MACALL POLEY

ΦΑΙΔΩΝ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ: Ο ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟ NΕWS 24/7

Ο διεθνώς αναγνωρισμένος κινηματογραφιστής μιλάει για το The Complete Uknown, τον Ντίλαν αλλά και τι σημασία έχουν τελικά τα βραβεία.

Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ, ο άνθρωπος των Όσκαρ είναι σχεδόν «πολύ καλός για να είναι αληθινός». Προσηνής, ευγενής, συνεπής. Χαρισματικός, παρών, νικητής. Ευαίσθητος και σαφής με την κάμερα, ακόμη πιο ευαισθητοποιημένος κοινωνικά και προσωπικά.

Είχα την τύχη να τον γνωρίσω δύο χρόνια πριν και να έχω ξανακάνει μαζί του μία συνέντευξη, σχεδόν βιογραφική. Είναι ένας πολυβραβευμένος χαρισματικός άνθρωπος, δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ (για το «Νεμπράσκα» και για το «Η δίκη των 7 του Σικάγου»), είναι ένας λάτρης της τέχνης του κινηματογράφου, λάτρης του κοντινού πλάνου και συνεπώς της ψυχολογίας. Λάτρης της Ευρώπης και για πάντα ερωτευμένος με τη γυναίκα του Έκα, που είναι από τη Γεωργία, μία χώρα για την οποία τώρα πονάει.

Από το κάδρο του δεν έχει ξεφύγει κανένας μεγάλος σταρ από όσους σας έρχονται στο μυαλό, ενώ φροντίζει οι ονειρεμένες εικόνες του να μην υπερβαίνουν την ταινία – ως μη ανασφαλής δεν αγωνιά να στρέψει τα φώτα πάνω του, ας τον ακολουθούν εκείνα.

Την ώρα που το “A complete Unknown” προτείνεται για 8 Όσκαρ, πετυχαίνω τον Φαίδωνα στο Μέξικο Σίτι λίγο πριν επιστρέψει στο Λος Άντζελες για να πάει μετά στη Γερμανία και μετά κάπου αλλού και πάει λέγοντας. Ανάμεσα στα τόσα, καταφέρνουμε να μιλήσουμε αποκλειστικά για τον Ντίλαν και αυτή τη μοναδική κινηματογραφική περιπέτεια.

MACALL POLEY

Ο σκηνοθέτης της ταινίας James Mangold και o Φαίδων έχουν συνεργαστεί σε εφτά ταινίες μεγάλου μήκους. Είναι φίλοι και έχουν κοινή αισθητική.

Προτιμάτε να δουλεύετε με σκηνοθέτες που γνωρίζετε, λοιπόν;
Γενικά, προτιμώ να κάνω ταινίες με ανθρώπους που μοιραζόμαστε το ίδιο πνεύμα για το σινεμά. Με τον Μάνγκολντ ταιριάζουμε γενικώς. Είμαστε της ίδιας γενιάς, ο πατέρας του ήταν ζωγράφος, είναι ο ίδιος ένας αληθινός καλλιτέχνης και film maker. Είναι ακατανίκητο το να συνυπάρχεις και να συνεργάζεσαι με έναν άνθρωπο που είναι αληθινός καλλιτέχνης, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να υπάρχει και να ελίσσεται στο Χόλιγουντ.

Ξέρετε αυτό δεν είναι εύκολο. Για παράδειγμα, από την Ευρώπη έχουμε σε τέτοια κατηγορία μόνο τον Γιώργο Λάνθιμο και τον Γερμανό Εντ Μπέργκερ (Conclave) που καταφέρνουν να διατηρούν το ευρωπαϊκό πνεύμα και να επιβιώνουν στο σκληρά ανταγωνιστικό χολιγουντιανό σύμπαν.

