέσει καθόλου να γενικεύω και να μιλάω για την καταστροφή της κοινωνίας μας και ότι η ανθρωπότητα γενικώς περνάει τη χειρότερη της φάση. Τα θεωρώ αστεία όλα αυτά, καθώς πιστεύω ότι η ανθρωπότητα έχει ένα παρελθόν πάρα πολύ φορτωμένο με βαρβαρότητες και φρικαλεότητες και είναι αστείο να λέμε ότι τώρα ζούμε τη χειρότερη εποχή του ανθρωπίνου γένους, και όλα αυτά τα βαρύγδουπα που ακούγονται. Νομίζω ότι είναι ανιστόρητοι όσοι τα λένε.
Είμαι και μιας γενιάς που έχω ακούσει από τον πατέρα μου ιστορίες για την κατοχή και τον εμφύλιο, και είναι πέρα από κάθε φαντασία αυτά που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι. Οπότε τώρα να γενικεύουμε με αφορμή αυτό το αποτρόπαιο γεγονός, και να λέμε ότι η κοινωνία μας έχει αποκτηνωθεί και είναι η χειρότερη από ποτέ, όχι.
Είναι μεμονωμένα γεγονότα αυτά που πρέπει να αντιμετωπιστούν με απόλυτη αυστηρότητα ώστε να παραδειγματιστούν οι υποψήφιοι δράστες.
Και απ’ την άλλη σκέφτομαι ότι εσείς τώρα θα δώσετε μία συναυλία για καλό σκοπό. Τη βάζω λίγο στον αντίποδα τώρα, την καλή πράξη απέναντι στην κακή.
Πάντα ένιωθα ότι απέναντι στην ασχήμια, στη βία και στην αδικία αυτού του κόσμου, το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να γράψω ένα καλό τραγούδι όσο κι αν ακούγεται λίγο αφελές ή ρομαντικό αυτό. Αισθάνομαι ότι πάντα αυτή είναι η απάντηση, το να κάνει ο καθένας από μας όσο γίνεται καλύτερα τη δουλειά του -είτε είναι ταξιτζής είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε πιλότος είτε καλλιτέχνης.
Η άμεση προσωπική πράξη είναι το μόνο ελπιδοφόρο για την κοινωνία μας. Και αυτό είναι που εμπνέει και τους άλλους και τους κάνει καλύτερους.
Η συναυλία είναι στις 20 Σεπτεμβρίου στο Βεάκειο και προέκυψε μετά από πρόταση του MDA, το οποίο είναι ένα σωματείο για τη φροντίδα των ατόμων με νευρομυϊκές παθήσεις.
Κάθε φορά που υπάρχει αίτημα για συμμετοχή σε μια συναυλία για έναν τέτοιο καλό σκοπό, είμαστε πάντα παρόντες.
Τι θα ακούσουν όσοι έρθουν;
Σ’ αυτά τα τρία χρόνια του Μουσικού Κουτιού μαζί με τη Ρένα έχουμε τραγουδήσει πάρα πολλά τραγούδια άλλων, το οποίο ήταν μια υπέροχη εμπειρία ειδικά για μένα που δεν είμαι τραγουδιστής, είμαι ένας άνθρωπος που γράφει τραγούδια και τα ερμηνεύει. Οπότε η ευκαιρία να πω απο ρεμπέτικα μέχρι ξένα ροκ τραγούδια και από Σαββόπουλο μέχρι Κοέν που λέγαμε πριν, ήταν μια καταπληκτική εμπειρία.
Τώρα, όμως, η καλοκαιρινή περιοδεία είναι μια ευκαιρία να πούμε και τα δικά μας τραγούδια. Η συναυλία στηρίζεται κυρίως στα τραγούδια τα δικά μου και στο ρεπερτόριο της Ρένας αλλά είναι διανθισμένο και με κάποια στιγμιότυπα που είναι βγαλμένα από το Μουσικό Κουτί.
Θα σας ρωτήσω κάτι εντελώς αφελές, έτσι μόνο και μόνο για να κλείσουμε. Στο τέλος θα νικήσει το καλό ή το κακό, τι πιστεύετε;
Αυτή είναι η αιώνια πάλη. Αυτό το βλέπουμε από το πιο αρχαίο κείμενο που έχουμε στα χέρια μας που είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μέχρι το Star Wars. Αυτή η πάλη επαναλαμβάνεται αλλάζοντας μορφές κατά κάποιον τρόπο.
Πιστεύω στη νίκη του καλού.