ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ: ΗΜΟΥΝ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΙΞΕ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ
Ένας από τους τελευταίους μεγάλους μπουζουξήδες εξιστορεί τη ζωή του δίπλα στον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Στράτο Διονυσίου και μερικές ακόμη από τις πιο ιερές μορφές του ελληνικού τραγουδιού.
Με φυσικό χυμό για παρέα και το ένα τσιγάρο μετά το άλλο για ανθυγιεινή αντίθεση, ο Γιάννης Μωραΐτης, ένας από τους πραγματικά τελευταίους μεγάλους του μπουζουκιού, με γέμισε με ιστορίες και αναμνήσεις για περίπου μία ώρα.
Μια απ’ αυτές τις πολύ ζεστές ημέρες, καθίσαμε έξω, σε ένα τραπεζάκι κάπου στο Μπραχάμι, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, και που ζει ακόμη και σήμερα στα 79 του χρόνια.
Ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης και ο Διονυσίου, όλοι τους βρήκαν χώρο στην κουβέντα μας, και με κάθε αναφορά του στα παλιά, όλο και περισσότερες ιερές μορφές εμφανίζονταν και έψαχναν κάπως να στριμωχτούν στα λόγια του. Και ευτυχώς τα κατάφερναν μια χαρά.
Θέλετε να μου πείτε πώς ξεκινήσατε;
Όλα εδώ ήταν ρέματα. Είχε κι ένα μαγαζί πιο κάτω, τον “Λουκά”, που έρχονταν οι μεγάλοι. Ο αδερφός μου έπαιζε μπουζούκι εκεί με τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Ήταν πιο μεγάλος, απ’ αυτόν έμαθα. Πέθανε το ‘75 στην Αφρική.
Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος, έπαιζε και λίγο μαντολίνο… Ήταν από την Ιθάκη και η μητέρα μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Πήρα και τα δύο αυτά στοιχεία.
Η μάνα μου έκανε 18 παιδιά, πολλά πέθαναν στην Κατοχή. Είμαστε τρεις τώρα. Εγώ, η αδερφή μου η Μαρία και ο Μπούλης -είναι 75 χρονών. “Μπούλη” τον λέγαμε τότε, “Μπούλη” τον λέμε και τώρα.
Και βλέπατε τον αδερφό σας που έπαιζε με τον Χατζηχρήστο και ζηλεύατε; Θέλατε να μάθετε κι εσείς;
Ναι, το είχα το μικρόβιο. Καλοί άνθρωποι ήταν όλοι τους οι ρεμπέτες. Έχω παίξει με όλους. Με τον Μάρκο έχω παιξει, με τον Στράτο τον παλιό… Φτωχοί ήταν μωρέ οι καημένοι και ο Μάρκος ήταν καλός άνθρωπος. Ούτε ξέρουνε τώρα όλοι αυτοί, πού να ξέρουνε;
Ψηλός πολύ ήτανε, και για καλή μου μοίρα, τον πήγαινα κάθε μεσημέρι στη στάση του λεωφορείου για να πάει στην Κοκκινιά.
Από την Ομόνοια;
Ναι απ’ τη Σατωβριάνδου. Εκεί ήταν το “Μπαράκι του Μάριου” κι ένα άλλο. Κι ένα πρωί καθόμασταν εκεί και μου λέει ο Μάρκος “να σε πάρω μαζί”. Και παίξαμε μαζί σε ένα μαγαζί.
Ήσασταν μικρός τότε; Πόσο ήσασταν;
18 χρονών. Πόσο μ’ αγαπούσε ο Μάρκος… Και με τον Στέλιο και τον Δομένικο γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά.
Και του ‘παιξα και τραγούδια στη δισκογραφία: ”Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες” κι άλλα πολλά.
Έχω παίξει σχεδόν με όλους τους ρεμπέτες… Και με την Μπέλλου, με την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέι, αυτήν την καλή γυναίκα.
Με τους υπόλοιπους ρεμπέτες πώς γνωριστήκατε;
Εκεί στου “Μάριου”. Κάθε πρωί εκεί καθόμασταν και ήταν όλοι οι μεγάλοι. Δεν υπήρχαν και λεφτά να τραβήξω μία φωτογραφία μ’ αυτούς να την έχω.
Ο κόσμος τον αναγνώριζε τότε τον Μάρκο;
Ναι αλλά όχι όπως τώρα. Τον είχαν παραμελήσει όλοι τους.
Έπαιζε σε κάτι μαγαζάκια μικρά για το μεροκάματο;
Ναι… Ύστερα έπαιζε και στη λεωφόρο Καβάλας σε ένα μαγαζί και πήγαιναν εκεί από την αγορά του Ρέντη και του πετάγανε χαρτούρα (κανά κατοστάρικο) και τους έλεγε “παιδιά, μη μου δίνετε λεφτά, θα μου φέρνετε απ’ την αγορά τρόφιμα, λαχανικά και τέτοια για να τα πηγαίνω στα παιδιά μου”.
Ήταν τόσο δύσκολα που τον πλήρωναν σε τρόφιμα δηλαδή;
Ναι. Στην Κοκκινιά που έμενε ο Μαρκος, σε ένα υπόγειο (σ.σ. παίρνει με το πρόσωπό του μία έκφραση σαν να λέει “πόσο κρίμα”), ήταν κοντά ένα κέντρο η “Μαντουβάλα” που τραγουδάγανε ο Ζαγοραίος, η Γιώτα Λύδια και άλλοι πολλοί. Και δεν βγάζανε από ένα κατοστάρικο να του το δώσουνε, να τη βγάλει κι αυτός.
Του ‘δινα κι εγώ. Φτωχός ήμουνα κι εγώ αλλά κανά κατοστάρικο…. Αυτός ήταν ο μεγάλος ο Μάρκος.
Έχω διαβάσει ότι του έδινε λεφτά κι ο Χιώτης.
Ναι. Κύριος… ΚΥΡΙΟΣ. Ο πιο αρχιμάγκας απ’ όλους -και καλύτερο μπουζούκι δεν θα ξαναβγεί. Τον ήξερα κι αυτόν.
Στη “Μαντουβάλα” έπαιζε και ο ανιψιός του Μάρκου, ο Παλαιολόγου αν έχεις ακουστά. Καλός μπουζουξής και αυτός. Μαζί μελετάγαμε εκείνα τα χρόνια. Μιλάμε για το ‘60 τώρα…
Και ύστερα όταν γινόμουν όλο και καλύτερος άρχισα να παίζω στα καλά μαγαζιά εδώ στην παραλία. “Δειλινά”, “Φαντασία”, “Νεράιδα”…
Είχατε περάσει όμως πρώτα απ’ το “ΣΟΥ-ΜΟΥ”.
Ναι… Και από άλλα μαγαζιά δεύτερα.
Εκεί με ποιον παίζατε;
Στο “ΣΟΥ-ΜΟΥ” έπαιζα με την Ανθούλα την Αλιφραγκή. Και ήταν και το καλό μπουζούκι εκεί, ο Χρήστος ο Αγγελόπουλος. Κι έμαθα εκεί, γινόμουν όλο και πιο καλός. Ήταν και ο Διονυσίου στο μαγαζί.
Δούλεψα τρία τέσσερα χρόνια στο μαγαζί αυτό. Μάζευα λεφτάκια, να πάω να φτιάξω ένα μπουζούκι “στραντιβάριους” στον Ζοζέφ… Και το πήρα Χριστούγεννα, στην αγκαλιά μου το κράταγα. Το ‘χω ακόμα.
Πόσο έκανε;
11 χιλιάδες. Ήτανε πολύ καλός μάστορας. Δούλευε απ’ το ‘30, τους ήξερε όλους -τον Δελιά κλπ. Όλοι οι μπουζουξηδες είχαν αδυναμία στον Ζοζέφ.
Πήρατε τρίχορδο ή τετράχορδο μπουζούκι;
Τετράχορδο. Είμαι ο μοναδικός που παίζω και τετράχορδο και τρίχορδο.
Έχω τρία μπουζούκια του Ζοζέφ σε άριστη κατάσταση που θα τα αφήσω στα παιδάκια μου.
Είναι ανεκτίμητα αυτά, έτσι;
Ναιιι… Βέβαια.
Προηγουμένως είπαμε για τον Χιώτη. Αυτος ήταν που πρόσθεσε την τέταρτη χορδή στο μπουζούκι; Του έλεγαν διαφορα όμως για αυτό, δεν άρεσε σε κάποιους παλιούς ρεμπέτες αυτό.
Παραμύθια είναι αυτά που έλεγαν. Εγώ τον ρώτησα τον Μάρκο μια φορά, του λέω “καλός μπουζουξής είναι ο Χιώτης;”. Μου λέει “αυτός έχει τον δικό του Θεό”.
Είχε παίξει ο Χιώτης σε πολλά τραγούδια του Μάρκου όπως το “Για σένα μαυρομάτα μου, χαράμισα τα νιάτα μου”. Όλη την ιστορία του ρεμπέτικου την έπαιξε ο Χιώτης.
Εσείς είχατε τρέλα μαζί του;
Αλίμονο. Ήταν ο καλύτερος από όλους.
Πηγαίνατε να τον δείτε στα μαγαζιά;
Ναι, έπαιζε εδώ στην παραλία, στο Καλαμάκι και πηγαίναμε απ’ έξω να τον ακούσουμε μαζί με ένα άλλο παιδί που έπαιζε καλά κι αυτός. Και γυρίζαμε πίσω στο Μπραχάμι με τα πόδια, δεν είχαμε λεωφορεία -ε, τώρα 17 χρονών τι να καταλάβουμε…
Κι όταν γυρνούσαμε βάζαμε να παίξουμε ό, τι ακούσαμε, ούτε μαγνητόφωνα υπήρχανε ούτε τίποτα. Τώρα του Χιώτη τα τραγούδια τα παίζω νεράκι όλα.
Τραγούδια που μείνανε αθάνατα. Έχει γράψει ζεϊμπεκάρες θάνατος.
Έχω παίξει και με τη Μαίρη Λίντα στο “Στορκ”, από τις καλύτερες τραγουδίστριες, και με άλλες πολλές. Και η Αλιφραγκή ήταν καλή γυναίκα αλλά νταού.
Έχω ακούσει μια ιστορία ότι κάποιος της ζήτησε ένα τραγούδι και τον χτύπησε.
Ναι, ήταν ένας μεθυσμένος και της έλεγε “πες αυτό το τραγούδι”, και μετά από λίγο “ξαναπές αυτό το τραγούδι” και μετά ξανά και ξανά το ίδιο… Και του λεει αυτή “αυτή τη δουλειά θα κάνουμε;”. Και έβγαλε το τακούνι της και τον πλάκωσε μ’ αυτό.
Όλοι οι παλιοί τραβήξανε μεγάλη καταδίκη…
Στο “ΣΟΥ-ΜΟΥ” συνέβαιναν συχνά αυτά; Ήταν άγρια τα πράγματα;
Ναι αλλά όχι όπως τώρα που τραβάνε πιστόλια. Είχανε βέβαια και τότε οι Μανιάτες που ερχόντουσταν, εντάξει, γίνονταν και τότε φασαρίες.
Πέφτανε κάτι μαχαιριές αλλά όχι αυτό το κακό που γίνεται σήμερα.
Τι εννοείτε; Ότι τουλάχιστον δεν πέθανε κανείς;
Ε ναι… Έχω δει πολλά.
Εσείς έχετε κινδυνεύσει ποτέ;
Όχι. Ήτανε τα γκαρσόνια που τους μαζεύανε επί τόπου.
Στον Περισσό πού μένεις; (σ.σ. του είχα αναφέρει προηγουμένως ότι ήρθα από εκεί. Του λέω που μένω και συνεχίζει)
Στην “Κολούμπια” έφαγα τα νιάτα μου. Τώρα την γκρέμισαν, πήγα και πήρα μια πέτρα από τα χαλάσματα και την έχω ακόμα στο σπίτι μου.
Έχω παίξει χιλιάδες τραγούδια, σε όλους τους τραγουδιστές. Ωραία εποχή. Το ευχαριστήθηκα. Τώρα έχουν ξεφτίσει όλοι. Δεν ξαναβγαίνει λαϊκό τραγούδι σαν αυτό που έβγαλαν τότε. Σήμερα δεν γράφονται λαϊκά τραγούδια από κανέναν.
Και όλοι οι μεγάλοι (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις) διδαχτήκανε απ’ τους ρεμπέτες. Αυτοί γράψανε τα μεγαλύτερα τραγούδια που θα μείνουνε για πάντα. Σήμερα γράφουνε σκουπίδια.
Δεν έχετε ακούσει τίποτα που να σας αρέσει σήμερα;
Όχι. Έχει καλούς τραγουδιστές αλλά δεν τραγουδάνε καλά. Ήθελαν να γίνουν μοντέρνοι, έχουν πάρει και κλέβουνε από Ινδίες, κάνουνε…
Και το ‘60 ομως δεν κλέβανε από Ινδία;
Ναι αλλά όχι ο Μάρκος.
Ο Καζαντζίδης όμως έπαιρνε. Και ο Αγγελόπουλος.
Ε, λιγάκι από Ανατολή, αλλά όχι πολλά. Ο Καρδάρας έπαιρνε, ο Μπάμπης ο Μπακάλης αλλά και αυτά τα φτιάχνανε ωραία, εντάξει.
Είπαμε για τον Μάρκο, να πούμε και για τον Τσιτσάνη;
Ε, έχω παίξει μαζί του πολλές φορές και σε δίσκους. Ένας κύριος και μισός. Και μεγαλος μπουζουξής, απ’ αυτόν μάθαμε όλοι. Το ‘36 ήρθε στην Αθήνα, πολύ καλός. Και ήταν φίλοι με τον Μάρκο.
Και συναυλίες έχω παίξει, στο Ηράκλειο στην Κρήτη. Καλός ανθρωπος. Και λεφτά είχε ο Τσιτσάνης
Έβγαλε χρήματα, όχι σαν τους άλλους δηλαδή.
Ναι, ο Μάρκος ήταν στον απόξω από όλους.
Το λαΐκο τραγούδι θα λέγατε ότι είναι δημιούργημα του Τσιτσάνη;
Καλά, ο πρωτομάστορας είναι ο Μάρκος, ήταν πριν απ’ τον Τσιτσάνη, αλλά ήταν και καλοί φίλοι, έχουν τραγουδήσει και μαζί στο γραμμόφωνο. Τον εκτιμούσε ο Τσιτσάνης.
Είχα διαβάσει πως όταν ήταν άρρωστος ο Τσιτσάνης πηγαίνατε και τον βλέπατε συνέχεια.
Ναι, “έλα ρε Γιαννάκη μου ‘λεγε να μου κάνεις παρέα”. Έμενε στη Γλυφάδα. Πήγαινα 12 η ώρα. Ήταν ψιλοάρρωστος τότε.
Δέος ένιωθα μπροστά του.
Όταν ήταν στα τελευταία του και πηγαίνατε εκεί, έπαιζε μπουζούκι;
Ναι, έπαιζε.
Κάπου είχατε πει ότι ήταν ο πιο γρήγορος. Και απ’ τον Χιώτη πιο γρήγορος;
Ναι, ο πιο γρήγορος από όλους. Πριν μάθει μπουζούκι ο Χιώτης έπαιζε κιθάρα στα τραγούδια του Τσιτσάνη -και σε πολλά άλλα ρεμπέτικα.
Τον εκτιμούσε πολύ ο Τσιτσάνης. Είχε πει ότι “κανένας θνητός δεν πρόκειται να παίξει σαν τον Χιώτη”.
Θυμάμαι είχε ένα πολύ δύσκολο τραγούδι, τη “Φλόγα”, και το μελετάγαμε μαζί με έναν άλλον μπουζουξή -πέθανε κι αυτός- και δεν μπορούσαμε να το βγάλουμε. Και του λέω “δεν πάμε στο σπίτι του στην Κυψέλη να μας το δείξει;”.
Ήταν τρομερός ο Χιώτης. Όσοι πήγαν να το παίξουνε, τα κρεμάσανε όλα.
Τι εννοείτε “τα κρεμάσανε”;
Κρεμάσανε τα μπουζούκια, δεν μπορούσε να το παίξει κανείς.
Α είναι έκφραση αυτή; Ότι αν κάτι είναι δύσκολο και δεν μπορώ να το παίξω, “κρεμάω το μπουζουκι”;
Ναι. Ε, και πάμε στο σπίτι του, μας ρωτάει τι θέλουμε -μιλάμε τώρα ήμασταν 20 χρονών- του λέμε “κύριε Μανώλη, να μας δείξετε λίγο τη ‘Φλόγα’”. Καλόκαρδος αυτός, “περάστε μέσα μας λέει”. Είχε και μια υπηρέτρια, μας προσέφερε κάτι.
Βγάζουμε τα μπουζούκια και οι δύο αλλά κόκκαλο εμείς, τρέμαμε μπροστά του.
Άντε από εδώ, άντε από εκεί μας το έδειξε, “το μάθατε λέει τώρα, άντε να πάτε στο καλό”. Και όπως φύγαμε απ’ το σπίτι -κοντά στην πλατεία Κυψέλης έμενε, όχι αυτό το χάλι που είναι τώρα, Κυψέλη αριστοκρατικό μέρος- βρίσκουμε ένα παρκάκι και του λέω του αλλουνού “ρε μάγκα, δεν πλακωνόμαστε εδώ που έχει ησυχία μην το ξεχάσουμε;”
Κάτσαμε δυο ώρες εκεί και το παίζαμε και πάμε την άλλη μέρα στο “Μπαράκι του Μάριου”, μας ακούσανε εκεί πέρα οι άλλοι μπουζουξήδες, “μπράβο παιδιά” μας λένε. Δεν το ‘παιζε κανένας.
Τους το είπατε ότι σας το έμαθε ο ίδιος ο Χιωτης;
Ναι.
Δηλαδή η “Φλόγα” είναι ένα απ’ τα πιο δύσκολα ελληνικά κομμάτια για μπουζούκι;
Υπάρχουν και άλλα.
Ήταν και άλλοι καλοί μπουζουξήδες. Ήταν ο Μπέμπης, ο φίλος μου, αστεράτος… Ο Στέλιος Μακριδάκης, πολύ καλός, στο Ηράκλειο μένει. Ο Γιάννης ο Αγγέλου, ο Τσιμπίδης, αυτοί ήταν Α Εθνική.
Ο Χιώτης και ο Μπέμπης συμπλέανε, έπαιζαν και μαζί κάποτε στο Πιγκάλς στην Πατησίων. Δεν το πρόλαβα εγώ, ένα υπόγειο ήταν και από πάνω ήταν το Ροζικλέρ, ο κινηματογράφος.
Αλλά ο Μπέμπης έφυγε για το εξωτερικό.
Πήγε στην Αμερική. Έπινε πολύ πιοτό.
Εσείς δεν πίνατε.
Οχι ευτυχώς. Δεν έχω πιει ποτέ.
Ούτε τα “άλλα” κάνατε;
Το “άλλο”, ντάξει…
Το “άλλο” πού και πού;
Κανονικά…
Ο Μάρκος όταν τον γνωρίσατε που ήταν και σε μεγάλη ηλικία “έπινε” ακόμη;
Όχι. Του ‘λεγα να του δώσω και δεν ήθελε.
Και καθότανε στο σπίτι του σε μια καρέκλα, φόραγε μια φανέλα άσπρη… Ένα δωματιάκι υπόγειο ήτανε, είχε μια καλή γυναικούλα.
Έχω δει ένα απόκομμα εφημερίδας που σας δείχνει να παίζετε στην κηδεία του Μπαγιαντέρα. Πώς έγινε αυτό;
Με φώναξε ο Κώστας ο Χατζηδουλής. Καλός άνθρωπος και με βοήθησε πολύ με την τηλεόραση.
Έχετε παίξει σε άλλη κηδεία;
Στου Τσιτσάνη. Τραγούδαγε η Μπέλλου και Γιάννης ο Δέδες ήταν στην κιθάρα. Τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” παίξαμε.
Εκεί έπαθα σοκ. Αυτοί άνθρωποι δεν έπρεπε να πεθαίνουν. Ποτέ.
Αυτά τα τραγούδια που έχουν γράψει, εθνικοί ύμνοι. Δεν ξαναγράφονται. Οι καινούργιοι δεν ξέρουν τους δρόμους, τις κλίμακες.
Άσε που στα παλιά τραγούδια του Μάρκου τα μπουζούκια είχαν άλλο κούρδισμα. Δολοφονικό.
Μια φορά είχα πάρει το μπουζούκι του και δεν μπορούσα να παίξω. Οι ρεμπέτες το κούρδιζαν αλλιώς, φαίνεται και στο “Μες της πόλης το χαμάμ” του Δελιά.
Και του Γενίτσαρη παίζω τα τραγούδια.
Σκληρός άνθρωπος πρέπει να ήταν αυτός.
Ήταν μαζί με τον Δελιά στην Αίγινα και του ‘βγαζε τις ψείρες, μου τα ‘χει πει ο ίδιος.
Δεν μπόρεσαν να τον σώσουν, ε;
(σ.σ. μου δείχνει τις φλέβες του, είναι γνωστό ότι ο Δελιάς πέθανε από την ηρωίνη)
Εσείς στην Αμερική πήγατε;
Πήγα πολλές φορές με φίρμες -δέκα μέρες εδώ, δέκα μέρες εκεί… Και έξι μήνες έκατσα μονορούφι στο Χόλυγουντ στο Λος Άντζελες. Εκεί είδα και τα θηρία τους ηθοποιούς, ερχόντουσαν στο μαγαζί. Έχω φωτογραφία με τον Τσάρλτον Ίστον, τον Τσακ Νόρις…
Αυτοί εκεί πέρα ξέρανε μόνο “Τα παιδιά του Πειραιά” και τον “Ζορμπά”. Πάθανε πλάκα.
Εσείς τους παίζατε αυτά ή τα δικά σας για να μάθουνε;
Τα δικά μου. Τσιφτετέλια και άλλα της εποχής εκείνης. “Όσο αξίζεις εσύ” και τέτοια.
Δεν σας τράβηξε να μείνετε εκεί;
Όχι. Μένεις πίσω.
Μουσικά;
Δεν έχεις ρεπερτόριο. Βγάζανε εδώ τραγούδια, και οι άλλοι παλιοί που ήταν εκεί όπως ο Σπόρος δεν ξέρανε τίποτα. Μόνο την “Μαντουμπάλα” ξέρανε και τέτοια. Και εδώ έβγαιναν τραγούδια αβέρτα.
Πριν μου λέγατε ότι στο “ΣΟΥ-ΜΟΥ’ ήσασταν με τον Στράτο Διονυσίου. Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή σας, έτσι; Περάσατε χρόνια μαζί.
Πολλά. Του ‘χω παίξει και τραγούδια. Πηγαίναμε και στη Χαλκίδα, στην Αρτάκη και παίζαμε τα σαββατοκύριακα σε ένα μαγαζί πολύ πριν γίνει γνωστός. Παίξαμε 12 χρόνια μαζί.
Τον είχαν βάλει στο ψυγείο γιατί τότε μεσουρανούσε ο Αγγελόπουλος, ο Καζαντζίδης… Ύστερα όμως γυρίσανε τούμπα όλα. Και έκανε και καλά τραγούδια.
Είχε κάνει και κάποια τραγούδια με τον Άκη Πάνου. Τον γνωρίσατε πριν ή μετά;
Πολύ πιο πριν. Και τον Άκη Πάνου τον ήξερα από δω, στου Χαροκόπου ήτανε. Αυτός ήταν περίεργος τύπος, δεν τον ήθελα για φίλο, σαν χαρακτήρας δηλαδή. Ήταν δογματικός, έλεγε αρλούμπες όλη την ώρα.
Αλλά ωραίος μουσικός.
Έχει γράψει καλά τραγούδια αλλά δεν με εκφράζουν.
Ποιος σας εκφράζει περισσότερο; Ο Βαμβακάρης;
Ο Μάρκος, ο Χατζηχρήστος -πω τι τραγούδια είχε γράψει αυτός.
Αλλά ο φονιάς των γιγάντων ήταν ο Χιώτης. Ήτανε καλός άνθρωπος, δεν κατηγόραγε κανέναν, και έχει γράψει μαγκιές τραγούδια.
Θυμάστε σε ποια μαγαζιά παίξατε με τον Διονυσίου;
Στα “Δειλινά”, στο “Στορκ”, στον “Σεραφίνο” με τον Βοσκόπουλο.
Ισχύει ότι ο Βοσκόπουλος τον είχε βοηθήσει τότε τον Διονυσίου;
Ναι γιατί τότε ο Βοσκόπουλος θέριζε, όπως και ο Αγγελόπουλος στις δόξες του. Έχω παίξει και με τον Αγγελόπουλο στη Θεσσαλονίκη.
Θυμάμαι μια φορά ήμασταν στην πλατεία Βαρδάρη και από την αγάπη που του είχαν, έπεσε ο κόσμος πάνω στο αυτοκίνητο, παραλίγο να το αναποδογυρίσουν. Φοβήθηκα. Και αυτός φοβήθηκε. Πού να φύγεις από εκεί;
Τον προσέβαλαν τότε για την καταγωγή του;
Οχι, ήτανε μάνεκεν το ντύσιμό του.
Και μια φορά όπως πηγαίνω στο “Μπαράκι του Μάριου”, βλέπω εκεί κοντά πολύ κόσμο μαζεμένο, λέω “κανά έγκλημα θα ‘χει γίνει”. Και τελικά απλώς ήταν στο κουρείο ο Αγγελόπουλος και κουρευόταν. Είχαν μαζευτεί απ’ έξω και μόλις βγήκε τον αποθέωσαν.
Θέλετε να μας πείτε μερικά τραγούδια που τα έχετε παίξει πρώτος στη δισκογραφία;
Έχω παίξει πολλά… Με τον Χρυσίνη έχω παίξει πολλά… Το “Χαροκόπου και στην Καλλιθέα” με τον Ευσταθίου… Αυτός έμενε εδώ, όπως και ο Σπόρος και ο Μακριδάκης.
Όλοι εδώ; Μπραχαμιώτες;
Ναι, και οι τρεις. Εδώ ήταν σφηκοφωλιά.
Ποια ήταν η καλύτερη περίοδος σας; Αυτή που ευχαριστηθήκατε περισσότερο;
Από το ‘60 μέχρι το ‘70. Γράφτηκαν καλά τραγούδια και από δεύτερες εταιρείες που έπαιζα κι εγώ.
Και οι καινούργιοι μπουζουξήδες παίζουνε καλά. Όλοι τους καλοί είναι, μόνο που δεν παίζουνε μάγκικο μπουζούκι.
Αυτό δεν μαθαίνεται;
Όχι, είναι ο χαρακτήρας.
Στο “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου” εσείς ακούγεστε;
Ναι, τι να σου λέω. Έχω παίξει χιλιάδες.
Έχω παίξει και σε 12 ταινίες. Με τον Ξανθόπουλο, με τον Κωνσταντάρα στον “Φαντασμένο”. Και έπαιξα και στο θέατρο στους “Εραστές του ονείρου” με τον Βοσκόπουλο και τη Λάσκαρη.
Ισχύει ότι εσείς πείσατε τον Πλέσσα να το δώσει στον Διονυσίου;
Παίζαμε στο Can Can, τραγουδούσαν ο Πουλόπουλος, ο Διονυσίου και ήταν μαέστρος ο Πλέσσας. Πολύ καλός κύριος και πολύ καλός συνθέτης, έχω αδυναμία στα τραγούδια του. Και του λέω όλο “στον Πουλόπουλο γράφεις τραγούδια, δώσε και στον Στράτο ένα”. Και τον έβαλα σε σκέψη γιατί μ’ αγαπούσε πολύ ο Πλέσσας.
Και ο Πουλόπουλος καλό παιδί αλλά (σ.σ. δείχνει με το χέρι του ότι έπινε πολύ). Αυτός και ο Μητροπάνος.
Παίζω κι ένα τσιφτετέλι του που χορεύει η Βλαχοπούλου σε μια ταινία. Δεν φαίνομαι αλλά παίζω.
Ήξερα τότε πολλούς ηθοποιούς, έρχονταν στα μαγαζιά.
Από τους ηθοποιούς που έρχονταν, ποιος χάλαγε τα περισσότερα;
Ο Χατζηχρήστος.
Κάπου σας είδα να αναφέρεστε και στη Μαρια Κάλλας.
Στη Ζωοδόχου Πηγής στα Εξάρχεια ηταν ένα μαγαζί που παίρναμε χορδές από εκεί. Και όπως κατέβαινα προς τα κάτω, είναι ένα Εθνικό Ωδείο εκεί, τη βλέπω που έβγαινε από την πόρτα. Με το μπουζούκι στο χέρι της λέω “κυρά Μαρία, είσαι καλή τραγουδίστρια, μπράβο”. Με ρωτάει “εσύ τι κάνεις”, της λέω ότι παίζω μπουζούκι, μου λέει “μπράβο” και μπήκε στο αμάξι που την περίμενε και έφυγε. Αυτή έμενε στην Πατησίων.
Τιμή μου. Δεν είχα μια φωτογραφική μηχανή να το τραβήξω.
Προφανώς, δεν τα ακούγατε καθόλου αυτά, έτσι;
Οχι, πού να ξέρω εγώ από τέτοια. Ξεβαμμένα…
Άλλη μουσική εκτός από τα λαϊκά, τι σας άρεσε;
Λατρεύω τη ροκ μουσική, έχω δίσκους και ακούω. Έχω δει όλα τα ροκ συγκροτήματα. Pink Floyd έχω δει, Yes έχω δει στην Αμερική. Και την Τίνα Τέρνερ όταν ήρθε εδώ πήγα με τα παιδιά μου και την είδαμε.
Δηλαδή στο σπιτι σας βάζετε Pink Floyd και ακούτε;
Ναι. Είναι αδυναμία μου.
Πότε ξεκινήσατε να ακούτε ροκ;
Από μικρός. Την εποχή που έβγαινα εγώ και έπαιζα στο “Χρυσό Βαρέλι”, τότε σκάσανε και οι Beatles. Αυτούς άκουγα.
Οι άλλοι λαϊκοί, οι άλλοι μπουζουξήδες, δεν τα κορόιδευαν αυτά; Δεν έλεγαν ότι είναι γιεγιέδες, πού πάνε με αυτά τα μαλλιά;
Όχι, τι να πούνε. Σοβαρή μουσική. Παίζουν δυνατά και έχουν ωραία τραγούδια. Και τα μπλουζ τα λατρεύω.
Σε έντεχνα τραγούδια σας έχουν καλέσει να παίξετε ποτέ;
Δεν τα θέλω τα έντεχνα, δεν μ’ αρέσουν. Ξεβαμμένα τραγούδια. Για άλλους, βέβαια, είναι καλά.
Ο Χατζιδάκις μ’ αρέσει πολύ. Ο Θεοδωράκης όχι, μου θυμίζουν αίματα και δικαστήρια τα τραγούδια του. Ευτυχώς που τα τραγούδια του στον “Επιτάφιο” τα έπαιξε ο Χιώτης.
Και στο Ηρώδειο πώς βρεθήκατε; Διάβασα ότι είστε ο πρώτος που έπαιξε μπουζούκι εκεί.
Α, μπράβο. Ήτανε καλός μου φίλος ο Αριστείδης Μόσχος, ερχόταν κι αυτός εκεί στο “Μπαράκι του Μάριου” και μου λέει μια μέρα “ρε μάγκα, έρχεσαι να παίξεις στο Ηρώδειο με τη Δώρα Στράτου;”. Κάτι χορευτικά ήταν.
Και πάμε εκεί πέρα και παίζω δύο σόλα: “Όταν πίνεις στην ταβέρνα” και ένα άλλο χασαποσέρβικο. Ήμουν 19-20 χρονών τότε. Ήτανε βασιλιάδες από κάτω, ο Κωνσταντίνος, η αδερφή του η Ειρήνη…
Ο πρώτος που έπαιξε μπουζούκι στο Ηρώδειο μετά τους αρχαίους ήμουν εγώ.
Εσείς νιώσατε δέος, είπατε “τι κάνω τώρα εδώ ή ήσασταν μικρός και δεν καταλάβατε τίποτα;
Τίποτα. Ύστερα το κατάλαβα.
Το παίξιμο σας στο μπουζούκι, πώς σας ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους; Τι έχετε εσείς που δεν το ‘χουν οι άλλοι;
Η μαγκιά. Δεν εξηγείται.
Εγώ λέω τι σας ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους καλούς, από τον Παλαιολόγου για παράδειγμα.
Το μάγκικο παίξιμο. Η πενιά. Και ο Παλαιολόγου ήταν καλός αλλά άλλο στυλ.
Υπάρχουν τραγούδια που σας τα έδωσαν να τα ηχογραφήσετε και όπως τα παίζατε είπατε “κοίτα να δεις, θα στο κάνω καλύτερο εγώ”.
Συνέβαινε. Ερχόταν ο συνθέτης που έπαιζε λίγο μπουζουκάκι και μας έδειχνε το τραγούδι του, και του έλεγα “να βάλουμε κι αυτό;”. Και το βάζαμε. Κάθε μέρα αυτό το βιολί γινότανε.
Και πηγαίναμε και σε ένα στούντιο στην Πανεπιστημίου, σε ένα υπόγειο στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη που ήταν η τροχαία, και εκεί πήγαιναν οι ηθοποιοί και βάζανε φωνή στις ταινίες τους. Κι εκεί γνώρισα και τον Μπάρκουλη τον φίλο μου.
Κάνατε παρέα;
Καλό παιδί. Όταν βγαίναμε έξω, “Κορίτσια, ο Μπάρκουλης”. Πειραιώτης. Και πήγαινε και στου Ζοζέφ και καθότανε.
Έχω πάει και δυο τρεις φορές και τον έχω συνοδεύσει.
Πού;
Στη Χαλκίδα.
Δηλαδή τραγουδούσε κιόλας;
Όταν ήταν πια γνωστός, τραγούδαγε.
Είχε καλή φωνή;
Ε, ντάξει. Έχω ακόμα ένα σημείωμα που μου είχε αφήσει στο σπίτι μου ο Αντρίκος, έλεγε “πού ‘σαι ρε φίλε, έρχομαι στο Μπραχάμι και δεν σε βρίσκω”. Τότε που είχε και τα μαλλάκια του ακόμη. Μάγκας.
Έχετε φύγει ποτέ από δουλειά που δεν σας άρεσε;
Ε, ναι. Δεν ήταν και ειρηνικά όλα. Ειδικά αργότερα όταν μπήκαν στα μαγαζιά οι μαέστροι… Καλοί ήταν αλλά δεν ξέρανε από μπουζούκια. Ήταν αλλού.
Από χρήματα πώς τα πήγατε;
Έβγαλα καλά λεφτά αλλά δεν τα κράτησα.
Πού τα χαλάσατε;
Άσκοπα. Γυναίκες… Έχω κάνει αμαρτήματα πολλά.
Δεν μετανιώνετε όμως…
Με τίποτα.
Θέλω να γράψεις και δυο τρία ονόματα που με αγαπάνε και με παίρνουν κάθε μέρα τηλέφωνο να ρωτήσουν αν είμαι καλά. Δημήτρης Μπούρας, Νίκος Βουλωνάς, τον γαμπρό μου τον Νίκο τον Αξαρλή, την αδερφή μου τη Μαρία, τον Γιώργο τον Γεωργόπουλο που είναι ο καλύτερος μου φίλος, τη δημαρχέσα μας, τη Μαρία Μπούρου που μου έκανε αφιέρωμα, τον Γιώργο τον Αλτή που με βοηθάει και έρχεται και περνάμε κανά τραγούδι.
Και στα παιδιά μου που τα αγαπάω πολύ: την Αλεξία και τον γιο μου τον Παντελή.
Έβγαλα καλά παιδιά. Ό, τι κακό έμαθα, τόσο καλό τους έδωσα.
Και για το μέλλον τι εύχεστε; Από εδώ και πέρα τι περιμένετε απ’ τη ζωή σας;
Καμιά βόλτα κάνω στο Μπραχάμι. Εντάξει, η πληρωμή μου είναι ο κόσμος που μ’ αγαπάει, που μου λέει “γεια σου ρε Μωραΐτη”. Αυτά με ευχαριστούνε, με συγκινούνε.
Το μέλλον του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Να το γράψεις αυτό.
*Ευχαριστούμε τις Εκδόσεις Μετρονόμος για τις φωτογραφίες αρχείου