ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΟΡΤΕΚΗΣ: “Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΟΤΕ ΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ
Αυτό που σίγουρα δεν περιμένει κανείς είναι ότι ο Γιάννης Τσορτέκης, ο οποίος υποδύεται τον Στράτο Διονυσίου στην παράσταση Τα πήρες όλα κι έφυγες στο Θέατρο Παλλάς, δεν έχει ποτέ του βρεθεί σε μπουζούκια. και σε πίστες Στην συνέντευξη στο NEWS 24/7, ο σπουδαίος ηθοποιός αποκαλύπτει τι είναι αυτό που τον συνδέει με τον θρυλικό τραγουδιστή.
Ο Γιάννης Τσορτέκης, ένας ηθοποιός με στιβαρή σκηνική παρουσία και χαρακτηριστική ερμηνευτική δύναμη, εκπλήσσει για άλλη μία φορά, αναλαμβάνοντας έναν ρόλο που δε θα περίμενε κανείς από εκείνον. Στην παράσταση “Τα πήρες όλα κι έφυγες”, υποδύεται τον Στράτο Διονυσίου και μπαίνει σε έναν κόσμο γεμάτο θρύλους και αντιφάσεις.
Όσο σουρεαλιστικό και αν ακούγεται η συνάντησή μας πραγματοποιήθηκε σε μία από τις πιο συναρπαστικές και πολυσύχναστες πόλεις του κόσμου, το Χονγκ Κονγκ, όπου και οι δύο βρεθήκαμε στο πλαίσιο του Hong Kong Art Festival που παρουσιάστηκε ο Ιππόλυτος της Κατερίνας Ευαγγελάτου.
Το πρόγραμμά του ήταν εξαιρετικά φορτωμένο στην Αθήνα, οπότε ένα πρωινό συναντηθήκαμε στο Χονγκ Κονγκ και κάναμε μία μεγάλη και χαλαρή συζήτηση μέσα στους ήχους της ανατολίτικης αυτής αστικής ζούγκλας για τη μουσική και τη φωνή του του Στράτου, που ταξιδεύει πέρα από τον χρόνο και τις γεωγραφικές αποστάσεις.
«Με πήρε τηλέφωνο ο Βασίλης Μαυρογεωργίου και μου είπε: “Ετοιμάζουμε μια παράσταση για τον Στράτο Διονυσίου και θέλουμε εσύ να την κάνεις.” Έμεινα έκπληκτος, γιατί δεν είχα σκεφτεί ποτέ να προσεγγίσω τη βιογραφία ενός τέτοιου προσώπου – ενός λαϊκού μύθου. Και είπα: “Ας το τολμήσουμε.” Με τη μουσική του είχα τη σχέση που, νομίζω, είχαν και έχουν όλοι. Κομμάτια που τα έχουμε τραγουδήσει όλοι με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο. Ήταν τραγούδια ζωτικά, αλλά όχι κάτι παραπάνω. Τώρα, με αφορμή την εμπλοκή μου σε αυτή την ιστορία, τα καταλαβαίνω διαφορετικά», αναφέρει ο Γιάννης Τσορτέκης εξηγώντας πώς ξεκίνησαν όλα.
Άρα δεν είχες αναμνήσεις από τη Χρυσή Εποχή του Στράτου…
Η σχέση μου με τη διασκέδαση δεν ήταν ποτέ το να βγαίνω έξω, πόσο μάλλον να πηγαίνω στα μπουζούκια. Αυτό δεν το έχω κάνει ποτέ. Η μουσική που με άγγιζε είχε να κάνει με το φίλτρο μέσα από το οποίο την επεξεργαζόμουν. Οι γονείς μου ήταν από την επαρχία Πωγωνίου, στα Ιωάννινα. Έτσι, η μουσική μου ρίζα ήταν τα ηπειρώτικα και τα πωγωνίσια τραγούδια. Και τώρα καταλαβαίνω πως αυτό που με συγκινούσε στα τραγούδια του Στράτου ήταν κάτι που είχα ήδη βιώσει μέσα από αυτή τη μουσική. Τα πωγωνίσια μιλούν για την ξενιτιά, τον αποχωρισμό, ο θρήνος και ο πόνος γίνονται το όχημα για να επιβιώσεις και να προχωρήσεις, όχι για να μένεις καθηλωμένος σε αυτά. Αυτό ακριβώς το στοιχείο με έκανε να νιώθω συμβατός με τα τραγούδια του Στράτου.
