ΕΙΝΑΙ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΑΙΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ Η ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑΣ;
Ο ιστορικός Χρήστος Τριανταφύλλου προσπάθησε να εξηγήσει το μύθο του πολιτικού που καθόρισε τον ελληνικό εικοστό αιώνα στο βιβλίο «Η Δεύτερη Ζωή του Ελευθέριου Βενιζέλου» που μόλις κυκλοφόρησε. Αυτό ήταν το πιο προβοκατόρικο ερώτημα που του θέσαμε.
Μπορεί να την λέμε ακόμα Πανεπιστημίου, αλλά ο πιο κεντρικός δρόμος της Αθήνας καμιά φορά πονοκεφαλιάζει τους τουρίστες γιατί έχει μετονομαστεί σε Ελευθερίου Βενιζέλου ήδη από το 1945. Μερικά λεπτά περπάτημα αργότερα συναντά κανείς στο Πάρκο Ελευθερίας, δίπλα από το Μέγαρο Μουσικής, και το εμβληματικό άγαλμα του πολιτικού που γεννήθηκε στις Μουρνιές Χανίων και διετέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός, εγκαινιάστηκε επί δικτατορίας το 1969. Και λίγο μετά το μιλένιουμ, οι γεμάτες βαλίτσες των Αθηναίων δεν κατευθύνονταν πια προς την παραλία αλλά στον καινούριο «Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών» που λειτουργεί από το 2001 στα Σπάτα. Το όνομά του; «Ελευθέριος Βενιζέλος», φυσικά.
Η ελληνική επικράτεια είναι γεμάτη από βενιζελικά μνημεία. Ας πούμε, οι Τάφοι των Βενιζέλων (ο δικός του και του γιου του, επίσης πολιτικού και πρωθυπουργού, Σοφοκλή), είναι κατεξοχήν τουριστικό αξιοθέατο στο Ακρωτήρι των Χανίων. Όμως τα παραπάνω τρία -δρόμος, άγαλμα, αεροδρόμιο- συνθέτουν μια συμβολική ανοδική γραμμή στη μεταπολεμική Ελλάδα που ταυτίζεται με το χτίσιμο της οικουμενικότητας του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η οικοδόμηση αυτού του μύθου είναι που τελικά παρακίνησε και τον ιστορικό Χρήστο Τριανταφύλλου να εκδώσει τη μελέτη Η Δεύτερη Ζωή του Ελευθέριου Βενιζέλου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», κι εστιάζει στα χρόνια από το θάνατό του (1936) μέχρι το απριλιανό πραξικόπημα (1967). «Μου κάνουν όλο και περισσότερο την ερώτηση τι με γοητεύει τόσο στον Βενιζέλο και η αλήθεια είναι ότι δεν έχω απάντηση. Δεν είμαι από την Κρήτη, ούτε η οικογένειά μου έχει καμία σχέση με το Κόμμα Φιλελευθέρων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με πολλούς, αλλά συγκεκριμένους, τρόπους μιλά σε πολλούς, αλλά διαφορετικούς, ανθρώπους ανά την επικράτεια του ελληνικού 20ου αιώνα που σημαδεύτηκε από πολύ μεγάλες τομές και πολύ έντονα γεγονότα. Είναι λογικό κάποιες μορφές να συγκινούν εκ των υστέρων, πιανόμαστε από αυτούς σε επίπεδο μνήμης και συνείδησης για να καταλάβουμε τι γίνεται γύρω μας. Όμως ο Βενιζέλος το ξεπερνά ακόμα κι αυτό: έχει εξασφαλίσει το ισχυρότερο brand και την καλύτερη υστεροφημία στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Τον διεκδίκησαν οι πάντες και πλέον δεν τον διεκδικεί κανένας. Γιατί δεν χρειάζεται. Είναι αυτονόητος για όλους».
