ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΟΥΛΗΣ: “ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟΝ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟ ΑΛΛΑΞΕ Η ΖΩΗ ΜΟΥ”
Ο Γιάννης Χαρούλης μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή τη συναυλία του στις 25 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη και τη μεγάλη του επιστροφή στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού στις 28 & 29 Σεπτεμβρίου & 1 Οκτωβρίου.
Δεν είναι τυχαίο που έχει ομολογήσει πως η ζωή του είναι “προ Λυκαβηττού και μετά Λυκαβηττού”. Τον Γιάννη Χαρούλη οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε στον Λυκαβηττό για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2002 στη συναυλία που ήταν αφιερωμένη στο Νίκο Ξυλούρη με τον τίτλο «Σαν έρθουν οι φίλοι μου» με τη συμμετοχή πολλών γνωστών καλλιτεχνών. Κάποια στιγμή ο Χρήστος Θηβαίος ανακοίνωσε ότι θα πει ένα τραγούδι ο μικρός του αδερφός, ονόματι Γιάννης Χαρούλης. Στο άκουσμα του ηχοχρώματός του όλοι πάγωσαν. Αυτή ήταν η αρχή μίας μεγάλης πορείας.
10 χρόνια μετά από την πρώτη φορά, ο Γιάννης Χαρούλης επιστρέφει στον Λυκαβηττό, μαζί με την παρέα του, τον Λευτέρη Ανδριώτη στη λύρα, τον Βασίλη Μπαχαρίδη στα κρουστά, τον Θανάση Dzingovic στην ηλεκτρική κιθάρα, τον Ορέστη Μπενέκα στα πλήκτρα και τον Κώστα Φόρτσα στα πνευστά για να κλείσει την καλοκαιρινή του περιοδεία στην Ελλάδα με τρεις συναυλίες ορόσημο. Ανάμεσα σε παλιά αγαπημένα, αλλά και νεότερα τραγούδια, φτιάχνει μελωδίες «πειραγμένες» με ορχηστρικά ροκ στοιχεία και δημιουργεί μια γέφυρα του χθες με το σήμερα δένοντας μοναδικά την παράδοση με τη σύγχρονη μουσική.
Ποια είναι η σκηνή από τα παιδικά- εφηβικά σου χρόνια στην Κρήτη στην οποία επιστρέφεις συχνά και χαμογελάς…
Στην αυλή του σπιτιού, στο χωριό. Με τα πολλά λουλούδια, τα δέντρα που έχουν φυτέψει οι γονείς μου και το σιντριβάνι. Με τη μουρνιά, η οποία είναι ακριβώς στην ηλικία της αδερφής μου, το εργαστήριο του πατέρα μου και φυσικά τη μάνα μου στην κουζίνα, να ετοιμάζει πάντα κάτι. Να είναι όλοι εκεί και εγώ με τον αδερφό μου που παίζει κρουστά, να φτιάχνουμε μουσική ελεύθερα. Τότε χαμογελώ, σαν να ακούω μια όμορφη μελωδία.
Πατέρας γλύπτης και λυράρης- Μητέρα εργαζόμενη και νοικοκυρά. Σε ποιον πιστεύεις πως τελικά μοιάζεις ή ποια χαρακτηριστικά τους συνδυάζεις;
Πιστεύω και στους δύο. Την καλλιτεχνική ευαισθησία την πήρα από τον πατέρα μου, αλλά ευτυχώς συνδυάστηκε με την υπομονή που κληρονόμησα από τη μάνα μου. Δύο άνθρωποι εύθραυστοι μα συνάμα δυνατοί σαν βράχοι, με μία αξιοζήλευτη σιγουριά στα δύσκολα.
Πότε ένιωσες πως τελικά μπορείς και να γίνεις μουσικός; Και ποια η λειτουργία της μουσικής μέσα σου; Τι σου προκαλεί;
Το μυαλό μου ήταν και είναι πολλές φορές ασταμάτητο. Σαν να ζω παράλληλες ζωές. Η μουσική έρχεται γεμίζει το κενό και φέρνει μια ισορροπία. Είναι λες και έχουν όλοι οι ήχοι σημασία. Υπάρχουν στιγμές που περπατάω ή ανεβαίνω τα σκαλοπάτια με κάποιο ρυθμό. Συνταιριάζω τους ήχους του περιβάλλοντος και σκέφτομαι τραγούδια. Ακόμη και μέσα από την ομιλία και τον τρόπο που εκφραζόμαστε βγαίνουν νότες που μαρτυρούν τον ψυχισμό μας. Όλα είναι μουσική και όλοι είμαστε μουσικοί.