Και αυτό είναι και το βαθιά λαϊκό στοιχείο της μουσικής του…
Ακριβώς. Ο Στράτος, ως ψυχοσύνθεση και ως φιγούρα, είχε μία αξιοπρέπεια στον πόνο. Γι’ αυτό και συνδέεται τόσο μέσα μου με την παραδοσιακή μουσική, η οποία πηγάζει αυθεντικά από το θυμικό των ανθρώπων. Πέρα από το χάρισμα της φωνής του, που από μόνη της σε ταξίδευε, ο Στράτος είχε προσωπική απήχηση στον καθένα.
Αγαπημένο τραγούδι του Στράτου;
Ανέκαθεν ένα τραγούδι που με συνόδευε ήταν το «Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος». Το είχα πρωτοακούσει ως παιδί. Τότε το λέγαμε περιπαικτικά, με διάφορα συμφραζόμενα. Με συγκινεί που ακόμα και σήμερα συνεχίζω να το τραγουδάω, αλλά πλέον έχει αποκτήσει άλλη σημασία για μένα. Όχι ως κάτι βαρύ, αλλά ως κάτι που, αντίθετα, σε ξαλαφρώνει.
Για τις ανάγκες της παράστασης μίλησες με τα παιδιά του;
Όχι, με τα παιδιά δεν έχω συζητήσει καθόλου, γιατί έχουμε στα χέρια μας ένα εξαιρετικά καλογραμμένο θεατρικό έργο, χωρίς σκοτεινά σημεία ή απορίες που να απαιτούν περαιτέρω αναζήτηση. Ακόμα κι αν υπήρχαν κάποια ερωτήματα, η αναφορά μου είναι πάντοτε ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαυρογεωργίου. Υπάρχουν διάσπαρτα πολλά στοιχεία για τον Στράτο, αλλά νιώθω ότι πρέπει να συναντηθώ με όσα πραγματικά με αφορούν, όχι απλώς με μια βιογραφία.
Άρα τι θα δούμε στη σκηνή; Ένα μουσικοθεατρικό έργο;
Θα έλεγα πως πρόκειται για ένα πολυθέαμα. Στη σκηνή θα βρίσκεται ο σπουδαίος Θανάσης Πολυκανδριώτης, ενώ ο Άγγελος, ο Στέλιος και ο Διαμαντής (Διονυσίου) θα τραγουδούν εναλλάξ. Μέσα από την παράσταση, θα διατρέξουμε την πορεία του Στράτου, από τα παιδικά του χρόνια μέχρι το τέλος.
Το έργο επικεντρώνεται στο πώς τα γεγονότα της ζωής του τον διαμόρφωσαν, πώς κάθε του βήμα ήταν το παρελθόν του που μετατρεπόταν σε παρόν. Το να φύγει από την Κολούμπια και να πάει στον Μάτσα, για παράδειγμα, δεν ήταν μια απλή επαγγελματική μετακίνηση. Συνέβη μέσα δραματικά, μέσα από το πώς βίωσε ο ίδιος τον αποκλεισμό, την πίεση. Η ζωή του ήταν πολυτάραχη, γεμάτη πάθη – πάθη που όμως ήταν όλα ζωτικά.
Μέσα από τη ζωή αυτού του ανθρώπου που συναντηθήκατε κάπου οι δυο σας;
Σε κάθε ρόλο συναντιέσαι με κάτι. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε μένει ένα κενό κοστούμι. Και εδώ υπάρχουν πολλά στοιχεία που δημιουργούν αυτή τη σύνδεση: στιγμές, συμπεριφορές, τρόπος σκέψης. Έτσι όπως εγώ αντιλαμβάνομαι την αντίληψη που είχε ο Στράτος για τον κόσμο.
Είναι πολλά τα σημεία που νιώθω κοντά του και που με βοηθούν να χαράξω έναν άξονα για την ερμηνεία. Αλλά και πάλι, η ζωή του ήταν τόσο πυκνή, τόσο γεμάτη γεγονότα, που η παράσταση μοιάζει με αέρα – κάτι που ρέει, που δεν μπορείς να το συγκρατήσεις απόλυτα, παρά μόνο να το βιώσεις.
Η μουσική και οι στίχοι του λειτουργούσαν ως στήριγμα, ως ένας καθρέφτης των ανησυχιών του κοινού, μια φωνή που εξέφραζε ελπίδα για το αύριο. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει τη μουσική του Στράτου να αντέχει στον χρόνο;
Γενικότερα, πιστεύω ότι σε κάθε εποχή υπάρχουν γεγονότα που καθορίζουν το παρόν μιας κοινωνίας, που αποκτούν μια ισχυρότερη δραματικότητα από άλλα. Τα Τέμπη, για παράδειγμα, μπορεί να μην υπήρχαν τότε, αλλά υπήρχαν ανάλογα περιστατικά που επηρέαζαν τον κόσμο.
Αυτό που βλέπω, όμως, είναι πως τα τραγούδια εκείνης της εποχής – όχι μόνο του Στράτου – εκπορεύονταν από μια πραγματική ανάγκη. Σήμερα, νιώθω πως υπάρχει ένας τεράστιος όγκος τραγουδιών, που μοιάζουν και δεν μπορείς να αναγνωρίσεις την ανάγκη πίσω από αυτά – ούτε καν την ανάγκη της πρόσκαιρης διασκέδασης. Γιατί νυχτερινά κέντρα υπήρχαν και τότε, υπάρχουν και σήμερα και θα υπάρχουν πάντα. Αλλά η ανάγκη που τα τροφοδοτεί έχει μετατοπιστεί, και μαζί της έχει αλλάξει και το περιεχόμενο της μουσικής.
Όταν άκουγα τον Στράτο ως παιδί, δεν τον άκουγα με τη ματιά του ενήλικα που είμαι σήμερα – με αφορούσαν και τότε. Τα σημερινά τραγούδια, όμως, απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή και ιδιοσυγκρασιακή κατηγορία ανθρώπων. Αντίθετα, τα τραγούδια του Στράτου δεν είχαν τέτοιους περιορισμούς. Και νομίζω πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο τρόπος ζωής τότε – όχι ως καθημερινότητα, αλλά ως αντίληψη για τη ζωή – ήταν μια πολιτική στάση από μόνος του.
Ο Στράτος, ας πούμε, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απολιτικός αν δεις τις δηλωμένες θέσεις του. Ωστόσο, η σχέση του με τη στιγμή ήταν βαθιά πολιτική. Έπαιρνε θέση γιατί αναλάμβανε την ευθύνη του εαυτού του μέσα στη ζωή. Και αυτό περνούσε με κάθε τρόπο στην ερμηνεία του. Έφτανε ως βινύλιο ή κασέτα στα σπίτια μας και δεν ήταν απλώς μια εξωτερική εικόνα, αλλά μια ουσιαστική σχέση με τη ζωή.
Είναι το φαίνεσθαι και το είναι. Και όλοι οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από αυτό – από κάποιον ή κάτι που να τους δίνει κουράγιο. Αυτά ήταν τα πρότυπα που μπορούσαν να σε κινητοποιήσουν να κάνεις ένα βήμα.
Αυτό είναι που λείπει σήμερα. Το βλέπουμε παντού. Και, αρχής γενομένης από την κυβέρνηση λείπει η ανάληψη ευθύνης. Οι υπεύθυνοι είναι πάντα ‘οι άλλοι’.
Μιλάς για τα Τέμπη;
Δεν είναι θέμα μόνο των Τεμπών. Είναι και οι 100 τόσοι άνθρωποι στο Μάτι, είναι όσοι χάθηκαν πριν και όσοι – απεύχομαι – θα χαθούν στο μέλλον.
Ο κόσμος κατεβαίνει στον δρόμο γιατί η οργή του έχει ανάγκη μια ηθική κατεύθυνση. Και η ηθική κατεύθυνση σημαίνει μια ισχυρή κεφαλή που αναλαμβάνει την ευθύνη και δίνει το παράδειγμα. Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν εκμαυλιστεί σε τέτοιο βαθμό, που βλέπεις αδιάφορους ανθρώπους να κραυγάζουν μέσα στην απόγνωση. Τυχάρπαστοι βγαίνουν στην τηλεόραση, κυβερνητικά στελέχη, υπουργοί, υφυπουργοί – τίτλοι παντελώς αδιάφοροι, γιατί είναι απλώς ανδρείκελα. Αντί να βγει κάποιος και να πει: ‘Αναλαμβάνω την ευθύνη.