Κι όμως αυτή η θεώρηση, που σήμερα μοιάζει δεδομένη, δεν είχε καθόλου βάση όσο ζούσε. «Στην περίοδο που εξετάζω, η πολιτική κληρονομιά του ήταν όντως μήλο της έριδος. Γιατί μετά τον Β’ Παγκόσμιο, μπαίνουμε σε μια νέα εποχή για την ελληνική κοινωνία, την πολιτική στην Ελλάδα αλλά και την ελληνική διανόηση – όλοι ουσιαστικά έχουν ανάγκη από ένα μεγάλο ενοποιητικό και μη αμφισβητούμενο σύμβολο. Υπάρχει ανάγκη για ένα μεγάλο πατέρα του έθνους. Είναι πολύ συναρπαστική η κατασκευή αυτού του φαντασιακού θετικού συμβόλου. Γιατί στην εποχή του ο Βενιζέλος δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν το ακριβώς αντίθετο, αμφιλεγόμενος και διχαστικός, σίγουρα καθόλου βαρετός».
Γιατί αυτός; Ο Χρήστος Τριανταφύλλου πιστεύει ότι η διαφορά του Βενιζέλου με άλλες προσωπικότητες της εποχής του είναι ότι δε γεννάει απλά μια παράταξη αλλά κι έναν τρόπο να κάνεις πολιτική. «Το καινούργιο που έφερε ο Βενιζέλος είναι ότι όταν οι άλλοι έκαναν πόλεμο θέσεων, αυτός έκανε πόλεμο κινήσεων όπως έχει γράψει ο Σπύρος Μαρκέτος. Είναι ένας άνθρωπος μοντέρνος που φέρνει τη νεωτερικότητα και βάζει (όχι μόνος του) την ελληνική πολιτική στον 20ο αιώνα. Από την άλλη, αυτό που του καταλογίζεται είναι ότι, ανεξάρτητα από το αν είχε δίκιο ή όχι, πάντα θεωρούσε ότι η δική του θέση για τα πράγματα ήταν το απόλυτο εθνικό συμφέρον. Πίστευε ότι ο λόγος του ήταν η απόλυτη αλήθεια, σταθερά ταύτιζε το προσωπικό του όραμα με το εθνικό».
Ο ιστορικός μας υπενθυμίζει συνεχώς ότι μιλάμε για εντελώς διαφορετική εποχή. Ειδικά μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου διαλύονται αυτοκρατορίες, γεννιούνται έθνη και υπάρχει απίστευτη βία που προκαλεί τεράστιους μετασχηματισμούς. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος τον κατάλληλο χρόνο. Κατάφερε να συμπυκνώσει πολλά αιτήματα κι οράματα σε μια συγκεκριμένη ατζέντα, η οποία ήταν σαφώς εθνικιστική. Όμως, ανάβει πάλι το λαμπάκι του disclaimer: «Ο όρος “εθνικισμός” έχει άλλο περιεχόμενο σε σχέση με το σήμερα. Αναφέρεται στο πώς θα μεγαλώσει το έθνος όχι με την έννοια του φυλετισμού (όπως το ερμηνεύει η ακροδεξιά στις μέρες μας), αλλά στο πλαίσιο των εθνικισμών των αρχών του 20ου αιώνα, σε μια περίοδο που φυσικά υπάρχει φουλ επεκτατισμός και μιλιταρισμός».
Κι από την άλλη, στο πρόσωπό του υπάρχει ένα πολύ έντονο εκσυγχρονιστικό στοιχείο, ίσως το διαχρονικότερο σημείο του legacy του. «Ο Βενιζέλος έλεγε ότι για να προκόψει το έθνος, πρέπει το κράτος να λειτουργήσει με συγκεκριμένο μοντέλο, αυτό που σήμερα αποκαλούμε δυτικό φιλελεύθερο μοντέλο. Δεν ήταν απλό αυτό, προκαλούσε γιγαντιαίες αντιδράσεις και μίση. Ο Βενιζέλος, επαναλαμβάνω, όσο ζει δεν είναι επ’ ουδενί εθνάρχης ούτε αποδεκτός από όλους. Είναι το αντίθετο».