Με τον Μάνγκολντ, λοιπόν, νιώθω πως έχουμε την ίδια αίσθηση για την εικαστική σύνθεση, μπορούμε και οι δύο να κάνουμε edit, κουβαλάμε τα ίδια πράγματα στο κεφάλι μας, αναγνωρίζουμε τη λειτουργία της κάθε λήψης με τον ίδιο τρόπο. Επίσης αγαπάμε αμφότεροι τον ιαπωνικό κινηματογράφο, βλέπουμε Όζου και Κουροσάβα, απολαμβάνουμε τον Βιμ Βέντερς…

Είμαι πραγματικά πολύ τυχερός που στη ζωή μου συνάντησα τον Tζέιμς αλλά και τον Αλεξάντερ (Πέιν) με τον οποίο επίσης έχω κάνει τέσσερις ταινίες.

Κατά τα άλλα, μου αρέσει να συνεργάζομαι και με πολύ νέους σκηνοθέτες – το βρίσκω ενδιαφέρον διότι ακούω καινούργια πράγματα, γνωρίζω νέες οπτικές και μαθαίνω πολλά για τη νέα γενιά. Αλλωστε, έχω δύο παιδιά που τελειώνουν τώρα το σχολείο και με απασχολεί πολύ η φιλοσοφία της γενιάς τους.

To 2023, για παράδειγμα, κάναμε το “Daddio” με τον Σον Πεν και την Ντακότα Τζόνσον ταινία την οποία σκηνοθετούσε η Κρίστι Χολ, 30 ετών. Ήταν η πρώτη της ταινία.

MACALL POLEY

Ας πάμε στο “A Complete Unknown”: νιώθω πως είναι περισσότερο μια ταινία για την προσωπικότητα του Ντίλαν, παρά μία βιογραφία.
Έτσι είναι – δεν θέλαμε να κάνουμε μία βιογραφία. Θέλαμε να δείξουμε, κατά βάση, τι κάνει έναν τόσο νέο άνθρωπο, μόλις 19 ετών, να γράφει τόσο ριζοσπαστικούς και έντονους στίχους, πώς φθάνει να γράφει τόσο απίστευτα ποιήματα. Πρόκειται για το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη, ενός καλλιτέχνη πολύ περήφανου που όλη του τη ζωή επανεφηύρε τον εαυτό του. Όχι μόνο μουσικά, αλλά ακόμα και το στυλ του, τα ρούχα του, την εικόνα του.

Μεγάλωσε σε ένα εβραϊκό, υπερπροστατευτικό, περιβάλλον και πάντα προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτό – απλώς, ο ίδιος, δεν ήθελε καθόλου να αναφερθούμε σε αυτό στην ταινία και γι’ αυτό και δεν το περιγράφουμε. Είναι όμως σαφές αφού αλλάζει ακόμη και το επίθετό του, από Ζίμερμαν σε Ντίλαν, για να μην θυμίζει καν Εβραίο.

Είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευαίσθητος, που απορροφά τα πάντα από το περιβάλλον του και ζει κάπως σαν αουτσάιντερ σε όλη του τη ζωή – παρότι, σταρ δεν ήταν ποτέ ένας Τζάγκερ. Δεν ήταν ποτέ ένα πράγμα, ένας φολκ τραγουδιστής πχ. ή ένας ροκ τραγουδιστής, είχε έντονη διαίσθηση και άρπαζε κάθε κοινωνική ανάγκη ενώ ταυτόχρονα ήταν και εξαιρετικά ιδιωτικός.

Ιδιωτικός όχι όμως φανατικά εσωστρεφής ή αντικοινωνικός. Θέλω να πω ότι «τριγυρνούσε» και εκεί που έπρεπε αλλά με τους δικούς του όρους. Και με έντονα ερωτική διάθεση.
Η Σιλβί Ρούσο της ταινίας, η Suze Rotolo στην πραγματικότητα, ήταν πάρα πολύ σημαντική στη ζωή του και από σεβασμό και μόνο, ζήτησε ο ίδιος να αλλάξουμε το όνομά της (είναι η μόνη της οποίας το όνομα δεν είναι το αληθινό).