Και όταν έρχονται οι εκλογές, έχεις ευθύνη απέναντι σε αυτό. Η αποχή είναι καταστροφική – είναι και αυτή δηλωτική της μη ανάληψης ευθύνης. Το να μην πηγαίνεις να ψηφίσεις, να απέχεις από το μέγιστο δικαίωμα που έχεις ως πολίτης είναι σαν να παραδίδεις τα πάντα σε άλλους.
Η ψήφος είναι προσωπική ευθύνη. Δεν είναι πράξη διαμαρτυρίας να μην πας να ψηφίσεις. Γιατί και αν πάνε μόνο τρεις από τα δώδεκα εκατομμύρια να ψηφίσουν, η κυβέρνηση που θα προκύψει θα είναι από αυτούς τους τρεις.
Επανέρχομαι, λοιπόν, στο θέμα του Στράτου. Αν διαβάσεις τους στίχους αυτών των τραγουδιών, θα δεις ότι είναι βαθιά ποίηση. Η μελωδία που τους συνοδεύει δεν είναι απλώς μουσική – είναι αποκάλυψη. Και όταν έρχεται να προστεθεί πάνω σε αυτά μια χαρισματική φωνή, που φέρει μέσα της την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που τη φέρει, τότε δημιουργείται κάτι που αντέχει στον χρόνο.
Γι’ αυτό και τα γεγονότα της ζωής του, οι κακουχίες, όλα όσα πέρασε, έπαιξαν τον ρόλο τους. Γιατί όλα αυτά περνούν μέσα από τα τραγούδια του, και γι’ αυτό υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Ξέφυγε κάποια στιγμή της ζωής του; Τον συνεπήρε η δημοσιότητα που πήρε;
Ναι και ξέφυγε και; Είναι ο ίδιος άνθρωπος που είχε την κυρία Γεωργία με τέσσερα παιδιά -μέχρι που πέθανε η κόρη τους και μείνανε τα τρία αγόρια- στο σπίτι και φρόντιζε να μην τους λείψει τίποτε. Και είναι ο ίδιος άνθρωπος που τις εισπράξεις της ημέρας του μαγαζιού τις μοίραζε σε φακέλους σε οικογένειες άπορες. Είναι ο ίδιος άνθρωπος ξυπόλητος, ορφανός από τα 12, γυρνάει στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με ένα καλαθάκι, μικροπωλητής, βοηθός ράφτης σε ένα ραφτάδικο. Και κάνει και μεροκάματα στην οικοδομή.
Και αυτή είναι η διαφορά με τους σύγχρονους και με τις πίστες με έναν χώρο με τον οποίο ουδέποτε είχα και έχω καμία επαφή. Γιατί ένιωθα μια ελλιπέστατη ηθική πίσω από αυτό το πράγμα, ένιωθα πως όλο αυτό είναι μια βιομηχανία εκμετάλλευσης. Αυτό δεν το νιώθω για τον Στρατό.
Θα δούμε λεπτομέρειες της ζωής του επί σκηνής;
Στην παράσταση θα δούμε όλες αυτές τις πτυχές του, όπως και τη σχέση του με τη Μαρίνα Βλαχάκη. Θα δούμε πώς ο θάνατος του πατέρα του τον καθόρισε, πώς από τα 17 του ήταν ήδη με τη Γεωργία, πώς στα 20 του έγινε πατέρας, πώς κατατάχθηκε στον στρατό ενώ εκείνη ήταν ήδη έγκυος στην κόρη τους.
Το ότι μπλέχτηκε με τα γρανάζια της νύχτας, προφανώς και συνέβη. Αλλά ποτέ δεν προκάλεσε με τον τρόπο ζωής του. Ήταν ευγνώμων σε όσους τον βοήθησαν. Στον Τόλη Βοσκόπουλο, στον Άκη Πάνου.
Ο Βοσκόπουλος, για παράδειγμα, – που προσωπικά ποτέ δεν μου άρεσε- έχει γράψει κομματάρες Και με αφορμή τον Στράτο, βλέπω πως ήταν ένας μεγαλειώδης άνθρωπος. Ήταν εκεί στις δύσκολες στιγμές, του έδωσε τραγούδια. Ο Άκης Πάνου το ίδιο – μέσα από τη φυλακή. Ο Πλέσσας.
Μιλάμε για μια άλλη εποχή. Μια άλλη αντίληψη των ανθρώπων. Η κοινωνία δεν ήταν τόσο διαβρωμένη. Σήμερα ζούμε στη βιομηχανία του φαίνεσθαι. Τότε ήταν η βιομηχανία της ουσίας.