Μια αρκετά συνηθισμένη, ίσως «εύκολη», προσέγγιση στον Βενιζέλο είναι ότι υπήρξε «ο πρώτος κέντρωος». Τέτοια ιστορική καταγραφή του δεν υπάρχει, δε θα μπορούσε κόλας. Γιατί, όπως μας εξηγεί ο Χρήστος Τριανταφύλλου, εκείνα τα χρόνια δεν υφίσταται αντίληψη της έννοιας του πολιτικού «κέντρου». «Το Κέντρο, με Κ κεφαλαίο, αρχίζει να εμφανίζεται στη χώρα μας από το 1945 και μετά. Είναι μια εποχή που ο βενιζελισμός απλώνεται και παράλληλα αλλάζει ο τρόπος που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Και τότε δημιουργείται το τριπαραταξιακό (αριστερά, κέντρο, δεξιά). Εκείνη την εποχή η Δεξιά αναγεννιέται, αφού το βασιλικό στρατόπεδο επινοεί ξανά τον εαυτό του. Κι από την άλλη πλευρά είναι η Αριστερά, βασικά λόγω ΕΑΜ. Το κέντρο ορίζεται χωροταξικά ως κάτι που βρίσκεται ανάμεσά τους, δεν είναι ότι αντιπροσωπεύει κάποιου είδους μετριοπάθεια κτλ. Μεταξύ τους, λοιπόν, είναι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως αυτοί που παρέλαβαν τον σπόρο του βενιζελισμού, είναι αντικομμουνιστές αλλά και κόντρα στο στέμμα. Κάτι σαν έλληνες Ρεπουμπλικάνοι». (Ασχετα αν στην Ελλάδα δεν επιβίωσε ο όρος, όπως διαβάζουμε σε μια παραπομπή του βιβλίου)
Όπως μας ξεναγεί στην εξέλιξη της εγχώριας πολιτικής γεωγραφίας, ο ιστορικός αναφέρεται επανειλημμένα σε έναν από τους δασκάλους του που εφυγε το καλοκαίρι του 2022, τον Ηλία Νικολακόπουλο. «Εκείνος στην ουσία χάραξε αυτά τα όρια. Ο δικός του προσδιορισμός είναι ότι οι πρώτοι κεντρώοι ορίζονται εκ δεξιών με την αντίθεση του Εθνικού Διχασμού και εξ αριστερών με τα Δεκεμβριανά. Πολυ χοντροκομμένα, μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα υπόλοιπο του Κόμματος Φιλελευθέρων με κάποιες προσθήκες».
Σύμφωνα με τον Χρήστο Τριανταφύλλου, ο θάνατός του Βενιζέλου του ήταν κάτι σαν big bang. H φιγούρα του εξερράγη κι αιμορράγησε προς όλες τις μερίδες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, «ακριβώς γιατί άλλαξε η ίδια η κοινωνία. Συνέβη μια διαρραγή του Βενιζελισμού από τα αριστερά ως τα δεξιά, οι θέσεις του έστω μερικώς έγιναν αποδεκτές από τους Βασιλοφρόνες ως τους κομμουνιστές (ο περίφημος «Βενιζελοκομμουνισμός»)».
Ας δούμε μερικές τροχιές αυτής της διασποράς(ακόμα και μετά το τέλος της περιόδου που διαπραγματεύεται η μελέτη…)
Βενιζέλος, ξένες δυνάμεις και φασισμός
«Ήταν σαφώς ένας φιλελεύθερος πολιτικός της εποχής του, άρα οι συμπάθειές του, να το πω έτσι, ήταν με τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, κατά κύριο λόγο με τη Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο, έχει κάπως παραμεληθεί η σχέση του με τη γαλλική παράδοση, με τη ρεπουμπλικανική ριζοσπαστική εκδοχή της αβασίλευτης δημοκρατίας. Μεταγενέστερα, προς το τέλος της ζωής του, για λόγους γεωπολιτικής, προσέγγισε πάρα πολύ τη μουσολινική Ιταλία. Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘30, ο φασισμός άσκησε μεγάλη γοητεία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες (και δυστυχώς αυτό είναι επίκαιρο σήμερα). Όμως, ξανά, είναι σημαντικό να καταλάβουμε, ότι δεν αντιλαμβάνονταν τότε τον φασισμό με τον σημερινό τρόπο, γιατί δεν ήξεραν π.χ. ότι θα ακολουθήσει το Ολοκαύτωμα. Σήμερα, το ξέρουμε. Έτσι, ο φασισμός είχε γοητεύσει και τον Βενιζέλο, όπως και τους περισσότερους πολιτικούς της Ευρώπης τότε (ακόμα και τον Τσόρτσιλ), ως ένα ισχυρό πρότυπο αποτελεσματικής ηγεσίας. Γιατί εκείνη τη στιγμή φάνταζε ως το νέο, κάτι ριζοσπαστικό και μοντέρνο. Κι αν ήταν αυταρχικό δεν πείραζε κανέναν, γιατί ο αυταρχισμός δεν ήταν πρόβλημα εκείνη την στιγμή. Ήταν κομμάτι του παιχνιδιού. Ο ιδεατός φιλελευθερισμός των ελεύθερων αγορών κτλ. δεν υπήρχε ούτε καν ως φαντασίωση. Ο Βενιζέλος, λοιπόν, δεν ήταν αυταρχικός, παρόλο που ήταν φιλελεύθερος. Ο Βενιζέλος ήταν αυταρχικός όντας φιλελεύθερος. Δεν ήταν παράξενο για τότε αυτό».
Βενιζέλος και κομμουνισμός
«Ήταν προφανώς αντικομμουνιστής. Αντιλήφθηκε όμως αμέσως τη δύναμη του κομμουνισμού και την επιρροή της ρωσικής επανάστασης, ένιωσε ότι είναι οι επόμενοι αντίπαλοι και τους κυνήγησε. Πέρα από το αστείο, βλέπε “Λούφα και Παραλλαγή”, ότι έμοιαζε στον Λένιν, ξέρουμε ότι τον είχε διαβάσει κιόλας ήδη από το 1917. Δεν εμπνεύστηκε φυσικά από εκεί, αστός ήταν ο άνθρωπος. Έστειλε μάλιστα και στρατό στην Ουκρανία το 1919 για να καταστείλει τον μπολσεβικισμό. Δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες επαφές του με αξιωματούχους από τη Σοβιετική Ένωση γιατί, έτσι κι αλλιώς, η Ελλάδα άργησε να την αναγνωρίσει».
Βενιζέλος και Δεξιά
«Τι εννοούμε όταν λέμε πούρα δεξιά στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλάδα; Εννοούμε καραμανλισμός, δηλαδή μια ένωση βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Αρα εκ των πραγμάτων η δεξιά έχει μέσα της τον εκσυγχρονιστή Βενιζέλο – η ακροδεξιά όχι (ακόμα και σήμερα είναι οι μόνοι που τον αποστρέφονται). Ο Καραμανλής, ήδη από τα 60s, συνέκρινε ευθέως τον εαυτό του με τον Βενιζέλο, παρόλο που ως νεαρός ήταν αντιβενιζελικός. Θεωρούσε, κι από πριν τη χούντα, ότι ερχόταν η σειρά του ως ο επόμενος μεγάλος. Στο μυαλό της εθνικόφρονος Δεξιάς, η διαδοχική γραμμή είναι Βενιζέλος, Παπάγος, Καραμανλής. Κι όταν ο τελευταίος επέστρεψε το ‘74 από το Παρίσι, καλλιέργησε απολύτως συνειδητά τη διάσταση του “εθνάρχη”, λέγοντας “θα στήσω κι εγώ το κράτος από την αρχή, μόνος μου κι όλοι σας”».
Βενιζέλος, Αριστερά, Κεντροαριστερά και Ακραίο Κέντρο
«Με την ευρύτερη Αριστερά είναι ενδιαφέρουσα η σχέση του γιατί έχει εντάξει σοσιαλιστές από πολύ νωρίς στο κόμμα του, όπως ο Παπαναστασίου με την τεράστια συνεισφορά στην κοινωνική νομοθεσία. Στην πορεία, εξυπακούεται ότι είναι από θέση απέναντί τους, αλλά συνδιαλέγεται.
Μετά τον θάνατό του, συμβαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Εμφανίζεται η απειλή του φασισμού στην Ευρώπη και σχηματίζονται λαϊκά μέτωπα, που λέμε και σήμερα, ως συμμαχίες αντιφασιστικών δυνάμεων. Από το ‘35 τουλάχιστον και μετά, ένα κομμάτι των βενιζελικών συμμαχεί με ένα κομμάτι της Αριστεράς. Και μέσα από διάφορες ωσμώσεις, καταλήγει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΕΑΜ να είναι βενιζελικοί. Από τον Στέφανο Σαράφη μέχρι μεσαία και κατώτερα στελέχη. Αν διαβάσει κανείς τη δουλειά ενός άλλου συναδέλφου, του Γιάννη Σκαλιδάκη, θα δει ότι η “κυβέρνηση του βουνού” σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποτελείται από Βενιζελικούς που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί στην πορεία κι έχουν προσεγγίσει την Αριστερά. Ήταν ίσως έτοιμοι και μόλις έφυγε από τη ζωή ο ηγέτης τους, φύγανε κι αυτοί από το μαντρί.
Υπεραπλουστεύοντας, ίσως εγκληματικά (σ.σ. γέλια), μπορείς να τον πεις “κεντροαριστερά” αυτόν τον χώρο. Είναι μια ώσμωση Βενιζελισμού και Αριστεράς που απολήγει στη δεκαετία του ‘60 με τη συμμαχία κομματιών της Αριστεράς και του Κέντρου για να δημιουργηθεί αυτό που λέμε μέχρι σήμερα “αντιδεξιά”. Αυτή η πορεία έχει τον Βενιζέλο ως βασικό σύμβολο. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν μίση κι έχθρες: το ιδιώνυμο που εκείνος είχε φέρει στο Μεσοπόλεμο παρέμενε αγκάθι και μετά τον Εμφύλιο – η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν εξαιρετικά εχθρικά διακείμενη απέναντί του και η δεξιά πτέρυγα του κέντρου ήταν συγκλονιστικά αντιαριστερή. Όμως ανάμεσά τους υπήρχε ζύμωση στη βάση του ρεπουμπλικανισμού και της αβασίλευτης δημοκρατίας με κοινωνικά προγράμματα, με διανομή γης, με τέτοια αιτήματα που θα τολμήσω να τα αποκαλέσω κεντροαριστερά.
Άρα στην προβοκατόρικη ερώτηση αν ο Βενιζέλος είναι περισσότερο πρόγονος του σημερινού ακραίου κέντρου ή της σημερινής κεντροαριστεράς, θα έλεγα κάνοντας τα απαραίτητα λογικά άλματα (που έτσι κι αλλιώς τα χρησιμοποιούμε όλοι) ότι από τον εκσυγχρονιστή Βενιζέλο κατάγεται το ακραίο κέντρο κι από τον επαναστάτη Βενιζέλο αντλεί η κεντροαριστερά.
Οπότε, αν πρέπει να μιλήσουμε για το ακραίο κέντρο, και όχι για το κέντρο σκέτο, θα το πήγαινα προς τη διάσταση του εκσυγχρονιστή Βενιζέλου. Παρόλο που με τα σημερινά νεοφιλελεύθερα δεδομένα είναι αδύνατον να γίνει απευθείας αναγωγή. Αντιστοιχίες πάντα επιχειρούμε, αλλά έχουν αλλάξει και τα πολιτικά δεδομένα. Δε θα βρεις σήμερα πουθενά κληρονόμους του Λαϊκού Κόμματος, η αντιβενιζελική εκδοχή της ιστορίας δεν υπάρχει πουθενά».