Ήταν μία γυναίκα – καλλιτέχνης, ακτιβίστρια και τελικά συγγραφέας- που δεν επιζητούσε τη δημοσιότητα όσο ζούσε και αυτό είναι κάτι που ο Μπομπ ήξερε και προφανώς εκτιμούσε. Για εκείνον ήταν πολύ σημαντική, ιερή. Ήταν εκείνη που τον εισήγαγε στην τέχνη και στην πολιτική και ήταν πάντα δίπλα του. Εκείνος την αγαπούσε βαθιά και ειλικρινά και μαζί της αισθανόταν ασφαλής. Μπορεί να υπήρχε η Μπαέζ στη ζωή του, ένα ειδύλλιο οδοστρωτήρας, όπως και άλλες ερωτικές ιστορίες αλλά εκείνη ήταν η αγάπη της ζωής του.

Αυτά τα πρώτα χρόνια της νεότητας, που μας διαμορφώνουν, είναι πάντα σημαντικά. Και εκείνη ήταν στο εξώφυλλο του δεύτερου του άλμπουμ, “The Freewheelin’”.

MACALL POLEY

Την παιδεύατε καιρό πάντως αυτή την ταινία…
Πράγματι. Ήταν να γυριστεί πριν από πέντε χρόνια, μετά ήρθε ο κορονοϊός και προτιμήσαμε την κρίσιμη εκείνη περίοδο να κάνουμε το Indiana Jones που δεν θα είχε τόσα γυρίσματα σε κλειστούς χώρους με πολύ κόσμο. Μετά, με τις απεργίες στην Αμερική, χάσαμε και άλλον χρόνο, οπότε, ναι, φθάσαμε να γυρίζουμε το 2024.

Eίχε γίνει όμως τρομερή προετοιμασία, είχαμε βρει τους χώρους, είχαμε κάνει πολύ καλό scouting. Μετατρέψαμε τη γειτονιά Χόμποκεν στο Νιου Τζέρσεϊ σε σκηνικό, παρότι στην πραγματικότητα όλα αυτά γίνονταν στο Γκρίνουιτς Bίλατζ. Μας ενδιέφερε τρομερά να αναπαραστήσουμε όσο καλύτερα γινόταν την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής.

Προσωπικά, για τη δική μου ματιά, χρησιμοποίησα αναφορές από καταπληκτικούς φωτογράφους της εποχής που αγαπώ πολύ όπως για παράδειγμα ο Γουίλιαμ Έγκλεστον και ο Σολ Λέιτερ. Καταφέραμε να αναβιώσουμε ως και το ιστορικό Kettle of Fish.

Δουλέψαμε καταπληκτικά με τον διευθυντή παραγωγής και την ενδυματολόγο για να μεταφέρουμε με ακρίβεια όσα περισσότερα πράγματα γινόταν.

Ας πάμε στον Τιμοτέ τώρα. Περιμένατε τέτοια ερμηνεία;
Eιλικρινά, είναι καταπληκτικός! Έκανε απίστευτη προετοιμασία και κατά τη διάρκεια του κορονοϊού, καθώς ήξερε ότι ο ρόλος ήταν δικός του.

Έμαθε κιθάρα, πιάνο, κυκλοφορούσε με μία φυσαρμόνικα, έψαξε πληροφορίες, έμαθε 30 τραγούδια! Πολλή δουλειά δηλαδή. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι, ενώ είχαμε όλα τα τραγούδια «γραμμένα» και θα χρησιμοποιούσαμε εκ των υστέρων τα playback, ήταν τόσο αφοπλιστικά καλοί και οι δύο, ο Τιμοτέ και η Μόνικα (που έπαιζε την Μπαέζ) που τελικά κρατήσαμε τα live τους! Ό,τι βλέπετε, συνεπώς, στην ταινία είναι αληθινές live συναυλίες – πόσο πιο αυθεντικά να λειτουργήσει μια ταινία;

Η Μόνικα, που δεν έχει καθόλου μουσικό παρελθόν, επίσης, μας άφηνε άφωνους. Αυτά τα δύο παιδιά αποτέλεσαν μεγάλη έκπληξη και τεράστια πηγή έμπνευσης για όλους μας.