Γι’ αυτό και η αποχώρησή του από την Κολούμπια και η επιστροφή του στη Μίνως Μάτσας & Υιός ήταν τόσο δραματική. Η Κολούμπια τον αντιμετώπιζε σαν εγκληματία. Το έλεγε ο ίδιος: «Με βλέπουν σαν να είμαι ο Αλ Καπόνε.» Και πήγε στον Μάτσα και του είπε: «Ήρθα για να μείνω.»
Ρίσκαρε τα πάντα. Θα μπορούσε ο Μάτσας να του πει «φύγε από εδώ». Αλλά δεν του άφησε περιθώριο. Και με το που υπέγραψε, έκανε κατευθείαν πλατινένιο δίσκο.
Γι’ αυτό και στη δισκογραφία του, δύσκολα θα βρεις τραγούδι που δεν έχει χιλιοακουστεί. Δεν ήταν ο μόνος καλός τραγουδιστής της εποχής. Αλλά ήταν πραγματικά αυθεντικός. Και αυτό που ήταν, το έβλεπες.
Τον αγάπησες δηλαδή τον Στράτο…
Ναι, τον αγαπάω, γιατί πραγματικά ήταν άνθρωπος. Και το βλέπεις ακόμα και στο πρόσωπό του, στην εικόνα του. Έχει μια θλίψη συγκινητική, έναν βαθύ πόνο μέσα του, αλλά και μια αξιοπρέπεια. Δεν τον λύγισε ο πόνος, ούτε ήταν κακομοίρης, ούτε αλαζόνας.
Δεν είχε καμία ανοχή στην κακομοιριά. Ήθελε να είναι κύριος. Και επειδή από μικρό παιδί δούλευε ως βοηθός ράφτη, είχε μια προσωπική σχέση με τα ρούχα. Βλέπεις, λοιπόν, έναν άνθρωπο πάντα κουστουμαρισμένο, αλλά δεν είναι επιτήδευση – είναι στάση ζωής. Υπάρχει μια διαφορά.
Θυμάμαι ότι μια μέρα, η Αλεξία Θεοδωράκη, η ενδυματολόγος της παράστασης, μου έφερε ένα σακάκι για να δοκιμάσω στην πρόβα. Το φόρεσα, μου ήταν πολύ εφαρμοστό, τα μανίκια κοντά. Και τότε μου λέει: «Αυτό είναι σακάκι του Στράτου.»
Τα σακάκια έχουν κουμπιά στα μανίκια, κάτι που πάντα θεωρούσα καθαρά αισθητικό θέμα. Όμως, αυτό είχε τρία κουμπιά που όχι μόνο υπήρχαν για διακόσμηση, αλλά ξεκουμπώνονταν. Και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Όταν γύριζες το μανίκι, γύριζε και η μανσέτα του πουκαμίσου, ώστε τα χέρια να παραμένουν καθαρά ή να πλένονται χωρίς να λερωθούν τα ρούχα.
Ήταν μια λεπτομέρεια που έλεγε πολλά για τη σχέση του με την εμφάνιση, με την αξιοπρέπεια, με τον τρόπο που στεκόταν στη ζωή.
Ο Στράτος σιδέρωνε ο ίδιος το παντελόνι του γιατί ήθελε την τσάκιση ακριβώς έτσι όπως την είχε μάθει από τον κυρ Λουκά τον Ράφτη, όταν ήταν ακόμα βοηθός, παραπαίδι σε ραφτάδικο.
Είχε μια εμμονή στη λεπτομέρεια και την ακρίβεια. Και επειδή ήταν χαρισματικός στη φωνή του, έμπαινε στο στούντιο και μέσα σε ένα οκτάωρο είχε βγάλει ολόκληρο δίσκο – με τη μία.
Ξέρεις τι σημαίνει ψυχικό σθένος; Να ασκείσαι στη μη επιτυχία. Να αντέχεις την αποτυχία της στιγμής και να τη μετατρέπεις σε εργαλείο για να πας παραπέρα. Γιατί στη μη επιτυχία είναι που σταματάς, σκέφτεσαι και αναλαμβάνεις την ευθύνη του εαυτού σου.
Σήμερα η αποτυχία δεν έχει βάρος. Υπάρχει μια τεράστια ευκολία να προχωράς στο επόμενο βήμα, ακόμα και αν το προηγούμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.