Βενιζέλος και Χούντα
«Η Χούντα τον διεκδίκησε πάρα πολύ. Δεν περιλαμβάνω την επταετία στο βιβλίο για τον πολύ απλό λόγο ότι το έχει κάνει πριν από μένα μια πολύ καλή συνάδελφος και φίλη, η Ελένη Κούκη. “Κλέβοντάς” την θα πω ότι οι χουντικοί τον επικαλέστηκαν πρώτα απ όλα (κι αυτονόητα) ως αντικομμουνιστή, αλλά και ως εκσυγχρονιστή. Επίσης, επειδή η χούντα αυτοαποκαλείτο, όπως ξέρουμε, “επανάστασις”, συνέκριναν πολύ συχνά τον εαυτό τους με το 1909 και το Γουδί. Δεν είναι τυχαίο ότι επί χούντας εγκαινιάστηκε το μεγάλο άγαλμά του στην Αθήνα. Νωρίτερα δεν υπήρχαν οι συνθήκες για κάτι τέτοιο, η Χούντα το πήρε πάνω της».
Bενιζέλος και Μεταπολίτευση
«Η τρίτη ζωή του Βενιζέλου είναι ο χαρακτηρισμός του ως “εθνάρχη”. Χαρακτηρισμός που αποδόθηκε βέβαια, όπως είπαμε πριν, και στον Καραμανλή. Ο Βενιζέλος ως “εθνάρχης” αποτελείται από δύο μικρότερους Βενιζέλους: τον αντιδεξιό επαναστάτη Βενιζέλο και τον εκσυγχρονιστή Βενιζέλο, ας το σκεφτούμε ως ένα διάγραμμα Βεν με τα δύο υποσύνολα που αναλύσαμε πριν. Ας πούμε, η Νέα Δημοκρατία τα τελευταία 50 χρόνια επικαλείται κατά βάση την εκσυγχρονιστική, ρεπουμπλικανική του διάσταση. Κι από την άλλη, ο “αντιδεξιός” Βενιζέλος έχει υπάρξει κατά καιρούς στον λόγο του ΠΑΣΟΚ, στον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ πιο πρόσφατα, πιο παλιά στην υπόθεση του ΚΚΕ εσωτερικού, δεν έχει ποτέ υπάρξει στο ΚΚΕ (και δεν ξέρω αν θα υπάρξει κιόλας ποτέ). Προσοχή, όσο ζούσε ο Βενιζέλος δε θα μπορούσε, σε καμία των περιπτώσεων, να τον πει κανείς αντιδεξιό. Όμως, όπως εξηγήσαμε και πριν, πάνω σε μια εκδοχή του στήθηκε το αντιδεξιό ρεύμα από τα 60s κι έπειτα.)».
Βενιζέλος, Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
«Δεν το έχω δει εις βάθος το ζήτημα με τον Παπανδρέου, αλλά ξέρω αρκετές περιπτώσεις που επικαλέστηκε τον Βενιζέλο κι ακόμα περισσότερες που τον επικαλείται ο ίδιος ο οργανισμός του ΠΑΣΟΚ. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προφανώς τον επικαλείται πολύ περισσότερο, πέρα από το ότι ήταν μακρινοί συγγενείς. Μάλιστα την περίοδο της “αποστασίας” τον ανέφερε διαρκώς ως παράδειγμα συναίνεσης. Η απέναντι πλευρά, αντίθετα, εμπνεόταν από το συγκρουσιακό στοιχείο του Βενιζέλου.