MACALL POLEY

Ο ίδιος ο Ντίλαν, πάντως, δεν μοιάζει ένας άνθρωπος που θα ήθελε να γίνει… ταινία. Αλήθεια, πώς αντέδρασε;
Και όμως… Όταν συναντήθηκε σε ένα καφέ στο Λος Άντζελες με τον Μάνγκολντ, τον ρώτησε περί τίνος πρόκειται και εκείνος του απάντησε ότι δουλεύει την ιστορία ενός παιδιού που ασφυκτιά. Από την οικογένεια του, από την μικρή κλειστή κοινωνία όπου μεγαλώνει και αποφασίζει να πάει στη Νέα Υόρκη όπου δημιουργεί καινούριους φίλους, καινούργιο κύκλο και μετά νιώθει να ασφυκτιά και από αυτούς και έτσι αποφασίζει να εγκαταλείψει και εκείνους και έτσι συνεχίζεται η ιστορία χωρίς προορισμό. Και τότε, ο Ντίλαν του είπε: «Εντάξει μ’ αρέσει».

Καλλιτέχνης είναι, οπότε υποθέτω ότι έχει και εκείνος το δικό του κομμάτι ματαιοδοξίας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δεν ξέρω καν αν ο ίδιος έχει δει την ταινία, όμως ξέρω ότι άρεσε πάρα πολύ στο manager του. Είμαι, επίσης, σίγουρος ότι ο Τιμοτέ έχει κάνει καταπληκτική δουλειά.

Εσείς τον έχετε γνωρίσει τον Μπομπ Ντίλαν;
Είχαμε γνωριστεί πριν πάρα πολύ καιρό γιατί ένας φίλος μου πήγαινε στο σχολείο με τον γιο του. Όμως, ένιωθα σαν να τον είχα «δίπλα» μου από πάντα γιατί όταν μεγάλωνα στη Γερμανία το 1970 ακούγαμε κυρίως Κοέν και Ντίλαν. Ο καλύτερος μου φίλος είχε τρέλα μαζί του, μιλάμε για αληθινό πάθος και δυστυχώς δεν ζει τώρα για να δει αυτή την ταινία – θα το ήθελα πραγματικά πολύ. Κυκλοφορούσε όλη την ημέρα με τη φυσαρμόνικα και όποτε οδηγούσαμε μαζί, ακούγαμε ξανά και ξανά μόνο κασέτες του Ντίλαν.

Ξέρετε, έχω την τύχη να έχω κάνει ταινία για τον Johnny Cash, ταινία για τον Dylan και μου μένει μόνο ένα όνειρο – μια ταινία για τον Leonard Cohen. Στην Υδρα φυσικά!

Παρότι έχω δει κάποιες ταινίες για την εποχή του Μακαρθισμού, θέλω να σας πω ότι βγαίνοντας από το σινεμά, αισθάνθηκα πάρα πολύ έντονα το πόσο δύσκολο θα ήταν να κάνεις το οτιδήποτε «διαφορετικό» στην τότε, τόσο συντηρητική Αμερική.
Ναι ασφαλώς και το πιο τρομερό ακόμη είναι πόσο relevant είναι αυτό σήμερα. H ιστορία επαναλαμβάνεται. Kαι αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο είναι πολύ σημαντική η ταινία για μένα: διότι ο Τιμοτέ είναι πολύ αγαπητός στη νεολαία, την επηρεάζει αρκετά οπότε σε μια συνθήκη σαν αυτή της Τραμπ εποχής, είναι καλό να προσελκύσει κάποιος τη γενιά Z δείχνοντας τι σημαίνει ουσιαστικά αυτό που ζει κάποιος σήμερα με τα μάτια του χθες.

Είναι σημαντικό να έρθουν οι νέοι να δουν την ταινία για να ακούσουν τους στίχους αυτούς που είναι τόσο επίκαιροι. Ειδικά για μία γενιά που δεν απασχολείται με τα κοινά, που δεν νοιάζεται επί της ουσίας για την πολιτική, ο Τιμοτέ μπορεί να αποτελέσει κερασάκι για να αφυπνιστούν, να κατανοήσουν από τι κινδυνεύουν. Μην κοιτάτε που στην Ευρώπη είναι κάπως πιο δραστήριοι πολιτικά και ειδικά στην Ελλάδα διαμαρτύρονται κιόλας. Και στη Γεωργία που πηγαίνει συχνά η γυναίκα μου και στη Σερβία από όσα βλέπουμε, υπάρχουν αντιδράσεις και οι νέοι διαδηλώνουν επιτέλους.