Όταν έχεις ένα μικρόφωνο στο χέρι, τότε η ευθύνη του τι λες είναι μεγαλύτερη.
Ο έρωτας πώς σε κινητοποιεί και πότε σε εμπνέει; Στη φλόγα του ή στον χωρισμό;
Δεν ξέρω τελικά αν γνωρίζω τον έρωτα με τα τόσα μοντέλα και πρότυπα που μας παρουσιάζονται. Πολλές φορές νιώθω μια ακατανόητη δύναμη, σαν να μπορώ να πετάξω, σαν να αγαπάω όλο τον κόσμο. Είναι όμως και άλλες που μετά βίας μπορώ να σηκώσω το χέρι μου. Είναι δύο άκρα, σαν τις μύτες των βουνών. Βρίσκεσαι στην κορυφή και ξαφνικά κυλάς μέχρι την επόμενη ανηφόρα.
Κατά τη συνεργασία σου με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου υπάρχει κάποια ανθρώπινη στιγμή που σου έχει προκαλέσει γέλιο ή συγκίνηση;
Τότε που είχα πρωτοπάει στο σπίτι του Θανάση, με τον φίλο μας τον Γιώργο και μου έβαλε να ακούσω τα ακυκλοφόρητα τραγούδια του. Ο θαυμασμός και η ντροπή κυριαρχούσαν μέχρι τη στιγμή που άκουσα για πρώτη φορά την “Ουρά του Αλόγου”. Όταν λοιπόν, μετά από όλο αυτό το ταξίδι, συναντιούνται ξανά οι σύντροφοι και ακούγεται το χλιμίντρισμα, ανατρίχιασα και αυθόρμητα τον ρώτησα “Tι πίνεις ρε Θανάση;”. Tότε εκείνος απάντησε “Mόνο κρασί” και σκάσαμε στα γέλια.
Τι συμβολίζει για σένα αυτός ο στεναγμός που γίνεται Κολιμπρί; Γιατί επέλεξες αυτό το μικροσκοπικό πτηνό σαν τίτλο;
Διαλέξαμε όλοι μαζί το “Kολιμπρί” σαν τίτλο. Ο στεναγμός υπάρχει με κάποιο τρόπο σε όλα τα τραγούδια. Άλλοτε μέσα από θλίψη και άλλοτε από ανακούφιση, από νοσταλγία, από έρωτα ή από μοναξιά. Η επιλογή ήρθε αβίαστα, σαν μια κατάσταση ανθρώπινη που εκθέτεις το μέσα σου και σαν να το παρασέρνει λίγο αυτό το ελαφρύ αεράκι, ο στεναγμός. Εν τέλει όσο μεγαλώνω καταλαβαίνω ότι στα μικρά πράγματα, κρύβεται η μεγαλύτερη αξία.
Δεν ξέρω η μοίρα τι παιχνίδια μάς παίζει, μα μέσα σε μία νύχτα στον Λυκαβηττό άλλαξε η ζωή μου. Νιώθω ότι γυρνάω εκεί που όλα ξεκίνησαν.
Ποιο είναι το αποτύπωμα που θες να αφήσεις πίσω σου και ιδίως στους ανθρώπους σου και την Κρήτη;
Δεν είναι το αποτύπωμα που με απασχολεί, αλλά ο χρόνος. Ο χρόνος που περνάς με τους ανθρώπους φέρνει βιώματα και τα βιώματα γίνονται μνήμες. Θα ήθελα περισσότερες στιγμές και ό,τι μείνει.
Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης από τη “λαϊκή” -αν θεωρείς δόκιμο τον όρο- σκηνή τον οποίο εκτιμάς και ακούς;
Ο Διονυσίου και η Μοσχολιού πρώτα από όλους, αλλά και άλλοι.
Έχει και πολιτική ευθύνη η Τέχνη της μουσικής και ο καλλιτέχνης πιστεύεις;
Πολιτική ευθύνη έχουμε οι πάντες, ό.τι επάγγελμα και να κάνουμε. Όταν έχεις βέβαια και ένα μικρόφωνο στο χέρι, τότε η ευθύνη του τι λες είναι μεγαλύτερη. Κρύβει μία μορφή εξουσίας να ακούγεσαι από τα ηχεία και αυτό θέλει προσοχή, ειδικά στη δική μας περίπτωση, που μέσα από τη μουσική παρακινούμε και ένα ευαίσθητό κομμάτι του ανθρώπου. Είναι ουσιαστικό να εκθέτουμε μία κατάσταση χωρίς να τη χρωματίζουμε, χωρίς να θέλουμε να προκαλέσουμε οργή και απλώς να αποσυμπιεστούμε, αλλά με σκοπό να αφυπνίσουμε και τελικά με τις πράξεις μας να κάνουμε τη διαφορά.
Τι είναι αυτό που σε θυμώνει και που θα ήθελες να κάνεις τραγούδι;
Ότι λείπει η ενσυναίσθηση, αλλά είναι μία δύσκολη λέξη για να γίνει τραγούδι.
Ξέρω πως σου αρέσει να μιλάς με τραγούδια. Αν σου έλεγα να μιλήσεις στη νέα γενιά με ένα τραγούδι, ποιο θα ήταν αυτό;
«Ο Τρελός» που λέει «Γυρνάει ο κόσμος γρήγορα και γίναμε όλοι σκλάβοι, Κι ένας τρελός φρένο πατά, τον κόσμο να προλάβει…».
Τα τελευταία χρόνια μας κυβερνά ο φόβος, μία ο φόβος της φτώχειας, μία του κορονοϊού, μία του ενεργειακού, μία του πολέμου, τις κλιματικής αλλαγής και των καταστροφών… Πώς νιώθεις; Φοβάσαι για το μέλλον;
Λυπάμαι βαθιά με όλα αυτά που συμβαίνουν, πυρκαγιές, πλημμύρες, άνθρωποι αβοήθητοι, δολοφονίες. Άκουσα προχθές τον Σωκράτη να ζητά συγγνώμη και τον ένιωσα, επειδή κατανοώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που αντιλαμβάνονται και ζουν με αυτήν την ενοχή. Ίσως σηκώνονται επάνω και βοηθούν, ίσως πάλι να λυγίζουν τα γόνατά τους μπροστά σε όλο αυτό, γιατί δεν γνωρίζουν ότι ένα μικρό βήμα φτάνει. Υπάρχουν όμως και οι απαθείς ή αυτοί που χρησιμοποιούν τον φόβο για να πάνε παρακάτω. Και αυτό είναι το χειρότερο. Φοβάμαι αυτό που προκαλεί ο φόβος στους ανθρώπους, που είναι ένα στένεμα της σκέψης και του συναισθήματος. Έναν φοβισμένο άνθρωπο πάντα τον διαχειρίζεσαι εύκολα.
Πώς νιώθεις για την επιστροφή σου στον Λυκαβηττό;
Νιώθω ευγνωμοσύνη και συγκίνηση μεγάλη, από αυτές που δεν είναι μέσα σου, μα είσαι εσύ μέσα σε αυτές. Εγώ νόμιζα πώς είναι λόφος ο Λυκαβηττός, μα αυτός είναι ποταμός που με πήρε σε άλλα μέρη. Δεν ξέρω του αδερφού του Χρήστου (Θηβαίου) ποιος του ορμήνεψε και με κάλεσε τότε και μου έκανε μία χάρη που δεν ξεπληρώνεται. Όπως και ο ίδιος λέει στο τραγούδι Παραμύθι “Μια φορά κι έναν καιρό στον κόσμο των παραμυθιών ήρθαν όλα άνω κάτω μ’ έναν τρόπο μαγικό”. Δεν ξέρω η μοίρα τι παιχνίδια μάς παίζει, μα μέσα σε μία νύχτα στον Λυκαβηττό άλλαξε η ζωή μου. Νιώθω ότι γυρνάω εκεί που όλα ξεκίνησαν.
25 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη
και 28 & 29 Σεπτεμβρίου & 1 Οκτωβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού.
Ώρα Έναρξης: 21.00. Οι πόρτες ανοίγουν: 19.30