Έχει ενδιαφέρον να συζητήσουμε γιατί, στην ουσία, δεν έχει υπάρξει ξανά Κόμμα Φιλελευθέρων. Η έννοια “φιλελεύθερος” στις αρχές του 20ου αιώνα σήμαινε κάτι τελείως διαφορετικό από ότι σήμερα. Ή ακόμα και το 1977 που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φτιάχνει το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων στην Κρήτη και παίρνει 1%, (πριν μπει στη Νέα Δημοκρατία), “νεοφιλελεύθερος” δεν σημαίνει αυτό που εννοούμε σήμερα εμείς. Η έννοια παρέπεμπε στην ανάσταση του βενιζελικού Κόμματος Φιλελευθέρων. Ήταν μια πρόσκαιρη τοπική οικειοποίηση. Είναι εύκολο να πέσει κανείς στην παγίδα της λάθος αναφοράς βλέποντας πώς πολιτεύτηκε ο μπαμπάς Μητσοτάκης την επόμενη δεκαετία, αλλά θα είναι λάθος».
Βενιζέλος και ποπ κουλτούρα
«Ένα άλλο στοιχείο της μοντερνικότητας του Βενιζέλου είναι ότι από πολύ νωρίς καταλαβαίνει ο ίδιος τη δύναμη των μίντια. Είναι ο πρώτος έλληνας πολιτικός που έχει προσωπικό φωτογράφο. Εμφανίζεται συστηματικά στο φακό κι από τα λίγα βίντεο που έχουν σωθεί, βλέπουμε ότι του αρέσει να “παίζει με το φακό” όπως λέμε σήμερα. Καταλαβαίνει εξ αρχής ότι η μοντέρνα πολιτική του 20ου αιώνα, αν δεν έχει επαφή με τις μάζες, δεν μπορεί να υπάρξει και δεν έχει νόημα. Όσο βαθαίνει η διάσταση του ως συμβόλου, κυρίως μετά τον θάνατό του, μπορείς να τον δεις παντού: από τα καφεκούτια “Βενιζέλος coffee” που υπάρχουν στο ίντερνετ ως τα memorabilia που κυκλοφορούν και φυσικά τα εκατοντάδες κείμενα για αυτόν που διάβαζαν οι άνθρωποι σε κατεβατά στις εφημερίδες.
Διαμέσου των ποπ απεικονίσεών του, ο Βενιζέλος γίνεται η προϋπόθεση του μεταπολιτευτικού consensus. Υπάρχει μια ελληνική προσαρμογή των ιστοριών του Σέρλοκ Χολμς με τον Βενιζέλο πρωταγωνιστή που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες σε περιοδικό της εποχής (σ.σ. «Ο Σέρλοκ Χόλμς Σώζων τον κ. Βενιζέλον», εκδ. ΑΓΡΑ). Υπάρχει ένα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε το ‘65-’66. Ύστερα, έχουμε την ταινία “Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927” του Παντελή Βούλγαρη (που τον υποδύεται ο Μηνάς Χρηστίδης), ενώ προχωρώντας στον χρόνο τον συναντάμε μέχρι και σε σκετσάκια του Σεφερλή. Δηλαδή, η φάτσα του είναι παντού, με τον συγκεκριμένο τρόπο που ο ίδιος επέλεξε: με το δίκοχο και τα στρογγυλά γυαλάκια σε στιγμιότυπα με πολύ κόσμο. Αν μιλήσεις με προηγούμενες γενιές, θα σου πουν ότι στα καφενεία υπήρχαν πορτρέτα του, όπως αντίστοιχα και του βασιλιά. Υπάρχουν φυσικά τραγούδια και στίχοι, ας πούμε το “Της Αμύνης τα Παιδιά” που έγινε gentrified στη Μεταπολίτευση και δε λέει πια για “κεφάλια Βουλγάρων που πέφτουνε”, αλλά εντάσσεται σε ένα μεταπολιτευτικό πλαίσιο εθνικής συμφιλίωσης έτσι όπως ερμηνεύεται από τον Γιώργο Νταλάρα ή όπως το χρησιμοποιεί ο Κώστας Φέρρης στο “Ρεμπέτικο”.
Ο Βενιζέλος είναι ο πρώτος έλληνας πολιτικός που αντιλήφθηκε τον εαυτό του ως pop icon. Ο Τρικούπης, ας πούμε, σε ότι εικόνα έχει σωθεί, κάθεται μονίμως με τα χέρια πίσω από την πλάτη και υπάρχουν μαρτυρίες ότι δυσφορούσε όταν πήγαιναν να τον βγάλουν φωτογραφία. Ο Βενιζέλος όπου υπάρχει κάμερα τρέχει ή τρέχει η κάμερα από πίσω του για να το πούμε πιο σωστά».
Η κεντρική ιδέα του βιβλίου, ο πυρήνας του πέρα από τον ίδιο τον Βενιζέλο, είναι πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι δύο μεγάλες διαιρέσεις του 20ού αιώνα, ο Εθνικός Διχασμός και ο Εμφύλιος. Είναι δύο διαιρέσεις που τελικά βγάζουν νικητή τον Βενιζέλο. «Αυτό επικυρώνεται το 1974 που καταργείται η βασιλεία, αλλά στο φαντασιακό ρινγκ ο Βενιζέλος έχει επικρατήσει προ πολλού του Βασιλιά. Προφανώς, παίζει και τον ρόλο της η χούντα γιατί καταστρέφει την εθνικοφροσύνη, την ίδια της την μήτρα. Κάπως έτσι στην πορεία ακόμα κι όσοι προέρχονται από το αντίπαλο στρατόπεδο, ένθερμοι βασιλόφρονες/εθνικόφρονες, υιοθετούν τελικά τον παλιό τους αντίπαλο. Δεν είναι τόσο απλό, όσο το βλέπουμε εμείς τώρα μακροσκοπικά. Πολλοί άνθρωποι για να ενστερνιστούν τον Βενιζέλο χρειάστηκε να πάνε κόντρα στην τραυματική τους νιότη κάνοντας, συνειδητά και ασυνείδητα, προσωπικές υπερβάσεις».
Για να πάμε και σε μια φράση του συρμού, έτσι καθιερώνεται η βενιζελική εκδοχή των πραγμάτων ως “η σωστή πλευρά της ιστορίας”. «Για μένα είναι “πρόβλημα” αυτό», λέει ο Χρήστος Τριανταφύλλου. «Αυτό το αξίωμα έχει τυφλά σημεία. Ας πούμε, ένα πραξικόπημα που έγινε από βενιζελικούς αξιωματικούς, δεν θεωρείται δικτατορία, ενώ αν έγινε από την άλλη πλευρά είναι προβληματικό. Για παράδειγμα, το πραξικόπημα Πλαστήρα το 1922 μέχρι σήμερα το λέμε “Επανάσταση”, εντός κι εκτός εισαγωγικών. Τα αντιβενιζελικά πραξικοπήματα τα λέμε “πραξικοπήματα” σκέτο. Κι αυτό δεν το λέω για να κάνω τον έξυπνο, το λέω γιατί το συνειδητοποιώ μέσα από την έρευνα».
Μήπως το συμπέρασμα, βάζοντας τον επίλογο, είναι ότι στο τέλος της ημέρας η ιστορία είναι η ιδιοκτησία της αντίληψης για τα γεγονότα του παρελθόντος; «Ο ιστορικός δεν είναι δικαστής. Παίρνει θέση για τα πράγματα, αλλά όχι αναδρομικά. Χρησιμοποιώντας δηλαδή σημερινά κριτήρια για να τοποθετηθεί στο παρελθόν. Ναι, η ιστορία είναι η ιδιοκτησία του perception. Αρκεί το perception να βασίζεται σε πραγματικές συνθήκες, να μην έρχεται αποκλειστικά από τα πάνω και να μη λειτουργεί ως μοχλός που επιβάλλει το αφήγημα των ελίτ στον λαό».
«Η Δεύτερη Ζωή του Ελευθέριου Βενιζέλου: Οικοδομώντας Έναν Εθνάρχη (1936-1967)», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».