Στην Αμερική, όταν πηγαίνω σε διαδηλώσεις συναντώ κατά κύριο λόγο φίλους και γνωστούς που είναι καλλιτέχνες, ζωγράφοι, συγγραφείς, σκηνοθέτες πάνω από 40 ετών. Πού είναι οι φοιτητές; Νομίζω πως πρέπει να έρθουν κάποιοι Έλληνες στην Αμερική να τους κάνουν… σεμινάρια για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να αντιδράσουν.

MACALL POLEY

Λοιπόν, επιστρέφοντας στην ταινία να σημειώσω πως μου άρεσε ιδιαιτέρως και ο Έντουαρντ Νόρτον – που μου αρέσει πάντα βέβαια.
Ναι, πραγματικά είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός και ένας πάρα πολύ ωραίος άνθρωπος. Φανταστείτε πάντως πως ενώ είχε τέλειες θήκες δοντιών, τις αφαίρεσε όλες για να αποκτήσει αυτά τα απαίσια δόντια που είχε στην ταινία! Είναι κι εκείνος υποψήφιος για Όσκαρ.

Η γνώμη μου βεβαίως είναι πως τα Όσκαρ θα πάνε σχεδόν όλα στο Brutalist φέτος.

Πείτε μου, λοιπόν, πιστεύετε πως μία υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι και επιβεβαίωση τού πόσο καλός είσαι;
Ομολογώ ότι δεν πιστεύω πως έχει τόσο μεγάλη σημασία. Θέλω να πω πως δεν θυμάσαι στη ζωή σου τις υποψηφιότητες των Όσκαρ αλλά τις καλές ταινίες. Επίσης, να σημειώσουμε πως μεγάλα μεγέθη όπως ο Γκόρντον Γουίλις για παράδειγμα, ο διευθυντής φωτογραφίας του Godfather 1 και 2 δεν κέρδισε κανένα Όσκαρ (για αυτό και τον τίμησαν εκ των υστέρων για όλη του την πορεία) και ο Κρίστοφερ Ντόιλ δεν προτάθηκε καν για την αριστουργηματική κινηματογράφηση της «Ερωτικής Επιθυμίας».

Προφανώς, ωραία είναι να προταθείς αλλά μέχρι εκεί.

Τι κάνει, τελικά, καλή μία κινηματογράφηση;
Νομίζω πως έχει πολύ να κάνει η σχέση που έχεις με τον σκηνοθέτη, ώστε ο ρυθμός να είναι αυτός που πρέπει ειδικά σε μεγάλες ταινίες όπως και στο «Κόντρα σε όλα» για παράδειγμα. Για αυτό και συνεργαζόμαστε εξαιρετικά με τον Μάνγκολντ. Παίζει ρόλο ότι είμαι και εγώ σκηνοθέτης, οπότε αντιλαμβάνομαι εύκολα τι θέλει και τι εννοεί κάθε στιγμή: είναι κρίσιμο το τι θα κρατήσεις, τι θα πετάξεις, τι θα δώσεις για να συνδεθεί ο θεατής, ποια λήψη εξυπηρετεί αυτό που θέλεις να πεις.

Εγώ, άλλωστε, παίρνω έμπνευση από τις ερμηνείες και αυτές θέλω να αναδεικνύω. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να μην ξεχνάς το σκοπό της κάθε σκηνής – κάθε σκηνή πρέπει να εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο και αυτό δεν πρέπει να το χάνεις.

Επίσης εγώ με τη φωτογραφία μου, δεν θέλω να σου αποσπώ την προσοχή. Δεν θεωρώ κομπλιμέντο δηλαδή, να μου πεις τι καταπληκτική φωτογραφία είχε μία ταινία αλλά πόσο ωραία ήταν η ίδια η ταινία.

Info:

Την άνοιξη θα προβληθεί η ταινία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, Light Falls, στην οποία πρωταγωνιστεί και ο Μάκης Παπαδημητρίου. Ένα ζευγάρι κάνει διακοπές στην Ελλάδα όταν…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα